Εκλογές 2000: Θα είναι σα να έχεις νικήσει, αλλά θα έχεις χάσει
-Ας περιμένουμε να μπει και η Β’ Αθηνών…
Ιστορική αναδρομή στις εκλογές του 2000, την πασοκική ανατροπή, την “καλύτερη Ελλάδα που θέλουμε” αλλά χάσαμε, και το ιστορικό υψηλό που σημείωσε ο δικομματισμός στη Μεταπολίτευση.
Αν το βλέπαμε το ντέρμπι με αμιγώς αθλητικούς όρους, θα ήταν κάτι σαν την ανατροπή της Γιουνάιτεντ στα τελευταία λεπτά του τελικού με την Μπάγερν, μερικούς μήνες πριν. Η διαφορά της μίας μονάδας δεν ήταν τελικά τόσο οριακή, για να δικαιολογεί κάποιο ολονύχτιο θρίλερ, σημασία έχει όμως η… εξέλιξη του σκορ και οι συναισθηματικές διακυμάνσεις μετά τη μετάδοση των πρώτων exit-poll (τότε, στην εποχή των “παχιών αγελάδων”, κάθε κανάλι έκανε το δικό του) που στη συντριπτική τους πλειοψηφία έδειχνε μπροστά τη Νέα Δημοκρατία και μόνο η ΕΡΤ τους έδειχνε ισόπαλους. Από τότε κιόλας άρχισε να μπαίνει το ζήτημα αν ο κόσμος, απηυδισμένος από τα κανάλια και τα γκάλοπ, τρόλαρε τους δημοσκόπους ή αν απλά οι Πασόκοι ντρέπονταν να δηλώσουν τι ψήφισαν κι έτσι το ΠΑΣΟΚ φαινόταν να φυτρώνει από μόνο του, χωρίς να το έχει προτιμήσει κανείς.
(Ανοίγει προσωπική παρένθεση. Τα επόμενα χρόνια είχα πετύχει στη σχολή που φοιτούσα το φιλοχουντικό αρχιδαπίτη, που οι παλιότεροι τον είχαν δει μαυροφορεμένο τη μέρα που πέθανε ο Παπαδόπουλος κι έπειτα έγινε “αντιμνημονιακός” αγανακτισμένος και υποψήφιος της χρυσής αυγής, καθώς και τον εκσυγχρονιστή αρχιπασπίτη, που πότε-πότε στράβωνε ανεπαίσθητα το στόμα του στο πλάι, περίπου όπως ο Γιάγκος Δράκος στα φωσκολικό σίριαλ. Ένας συναγωνιστής λοιπόν είχε βγάλει τη θεωρία πως ο πασόκος το είχε πάθει εν είδει εγκεφαλικού, στις εκλογές του 2000, με την ανακοίνωση των πρώτων exit-poll, και μετά -του- έστρωσε, βλέποντας την ανατροπή, αλλά το άφησε ένα μικρό κουσούρι. Αυτό που δεν ήθελε να παραδεχτεί ο συναγωνιστής είναι πως κι ο ίδιος είχε αντίστοιχες αντιδράσεις τότε, για να μη βγει η Δεξιά. Αλλά οι παιδικές αμαρτίες παραγράφονται, αρκεί να βάζεις μυαλό στην πράξη).
Μετά τους πρώτους έξαλλους πανηγυρισμούς στη Ρηγίλλης, άρχισαν να ζώνουν τα φίδια τους Νεοδημοκράτες. Οι περισσότεροι θυμούνται τις πανηγυρικές πόζες του Καραμανλή, που είχε ετοιμάσει κιόλας τη δήλωση νίκης κι ήταν έτοιμος να κατευθυνθεί προς το Ζάππειο. Εμένα μου έχει χαραχτεί κι η εικόνα της βαμμένης δεξιάς Β. Μοσχολιού, να βγαίνει κάθιδρη, αλλά προσωρινά ανακουφισμένη, στα παράθυρα της Ρηγίλλης και να κάνει το σήμα της νίκης στο συγκεντρωμένο πλήθος, για να το καθησυχάσει. Η άλλη όψη του νομίσματος ήταν το πρωτοσέλιδο στο Καρφί του Κακαουνάκη, την επόμενη ημέρα: “0,6% και να καίει…”, που ήταν το πολιτικό αντίστοιχο του “άντε γεια” του Τάκη Τσουκαλά, που κι αυτός με τον Κόκκαλη συνδεόταν.
