ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΕΠΟΝ ο δρόμος των λαών – 80 χρόνια από την ίδρυση του ΕΑΜ
Δίπλα σ’ αυτούς που για χρόνια ισχυρίζονταν ότι το ΚΚΕ δεν αγωνίστηκε ποτέ για την απελευθέρωση της χώρας, υπάρχουν και αυτοί που προσπαθούν να αφαιρέσουν κάθε ταξικό χαρακτηριστικό από την πάλη του ΕΑΜ και να την περιορίσουν στα όρια της εθνικής ενότητας και της ταξικής συνεργασίας.Τα ιστορικά γεγονότα τους διαψεύδουν
Θα μας σώσει και απ’ τη σκλαβιά
Κι έχει πρόγραμμα λαοκρατία
Ζήτω ζήτω ζήτω το ΕΑΜ»
Η πάλη του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ και ο Δεκέμβρης του ’44, που ακολούθησε, αποτελούν τη συνέχεια ενός κινήματος στο οποίο ηγήθηκε το ΚΚΕ και προοίμιο της τρίχρονης εποποιίας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), της κορυφαίας ταξικής σύγκρουσης στην Ελλάδα στον 20ό αιώνα.
Οπως είναι φυσικό, λοιπόν, η διαπάλη για το ΕΑΜ και συνολικότερα για την Ιστορία της δεκαετίας του 1940 κρατά δεκαετίες, με το σύνολο του αστικού πολιτικού κόσμου να προσπαθεί άλλοτε να αλλοιώσει τα ιστορικά γεγονότα και άλλοτε να ευνουχίσει κάθε ριζοσπαστικό ιστορικό δίδαγμα.
Ετσι, δίπλα σ’ αυτούς που για χρόνια ισχυρίζονταν ότι το ΚΚΕ δεν αγωνίστηκε ποτέ για την απελευθέρωση της χώρας, υπάρχουν και αυτοί που προσπαθούν να αφαιρέσουν κάθε ταξικό χαρακτηριστικό από την πάλη του ΕΑΜ και να την περιορίσουν στα όρια της εθνικής ενότητας και της ταξικής συνεργασίας.
Τα ιστορικά γεγονότα διαψεύδουν και τους μεν και τους δε.
Αφενός γιατί το ΚΚΕ, αποτελώντας τον κύριο αιμοδότη του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και των άλλων οργανώσεων, πρωτοστάτησε στην πάλη ενάντια στην τριπλή φασιστική κατοχή, σε μια περίοδο που η αστική τάξη και ο αστικός πολιτικός κόσμος είτε συμμάχησαν με τις αρχές κατοχής είτε ακολούθησαν τον βασιλιά και τον βρετανικό στρατό στο Λονδίνο και στη Μέση Ανατολή. Αφετέρου γιατί το ΕΑΜ ήταν ένα κίνημα που αντιπαρατέθηκε ένοπλα τόσο με τα Τάγματα Ασφαλείας και αστικές οργανώσεις που στήριζαν κατά βάση την τριπλή φασιστική κατοχή, όσο και με αστικές οργανώσεις όπως ο ΕΔΕΣ ή η ΕΚΚΑ, που βρίσκονταν σε στενότερη συνεργασία με τον βρετανικό ιμπεριαλισμό.
Φυσικά, όταν μιλάμε για το «φαινόμενο ΕΑΜ» καλό είναι πέρα από τον πρωτοπόρο ρόλο του ΚΚΕ (με τα όποια προβλήματα είχε η στρατηγική του) να θυμόμαστε και ορισμένα άλλα δεδομένα που συνέβαλαν στην ταχεία αλλαγή του πολιτικού και του κοινωνικού – ταξικού συσχετισμού δυνάμεων και στον κλονισμό της καπιταλιστικής εξουσίας:
Οπως το γεγονός ότι τα κόμματα της αστικής τάξης ήταν διαλυμένα και πολυδιασπασμένα από την περίοδο της 4ης Αυγούστου. Η κατοχή της Ελλάδας από στρατεύματα τριών κρατών ήρθε να δώσει ένα ακόμα μεγάλο χτύπημα, οδηγώντας τις αστικές πολιτικές δυνάμεις σε ακόμα μεγαλύτερη απώλεια του κύρους τους σε εργατικές – λαϊκές μάζες, σε βαθύτατη κρίση και ακόμα μεγαλύτερη διάσπαση. Καταλυτική για την κρίση του αστικού πολιτικού κόσμου και τη ριζοσπαστικοποίηση των εργατικών – λαϊκών μαζών ήταν και η γενικότερη ενδοκαπιταλιστική αντίθεση ανάμεσα στη φιλογερμανική – φιλοαξονική και τη φιλοβρετανική πτέρυγα.
