Έφυγε από τη ζωή ο 98χρονος μαχητής του ΔΣΕ Γιώργης Ποδιάς – Μια ζωή στον αγώνα για το δίκιο του λαού
Παρών σε κάθε στιγμή της ταξικής πάλης, στην οργάνωση των ναυτεργατικών αγώνων μέσα από την ΟΕΝΟ, στον ένδοξο ένοπλο αγώνα του ΔΣΕ στα βουνά της Ελλάδας, είτε ως πολιτικός πρόσφυγας, επί τρεις δεκαετίες στη ΛΔ Πολωνίας.
Στα 98 του χρόνια έπαψε να χτυπά η καρδιά του Χιώτη κομμουνιστή, αγωνιστή της Εθνικής Αντίστασης Γιώργη Ποδιά. Ο Γιώργης Ποδιάς έφυγε από τη ζωή την 1η του Οκτώβρη, αφήνοντας παρακαταθήκη μια αταλάντευτη αγωνιστική διαδρομή. Παρών σε κάθε στιγμή της ταξικής πάλης, είτε στο ναυτεργατικό κίνημα, στην οργάνωση των ναυτεργατικών αγώνων μέσα από την ΟΕΝΟ, στον ένδοξο ένοπλο αγώνα του ΔΣΕ στα βουνά της Ελλάδας, είτε ως πολιτικός πρόσφυγας, επί τρεις δεκαετίες στη ΛΔ Πολωνίας.
Η κηδεία του Γιώργη Ποδιά θα γίνει την Παρασκευή 4 του Οκτώβρη στα Καρδάμυλα Χίου.
Στη μνήμη του η Κατιούσα, παρουσιάζει το κείμενο που ακολουθεί, μια αυτοβιογραφική αφήγηση του Γιώργη Ποδιά που καταγράφηκε από τον Γιώργη Αμπαζή, το 2015. Δεν πρόκειται για ένα τυπικό βιογραφικό σημείωμα αλλά για μια καταγραφή σημαντικών ιστορικών στοιχείων και γεγονότων που αξίζει να διαβαστεί.
Το όνομα μου είναι Γιώργης Ποδιάς και γεννήθηκα στο Λιθρί στα Καράπουρνα της Μικράς Ασίας το 1921.
Η ζωή μου από τότε που γνώρισα τον κόσμο σημαδεύτηκε από σημαντικά γεγονότα, που μου έβαλαν τη σφραγίδα τους: Εκστρατεία στη Μ. Ασία, Διωγμός των Ελλήνων, Κρίση του 1928-32, β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Μέση Ανατολή, Σύρματα, Εμφύλιος, πολιτική προσφυγιά.
Ο πατέρας μου Γιάννης Ποδιάς, γέννημα θρέμμα Μικρασιάτης, έφυγε με την οικογένεια του διωγμό του ΄14, όταν τους διώξανε οι Τούρκοι, ξεριζωμός, πείνα, αλλά και ελπίδα. Για τούτο έμεινε η οικογένεια του στη Χίο για να βλέπουν το Καράπουρνο και να ξαναγυρίσουν…
Παντρεύτηκε τη μάννα μου την κυρά- Άννα γνωρίζοντας την στα Καρδάμυλα και κλέβοντας την από τους δικούς της, κάτι που δεν του το συγχώρησε ποτέ ο παππούς μου.
Με την εκστρατεία του Ελληνικού στρατού στη Μικρασία και την εμπλοκή της Ελλάδας στα παιχνίδια των Αγγλογάλλων που ήθελαν να βρουν δρόμο προς τα πετρέλαια της Μοσούλης, ο πατέρας μου γύρισε το ΄19 πίσω στη Σμύρνη με την οικογένεια, τη μεγάλη μου αδερφή. Εγώ γεννήθηκα το ΄21 και ο πατέρας μου πήγε στρατιώτης στο μέτωπο ζώντας τα δεινά του πολέμου και το άγριο κυνηγητό των Τούρκων, που στο δρόμο για τη Σμύρνη έκαιγαν όλα τα ελληνικά χωριά. Η μάννα μου με μένα στην αγκαλιά στο μεγάλο διωγμό του ΄22 και την αδερφή μου στο χέρι, έτρεχε να σωθεί από το χαλασμό, μπαίνοντας σε μια βάρκα μαζί μ΄αλλους πρόσφυγες και ήρθαμε στα Καρδάμυλα, το χωριό του παππού.
Ο πατέρας γύρισε με την οπισθοχώρηση του στρατού. Μετά ο κόσμος πεινούσε, δεν είχε που να μείνει, τα παιδιά ζούσαμε το δράμα της προσφυγιάς , να όπως είναι τώρα οι πρόσφυγες από τη Συρία, σε σκηνές, με λίγα ρούχα που μας μοίραζαν κ ένα ξεροκόμματο.
Έτσι φύγαμε για την Κηφισιά στην Ερυθραία, πάλι σε προσφυγικά σπιτάκια, δύσκολα χρόνια, που η επιβίωση της οικογένειας ήταν αγώνας δύσκολος, μείναμε 3 χρόνια εκεί.
Τα αδέλφια του πατέρα μου, ο Αναστάσης και ο Νικόλας είχαν πάει – τους είχαν μεταφέρει ως πρόσφυγες κατά τις ανταλλαγές- στην Κρήτη και τους δώσανε τα χωράφια των Τουρκοκρητικών, και μας κάλεσαν στο Λαράνι, χωριό του Ηρακλείου. Σε πολλούς πρόσφυγες, Σμυρνιοί, Μελιώτες, Λιθριώτες κ.λπ. δίνανε χωράφια τούρκικα να τα οργώνουν οι άντρες με τα ζώα για να τα καλλιεργούν. Οι συνθήκες δύσκολες, πολλά προβλήματα και ο κόσμος υπόφερε από την εγκατάλειψη του κράτους, υπήρχε αγωνία για το μέλλον.
