Το ΕΑΜ και το σήμερα
«Ξεχνούν» ότι το ΕΑΜ δεν ήταν αποκλειστικά και κυρίως μια συμμαχία κομμάτων, αλλά ότι είχε κορμό του την εργατική τάξη. «Ξεχνούν» ότι στις γραμμές του εκφραζόταν η κοινωνικοπολιτική συμμαχία της εργατικής τάξης με τα φτωχά λαϊκά στρώματα της πόλης και της υπαίθρου.
Πολλά λέγονται και θα ειπωθούν και στο μέλλον για τη σχέση του ΚΚΕ με το ΕΑΜ, τόσο τη στιγμή της ίδρυσής του, όσο και ως προς τη διαχείριση της μνήμης και των μηνυμάτων του στο σήμερα. Το άρθρο του Μάκη Μαΐλη που αναδημοσιεύουμε, παρότι είναι από το 2012 και με νωπή τότε την εκλογική συρρίκνωση του κόμματος έναντι του δυναμικά ανερχόμενου ΣΥΡΙΖΑ, διατηρεί σε σημαντικό βαθμό ακέραια την αξία και την επικαιρότητά του, έναντι σε κάθε λογής καπηλευτές της εαμικής κληρονομιάς.
Σε αυτή τη βάση προβάλλουν την τότε στρατηγική του ΚΚΕ, για να υπονομεύσουν τη σημερινή, που την ονοματίζουν σεχταριστική και τροτσκιστική, κατηγορώντας το Κόμμα μας ότι, με την κριτική που ασκούμε βγάζοντας συμπεράσματα από εκείνα τα χρόνια, επί της ουσίας τοποθετούμαστε κατά της ίδρυσης του ΕΑΜ! Ράβδος εν γωνία, άρα βρέχει…
Δε φτάνει ότι καπηλεύονται το ΕΑΜ. Την ίδια στιγμή αποσιωπούν βασικά χαρακτηριστικά του ΕΑΜικού κινήματος και επιχειρούν επιπόλαιες αναλύσεις που τελικά οδηγούν στη διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Τις παρακαταθήκες των μεγάλων λαϊκών ξεσηκωμών τις έχουν πετάξει.
«Ξεχνούν» ότι το ΕΑΜ δεν ήταν αποκλειστικά και κυρίως μια συμμαχία κομμάτων, αλλά ότι είχε κορμό του την εργατική τάξη (πρώτα ιδρύθηκε το Εργατικό ΕΑΜ). «Ξεχνούν» ότι στις γραμμές του εκφραζόταν η κοινωνικοπολιτική συμμαχία της εργατικής τάξης με τα φτωχά λαϊκά στρώματα της πόλης και της υπαίθρου. Οτι στο μαζικό λαϊκό ηρωισμό την πρώτη θέση κατείχε η οργανωμένη δύναμη του κόμματος νέου τύπου, του Κομμουνιστικού Κόμματος. Και βεβαίως «ξεχνούν» ότι το ΕΑΜ χρησιμοποίησε όλες τις μορφές πάλης, και την ένοπλη. Τι σχέση έχουν όλα αυτά με τους εργατοπατέρες της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, σωρεία των οποίων μετακόμισε στον ΣΥΡΙΖΑ; Τι σχέση έχουν με τους συνδικαλιστές του ΣΥΡΙΖΑ που εδώ και 20 χρόνια έβαλαν πλάτη να περάσουν οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις; Τι σχέση έχουν με τον κυβερνητισμό τους;
Το ΚΚΕ πρωτοστάτησε στον ένοπλο αγώνα ενάντια στην τριπλή κατοχή με την Αντίσταση του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ. Με την καθοδήγηση του ΚΚΕ, δυο φορές, το Δεκέμβρη του 1944 και στην τρίχρονη πάλη (1946 – 1949) του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας (ΔΣΕ), το εργατικό κίνημα με επικεφαλής το ΚΚΕ και το σύμμαχο αγροτικό κίνημα συγκρούστηκαν ένοπλα με την αστική εξουσία, την οποία στήριξαν με άμεση στρατιωτική ιμπεριαλιστική επέμβαση η Μ. Βρετανία και οι ΗΠΑ στη συνέχεια.
Η πάλη του ΚΚΕ κατά τη δεκαετία 1940 – 1949, με τον ένοπλο αγώνα του ΕΑΜ – ΕΛΑΣ το Δεκέμβρη του 1944 και το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (1946 – 1949), αποτελεί τη μεγαλύτερη προσφορά του Κόμματός μας στην εργατική τάξη και τα άλλα φτωχά λαϊκά στρώματα, καθώς και τη μεγαλύτερη συμβολή του στη δράση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος κατά τον 20ό αιώνα.
