Εκατό χρόνια από τη μεγάλη πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης
Το καμένο χώμα μπορεί να δώσει τα ωραιότερα λουλούδια, αν βρουν το κατάλληλο έδαφος, για να γονιμοποιηθούν. Αλλά οι πόλεις που γυρνάνε την πλάτη στο παρελθόν και τον ιστορικό τους πλούτο, είναι καταδικασμένες να μετεξελίσσονται σε άσχημα, μουντά συγκροτήματα, χωρίς χυμούς και χρώματα, χωρίς ζωντανή ιστορία και προοπτική..
Χτες συμπληρώθηκαν εκατό χρόνια από τη μεγάλη πυρκαγιά που κατέστρεψε το ιστορικό κέντρο της Θεσσαλονίκης, τον Αύγουστο του 1917. Αμέσως θα ξεκινούσε η επιχείρηση αποκατάστασης και ανάπλασής του, με βάση τα σχέδια Γάλλων αρχιτεκτόνων, η οποία θα συνέπιπτε χρονικά με την προσπάθεια να γεννηθεί ένας νέος κόσμος στη μετατσαρική Ρωσία, όπου χτυπούσε η καρδιά της επανάστασης.
Αλλά πέραν αυτής της χρονικής σύμπτωσης, δεν υπήρχαν πολλές ομοιότητες. Η επαναστατική σπίθα σιγοκαίει και εξαπλώνεται, για να βάλει φωτιά στο σάπιο κόσμο της εκμετάλλευσης και να γεννήσει στη θέση του έναν καλύτερο. Ενώ η πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης έκαψε ένα κομμάτι της ιστορίας της πόλης, που χάθηκε οριστικά και ουσιαστικά δεν αναπληρώθηκε ποτέ.
Όποιος κάνει βόλτες στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, μπορεί να την αγαπήσει για τις γεύσεις και τα μπαχαρικά της, τη νυχτερινή της ζωή -αφού “η πόλη ποτέ δεν κοιμάται”- την ιστορία και τα μνημεία της, την παραλία της, όταν δε βγάζει μπόχα η θάλασσα και δεν αλλάζει χρώματα σαν ντισκομπάλα ή για τον εύκολο προσανατολισμό: ανηφόρα-κατηφόρα, βουνό-θάλασσα, που τον διευκολύνει και το ρυμοτομικό σχέδιο που απέκτησε μετά το 17′, με συμμετρικά οικοδομικά τετράγωνα και τη Διαγώνιο να τα κόβει στη μέση, από το Λευκό Πύργο ως την Αγία Σοφία. Μπορεί να αγαπήσει τους χαλαρούς ρυθμούς της, ακόμα και την υγρασία που τους προκαλεί, και γίνεται τις βραδιές ένα μοβ πέπλο που σκεπάζει την πόλη. Αλλά όταν φυσάει Βαρδάρης και καθαρίζει την ατμόσφαιρα, ανοίγει σαν αυλαία, για να σου δείξει στο βάθος το χιονισμένο Όλυμπο, επί σκηνής.
Παρόλα αυτά, θα νιώσει κάτι να λείπει, να υπάρχει ένα ανεξήγητο κενό, ανεπαίσθητο αλλά υπαρκτό, που φωνάζει σιωπηλά για την απουσία του, έχει αφήσει ίχνη για να το μαντέψεις, να το διαισθανθείς, κι ας μην το καταλαβαίνεις συνειδητά, κι ας πασχίζουν τόνοι τσιμέντου να το κρύψουν και να το φιμώσουν, και ας χρειάζεται μεγάλη φαντασία, για να το δεις νοερά ολόκληρο μπροστά σου, να σκεφτείς πώς ήταν και πώς θα άλλαζε την πόλη.
Είναι το πολυεθνικό της στοιχείο, η ταυτότητά της, το πολύχρωμο πλήθος που έδινε χρώμα και στα άψυχα, πολύ πιο αυθεντικό και ενδιαφέρον από τη σημερινή μουντή κι άχρωμα εθνική ομοιογένεια ή από τα στίφη του θρησκευτικού τουρισμού, που κατακλύζουν την πόλη και τις Σαράντα (ή ακόμα παραπάνω) Εκκλησιές της.
Οι μαρτυρίες λένε πως η πυρκαγιά κατέστρεψε το ένα τρίτο της πόλης. Ότι ήταν η αρχή του τέλους για το εβραϊκό της στοιχείο, που είχε πολυπληθή παρουσία. Ότι πολλοί άνθρωποι υπέφεραν κι έμειναν για πάρα πολλούς μήνες σε πρόχειρα αντίσκηνα, που ήταν προσωρινά αλλά μονιμοποιήθηκαν. Και πως το δράμα το επέτειναν τα στρατεύματα των Αγγλογάλλων, που είχαν καταλάβει τη Θεσσαλονίκη, για να εκβιάσουν τη συμμετοχή της Ελλάδας στον πόλεμο, στο πλευρό τους, και να βιάσουν ποικιλοτρόπως τον πληθυσμό της.
Το καμένο χώμα μπορεί να δώσει τα ωραιότερα λουλούδια, αν βρουν γερές ρίζες και το κατάλληλο έδαφος, για να γονιμοποιηθούν. Αλλά οι πόλεις που γυρνάνε την πλάτη στο παρελθόν και τον ιστορικό τους πλούτο, είναι ισόβια καταδικασμένες να μετεξελίσσονται διαρκώς σε άσχημα, μουντά συγκροτήματα, χωρίς χυμούς και χρώματα, χωρίς ζωντανή ιστορία και προοπτική. Και είναι σα να ζητάνε μια δημιουργική φωτιά, να τα αγκαλιάσει, για να χτίσει κάτι καινούριο, πάνω στις στάχτες τους…