Ο κόσμος τραβούσε στην τύχη να βρει ένα τόπο να ριζώσει, να βρει κάτι να απαγκιάσει. Πρώτος έφυγε ο αδερφός του πατέρα μου ο Νικόλας ο Ποδιάς και πήγε στα Ψαρά, βλέπεις το αίμα τραβούσε νάμαστε απέναντι από το Καράπουρνο ,που βρίσκεται το Λιθρί. Ακολουθήσαμε και μείς, μείναμε όμως λίγο γιατί στα Ψαρά οι πρόσφυγες ήταν πολλοί και οι δυσκολίες μεγάλες.
Καταλήξαμε στα Καρδάμυλα. Είμαστε μεγάλη φαμίλια. Η μάννα μου έκανε 10 παιδιά, όμως θες οι αρρώστιες, θες η φτώχεια, θες η έλλειψη δουλειάς για τον πατέρα μου, βλέπετε ήταν και η μεγάλη κρίση του ΄28 που και η Ελλάδα έζησε δύσκολα χρόνια- να όπως τώρα που η κρίση χτυπά όλων των οικογενειών τη πόρτα, -χωρίς φως στο σπίτι, χωρίς φαγητό πολλές φορές, χάθηκαν τα περισσότερα αδέρφια μου, μείναμε 6 παιδιά – τρεις κόρες και τρεις γιοί, ο Κώστας, η Κυριακούλα, η Ειρήνη, η Μαρία, ο Νίκος κι ο Γιώργης.
Πορευτήκαμε δύσκολα, βγήκαμε στη βιοπάλη νωρίς-νωρίς, στην οικοδομή, στα ξυλοκάρβουνα, δουλέψαμε στη γη, στα αγώγια, στο ξεφόρτωμα των καϊκιών, για να βγει το φαγητό της φαμίλιας.
Στα 16 μου έγινα ναυτικός, μπαρκάρισα με βαπόρι, το “Σπυρίδωνας 2” του Καρρά και γνώρισα από πρώτο χέρι την εκμετάλλευση και τις άσχημες συνθήκες ζωής των ναυτεργατών. Ξεμπάρκαρα, πάλι δουλειές του ποδαριού, για να βοηθήσω την φαμίλια.
Από άλλους ναυτικούς που ξεμπάρκαραν ακούγαμε για τα πολεμικά γεγονότα στην Ευρώπη, για την άνοδο του Χίτλερ και του Μουσολίνι.
Και ύστερα ήρθε ο πόλεμος στον τόπο μας, η Χίος του ΄41 καταχτήθηκε από τους Γερμανούς. Αρχές του Μάη του ΄41 με 750 γερμανούς στρατιώτες κατέλαβαν την πόλη και ύστερα τα χωριά, ήρθαν και στα Καρδάμυλα. Και στη Χίο οι Γερμανοί εγκαταστάθηκαν σ όλα τα κεφαλοχώρια όπως και στα Καρδάμυλα, πουχαν στρατιωτική δύναμη που έλεγχε όλη την εμπορική κίνηση που γινόταν με τα καΐκια. Έπαιρναν το αλεύρι, τα όσπρια, τα ψάρια που φερναν οι ψαράδες. Ο κόσμος πεινούσε, έλειπαν τα απαραίτητα, η γης δεν μπορούσε να ταΐσει τις φαμίλιες, οι οικογένειες των ναυτικών πουλούσαν τα υπάρχοντα τους για μια μπουκιά ψωμί και λίγα όσπρια.
Ο κόσμος έφευγε όπως όπως στη Μ. Ανατολή και την Κύπρο για να γλιτώσει το λιμό που εκείνα τα χρόνια θέρισε τη Χίο. Εκατοντάδες χάθηκαν, ξεκληρίστηκαν οικογένειες, με τα καροτσάκια μαζεύανε τους πεθαμένους από το δρόμο.(το 1942 πέθαναν 750..Χιώτες)
Κάναμε κουράγιο, βρήκαμε κάνα-δυό σακιά σιτάρι για να κρατηθεί η οικογένεια και μαζί με άλλους νέους, το Παναγιώτη …Κόντρα., τον Αντρέα και Γιώργη Καράβολο, το Μιχάλη Μωράκη, κι εγώ, φύγαμε ένα βράδυ με μια βάρκα. Με τα κουπιά, πότε ο ένας πότε ο άλλος, γιατί ο καιρός ήταν Χειμώνας του ΄42, Φλεβάρης αν θυμάμαι καλά, έκανε πολύ κρύο, το νερό της θάλασσας μας έβρεχε είχε κύμα δυνατό, έτσι αναγκαστήκαμε να πηγαίνουμε γιαλό-γιαλό και για να μη μας δουν οι Γερμανοί που περιπολούσαν. Η Γερμανική κομαντατούρ στα Καρδάμυλα ήταν εκεί πούναι σήμερα η Αστυνομία στην παραλία και δεν άφηναν καμιά βάρκα να ξεμυτίσει. Περάσαμε το Νησί και τον κάβο του Βαμβακά, το νησάκι Στροβίλι και κινήσαμε βορεινά της Αιγνούσας. Εκεί ήταν η πρώτη μας στάση σε μια καλύβα για να στεγνώσουμε τα ρούχα μας στη φωτιά, να βρούμε κάτι να φάμε, δυστυχώς δε βρήκαμε ούτε λέπι.
