«Είναι η μάνα, η αδελφή, η σύζυγος, η μνηστή του Μακρονησιώτη κρατούμενου που ατενίζει το νησί»
Σαν σήμερα, στις 26 του Μάη 1947, ανοίγει το κολαστήριο της Μακρονήσου, κορυφαίο σύμβολο των αλύγιστων της ταξικής πάλης.
Σαν σήμερα, στις 26 του Μάη 1947, ανοίγει το κολαστήριο της Μακρονήσου, ο μεγαλύτερος τόπος μαρτυρίου, φυσικής και ψυχικής εξόντωσης του αστικού κράτους, αλλά και κορυφαίο σύμβολο των αλύγιστων της ταξικής πάλης. Από τη Μακρόνησο πέρασαν συνολικά πάνω από 100.000 θεωρούμενοι ως «επικίνδυνοι» οπλίτες και αξιωματικοί, καθώς και πολίτες, κομμουνιστές, ΕΑΜίτες ή άνθρωποι που συνδέονταν απλώς με συγγένεια ή υπόνοια με το ΚΚΕ-ΕΑΜ.
Στο λιμάνι του Λαυρίου, απέναντι από τη Μακρόνησο, βρίσκεται τοποθετημένο ένα γλυπτό του Μιχάλη Κάσση, αφιερωμένο στις χιλιάδες γυναίκες που είχαν δικούς τους ανθρώπους στο κολαστήριο. Στη βάση του γλυπτού, σε μια μαρμάρινη πλάκα χαραγμένες οι παρακάτω λέξεις:
«Είναι η μάνα, η αδελφή, η σύζυγος, η μνηστή του Μακρονησιώτη κρατούμενου που ατενίζει το νησί».
Σε μια τέτοια ηρωίδα μάνα, αναφέρεται το απόσπασμα που ακολουθεί, από το βιβλίο του Γιώργη Πικρού “Το χρονικό της Μακρονήσου”, (4η εκδ. Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1989).
Στο τμήμα μεταγωγών που με πήγανε, συνεχίζει ο Σίμος, σαν βγήκ’ απ’ το νοσοκομείο ήρθε η μάνα μου. είχε δύο χρόνια να με δει – στο νοσοκομείο μ’ όλες τις προσπάθειες π’ έκανε δεν της επέτρεψαν να μπει – και δυσκολεύτηκε να με γνωρίσει. Φοβήθηκα πως θα της ερχόταν καμιά συγκοπή, τόση ήταν η συγκίνησή της. Τα δάκρυά της – δεν ξανάδα πιο πολλά δάκρυα – σκέπαζαν τα μάγουλά της και της έδιναν μια όψη γιομάτη θλίψη. Σώπα μανούλα, σώπα, της έλεγα, σώπα γιατί όσο κλαις τόσο πονώ. Σώπα, κι όλα θα περάσουν και κοντά σου, στην αγκαλιά σου θα γίνω γερός και δυνατός σαν και πρώτα. Τίποτα μα την αλήθεια δε σε πονά πιότερα απ’ τη μάνα. Η μάνα όταν βλέπει το παιδί της να υποφέρει και να πονά νιώθει να υποφέρει και να πονά ένα κομμάτι απ’ τη δικιά της σάρκα. Κι ο πόνος της μάνας είναι ο πιο ασίγαστος. «Θα τους κάψουν παιδί μου τα δάκρυά μας, μούπε, πνιγμένη σε λυγμούς». Όχι μάνα τα δάκρυά μας, της είπα, η δράση μας. Δεν ταιριάζουν τα κλάματα σε μας. Σε μας ταιριάζει μόνο η ασταμάτητη πάλη. Με πάλη θα λυτρωθούμε. Όλοι πρέπει να παλεύουμε, καθένας στον κύκλο του και με μέθοδες ανάλογες με τις περιστάσεις.
«Έχεις δίκιο παιδί μου» μούπε πνίγοντας τα δάκρυά της και σκουπίζοντας τα ολοκόκκινα μάτια με το μαντήλι της. «Αύριο θα ψάξω να βρω κι άλλες μανάδες, κι όλες μαζί θα πάμε στους υπουργούς. Δώστε μας τα παιδιά μας θα τους πούμε, κι αν αρνηθούνε θα τους πνίξουμε με τα νύχια μας και τα δόντια μας. Θα τους δώσουμε να καταλάβουν πως εμείς οι μανάδες, όλες οι μανάδες της Ελλάδας, γεννούμε την καινούργια Ελλάδα. Γιατί μεις γεννήσαμε τα παιδιά που στις σάρκες τους και στο αίμα τους θεμελιώνεται η καινούργια Ελλάδα».
Ναι μάνα, της λέω, ξαφνιασμένος απ’ την απότομη αλλαγή, έτσι είναι. Όλες οι μανάδες πρέπει να μάθουν αυτή τη μεγάλη αλήθεια.
– Ε, γριά, ακούστηκε άξαφνα η βλοσυρή φωνή του σκοπού, ώρα να του δίνεις.