Η πείνα της πρώτης περιόδου της Κατοχής ήταν ένας ακόμα παράγοντας. Την πρώτη περίοδο οι αρχές κατοχής στράφηκαν στις κατασχέσεις εμπορευμάτων του πρωτογενούς και δευτερογενούς τομέα, ενώ πολλοί από τους εργάτες απολύθηκαν, αλλά και για όσους συνέχισαν να δουλεύουν ο μισθός τους δεν επαρκούσε για τη στοιχειώδη διαβίωσή τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι γερμανικές εκθέσεις στις αρχές του 1942 θεωρούσαν πως εξαιτίας της κακής διατροφής των Ελλήνων εργατών, η αποδοτικότητά τους μειώθηκε κατά 50%. Κάτω από αυτές τις συνθήκες, μεγάλο μέρος του πληθυσμού ήρθε αντιμέτωπο με το φάσμα του κρύου και της λιμοκτονίας. Σε δεινή θέση βρέθηκαν τα υπό εκμετάλλευση λαϊκά στρώματα και κυρίως η εργατική τάξη.
Ομως και μεσαία αστικά στρώματα, που προπολεμικά αποτελούσαν προνομιακούς συμμάχους της αστικής εξουσίας, μέσα στις συνθήκες της Κατοχής αντιμετώπισαν την ταχεία και βίαιη επιδείνωση του βιοτικού τους επιπέδου, με αποτέλεσμα να επηρεάζονται περισσότερο από τα αντιστασιακά κελεύσματα του ΚΚΕ και του ΕΑΜ.
Την ίδια περίοδο η κατοχική ελληνική κυβέρνηση, αποδεικνύοντας τον ταξικό της προσανατολισμό, απέρριψε τη φορολόγηση της περιουσίας και των νομικών προσώπων (ανώνυμες εταιρείες κ.λπ.), ισχυριζόμενη ψευδώς ότι ήταν διοικητικά αδύνατη.
Οπως χαρακτηριστικά ανέφερε η εισήγηση του Γ. Ζέβγου προς τη 10η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ (Γενάρης του 1944):
«Μεγαλέμποροι, μεγαλοβιομήχανοι, μεγαλοτραπεζίτες που εξ αρχής συνεργάζονται με τους επιδρομείς (…) δυνάμωσαν τη συνεργασία τους τούτο το χρόνο, παίρνοντας πλούσιο μερίδιο απ’ το λήστεμα του λαού. Βρήκαν την ευκαιρία να πληρώνουν μεροκάματα που δε φτάνουν ούτε για 100 δράμια πατάτες, φουσκώνουν τις τιμές, κρύβουν τα τρόφιμα, κατάστρεφαν οικονομικά τους εργαζόμενους βιοπαλαιστές, ενώ αυτοί αύξησαν 5 και 10 φορές τα πλούτη τους».
Πέρα από τα προηγούμενα, πρέπει να συνυπολογιστεί η άγρια εκμετάλλευση χιλιάδων εργατών που μεταφέρθηκαν για καταναγκαστική εργασία στη Γερμανία, έπειτα από τα μπλόκα και τις συλλήψεις των γερμανικών δυνάμεων και των Ταγμάτων Ασφαλείας σε διάφορες γειτονιές της Αθήνας.
Επιπλέον, πρέπει να συνυπολογιστεί ο βαρύς φόρος αίματος της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων. Αυτός περιλαμβάνει όσους εκτελέστηκαν από τις δυνάμεις κατοχής και τους ντόπιους συνεργάτες τους και όσους έπεσαν με το όπλο στο χέρι. Ακόμα, περιλαμβάνει τους θανάτους από πείνα, για τους οποίους δεν υπάρχουν επίσημα στατιστικά στοιχεία, ούτε ενιαίος υπολογισμός. Σύμφωνα με ορισμένες πηγές, οι νεκροί από το κρύο και την πείνα ήταν 100.000 το χειμώνα του 1941 – 1942 και 250.000 την περίοδο 1941 – 1943. Κατά τον Δοξιάδη, ο συνολικός αριθμός των νεκρών από την πείνα έφτασε την τετραετία 1941 – 1944 τους 300.000.
Σε όλα τα προηγούμενα έρχονταν να προστεθούν και οι συνέπειες από τη μαύρη αγορά, που ενίσχυαν τις διαθέσεις για αντίσταση.