Κινήσαμε για τα τουρκικά παράλια για να μη μας πιάσουν οι Γερμανοί, ο καιρός νοτιάς, σήκωνε κύμα, έκαμνε καρυδότσοφλο τη βάρκα, μούσκευε τα ρούχα μας. Είμαστε όμως νέοι τότε και αποφασισμένοι. Γνωρίζαμε από θάλασσα και κρατούσαμε γερά τα κουπιά. Φτάσαμε στις παραλίες του Καράπουρνου, απαγκιάσαμε σ ένα κολπίσκο, σκεφτήκαμε να χαλάσουμε τη βάρκα για να μη μας ξαναγυρίσουν πίσω οι Τούρκοι. Πρυτάνευσε η λογική κι απλά πειράξαμε δυό τρεις σκαρμούς και την κρύψαμε σε κάτι βάτους. Στο πέτρινο καλύβι που καταφύγαμε να στεγνώσουμε γινήκαμε αντιληπτοί από την Τουρκική περίπολο. Αφού τους δώσαμε πράγματα, κυρίως τα ρούχα πουχε ο καθένας στο μπογαλάκι του, μας φέρανε από το χωριό λίγο ατζεμ πιλάφι. Την άλλη μέρα συνοδεία των τούρκων φτιάξαμε τη βάρκα για να ξαναγυρίσομε στη Χίο(υποχρεωτικά). Ξεκινάμε γιαλό-γιαλό, περνάμε το βουνό Γούνι κι απαγκιάζομε σ ένα κόλπο. Δυστυχώς πάλι μας ανακάλυψαν τούρκοι στρατιώτες ενώ ψάχναμε στα βράχια που τα σκέπαζε το κύμα για καμιά πεταλίδα ή κανένα αχινό να κοροϊδέψουμε την πείνα μας. Μας συνέλαβαν και μετά από πολλές ταλαιπωρίες και απειλές μας οδήγησαν σ ένα ορυχείο. Το κρύο περούνιαζε τα κορμιά μας. Η φωτιά δεν έκανε τίποτα, ο αέρας λυσσομανούσε και πάγωνε πάνω στα βρεμένα ρούχα μας. Περάσαμε τη βραδιά…
Την άλλη μέρα μας επιβίβασαν στη βάρκα αλλά κρυφτήκαμε για λίγο σ ένα κόλπο του νησακιού. Από κει είδαμε την εκκλησιά της Αγιά Παρασκευής, που μου την έδειχνε ο πατέρας μου από τη Χίο, ότι στο βάθος είναι το χωριό του, το Λιθρί. Φτάσαμε γρήγορα στην τουρκικια παραλία, αλλά αυτή τη φορά διαλύσαμε τη βάρκα. Κινήσαμε για το χωριό όπου οι Τούρκοι που συναντήσαμε, αφού τους δώσαμε ρούχα για τα παιδιά μας έδωσαν και φάγαμε και ήπιαμε. Οι Τούρκοι μιλούσαν ελληνικά, ήταν από την Κρήτη. Μας βοήθησαν οι άνθρωποι, νάναι καλά, να βρούμε το δρόμο για τον Τσεσμέ και να μην πέσομε στα χέρια των Αρχών. Απ τον Τσεσμέ, μ ένα καΐκι ακολουθώντας τα τούρκικα παράλια για 13 μέρες τραβήξαμε για την Κύπρο.
Το ταξίδι δύσκολο, οι συνθήκες ζωής στο καΐκι οδηγούσαν τις οικογένειες να βασανίζονται απ την πείνα, τη δίψα και την ψείρα.
Ο φόβος των Γερμανών μας οδηγούσε να ταξιδεύουμε μόνο το βράδυ και τη μέρα απαγκιάζαμε σε απόμερους κολπίσκους. Βέβαια η εκμετάλλευση των προσφύγων ήταν μέσα στο σχέδιο, αφού στο τέλος φτάσαμε στην Κύπρο έχοντας δώσει ότι είχαμε και δεν είχαμε για να πληρώνουμε τη λιγοστή μπομπότα που μας τάιζε ο Τούρκος καραβοκύρης. Βλέπεις πόσο οι λαοί πληρώνουν τα δεινά του πολέμου, βλέπεις πόσο ίδια είναι τα γεγονότα και στις σημερινές δύσκολες εποχές του πολέμου στη Μέση Ανατολή, που οι λαοί φεύγουν για να γλιτώσουν απ΄τους βομβαρδισμούς, την πείνα και το κυνηγητό. Φτάσαμε στην Κυρήνεια, όπου μας στείλανε σένα στρατόπεδο, ταλαιπωρημένοι, πεινασμένοι, διψασμένοι και γεμάτοι ψείρες.
Ο κυπριακός λαός στάθηκε μεγάλο στήριγμα για τους πρόσφυγες, οι οικογένειες οδηγήθηκαν σε προσφυγικούς καταυλισμούς, εμείς ντυθήκαμε στρατιώτες και απ΄το λιμάνι της Λεμεσού, φορτωμένοι με δέματα που μας φίλεψαν οι κύπριοι κινήσαμε για τη Βυρρητό μένα πλοιάριο και στη συνέχεια με αυτοκίνητα στην Παλαιστίνη.
Ο δρόμος της νεολαίας των νησιών του Αιγαίου ήταν να βρεθεί στην πρώτη γραμμή του αγώνα κατά του Χιτλερικού φασισμού. Το κάλεσμα της πατρίδας απαιτούσε να πάρουμε τη θέση μας στον αντιφασιστικό αγώνα.
Βρεθήκαμε στρατιώτες σε μονάδα πυροβολικού της 2ης ταξιαρχίας, στην “κοιλάδα του Διαβόλου ” που βρίσκεται ανάμεσα στα βουνά του Λιβάνου και της Συρίας, νοιώθαμε την ανάγκη να κάνουμε το καθήκον μας.
Το Φλεβάρη του ΄43 πήρα μέρος στο κίνημα του στρατού της Μέσης . Ανατολής. Τότε οργανώθηκα στην Αντιφασιστική Στρατιωτική Οργάνωση (ΑΣΟ), ήταν μια κίνηση μέσα στην ταξιαρχία, με γερά αντιφασιστικά θεμέλια και οι σκοποί της καλούσαν τον κάθε νέο που βρισκόταν στη Μ.Ανατολή να καταταγεί, να κρατήσει όπλο , γιατί ο κάθε δημοκράτης- αντιφασίστας, πούναι στο στρατό έχει σοβαρό καθήκον απέναντι στον εαυτό του και το λαό μας. Επίσης οφείλει να διαπαιδαγωγηθεί με τις δημοκρατικές αντιφασιστικές ιδέες, πούναι ταυτόσημες με το πνεύμα του συμμαχικού αγώνα.
Και συνεχίζουν οι σκοποί «να αποχτήσει συνείδηση του σκοπού του και της αποστολής του με πειθαρχία συνειδητή, πως σαν στρατιώτης εκτελεί καθήκον ιερό, απέναντι στο δικό του εαυτό, στην δουλωμένη πατρίδα του και στο βασανισμένο αδελφό του λαό.»