Ωστόσο, επιβεβαιώθηκε και στην Ελλάδα και διεθνώς ότι μεγαλειώδη κινήματα είναι καταδικασμένα σε βέβαιη ήττα αν δεν μπορέσει η πρωτοπορία τους να λύσει σωστά το θεμελιώδες ζήτημα κάθε αγώνα, αυτό της εξουσίας.
Το 1944 διαμορφώθηκε επαναστατική κατάσταση και το ζήτημα της εξουσίας τέθηκε εξ αντικειμένου. Τις μέρες της απελευθέρωσης από τους Γερμανούς (Οκτώβρης του 1944) δεν υπήρχε ακόμα κυβέρνηση στην Ελλάδα και οι αστικές πολιτικές ηγεσίες είχαν χάσει τη δυνατότητα να χειραγωγούν πλατιές λαϊκές δυνάμεις. Ταυτόχρονα, οι κοινωνικοπολιτικές αντιθέσεις ήταν στο έπακρο οξυμένες και το ΕΑΜ με τον ΕΛΑΣ κυριαρχούσαν σχεδόν στο σύνολο της χώρας.
Η επαναστατική κατάσταση αποτελεί αντικειμενικό στοιχείο της ταξικής πάλης. Η διαμόρφωσή της θέτει το ζήτημα είτε της εφόδου του επαναστατικού κινήματος για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας και καμιάς άλλης (αφού άλλη προς τα μπρος δεν υπάρχει), είτε, αν την παραγνωρίσεις, οδηγεί στο πισωγύρισμα και στην αναδίπλωση του κινήματος. Εκείνο το διάστημα συνέβη το δεύτερο. Γιατί; Γιατί το Κόμμα μας δεν μπόρεσε να εντάξει στη στρατηγική του την εθνικοαπελευθερωτική πάλη ως κρίκο για την κατάκτηση της εξουσίας.
Και καλά ο Μ. Γλέζος, που επειδή πήρε μέρος στην ΕΑΜική Αντίσταση θεωρεί ότι είναι ο αυθεντικός να αναλύει το ΕΑΜ και την πορεία του. Μπορεί να λέει ό,τι θέλει. Αλλά από τον Σπ. Ασδραχά θα περίμενε κανείς μία ορισμένη αντικειμενικότητα λόγω της ιδιότητάς του ως ιστορικού. Ομως, αποδείχνεται ότι αυτό είναι αδύνατο να συμβεί, αφού αντικρίζει τα γεγονότα της Κατοχής και το ΕΑΜ από τη σημερινή οπορτουνιστική – σοσιαλδημοκρατική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ.
Τα ίδια με τους παραπάνω αναγράφονται σε σειρά ιστοσελίδων (π.χ. στην Ισκρα του Π. Λαφαζάνη), όπου γίνεται λόγος για τους «συμβιβασμούς της ηγεσίας του ΚΚΕ με τον αγγλοαμερικανικό ιμπεριαλισμό», δίχως βέβαια να εξηγούν ποιες βαθύτερες αιτίες οδήγησαν στους συγκεκριμένους συμβιβασμούς. Ισως προέκυψαν από το πουθενά…
Πάντως, φέρνουν όλα τα ζητήματα στα μέτρα τους. Οι ίδιοι που σήμερα καταγγέλλουν τη στρατηγική του ΚΚΕ ως αιτία της εκλογικής του μείωσης στις δεύτερες εκλογές, επειδή έτσι τους συμφέρει, θεωρούν ότι είναι άσχετα με τη στρατηγική του ΚΚΕ πελώρια στρατηγικής σημασίας λάθη, όπως οι συμφωνίες του Λιβάνου, της Καζέρτας και της Βάρκιζας! Πάλι επειδή έτσι τους συμφέρει. Μία εκλογική μείωση οφείλεται κατ’ αυτούς στη στρατηγική του ΚΚΕ, ενώ λάθη που αφόπλισαν το κίνημα, όχι!…
Από τη σύσκεψη του Λιβάνου προέκυψε η λεγόμενη κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας με πρωθυπουργό τον Γεώργιο Παπανδρέου. Το ΕΑΜ πήρε μέρος τελικά σε αυτή την κυβέρνηση με πέντε υπουργούς (Οικονομικών, Γεωργίας, Εργασίας, Εθνικής Οικονομίας, Δημοσίων Εργων) και έναν υφυπουργό (Οικονομικών). Η συγκεκριμένη κυβέρνηση ήρθε στην Ελλάδα μια βδομάδα μετά την απελευθέρωση.