Βέβαια, η κατοχική κυβέρνηση και οι αρχές κατοχής προσπαθούσαν να αντιμετωπίσουν αποφασιστικά τις πρώτες μαζικές αντιδράσεις. Το φθινόπωρο του 1941 και την άνοιξη του 1942, με αφορμή τις απεργίες των φοιτητών και των κρατικών υπαλλήλων, ισχυροποιήθηκε το θεσμικό πλαίσιο της καταστολής (Ν.Δ. 2195 και Ν. 175).
Το ΚΚΕ, βαριά χτυπημένο από τη δικτατορία της 4ης Αυγούστου, κατέβαλε ηρωικές προσπάθειες να ανασυγκροτηθεί και να αντιμετωπίσει τη νέα κατάσταση.
Η ανασυγκρότηση του ΚΚΕ στις συνθήκες της τριπλής φασιστικής κατοχής αποτελεί άθλο του Κόμματος στη μακρόχρονη Ιστορία του. Στηρίχτηκε σε έναν αποφασισμένο πυρήνα μελών και στελεχών, στις δυο χιλιάδες περίπου κομμουνιστών και κομμουνιστριών που είχαν περάσει τη δικτατορία του Μεταξά με το κεφάλι ψηλά, είτε ως φυλακισμένοι και εξόριστοι είτε στην παρανομία. Αυτός ο κρίσιμος κομμουνιστικός πυρήνας είχε σφυρηλατηθεί και διαμορφωθεί τουλάχιστον σε μια δεκαπενταετία σκληρών αγώνων και μέσα σε πολύ αντίξοες συνθήκες.
Μέγιστης σημασίας παράγοντες, που στύλωναν το επαναστατικό ηθικό των κομμουνιστών, ήταν η ύπαρξη της Σοβιετικής Ενωσης, μιας γιγάντιας ελπιδοφόρας δύναμης των μαχόμενων μελών όλων των ΚΚ, καθώς και η ύπαρξη της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Αυτά, σε συνδυασμό με την ακλόνητη πεποίθηση και αφοσίωση στην υπόθεση του σοσιαλισμού, δημιουργούσαν μια ατσάλινη δύναμη.
Στην ανασυγκρότηση του ΚΚΕ συνέβαλαν σημαντικά οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες που απέδρασαν από τους τόπους εξορίας. Στελέχη του ΚΚΕ που απέδρασαν από τόπους εξορίας (Πέτρος Ρούσος, Χρύσα Χατζηβασιλείου, Παντελής Καραγκίτσης, Ανδρέας Τζήμας κ.ά.) ανέλαβαν την πρωτοβουλία να ανασυγκροτήσουν την ΚΕ του ΚΚΕ, έχοντας την έγκριση των κρατουμένων της Ακροναυπλίας. Ταυτόχρονα, ανέλαβαν πολλές πρωτοβουλίες για τη συγκρότηση απελευθερωτικών οργανώσεων.
Στα τέλη Απρίλη του 1941 έγινε σύσκεψη στη Θεσσαλονίκη, στην οποία πήραν μέρος κλιμάκιο του Μακεδονικού Γραφείου και οι κομμουνιστές που είχαν αποδράσει από το Ασβεστοχώρι. Στη σύσκεψη αποφασίστηκε να οργανωθεί η απελευθερωτική πάλη και συντάχθηκε μανιφέστο σε 7.000 αντίτυπα.
Στις αρχές Μάη του 1941 ιδρύθηκε στην Αθήνα η ομάδα «Δημοκράτης». Στις 15 Μάη κυκλοφόρησε την πρώτη έντυπη προκήρυξή της και λίγο αργότερα άρχισε να εκδίδει έντυπο όργανο με τίτλο «Δημοκράτης». Τον ίδιο μήνα, εκπρόσωπος του Μακεδονικού Γραφείου ήρθε σε επαφή με τον συνταγματάρχη Δημήτρη Ψαρρό και αποφάσισαν την ίδρυση της οργάνωσης «Ελευθερία». Αργότερα κυκλοφόρησε το πρώτο φύλλο της εφημερίδας «Ελευθερία», που έγινε στη συνέχεια όργανο του ΕΑΜ Μακεδονίας. Μέσα στον Μάη κυκλοφόρησε τυπογραφημένο και το πρώτο φύλλο της εφημερίδας «Λαϊκή Φωνή», οργάνου του Γραφείου Μακεδονίας – Θράκης του ΚΚΕ, ενώ στην Αγία Παρασκευή της Αθήνας και στην Κυψέλη πραγματοποιήθηκαν συσκέψεις μόνιμων αξιωματικών. Αποφασίστηκε τα μέλη της ομάδας να παραμείνουν στην Ελλάδα και να συνδεθούν με το ΚΚΕ.