Και όσον αφορά το μέλλον της πατρίδας
Όταν επιτρέψουν οι πολεμικές επιχειρήσεις να επιστρέψει να βοηθήσει στην απελευθέρωση της. « να αγωνιστεί ώστε ο στρατός αυτός να τεθεί στη διάθεση του Ελληνικού λαού, να εκτελέσει και να επιβάλλει τη θέληση του.»
Το κεντρικό γραφείο της ΑΣΟ της Ταξιαρχίας το αποτελούσαν Κρητικοί, Σαμιώτες, και ο Ικαριώτης ο Πλακίδας.
Στην Κεντρική Επιτροπή της ΑΣΟ ήταν ο Σαμιώτης Σάλας.
Το κίνημα της ΑΣΟ βοήθησε στην ανάπτυξη του πολιτισμού, της εκμάθησης γραμμάτων στους αναλφάβητους, γινόταν θεατρικές παραστάσεις, γλέντια και διαλέξεις. Πάνω απ όλα όμως στήριζε τον αγώνα για τη Λευτεριά, θυσιάζοντας τα καλύτερα παιδιά για να ξημερώσουν λεύτερες μέρες.
Οι φιλοκυβερνητικοί αξιωματικοί δεν έβλεπαν με καλό μάτι όλα αυτά. Χρησιμοποίησαν μηχανορραφίες και έστειλαν τους Εγγλέζους με τανκς για να μας αφοπλίσουν. Έτσι άρχισε ο Γολγοθάς πουχει μείνει στην ιστορία “το κίνημα των Συρμάτων” . Μας συλλαμβάνουν και μας στέλνουν στην Τρίπολη του Λιβάνου και βέβαια όλους όσους είχαν αριστερές αντιλήψεις, φτιάχνοντας το 8ο τάγμα. Στη συνέχεια μ΄ ένα εγγλέζικο μεταγωγικό μας πάνε στην Τρίπολη της Λιβύης. Σ΄ αυτό το διάστημα οι κακουχίες , η πείνα, η δίψα ήταν οι καλύτεροι μας φίλοι. Το μαρτύριο των αλμυρών φαγητών ήταν καθημερινή ταχτική των Εγγλέζων. Εκεί είχε ένα στρατόπεδο με πάνω από 10.000 αιχμαλώτους απ΄την Ιταλία και φυλάγαμε σκοπιά. Αυτό κράτησε μέχρι το πέρασμα των Εγγλέζων στην Ιταλία, μετά τους απελευθέρωσαν.
Στη συνέχεια μας πήγαν στη Βεγγάζη της Λιβύης και φυλάγαμε το αεροδρόμιο. Εκεί ξεσηκωθήκαμε πάλι, γιατί ενημερωθήκαμε απ΄την οργάνωση (ΑΣΟ) ότι εγγλέζικα στούκας πήγαιναν και βομβάρδιζαν γειτονιές της Αθήνας και του Πειραιά, βλέπετε ήταν σε εξέλιξη ο Δεκέμβρης του ΄44, με την ωμή παρέμβαση των Εγγλέζων στις εξελίξεις στην Ελλάδα μετά την απελευθέρωση και την επιλογή τους να ταχθούν με την κυβέρνηση Παπανδρέου και το Παλάτι. Αυτούς που την «κοπάνησαν» όταν σκλαβώθηκε η πατρίδα! Αρνηθήκαμε να φυλάξουμε το αεροδρόμιο και πάλι μας αφόπλισαν και μας συνέλαβαν. Ο νέος Γολγοθάς ξεκινούσε. Μας φόρτωσαν στα αυτοκίνητα και με αγγλική συνοδεία μας πήγαν στο Τομπρούκ. Μας φορτώνουν σένα οπλιταγωγό στο Τομπρούκ και μας πάνε στο λιμάνι Μοσάβα στην Ερυθραία. Μας οδήγησαν τελικά στην Ασμάρα και στη συνέχεια στο Ντεκαμερέ. ήταν ένα στρατόπεδο μέσα στο οποίο ήταν κλεισμένοι 2 με 3 χιλιάδες στρατιώτες, στα σύρματα, μέσα στον ήλιο, τις άσχημες συνθήκες διαβίωσης αφού η πείνα και η δίψα τσάκιζαν όλους.
Η δράση της ΑΣΟ και σ αυτήν τη δύσκολη φάση του αγώνα , αφού ήταν εμφανές ότι η ωμή παρέμβαση των Άγγλων θα οδηγούσε σε ματοκύλισμα το λαό μας, ήταν σημαντική. Περιφρούρησε τους «συρματένιους», αγωνίστηκε να περιορίσει τις άσχημες συνέπειες και πίεσε να απελευθερωθούμε και να επιστρέψουμε στην πατρίδα.
Όμως πολλοί συναγωνιστές χάθηκαν από τις κακουχίες ή αρρώστησαν βαριά.
Εκεί μείναμε μέχρι το Γενάρη του ΄46. Γυρίσαμε πίσω με χιλιάδες άλλους μεσανατολίτες από τη Μυτιλήνη, τη Σάμο την Ικαρία και βέβαια Χιώτες, είμαστε πολλοί νέοι από τη Χίο.
Έφτασα στη Χίο στις 2 Φλεβάρη του ΄46, δηλαδή ο αγώνας μας συνεχίστηκε πάνω από ένα χρόνο σχεδόν απ την απελευθέρωση της Αθήνας, τον Οκτώβρη του ΄44. Κι αυτό γιατί οι “σύμμαχοι” μας οι Εγγλέζοι ήθελαν να καθορίσουν τις τύχες μας με τη δύναμη των όπλων τους.
Στη Χίο που έφτασα επικρατούσε τρομοκρατία, κυνηγητό από τη χωροφυλακή και ήδη οι “συρματένιοι” θρηνούσαν τα δύο πρώτα θύματα- τον Μαυράκη και Πίττα , στο Βαρβάσι της Χίου, το Γενάρη του ΄46.