Η συμμετοχή του ΚΚΕ και του ΕΑΜ σε αυτή την κυβέρνηση συνιστούσε εγκλωβισμό τους στην αστική πολιτική, η οποία είχε στόχο το τσάκισμα του λαϊκού κινήματος και την αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων, ώστε να εδραιωθεί και να θωρακιστεί η αστική εξουσία.
Σε αυτό το πλαίσιο είναι αξιοσημείωτο και το εξής: Η παρουσία έξι ΕΑΜιτών υπουργών στην κυβέρνηση (ανάμεσά τους πρώτα στελέχη του ΚΚΕ, οι Γιάννης Ζεύγος και Μιλτιάδης Πορφυρογένης) όχι μόνο δε συνέβαλε στη λήψη ουσιαστικών φιλολαϊκών μέτρων, αλλά και υποχρέωσε τους ΕΑΜίτες υπουργούς να συναινέσουν σε μέτρα τα οποία δεν είχαν φιλολαϊκό χαρακτήρα.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ψηφίστηκε νόμος, άρθρο του οποίου προέβλεπε απολύσεις εργατών. Οριζε: «Βιομηχανικαί Επιχειρήσεις, το προσωπικό των οποίων υπάγεται εις την ασφάλισιν του παρόντος Νόμου δύνανται να θέτουν το πλεονάζον τμήμα τούτου εις κατάστασιν διαθεσιμότητος, συνεπαγομένην αναστολήν της μισθοδοσίας, άνευ λύσεως της εργασιακής σχέσεως»(Εφημερίς της Κυβερνήσεως, 11 Νοέμβρη 1944, αριθμός φύλλου 15).
Την ίδια στιγμή που η πείνα και η εξαθλίωση οργίαζαν, η κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας καθόρισε τα μεροκάματα στο ύψος των 240 – 300 δραχμών. Περιττό να ειπωθεί ότι οργίαζε και η κερδοσκοπία, στα παιχνίδια της ανατίμησης της χρυσής λίρας και της συναλλαγής με χρυσές λίρες, την ώρα που η δραχμή ήταν σταθεροποιημένη στη χάρτινη λίρα.
Το αποτέλεσμα ήταν να επικρατεί αναστάτωση στην εργατική τάξη, ενώ η ΓΣΕΕ πραγματοποίησε διάβημα στην κυβέρνηση ζητώντας «αύξηση 50% στα σημερινά μεροκάματα, που είναι 2 – 2½ φορές μεγαλύτερα από τα προπολεμικά, ενώ ο τιμάριθμος για τα βασικά είδη διατροφής είναι σε σύγκριση με τον προπολεμικό 6 – 20. (…) Η ύψωση στις τιμές τις τελευταίες μέρες έχει φέρει σε μεγάλη απελπισία όχι μόνο τον εργατικό κόσμο, αλλά όλες χωρίς εξαίρεση τις φτωχές λαϊκές τάξεις»(«Ριζοσπάστης», 28 Νοέμβρη 1944).
Γιατί συνέβαιναν αυτά; Ηταν αντεργατικές δυνάμεις το ΚΚΕ και το ΕΑΜ; Ασφαλώς όχι! Συνέβαιναν, γιατί από τη στιγμή που το ΚΚΕ παρέμενε στην κυβέρνηση, ήταν υποχρεωμένο να αποδέχεται τη βασική γραμμή της αστικής οικονομικής πολιτικής που εξέφραζε τα συμφέροντα των βιομηχάνων και των μεγαλεμπόρων. Εξ αντικειμένου συρόταν σε αυτή την πολιτική, προκειμένου να μη θυσιάσει τη στρατηγική της Εθνικής Ενότητας. Αλλωστε, και στο πρώτο διάγγελμα της ΠΕΕΑ προς τον ελληνικό λαό η ατομική ιδιοκτησία κατοχυρωνόταν ως δικαίωμα.
Επιβεβαιώνεται (βρίσκεται και εδώ η επικαιρότητα των συμπερασμάτων από εκείνη την περίοδο) ότι η συμμετοχή κομμουνιστών σε διακυβέρνηση πάνω στο καπιταλιστικό έδαφος όχι μόνο δε συμβάλλει στη χάραξη φιλολαϊκής γραμμής, αλλά και εξασθενεί μέχρι και εκμηδενίζει την ικανότητα του Κόμματος να οργανώσει, να προσανατολίσει την ταξική πάλη ενάντια στην εξουσία του κεφαλαίου.