Στις 21 Μάη συγκροτήθηκε η Εθνική Αλληλεγγύη, η πρώτη πανελλήνια οργάνωση που συγκρότησαν οι δραπέτες κομμουνιστές.
Στα τέλη Μάη – αρχές Ιούνη του 1941 ιδρύθηκαν οι ημιστρατιωτικές οργανώσεις Ιερός Λόχος στη Δυτική Θράκη και Ομάδες Εφόδου στη Δυτική Θεσσαλία. Στις 2 Ιούνη 1941 ιδρύθηκε στα Γιάννενα το Πατριωτικό Μέτωπο και στις 15 του ίδιου μήνα στην Καλαμάτα η οργάνωση Νέα Φιλική Εταιρεία, που συγκρότησε Νομαρχιακή Επιτροπή και ανέπτυξε δράση στην Καλαμάτα, στην Αρκαδία (και κυρίως σε Μεγαλόπολη – Τρίπολη – Τεγέα) και στη Λακωνία. Την ίδια περίοδο ιδρύθηκε στην Κρήτη η οργάνωση Παγκρήτιο Αντιστασιακό Μέτωπο (ΠΑΜ), που αργότερα προσχώρησε στο ΕΑΜ.
Στις 1 – 3 Ιούλη 1941 συνήλθε η 6η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ, η οποία επεσήμανε πως οι κομμουνιστές όφειλαν να δουν ότι στο σημερινό στάδιο ο φασισμός είναι ο κύριος εχθρός όχι μόνο της Σοβιετικής Ενωσης «αλλά και κάθε δημοκρατικής κατάκτησης του λαού». Παρότρυνε να υποστηρίξουν κάθε προσπάθεια που έτεινε στη συντριβή του φασισμού και στην υπεράσπιση της Σοβιετικής Ενωσης. Η Ολομέλεια ψήφισε τα βασικά καθήκοντα της πάλης και κάλεσε τα κόμματα και τις οργανώσεις σε ένα εθνικό μέτωπο απελευθέρωσης.
Αμέσως μετά συνεχίστηκαν οι προσπάθειες για την αναδιοργάνωση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Στις 16 Ιούλη 1941 υπεγράφη το συμφωνητικό ίδρυσης του Εργατικού Εθνικοαπελευθερωτικού Μετώπου (ΕΕΑΜ). Το ΕΕΑΜ συγκρότησαν η Ενωτική ΓΣΕΕ (εκπρόσωπός της ο Κώστας Λαζαρίδης) και η ΓΣΕΕ. Τον Σεπτέμβρη προσχώρησαν και τα Ανεξάρτητα Συνδικάτα, με γραμματέα τον Δ. Στρατή.
Ολα αυτά σε συνθήκες βαθιάς παρανομίας. Εγραφε χαρακτηριστικά ο Πέτρος Ρούσος:
«Για να τα βγάλουν πέρα τα καθοδηγητικά όργανα του Κόμματος, κάθε κομμάτι της καθοδήγησης ή κάθε υπεύθυνος σύντροφος διέθετε ένα ολάκερο σύστημα από σπίτια, γιάφκες ή στέκια (…) και τους ανθρώπους τους. Ολοι λοιπόν οι σύντροφοι με τη βοήθεια των συνεργατών τους είχαν ολάκερη αλυσίδα από τέτοια στέκια. Σωστή σιδερένια αλυσίδα της παρανομίας. Η δική μας, λ.χ., άρχιζε από την Κοκκινιά του Πειραιά, κατέβαινε στην Καστέλα – Φάληρο, προχωρούσε προς Μοσχάτο, Βουρλοπόταμο, ανέβαινε έπειτα προς Καλλιθέα, Νέα Σμύρνη, τραβούσε προς Νέο Κόσμο, Υμηττό (συνοικισμό), Γούβα, Βύρωνα, Παγκράτι και έζωνε με ολάκερο δακτύλιο την ανατολικοβόρεια περιοχή της τότε Αθήνας, για να προχωρήσει μέσω συνοικισμού Κυπριάδου προς Καλογρέζα, Ποδαράδες και να καταλήξει στο Ηράκλειο Αττικής. Σε κάθε μία από τις πάνω συνοικίες ή συνοικισμούς και από ένα δύο και τρία σπίτια – γιατάκια. Πρόκειται για δρομολόγιο όχι λιγότερο από 25 χιλιόμετρα, που γινόταν κάθε τόσο τμηματικά ή συνολικά με πεζοπορία. Είχε απαγορευτεί σε οποιοδήποτε στέλεχος του Κόμματος να χρησιμοποιεί τροχοφόρα, που ήταν κίνδυνος θάνατος».