Στα Καρδάμυλα, όλοι οι νέοι φτιάξαμε τη Λαϊκή Επιτροπή και αγωνισθήκαμε για να έχουν οι οικογένειες μας φαγητό, ξύλα για τις ανάγκες και τη ζεστασιά, να λειτουργήσει το σχολειό και να βρούμε ξανά δουλειά στα καράβια. Ζήσαμε την τρομοκρατία του Δημοψηφίσματος την Άνοιξη του ΄46 με τη μεγάλη νοθεία, που ενώ ο λαός ψήφισε Δημοκρατία, αυτοί φέρανε δικιά τους κυβέρνηση και το Βασιλιά. Για μια ακόμα φορά μας οδήγησαν στα κρατητήρια των Καρδαμύλων, με τότε διοικητή τον Ανθυπαστυνόμο Κολώνια.
Αλληλεγγύη και συλλογική δράση ήταν οι καθημερινοί μας σύντροφοι, σ όλους τους “συρματένιους”. Βλέπεις είχαμε μάθει να σεβόμαστε τον εαυτό μας, νάχουμε συνείδηση των πράξεων μας, να διεκδικούμε το δίκιο μας , νάμαστε αλληλέγγυοι στους διπλανούς μας.
Γυρίσαμε μετά από τόσα χρόνια στη Μ. Ανατολή, γυρίσαμε στο χωριό μας και βρήκαμε τους δικούς μας να υποφέρουν, να στερούνται τα στοιχειώδη, ναχουν το κυνηγητό από τους ανθρώπους των Γερμανών, και τελικά ο αγώνας μας για να ξημερώσουν καλύτερες μέρες για το λαό μας να μην βρίσκει δικαίωση… Aυτό μας εξόργισε: Οργανωθήκαμε σε λαϊκές επιτροπές, μπήκαμε στην ΕΠΟΝ και ξεκινήσαμε τις διεκδικήσεις, τις εκδηλώσεις, το θέατρο, τους αθλητικούς αγώνες, ξαναζωντανέψαμε το χωριό.
Το ΄47 κατέβηκα στον Πειραιά για να μπαρκάρω. Βρήκα ένα βαποράκι, όμως έπρεπε να βγάλω φύλλο αποδημίας και αυτό το έβγαζε το υπουργείο Στρατιωτικών. Εκεί ένας φύλακας και ένας αξιωματικός μας οδηγούσαν στον Υπουργό για να πάρουμε την υπογραφή. Έβλεπε το φυλλάδιο του κάθε ναυτεργάτη και του έδινε το χαρτί «κοινωνικών φρονημάτων». Ο υπαξιωματικός φώναζε τα ονόματα και ο λοχαγός καθόταν στην καρέκλα.
«Ποδιάς..» ακούστηκε
Μόλις άκουσε ο λοχαγός «Ποδιάς» πετάχτηκε από την καρέκλα του και μου λέει: «τι σου ήταν εκείνος…( εννοεί τον καπετάνιο Γιάννη Ποδιά) που τον σκοτώσανε πριν λίγες μέρες στην Κρήτη;» «συγγενής μου ήταν αυτός, που πολέμησε τους Γερμανούς» του απάντησα. Η όλη αναφορά γινόταν στον πρώτο μου ξάδελφο τον Γιάννη Ποδιά , το δεύτερο παιδί του θείου μου , αδελφό του πατέρα μου, που έζησε μετά την προσφυγιά του ΄22 στο Λαράνι του Ηρακλείου. Ο Γιάννης ήταν ήρωας της Κρήτης αφού μπήκε από νωρίς στον αγώνα κατά των Γερμανών, τότε στην απόβαση τους στο νησί, χτυπώντας μ άλλους κρητικούς τους αλεξιπτωτιστές που έπεφταν εκεί. Στη συνέχεια μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ, πρωτοστάτησε σ όλα τα χρόνια της κατοχής στην περιοχή του Ηρακλείου, μαζί μ ένα Μαμαλάκη. Χτυπούσε γερμανικές αυτοκινητοπομπές, έστηνε ενέδρες, τους έκαναν μεγάλη ζημιά. Το μάθανε οι Γερμανοί, πήγανε στο Λοράνι, συλλάβανε την μάννα και τον πατέρα του, γέρους ανθρώπους και τους εκτέλεσαν στην πλατεία του χωριού. Κατά την απελευθέρωση που παρέλαζε το τμήμα του ΕΛΑΣ στην πόλη του Ηρακλείου, ένας χωροφύλακας άνθρωπος των Γερμανών τον πυροβόλησε να τον σκοτώσει, τελικά του σακάτεψε το αριστερό χέρι. Μετά ανέβηκε στο βουνό το ΄46….
Εν τέλει, το πήρα το χαρτί, χωρίς συνέπεια για τις επιλογές μου… ταξίδεψα μ΄ένα μικρό επιβατηγό του Ποταμιάνου. Πήγα στην Αλεξάνδρεια και το παραλάβαμε. Συνδέθηκα με την Ομοσπονδία Ελληνικών Ναυτεργατικών Οργανώσεων (Ο.Ε.Ν.Ο.) που πάλευε για το δίκιο των ναυτεργατών, τις ΣΣΕ, το μισθό, το φαγητό στα πλοία κ.λπ.
Η Ο.Ε.Ν.Ο. ιδρύθηκε το Μάρτη του 1943 μέσα στη δίνη του πολέμου, με σκοπό την ενότητα όλων των κλαδικών ναυτεργατικών οργανώσεων, με πρώτους γραμματείς τον Αντώνη Αμπατιέλο εκ μέρους των κατώτερων πληρωμάτων και τον μηχανικό Βασίλη Μπεκάκο εκ μέρους των αξιωματικών. Η ΟΕΝΟ ίδρυσε συνδικαλιστικά γραφεία σ όλα τα λιμάνια, θυμάμαι στην Αλεξάνδρεια που πήγα, υπεύθυνος ήταν ο Νίκος Καραγιάννης και ο Νικόλας Ορφανός, και Επιτροπές καραβιών που αγωνίστηκαν για την βελτίωση των συνθηκών ζωής των ναυτεργατών στο καράβι.