Είναι και αυτή η εμπειρία που δίνει απάντηση στην άποψη πολλών ότι η συμμετοχή του ΚΚΕ σε «κυβέρνηση της αριστεράς» θα περιόριζε την αφερεγγυότητα του ΣΥΡΙΖΑ και θα τον υποχρέωνε να μην τα διπλώσει απέναντι στην επίθεση του κεφαλαίου και της ΕΕ. Αυτό ήταν αδύνατο να συμβεί, από τη στιγμή που η συμμετοχή του ΚΚΕ σε κυβέρνηση με τον ΣΥΡΙΖΑ θα σήμαινε αποδοχή της άποψης ότι είναι δυνατό να υπάρχει φιλολαϊκή πολιτική μέσα στην ΕΕ και με τα μονοπώλια να κυριαρχούν.
Η παραπάνω θέση οδηγεί και στο να είναι λόγια του αέρα ότι η «αριστερή κυβέρνηση» θα καταργήσει τα μνημόνια και τη δανειακή σύμβαση. Είναι λόγια του αέρα γιατί η κατάργησή τους σημαίνει απευθείας σύγκρουση όχι μόνο με την Ευρωζώνη, αλλά και με την ΕΕ. Επομένως, ή συγκρούεσαι με αυτήν, αλλά και με την εγχώρια αστική τάξη και πηγαίνεις τη σύγκρουση μέχρι το τέλος, δηλαδή στην αποδέσμευση και στην κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων, ή αναζητάς διέξοδο μαζί με το κεφάλαιο!…
Στα χρόνια της Κατοχής, γινόταν λόγος για λαϊκή δημοκρατία – λαοκρατία και λαϊκή δημοκρατική επανάσταση, επί της ουσίας ένα στάδιο πριν την επαναστατική εργατική εξουσία, που είχε τα χαρακτηριστικά ενός εκδημοκρατισμένου αστικού καθεστώτος.
Η Β’ Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ (τελευταία βδομάδα του Δεκέμβρη του 1942) υπογράμμισε ως εξής το στόχο του:
«Η συγκρότηση προσωρινής κυβέρνησης από τα κόμματα και οργανώσεις που αγωνίζονται σύμφωνα με τους σκοπούς του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου αμέσως μετά το διώξιμο του ξένου καταχτητή – η οποία θα αποκαταστήσει τις λαϊκές ελευθερίες, θα ενεργήσει ελεύθερο δημοψήφισμα για τη λύση του πολιτειακού ζητήματος και εκλογές συντακτικής εθνοσυνέλευσης με το αναλογικό εκλογικό σύστημα – αποτελεί τον πιο σωστό τρόπο λύσης του εσωτερικού ζητήματος και εξυπηρετεί τα συμφέροντα της χώρας και του ελληνικού λαού (…) Η πραγματοποίηση του άμεσου πολιτικού σκοπού του Κόμματός μας – εθνική απελευθέρωση και λαοκρατική λύση του εσωτερικού καθεστώτος – αποτελεί στη συγκεκριμένη στιγμή τη μοναδική επαναστατική θέση».
Επιβεβαιώθηκε ότι «ο άμεσος πολιτικός στόχος», δηλαδή το λεγόμενο σκαλοπάτι για να προχωρήσει το κίνημα σε πιο προωθημένους στόχους, όχι μόνο δεν είναι βήμα μπροστά, αλλά αποτελεί πισωγύρισμα.
Εκφραση της παραπάνω γραμμής ήταν και η παρακάτω τοποθέτηση του Γιώργη Σιάντου (Γραμματέα της ΚΕ του ΚΚΕ) στην ΠΕΕΑ (27.7.1944), σε συζήτηση σχετική με τις διαπραγματεύσεις στο Λίβανο και το ενδεχόμενο συμμετοχής της ΠΕΕΑ στην κυβέρνηση Παπανδρέου:
«…Στην Ελλάδα δεν μπορούμε να εφαρμόσουμε σοσιαλισμό κι αν ακόμα όλος ο κόσμος μάς πει πάρτε την και κάνετε σοσιαλισμό (…) Η ωρίμανση των συνθηκών οδηγεί σε αστικοδημοκρατικές λύσεις, αλλαγές της κατάστασης (…) Αφού λυθούν όλα αυτά τα αστικοδημοκρατικά προβλήματα, τότε δημιουργούνται οι προϋποθέσεις για να πάμε προς το σοσιαλισμό, ομαλά, μέσα στη δημοκρατική εξέλιξη».