Στις αρχές Σεπτέμβρη του 1941 συνήλθε στην Αθήνα η 7η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ. Η 7η Ολομέλεια εκτίμησε πως και στην Ελλάδα επικρατούσε ο ίδιος αντιφασιστικός αναβρασμός που κυριαρχούσε σε όλες τις χώρες της Ευρώπης, και πως το γεγονός ότι δεν είχε πάρει ακόμα πλατιές διαστάσεις (απεργίες, σαμποτάζ, διαδηλώσεις κ.λπ.) οφειλόταν «στην καθυστέρηση της οργάνωσης των εθνικών δυνάμεων σε ένα Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο». Εκτίμησε ακόμα ότι και στην Ελλάδα, «όπως και σε όλο τον κόσμο, ωριμάζει η επαναστατική κρίση».
Η Ολομέλεια σημείωσε ότι οι αντικειμενικές συνθήκες βοηθούσαν το ΚΚΕ να ανταποκριθεί γρήγορα στα καθήκοντα της ανασυγκρότησής του, συνδέοντας την εσωκομματική αναδιοργάνωση με το ολόπλευρο δυνάμωμα της εξωκομματικής μαζικής δράσης. Υπογράμμισε ιδιαίτερα τα καθήκοντα της εξασφάλισης παράνομου μηχανισμού, από την ΚΕ μέχρι τον κάθε πυρήνα του Κόμματος, την αυστηρή τήρηση των συνωμοτικών κανόνων, και επεσήμανε τα εξής:
«Πλατύτατος τομέας για μαζική δράση είναι σήμερα το Εθνικοαπελευθερωτικό Μέτωπο, που θα αντιταχθεί και θα καταπολεμήσει με όλα τα μέσα τη φασιστική κατοχή (…) Από κάτω ίσαμε πάνω πρέπει να αποκρυσταλλώσουμε τη συνένωση των εθνικών δυνάμεων, να τους δώσουμε οργανωτική μορφή».
Οπως όρισε η 7η Ολομέλεια, η ηγεσία του Κόμματος απευθύνθηκε σε κόμματα και ηγετικές προσωπικότητες του αστικού πολιτικού κόσμου. Στους Θεμιστοκλή Σοφούλη, Γεώργιο Καφαντάρη, Γεώργιο Παπανδρέου και Παναγιώτη Κανελλόπουλο, στους οποίους πρότεινε να αναλάβουν ηγετική θέση στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα.
Το γεγονός αυτό αποδεικνύει για πολλοστή φορά ότι το σκεπτικό της συνεργασίας με τις αστικές πολιτικές δυνάμεις δεν προέκυψε στο ΚΚΕ αργότερα, το 1944, ως συνέπεια λαθεμένων χειρισμών ή συναλλαγής της ηγεσίας, αλλά αποτελούσε δομικό χαρακτηριστικό της πολιτικής του.
Ωστόσο, οι προσπάθειες δεν βρήκαν ανταπόκριση. Επιπλέον, από αστούς ασκήθηκε πίεση στο ΚΚΕ να μην προχωρήσει σε οργάνωση ένοπλης πάλης. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Στυλιανού Γονατά, στον οποίο η ηγεσία του ΚΚΕ επίσης πρότεινε απελευθερωτική σύμπραξη. Ο Γονατάς προσποιήθηκε ότι συμφωνεί, όμως στη συνέχεια, σε συνάντηση με αντιπροσωπεία του ΚΚΕ (Θανάση Χατζή και Κώστα Βιδάλη), αρνήθηκε την ένοπλη πάλη:
«Χωρίς περιστροφές ο Γονατάς μάς δήλωσε ότι η ίδρυση εθνικοαπελευθερωτικής οργάνωσης με κατεύθυνση την ένοπλη πάλη κατά των Γερμανοϊταλών είναι “καθαρή τρέλα” και ότι θα καλέσει τους “πατριώτες” αξιωματικούς να οργανώσουν στρατιωτικά τμήματα, έστω και κάτω από τον Τσολάκογλου, για να συντρίψουν την ανταρσία στη γέννησή της. Οι παρευρισκόμενοι δύο συνταγματάρχες, Παπαθανασόπουλος και Παπαγεωργίου (…) επιβεβαίωσαν πως “αυτά που είπε ο Γονατάς είναι αποφασισμένοι οι πλαστηρικοί αξιωματικοί και οι ίδιοι προσωπικά να το κάνουν πράξη, έστω κι αν πρόκειται να χυθεί αδελφικό αίμα”».