Το 1943 η ΟΕΝΟ πέτυχε σύναψη και υπογραφή της Σ.Σ.Ε. που ικανοποιούσε σε μεγάλο βαθμό τις απαιτήσεις των πληρωμάτων. Η πρώτη Σ.Σ.Ε. που έγινε με διμερείς διαπραγματεύσεις μεταξύ εφοπλιστών και ναυτεργατών και έσπασε τις μεσαιωνικές συνθήκες ζωής του έλληνα ναυτεργάτη και δημιούργησε πιο ανθρώπινες και υποφερτές συνθήκες. Θυμάμαι ότι μέχρι τότε κουβαλούσαμε τα στρώματα μας, τις κουβέρτες και τα σεντόνια μας, πετσέτες, σαπούνι και υποδήματα. Τώρα κατοχυρωνόταν το 8ωρο, η αργία το Σάββατο απόγευμα, διακοπή εργασίας για κολατσιό, η βιβλιοθήκη στο πλοίο κ.λπ. παράλληλα δούλεψε για τη συμμετοχή των ελλήνων ναυτεργατών στον αντιφασιστικό, συμμαχικό αγώνα κατά του φασισμού και τη μεταφορά πολεμοφόδιων. Εκατοντάδες είναι οι έλληνες (χιώτες) ναυτεργάτες που χάθηκαν από τορπιλισμό των πλοίων τους ή που τα πλοία τους έπεσαν σε νάρκες. Κρατήσαμε στην καρδιά μας το μήνυμα της ΟΕΝΟ όλη τη διάρκεια του πολέμου: “Κρατάτε τα πλοία εν κινήσει” , κάτι που μας έδωσε ενθουσιασμό και συνειδητή πειθαρχία για να μπούμε πιο αποφασιστικά στον πατριωτικό αγώνα.
Αυτόν τον αγώνα τον συνεχίζαμε τώρα μέσα στα πλοία και στα λιμάνια. Ταξίδευα τότε Αλεξάνδρεια- Ρόδο-Πειραιά-Γένοβα-Μασσαλία. Μετά μπαρκάρισα με το «Σπυρίδων 2» πούχα ξαναταξιδέψει και πριν τον πόλεμο, τότε ήταν του Καρρά, τώρα ήταν κρατικό, μεταφέραμε μετάλλευμα απ΄το Στρατώνι της Χαλκιδικής στη νότια Γαλλία, μετά Ολλανδία, Ισπανία. Έπειτα το ξαναπήρε ο Καρράς και άλλαξε παναμέζικη σε σημαία. Τότε , σύμφωνα με τη ΣΣΕ έπρεπε να μας δώσει ένα μισθό και κάτι, αλλά αυτός αρνήθηκε και κατεβήκαμε σε απεργία με την κάλυψη της ΟΕΝΟ, καμιά δεκαριά ναυτεργάτες και πήραμε τα λεφτά μας. Αυτό όμως σήμαινε απόλυση και έμεινα 5 μήνες χωρίς δουλειά στην Ολλανδία, ο Καρράς έφερε πλήρωμα άλλους από την Ελλάδα.
Βρήκα δουλειά σ ένα Ανδριώτικο καράβι του Γουλανδρή, το «Υδρούσα». Έφυγα από την Αμβέρσα, το ταξίδι ήταν Ισπανία, Καζαμπλάνκα, Αλγέρι, Αγγλία. Όταν φθάσαμε στο Γιβραλτάρ για να πάρουμε τρόφιμα, με βάσει τη ΣΣΕ , έπρεπε να πληρωθούν οι ναύτες που θα κουβαλούσαν τα τρόφιμα. Ο καπετάνιος, ένας Ανδριώτης, Παλαιοκρασάς λεγόταν , αρνήθηκε. Μπήκα μπροστά να μην τα κουβαλήσουμε, αφού δεν υλοποιούσαν τη ΣΣΕ. Τότε χρησιμοποίησε το λοστρόμο και τον καμαρότο που ήταν άνθρωποι του και τα ανεβάσανε στο κατάστρωμα με μπίγα. Το ίδιο έκαναν με τις υπερωρίες: κάναμε πολλές ώρες και ο καπετάνιος δεν ήθελε να μας πληρώσει. Επειδή ήμουν ναύτης στο κατάστρωμα και αρρώστησε ένας “ καρβουνιάρης” στη μηχανή, προθυμοποιήθηκα, αν παίρνω τις περωρίες, να πάω εγώ. Ο καπετάνιος δέχτηκε να τις πληρώσει, αλλά μου την φύλαγε… Έτσι όταν φύγαμε απ΄την Αγγλία και ενώ βρισκόμουν στο τιμόνι έρχεται κοντά και μου λέει: « Ε τώρα θα λογαριαστούμε στην Ελλάδα. Εκεί θα σε πληρώσω». Του απάντησα ότι δεν φοβάμαι, γιατί δεν έκανα κανένα έγκλημα, διεκδίκησα το δίκιο μου. Όταν φθάσαμε στην Ολλανδία, στο λιμάνι του Ρόττερνταμ φορτώσαμε κάρβουνο στ αμπάρια και ετοιμαστήκαμε για την Ελλάδα. Ζήτησα το φυλλάδιο μου… Δεν μου τόδινε… δε με απολούσε….
Τότε, όταν πέρασε η λάντζα η ολλανδικιά, γιατί βλέπεις δεν ήμαστε στο ντόκο, ήμαστε ανοιχτά, πήρα το βαλιτσάκι μου και έφυγα λαθραίος. Ο καπετάνιος ειδοποίησε το Προξενείο και αυτοί την Αστυνομία.
Η Αστυνομία, μ΄ έψαχνε στη γειτονιά με τα ελληνικά μαγαζιά, το Κάτεντρακ, όπου είχε και δωμάτια που νοίκιαζαν οι ξέμπαρκοι ναυτικοί. Κρύφτηκα με τη βοήθεια της ΟΕΝΟ! Η Αστυνομία έψαχνε, γιατί ήμουν επικίνδυνος κουμουνιστής και έπρεπε να με πιάσουν , να με στείλουν πίσω στην Ελλάδα. Θυμάμαι ότι έναν Κεφαλλονίτη που πήρε μέρος στις διεκδικήσεις στο καράβι και συνέχισε μέχρι τον Πειραιά, τον κλείσανε μέσα και υπέφερε, ξύλο, φυλακή και αναδουλειά.