Αυτή την τοποθέτηση επανέλαβε και το 7ο Συνέδριο του ΚΚΕ (1945). Η εισήγηση της ΚΕ προς το 7ο Συνέδριο ανέφερε χαρακτηριστικά:
«…Η Συμφωνία του Λιβάνου δεν ήταν λάθος, γιατί ήταν μέσα στην πολιτική μας της εθνικής ενότητας και της ομαλής δημοκρατικής λύσης των εσωτερικών ζητημάτων. Το ίδιο επιδιώξαμε και με τη Συμφωνία της Καζέρτας»(Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, 1949 – 1968, Β’ Τόμος, σελ. 618-619).
Με τη Συμφωνία της Καζέρτας ο ΕΛΑΣ έθετε τις δυνάμεις του κάτω από τις διαταγές του Εγγλέζου στρατηγού Σκόμπι, ο οποίος ορίστηκε «στρατηγός διοικών τας Δυνάμεις εν Ελλάδι».
Ο στόχος για ένα εκσυγχρονισμένο αστικό δημοκρατικό καθεστώς (έστω κι αν το ονομάζαμε λαοκρατία, δεν έχει καμιά σημασία) οδηγούσε σε σύμπτωση και με σειρά πολιτικών δυνάμεων, που είχαν στόχο την εγκαθίδρυση της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας. Η διαφορά βρισκόταν στο εξής: Επρεπε πρώτα να αλλάξουν σε όφελός τους το συσχετισμό δυνάμεων, ώστε να κυριαρχήσουν. Αυτό μπορούσαν να το πετύχουν, όπως και το πέτυχαν, μόνο με την άγρια καταστολή. Και εδώ ακριβώς έγινε η σύγκρουση ανάμεσα σε αυτούς (μαζί τους οι Εγγλέζοι) και το ΕΑΜ. Σε αυτή την περίπτωση λαϊκή ευοίωνη προοπτική αποτελούσε μόνο η σχεδιασμένη σύγκρουση για την εξουσία και μάλιστα στην πιο ευνοϊκή περίοδο και φάση για λογαριασμό των εργατικών – λαϊκών δυνάμεων. Δηλαδή, έτσι ή αλλιώς, συνειδητά ή μη συνειδητά, ετίθετο το θέμα του «ποιος – ποιον».
Τα παραπάνω προβλήματα στρατηγικής δεν αφορούσαν μόνο το ΚΚΕ. Το κομμουνιστικό κίνημα στις καπιταλιστικές χώρες καταγράφηκε ως παράγοντας ανάπτυξης εργατικών αγώνων, αλλά δεν μπόρεσε να παίξει το ρόλο της πραγματικής εργατικής πρωτοπορίας, να οργανώσει την πάλη για την εργατική εξουσία. Η αδυναμία επεξεργασίας επαναστατικής στρατηγικής είχε εκδηλωθεί κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και συνεχίστηκε και μετά από αυτόν.
Τελικά, η στρατηγική του ΚΚΕ άλλαξε το Γενάρη του 1949 (5η Ολομέλεια της ΚΕ), ενώ διαρκούσε ο αγώνας του ΔΣΕ. Και τέθηκε ο στόχος της πάλης για το σοσιαλισμό, γεγονός που παρέκαμπτε το αστικοδημοκρατικό στάδιο.
Η Ελλάδα δε βρίσκεται υπό κατοχή. Υπό κατοχή τη βλέπουν και η «Χρυσή Αυγή» και οι Ανεξάρτητοι Ελληνες και διάφοροι καλοζωισμένοι καθηγητές των τηλεοπτικών παραθύρων. Η αστική τάξη στην Ελλάδα και συμμετέχει και κερδίζει από το πλιάτσικο σε βάρος της εργατικής τάξης και των άλλων φτωχών λαϊκών στρωμάτων.
Από την άλλη τα μέτρα των μνημονίων εφαρμόζονται και στις χώρες που δεν έχουν μνημόνια και άρχισαν να μπαίνουν σε εφαρμογή από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ που την ψήφισαν όλοι πλην του ΚΚΕ. Η καπιταλιστική κρίση επιτάχυνε τα αντιλαϊκά μέτρα.
Αν το ΚΚΕ εγκατέλειπε την παραπάνω ανάλυση και την πολιτική που απορρέει από αυτή, θα προσχωρούσε στη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ, είτε το ήθελε είτε όχι.
Φυσικό είναι για όσους επιθυμούν μία στρατηγική που θα έχει το σοσιαλισμό στον… ορίζοντα, δηλαδή στη Δευτέρα Παρουσία, αλλά ποτέ ως στόχο αναγκαίο και επίκαιρο.