Επειτα από τα προηγούμενα, στις 27 Σεπτέμβρη 1941, σε ένα σπίτι της Νεάπολης Εξαρχείων στην Αθήνα, πραγματοποιήθηκε η ίδρυση του ΕΑΜ. Το Ιδρυτικό του ΕΑΜ (με ημερομηνία 28 Σεπτέμβρη 1941) υπέγραψαν για το ΚΚΕ ο Λευτέρης Αποστόλου, για το Σοσιαλιστικό Κόμμα Ελλάδας ο Χρήστος Χωμενίδης, για την Ενωση Λαϊκής Δημοκρατίας ο Ηλίας Τσιριμώκος και για το Αγροτικό Κόμμα Ελλάδας ο Απόστολος Βογιατζής.
Σκοπός του ΕΑΜ ήταν:
«α. Η απελευθέρωσις του έθνους μας από τον σημερινόν ξένον ζυγόν και η απόκτησις της πλήρους ανεξαρτησίας της χώρας μας.
β. Ο σχηματισμός προσωρινής κυβερνήσεως του ΕΑΜ αμέσως μετά την εκδίωξιν των ξένων κατακτητών, μοναδικός σκοπός της οποίας θα είναι η προκήρυξις εκλογών διά συντακτικήν εθνοσυνέλευσιν, με βάσιν την αναλογικήν (…)
γ. Η κατοχύρωσις του κυριαρχικού τούτου δικαιώματος του Ελληνικού Λαού, όπως αποφανθή περί του τρόπου της διακυβερνήσεώς του, από πάσαν αντιδραστικήν απόπειραν, ήτις θα τείνη να επιβάλη εις τον λαόν λύσεις αντιθέτους προς τας επιθυμίας του και η εκμηδένισις δι’ όλων των μέσων του ΕΑΜ και των οργάνων που το αποτελούν, πάσης τοιαύτης αποπείρας».
Στις γραμμές του ΕΑΜ συσπειρώθηκαν η πλειοψηφία της εργατικής τάξης, της φτωχής και μεσαίας αγροτιάς, των επαγγελματοβιοτεχνών, τα μεγάλα τμήματα της νεολαίας, καθώς και ένας σημαντικός αριθμός στρατιωτικών, όπως και κατώτερων κληρικών.
Οργανο του ΕΑΜ ήταν η εφημερίδα «Ελεύθερη Ελλάδα».
Η πάλη του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ, της ΕΠΟΝ έσωσε την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα από την πείνα, απελευθέρωσε μεγάλες περιοχές της χώρας από την Κατοχή και απέδειξε ότι όταν ο λαός θέλει, μπορεί.
Χάρη στους αγώνες του ΕΑΜ δεν στάλθηκε ούτε ένας εργάτης από την Ελλάδα να δουλέψει στα γερμανικά εργοστάσια, με εξαίρεση όσους είχαν συλλάβει ως ομήρους. Δεν στάλθηκε κανένας Ελληνας να πολεμήσει κατά της Σοβιετικής Ενωσης.
Η δράση του ΕΑΜ περιλάμβανε όλες τις μορφές πάλης: Απεργίες, διαδηλώσεις, συλλαλητήρια, διαβήματα, ένοπλη οργάνωση. Πλατιά και πολλές φορές πρωτότυπη ήταν η μαζική προπαγανδιστική δουλειά του.
Η οργάνωση των πρώτων ανταρτοομάδων έγινε κατά κανόνα με αποφάσεις κομματικών οργάνων, ήδη από το πρώτο διάστημα της Κατοχής. Τον Μάη του 1941, με πρωτοβουλία της ΚΟ Αλμυρού και Ευξεινούπολης, οργανώθηκαν η συγκέντρωση όπλων και η εξεύρεση ραδιοφώνου, γραφομηχανής και πολυγράφου. Τον Ιούνη κυκλοφόρησαν οι πρώτες προκηρύξεις, ενώ τον Αύγουστο έκανε την εμφάνισή του στη Βόρεια Οθρυ η πρώτη ένοπλη ομάδα από τους καταδιωκόμενους κομμουνιστές του Αλμυρού, με επικεφαλής τον Μήτσο Τσαρδάκα. Με πρωτοβουλία του ΚΚΕ οργανώθηκαν στην Παραμυθιά οι πρώτες ένοπλες ομάδες στα μέσα Ιούλη του 1941.