Έχωσε το πρόσωπό της μες απ’ τα κάγκελα κι ακούμπησε τα χείλια της στο στόμα μου. Ήταν το πιο θερμό, το πιο γλυκό φιλί που μούδωσε στη ζωή μου. Έκανε να φύγει μα κοντοστάθηκε. Η καρδιά της δεν της έλεγε να μ’ αφήσει τόσο νωρίς. Άρπαξε πάλι τα κάγκελα κι έχωσε το πρόσωπό της μέσα. Τότε έγινε κάτι που δεν περίμενα ποτέ και που μου επαναστάτησε όλο μου το είναι. Σα λυσσασμένο σκυλί ο σκοπός ρίχτηκε πάνω της και την έσπρωξε με τέτοια οργή που την σώριασε χάμω. Αχ! να μπορούσα κείνη τη στιγμή να τον έπιανα στα χέρια μου τον παλιάνθρωπο.
– Το χτήνος, πέταξε μ’ οργή ο Μανώλης
– Το τομάρι, ούρλιαξε ο Χάρης.
Στο πρόσωπο ολονώνε ζωγραφίστηκε μίσος ενάντια σ’ αυτό το τέρας.
-Μην παραξενεύεστε και μην αγαναχτείτε, λέει ο Μιχάλης, έτσι μαθαίνει ο φασισμός τους ανθρώπους να συμπεριφέρονται στις μανάδες.
-Σηκώθηκε σιγά-σιγά πάνω, συνεχίζει ο Σίμος με φωνή ταραγμένη, προσπαθώντας να δείξει πως δεν έπαθε τίποτα, για να μη με λυπήσει. Έριξε μια ματιά στο δήμιό της όλο συμπόνια, ύστερα φέρνοντας τα μάτια της πάνω μου με κοίταξε μ’ απίστευτη γλυκύτητα και καλοσύνη, σα νάθελε να διώξει τον πόνο που σκέπαζε το πρόσωπό μου. «Πήγαινε στο καλό παιδί μου, μουπε όλο τρυφερότητα, και φίλησέ μου όλα μας τα παιδιά. Κι όταν θαρθείτε παιδί μου, νάστε καλά σαν και πρώτα. Αν…θαρθείτε!».
Γύρισε απότομα τις πλάτες της και τράβηξε έξω. Τότε φάνηκε πως είχε χτυπήσει στο πόδι γιατί κούτσαινε. Φαίνεται πως της ήρθαν και δάκρυα στα μάτια γιατί έφερε το μαντήλι της στα μάτια της.
-Τις μανάδες που γέννησαν λαϊκούς αγωνιστές, είπε ο Χάρης για να σκορπίσει τη λύπη που φάνηκε στο πρόσωπο ολονώνε, δεν τις λυπάμε και πολύ ό,τι και να πάθουν. Η ηρωίδα δεν χρειάζεται λύπηση, γιατί ο πόνος της γεννοβολά τη δύναμη που φέρνει το λυτρωμό του ανθρώπου. Λυπάμε όμως από τα τρίσβαθα της καρδιάς μου τις μανάδες που πήγαν να γεννήσουν ανθρώπους και γέννησαν εκτρώματα, τέρατα, σατανάδες. Λυπάμε τη μάνα του δήμιου γιατί η θυσία της να τον μεγαλώσει πήγε χαμένη.
-Βέβαια, βέβαια, προσθέτει κι ο Ηρακλής, η δικιά μας μάνα μαθαίνοντας το θάνατό μας θα κλάψει, θα πονέσει, μα σύντομα, η σκέψη της, πως το παιδί της θυσιάστηκε για το γενικό καλό, θα μαλακώσει τον πόνο της και σιγά-σιγά θα τον σβήσει. Και κάποτε που θα βλέπει όλα τα παιδιά της Ελλάδας ξένοιαστα και χαρούμενα ν’ απολαμβάνουν τις ομορφιές της ζωής θα πλυμυρίζει η καρδιά της από ικανοποίηση κι αγαλλίαση γιατί ένας άνθρωπος δικός της, που τον γέννησε αυτή, και τον μεγάλωσε μ’ αφάνταστες στερήσεις, έδωσε τη ζωή του για να ζήσουν αυτά τα παιδιά μ’ ασυννέφιαστη ζωή.
Η μάνα όμως του δήμιου σα σκέφτεται πως ο γιος της δολοφόνησε και βασάνισε απαίσια τα παιδιά των άλλων μανάδων θα ντρέπεται σ’ όλη της τη ζωή και θα βασανίζεται χίλιες φορές περισσότερο παρά αν κρατιόταν από μια αρρώστια χρόνια αθεράπευτη, ή αν έβλεπε όλα της τα παιδιά νεκρά πάνω στον ανθό της νιότης τους.
Η μάνα σου Σίμο, συνέχισε ο Ηρακλής κοιτάζοντας τον Σίμο στα μάτια, είναι η μάνα μας. Η Ελληνίδα μάνα! Γεμάτη μεγαλείο και ηρωισμό. Γεμάτη καλοσύνη κι αγάπη. Περήφανοι εμείς για τη μάνα μας, περήφανη αυτή για μας…