Δύσκολοι καιροί! Έμεινα στη Ολλανδία αρκετό καιρό με τη βοήθεια ενός ταξιτζή, που τον έστειλε το κομουνιστικό κόμμα. Περάσαμε κρυφά τα σύνορα Ολλανδίας- Βελγίου και Βελγίου- Γαλλίας και φθάσαμε ως τη Λιλη. Φθάσαμε στο Παρίσι και στη συνέχεια στη Μασσαλία, εκεί μας υποδέχτηκε το γραφείο της ΟΕΝΟ, που βοηθούσε και στήριζε τους αγώνες των ναυτεργατών.
Ο δρόμος προς το βουνό είχε ανοίξει…
Οι ναυτεργάτες είχαμε βάλει τη δική μας σφραγίδα στη λευτεριά της πατρίδας. Δεν μπορούσαμε να λείψουμε τώρα..
Οι εχθροί του λαού συνέχιζαν το εκμεταλλευτικό τους έργο, ήθελαν να τον υποτάξουν.
Η Μασσαλία, όπως και το λιμάνι —- στη Β. Γαλλία, αποτέλεσαν τα ιστορικά σημεία που ξεκινούσε ο δρόμος της συνειδητής επιλογής να δώσουμε κι εμείς το μερίδιο συνεισφοράς μας.
Το Γαλλικό Κομουνιστικό Κόμμα είχε τη διεθνιστική συμμετοχή του. Βοηθούσε ότι δήθεν θα πηγαίναμε να δουλέψουμε στα ποταμόπλοια της Ρουμανίας και από το Παρίσι, πηγαίναμε Πράγα, με τραίνο στη Βουδαπέστη, Βελιγράδι και από κει Πρέσπα.
Στην Πρέσπα πηγαίναμε στα Έμπεδα, όπου ήταν η σχολή Αξιωματικών του Δ.Σ.Ε. Όλοι οι ναυτεργάτες περνούσαμε από τη Σχολή Αξιωματικών, εγώ ήμουν στην « ΕΚΤΗ ΣΕΙΡΆ» και μας προετοίμαζαν ως μαχητές του Δ.Σ.Ε.
Ήταν Δεκέμβρης του ΄48.
Ήταν πολλοί ναυτεργάτες που ανέβηκαν στο βουνό ή ξεκίνησαν για το βουνό και δεν πρόλαβαν γιατί οπισθοχωρήσαμε τον Αύγουστο του ΄49.
Απ τη Χίο θυσιάστηκαν- έπεσαν σε μάχες τα παρακάτω 18 παλικάρια, μαχητές ναυτεργάτες:
Απ΄τα Καρδάμυλα (5)
Ο ξάδελφος μου, ο Στέλιος Ποδιάς γιός του θείου μου του Νικόλα στη μάχη της Φλώρινας
Ο Δημήτρης Βίος σκοτώθηκε στον Πύργο Στράτσανης. Στην ίδια μάχη στις 6 Απρίλη του ΄49 ήταν και ο χωριανός μου, ο Μανώλης Χούμης, γιός του γιατρού Χούμη, που με μυδράλιο καθήλωσε την επιθετική ενέργεια του στρατού και τον οδήγησε σε υποχώρηση.
Ο Γιώργης Λιβανός συμμετείχε στη φάλαγγα τη νύχτα για το Κάντσικο Κόνιτσας και τον βρήκε αδέσποτη σφαίρα στο κεφάλι.
Ο Κώστας Χούμης έπεσε στη μάχη της Φλώρινας.
Ο Πέτρος Στριμπούλης έπεσε στη μάχη στο Βίτσι.
Απ΄την Οινούσσα (6)
Αργύρης Λιγνός, έπεσε στα Πατώματα Γράμμου
Βασίλης Καρόζης, έπεσε στο Δενδροχώρι Καστοριάς
Γιάννης Καριώτης, έπεσε στο Γράμμο.
Πέτρος Πατέρας, έπεσε στη μάχη της Φλώρινας
Νίκος Ποντικός, έπεσε στον Αι Λια Οξιάς Κόνιτσας
Γιάννης Γιαννακής, έπεσε στον Έβρο.
Απ΄το Λιθί Χίου (1)
Δημήτρης Σταύρου, έπεσε στο Γράμμο.
Απ΄το Βροντάδο Χίου (2)
Κώστας Κωστάλας έπεσε στη μάχη της Φλώρινας
Γιάννης Περής έπεσε στο Γράμμο.
Απ΄τη Συκιάδα Χίου (1)
Κώστας Φραγκάκης έπεσε στο Σινιάτσικο Κοζάνης
Απ΄την πόλη της Χίου (4)
- Καλογεράκης Γιώργος έπεσε στα Πατώματα Γράμμου
- Μόσχος Στέλιος έπεσε στο Γράμμο
- Περρής Νίκος έπεσε στο Μεταγκίτσι Χαλκιδικής
- Μαυρίδης Μπάρος έπεσε στο Σουφλί Έβρου.
Χιλιάδες είναι οι Χιώτες ναυτεργάτες της ΟΕΝΟ που πήραν μέρος στην ένοπλη πάλη του ΔΣΕ ενάντια στην στρατιωτική επιχείρηση της αστικής τάξης να υποδουλώσει ή να εξοντώσει το μεγάλο ΕΑΜικό κίνημα, προκειμένου να κάνει δυνατή την εξουσία της. Για το σκοπό αυτό βιώσαμε τις δολοφονίες, τη βία, την τρομοκρατία, τις πιέσεις, τους εκβιασμούς και στη συνέχεια τις βόμβες των Άγγλων και Αμερικάνων. Εμείς δεν είχαμε άλλη επιλογή, είχαμε μάθει νάμαστε ανυπόταχτοι και διαλέξαμε να μην υποταχθούμε. Ξέραμε ότι απ τη μια είμαστε εμείς ο λαός της Ελλάδας, οι εργάτες, οι αγρότες, η νέα γενιά της και απ΄την άλλη αυτοί που μας έτρωγαν το ψωμί απ΄ το τραπέζι.