Το καλοκαίρι του 1941 βγήκε στον Ταΰγετο μια 12μελής ομάδα καταδιωκόμενων. Ανταρτοομάδες είχαν συγκροτηθεί επίσης στη Μακεδονία με απόφαση του Μακεδονικού Γραφείου, στο Μεσόβουνο, στην περιοχή Μουριών – Κιλκίς, με την ονομασία «Αθανάσιος Διάκος» και καπετάνιο τον δάσκαλο Χρήστο Μόσχο (Πέτρος). Στη Νιγρίτα η ένοπλη ομάδα «Οδυσσέας Ανδρούτσος» με καπετάνιο τον δάσκαλο Θανάση Γκένιο (Λασάνη).
Τον Γενάρη – Φλεβάρη του 1942 συγκροτήθηκε στη Σαϊδόνα της μεσσηνιακής Μάνης ανταρτοομάδα που τον Μάρτη έδωσε νικηφόρα μάχη με έναν λόχο Ιταλών.
Αλλά και όπου δεν υπήρξε κομματική απόφαση, πάλι με πρωτοβουλία κομμουνιστών οργανώθηκαν ένοπλες ομάδες, που πήραν στη συνέχεια σύνδεση με το ΚΚΕ.
Στο μεταξύ, από τον Αύγουστο του 1941 με κομματική εντολή είχε έρθει στην Αθήνα από την Τήνο ο ταγματάρχης Θεόδωρος Μακρίδης, τότε απότακτος λοχαγός του αστικού στρατού. Ταυτόχρονα, ο Δημήτρης Γληνός συνέδεσε με την ΚΕ του ΚΚΕ τον Νίκο Παπασταματιάδη, αντισυνταγματάρχη επίσης του αστικού στρατού.
Αποκορύφωμα αυτής της δραστηριότητας αποτέλεσε η ίδρυση του ΕΛΑΣ τον Φλεβάρη του 1942.
Ο μεγάλος αγώνας είχε ξεκινήσει. Τα επόμενα δύο χρόνια, υπό την επίδραση και των σημαντικών νικών του Κόκκινου Στρατού, το ΕΑΜ έφτασε να αριθμεί 1.500.000 μέλη, ενώ ο ΕΛΑΣ είχε απελευθερώσει σημαντικά τμήματα των εδαφών της χώρας, όπου υπό την προστασία του άρχισαν να διαμορφώνονται λαογέννητοι θεσμοί Τοπικής Διοίκησης, Εκπαίδευσης και Δικαιοσύνης. Είναι χαρακτηριστική για την επιρροή που είχαν αποκτήσει το ΚΚΕ και το ΕΑΜ, όπως και για το εύρος των απελευθερωμένων από τον ΕΛΑΣ περιοχών, μια αναφορά σε έκθεση του Βρετανού ταγματάρχη Ντέιβιντ Γουόλας, ο οποίος έδρασε υπέρ της Intelligence Service στα ελληνικά βουνά, όπου και τελικά σκοτώθηκε:
«Πριν αρχίσω τη λεπτομερή ανάλυση των διαφόρων πολιτικών στοιχείων, αξίζει να παρατεθούν ορισμένες παρατηρήσεις σχετικά με τις συνθήκες γενικά στην ημιεπίσημα ονομαζόμενη Ελεύθερη Ελλάδα. Προτού μεταβώ εκεί ο ίδιος, δεν είχα αντιληφθεί ούτε πόσο εκτεταμένη, ούτε πόσο ελεύθερη είναι. Ολόκληρος ο κεντρικός ορεινός όγκος που σχηματίζει τη ραχοκοκαλιά της Ελλάδας είναι ολοκληρωτικά και απόλυτα ανεξάρτητος από την επιρροή ή την επαφή με τις δυνάμεις κατοχής και την κυβέρνηση των Κουίσλινγκ στην Αθήνα. Τα όριά της στα ανατολικά και στα δυτικά είναι απροσδιόριστα και ποικίλουν κατά καιρούς, ανάλογα με τη δραστηριότητα ή την αδράνεια των στρατιωτικών μονάδων του Αξονα. Υπό ομαλές συνθήκες, όμως, εκτείνονται από την άκρη των πεδιάδων της Θεσσαλίας, από τη μια πλευρά, έως τις κύριες κοιλάδες της Ηπείρου, από την άλλη. Βεβαίως υπάρχουν σε όλη την Ελλάδα μεμονωμένες απελευθερωμένες περιοχές, αλλά αυτή αποτελεί τη μεγαλύτερη ενιαία περιοχή και εκτείνεται αδιάσπαστα από τη Νότια Σερβία προς τα κάτω, μέχρι τα βουνά της Γκιώνας και του Παρνασσού. Στην περιοχή αυτή κυκλοφορείς με απόλυτη ασφάλεια. Μπορείς να ταξιδέψεις από τη Φλώρινα μέχρι τα περίχωρα των Αθηνών απλώς με ένα διαβατήριο του ΕΑΜ».
Η διαμορφωμένη κατάσταση απειλούσε αντικειμενικά το μέλλον της αστικής εξουσίας στην Ελλάδα. Κάτω από αυτόν τον φόβο, το 1943, όταν η πλάστιγγα του πολέμου έδειχνε ότι γέρνει οριστικά σε βάρος των δυνάμεων του φασιστικού Αξονα, οι αστικές δυνάμεις και οι διεθνείς σύμμαχοί τους ξεπέρασαν τις παλιές τους διαφωνίες και προσηλώθηκαν στην αντιμετώπιση του ΚΚΕ και της ΕΑΜικής Αντίστασης. Η κυβέρνηση Ράλλη, με τη σύμφωνη γνώμη του συνόλου του αστικού πολιτικού κόσμου και σε γνώση του βρετανικού ιμπεριαλισμού, προχώρησε στη συγκρότηση των Ταγμάτων Ασφαλείας, με βασικό σκοπό το χτύπημα του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ. Οι αστικές αντιστασιακές οργανώσεις, όπως ο ΕΔΕΣ και η ΕΚΚΑ, σταμάτησαν να επιτίθενται στις αρχές κατοχής και στράφηκαν εναντίον του ΕΛΑΣ, ενώ η εξόριστη αστική κυβέρνηση του Καΐρου ανέλαβε να εκκαθαρίσει το στράτευμα από τα μέλη της φιλοΕΑΜικής Αντιφασιστικής Στρατιωτικής Οργάνωσης.
Πέρα από το «μαστίγιο» της καταστολής η αστική τάξη χρησιμοποίησε και το «καρότο» της ενσωμάτωσης, προσπαθώντας να σύρει το ΚΚΕ και το ΕΑΜ στην αναγνώριση της αστικής εξουσίας. Οι Συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας, που ανάμεσα στα άλλα προέβλεπαν την αναγνώριση της εξόριστης κυβέρνησης από το ΚΚΕ και το ΕΑΜ και τη συμμετοχή τους σε αυτή, είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα.
Τότε το ΚΚΕ δεν μπόρεσε έγκαιρα να διορθώσει λάθη στη στρατηγική του και συνέχισε να μιλά στο όνομα της εθνικής ενότητας, τη στιγμή που η αστική τάξη ήταν αποφασισμένη για τη συντριβή του.
Είναι γεγονός λοιπόν ότι στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα δεν μπόρεσε να διαμορφώσει επαναστατική στρατηγική για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας, σε συνδυασμό με την παρέκκλιση στην εκτίμηση του χαρακτήρα του πολέμου ως αντιφασιστικού – πατριωτικού μετά το 1941, και όχι ως ιμπεριαλιστικού με το ιδιαίτερο στοιχείο της επίθεσης στη Σοβιετική Ενωση. Η είσοδος στον πόλεμο μιας σοσιαλιστικής χώρας, όπως η Σοβιετική Ενωση, δεν άλλαξε τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του πολέμου για όλα τα καπιταλιστικά κράτη, ακόμα και αυτά που περιστασιακά συμμάχησαν με την ΕΣΣΔ.
Ως αποτέλεσμα, το Κόμμα μας δεν αντιμετώπισε τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα ως κρίκο για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας, αλλά αυτονόμησε την πάλη ενάντια στους κατακτητές από την πάλη για την ανατροπή της αστικής εξουσίας. Αυτό το οδηγούσε σε μια σειρά συμβιβασμούς με τα πολιτικά κόμματα της αστικής τάξης και τους διεθνείς συμμάχους της, στο όνομα του κοινού αντιφασιστικού αγώνα.
Εδώ οφείλεται και το ότι το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ δεν μπόρεσαν να ολοκληρώσουν τη λαϊκή νίκη, και όχι στην αδυναμία τους να νικήσουν τον ταξικό αντίπαλο. Επομένως, το κύριο δίδαγμα είναι ότι η ταξική πάλη συνεχίζεται σε όλες τις συνθήκες και κατά συνέπεια μόνο η αποφασιστική πάλη για την ανατροπή της αστικής εξουσίας και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού – κομμουνισμού είναι αυτή που μπορεί να εξασφαλίσει τη νίκη στο εργατικό – λαϊκό κίνημα.
Πηγή: Ριζοσπάστης