Καρδαμυλίτες ναυτεργάτες που ανέβηκαν στο βουνό και ήταν μαζί μου στην Πολωνία πολιτικοί πρόσφυγες ήταν:
Γιώργος Μαυρής του Μιχάλη και της Άννας γεννήθηκε το 1915
Κώστας Βίος του Γιώργη και της Σταυρούλας γεννήθηκε το 1910
Γιώργης Παγούδης ή Καρούσης του Γιάννη και της Ασπασίας γεννήθηκε το 1921
Γιώργης Λιαδής του Λάμπρου και της Ειρήνης γεννήθηκε το 1920
Άγγελος Σπανός του γεννήθηκε το 1930
Μιχάλης Τσατίρης του (ΑΝΘΥΠΟΠΛΟΙΑΡΧΟΣ) γεννήθηκε το 1920
Βαγγέλης Τσολάκης ή Πανταβάζης του Σταμάτη και της Ειρήνης (ΜΗΧΑΝΙΚΟΣ) γεννήθηκε το 1931
Μετά τη μάχη της Φλώρινας 12-14 Φλεβάρη του ΄49 επειδή και στη Μέση Ανατολή ήμουν οδηγός, με στείλανε στον «…ορχο. Οχημάτων» στην Πρέσπα. Πήρα μέρος σε πολλές αποστολές και κινήσεις ομάδων του ΔΣΕ, μεταφορά υλικών, και πολεμοφοδίων.
Τελικά δούλεψα στην εγκατάσταση του τυπογραφείου του ΔΣΕ και των αποθηκών υλικού, ενδυμάτων, τροφίμων στην Πρέσπα, στα σύνορα της Αλβανίας- Ελλάδας.
Μετά τις μάχες στο Γράμμο στις 28-29 Αυγούστου του ΄49 υποχωρήσαμε στην Αλβανία και με αυτοκίνητα μεταφερθήκαμε στο Μπούλκες. Επειδή ο Τίτο είχε κλείσει τα σύνορα στη Γιουγκοσλαβία φύγαμε με ρώσικα βαπόρια για την Πολωνία. Μεταφερθήκαμε πάνω από 11.000 άνδρες , γυναίκες και παιδιά. Τα πλοία σταμάτησαν στη ράδα όπου μαούνες ερχόταν και έφερναν ρούχα, παπούτσια, για να ντυθούμε και να νοιώθουμε ανθρώπινα μετά από τόσες μέρες ταλαιπωρία στο ταξίδι.
Με τραίνο μεταφερθήκαμε σε μια πόλη το Γκοτζελέσι. Οι χιλιάδες των ανταρτών (ανδρών και γυναικών) και τα παιδιά μοιράστηκαν σόλες τις σοσιαλιστικές χώρες, Ρουμανία, Λ. Δ. Γερμανίας, Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία, Βουλγαρία κ.λπ. Οι περισσότεροι, λόγω του ότι ήμαστε ναυτεργάτες μείναμε εκεί και κατεβήκαμε στη Γδύνια, στο λιμάνι για να δουλέψουμε στα Πολωνικά βαπόρια.
Βρήκαμε κατ΄ ευθείαν δουλειά, δούλεψα 30 χρόνια στα πολωνικά πλοία. Όσοι ήθελαν σπούδασαν σε τεχνικές σχολές ή πανεπιστήμια, ή βρήκαν δουλειά και σπούδαζαν . Μας έδωσαν σπίτια, πήγαν τα παιδιά μας σε παιδικούς σταθμούς και οι άρρωστοι και τραυματίες πήγαν σε κέντρα αποκατάστασης ή νοσοκομεία. Έτσι άρχισε ο δύσκολος δρόμος της πολιτικής προσφυγιάς που κράτησε μέχρι το 1977. Συνεχίσαμε όλο αυτό το διάστημα να δίνουμε τις μάχες στη νέα μας πατρίδα που μας στάθηκε, μας μόρφωσε, μας στήριξε με δουλειά και δικαιώματα.
Γνώρισα τη γυναίκα μου την Ευγενία πουταν εργάτρια στα κλωστουφαντουργία του Λαναρά στη Νάουσα και είχε πάει με τους αντάρτες μετά τη μάχη της Νάουσας το ΄48 στο βουνό. Δούλεψε κι εκείνη στην υποστήριξη της ζωής των ανταρτών , στις διάφορες υπηρεσίες στη λεγόμενη επιμελητεία. Πήρε κι εκείνη το δρόμο των ανταρτών μετά την υποχώρηση και βρεθήκαμε στην Πολωνία. Σπούδασε , μορφώθηκε και έγινε δασκάλα και δούλεψε στο ελληνικό σχολείο για τη μόρφωση των παιδιών των πολιτικών προσφύγων. Αποχτήσαμε δυό παιδιά, το Χρήστο και την Άννα. Γυρίσαμε στην πατρίδα το 1985, αφού δεν μ άφησαν νάρθω ούτε στην κηδεία της μάννας μου.
ΓΙΩΡΓΗΣ ΠΟΔΙΑΣ
ΚΑΡΔΑΜΥΛΑ
ΧΙΟΣΗ αφήγηση έγινε στο σύντροφο Γιώργη Αμπαζή, το Φθινόπωρο του 2015 για να συνταχθεί το βιογραφικό του.
Δείτε επίσης:
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
Notice: Only variables should be passed by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/functions.php on line 38
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/functions.php on line 38
2 Σχόλια
Μια ζωή τοιχογραφία ενός ολόκληρου αιώνα.
Πραγματικοί….. “ενήλικες”, χωρίς κάποιον σκηνοθέτη αντάξιο να την μεταφέρει στην οθόνη…
….κι όχι κλόουν στο δωμάτιο….
……τι φταίνε άραγε οι κλόουν…