Ο Λαλιώτης ήταν ο μόνος που είχε συγκρατήσει την ψυχραιμία του κι έλεγε με νόημα “να περιμένουμε να μπει κι η Β’ Αθήνας στα αποτελέσματα”, που έχει μείνει έκτοτε ως στερεοτυπική φράση κι επαναλαμβάνεται συχνά-πυκνά σε αντίστοιχες περιπτώσεις. Οι Νεοδημοκράτες τον θεωρούσαν αρχιτέκτοντα της απάτης, καταγγέλλοντας μια βιομηχανία ελληνοποιήσεων της τελευταίας στιγμής (που μετά το μπάσκετ πέρασαν και στην πολιτική), καθορίζοντας το τελικό αποτέλεσμα, που κρίθηκε για 70 χιλιάδες ψήφους ή αλλιώς μια ποσοστιαία μονάδα. Έκαναν λόγο ουσιαστικά για μια μορφή εκλογικής νοθείας, στην οποία αναφέρονταν για πολλά χρόνια, ως χαρακτηριστικό παράδειγμα των μεθόδων του πασοκικού κατεστημένου.
Αλλά ο πραγματικός χαμένος ήταν ο αυτόχειρ κυρίαρχος λαός, που υπέκυψε όσο ποτέ άλλοτε στα κάλπικα διλήμματα του διπολισμού, που σημείωσε ιστορικό υψηλό στα χρονικά της Μεταπολίτευσης, με το εντυπωσιακό 86,5%, πάνω κι από την πόλωση της δεκαετίας του 80′. Επτά μονάδες πάνω από τις εκλογές του 96′ δηλαδή, από τις οποίες είχαν μεσολαβήσει μια σειρά γεγονότα, όπως η ανάδειξη του Καραμανλή σε πρόεδρο της ΝΔ από το συνέδριό της, η ταινία του Τσιώλη “ας περιμένουν οι γυναίκες”, που έμεινε στην ιστορία για την αναφορά της στην κίνηση της Βόλβης και τη ΝΔ που παρέμεινε αρχηγικό κόμμα και δεν έγινε ποτέ κόμμα αρχών, η υστερία-μόδα και το σκάνδαλο του Χρηματιστηρίου το 99′, οι βομβαρδισμοί στη Γιουγκοσλαβία, η ανάληψη των Ολυμπιακών Αγώνων από την Αθήνα και το φάκελος της Γιάννας Αγγελοπούλου-Δασκαλάκη, τα πρώτα έργα για το Μετρό, που δεν ήταν “μακέτο” κοκ.
Το ΚΚΕ σημάδεψε με αξιοσημείωτη ακρίβεια και συνέπεια το 5,5% που εξελισσόταν σε σταθερά του πολιτικού μας συστήματος -και όχι μόνο. Άντεξε στις πιέσεις του δικομματισμού, αλλά είδε να εξανεμίζεται -ή μάλλον να μη μεταφέρεται στην κάλπη για τις εθνικές εκλογές- το θετικό αποτέλεσμα (8,67%) στις ευρωεκλογές του περασμένου Ιουνίου κι η δυναμική από τις αντι-ιμπεριαλιστικές κινητοποιήσεις ενάντια στους Νατοϊκούς βομβαρδισμούς, που σηματοδότησε μια ευρύτερη (πρόσκαιρη ή και πιο διαχρονική) συμπαράταξη στελεχών και προσωπικοτήτων με το κόμμα.
Ένα χρόνο πριν, τον Απρίλη του 99′, είχε συγκροτηθεί το ΠΑΜΕ στο εργατικό κίνημα. Ενώ το Σεπτέμβρη του 2000, κι εν όψει του 16ου Συνεδρίου, είχαμε την αποχώρηση του Μήτσου Κωστόπουλου (του επικεφαλής για τη δουλειά στο εργατικό κίνημα) κι άλλων στελεχών (Θεωνάς κ.ά.) που απασχόλησε εκείνο τον προσυνεδριακό διάλογο. Αλλά αυτά ξεφεύγουν από την επετειακή μας αναφορά.
Ο Συνασπισμός του Κωνσταντόπουλου, που καλούσε σε ψήφο στην “Αριστερά του 2000) μαδούσε τη μαργαρίτα γύρω από το όριο του 3% και έζησε ένα νέο θρίλερ, με αίσιο τέλος αυτή τη φορά, σε αντίθεση με το κάζο του 93′. Το κόμμα που δεν κατάφερε να περάσει το όριο, ήταν το ΔΗΚΚΙ του Δ. Τσοβόλα -που συμμετείχε μετωπικά και στο ΠΑΜΕ- παρά το πολύ καλό αποτέλεσμά του στις ευρωεκλογές, που του επέτρεψε να συνεχίσει να βρίσκεται για μερικά χρόνια ακόμα στο προσκήνιο, αν και ουσιαστικά είχε κλείσει τον κύκλο του.
Στις εκλογές αυτές δε συμμετείχε η Πολιτική Άνοιξη του Σαμαρά, που δεν είχε εκλέξει καν ευρωβουλευτή το 99′, και είχε κλείσει επίσης το δικό της κύκλο, παραδίδοντας αργότερα την ακροδεξιά σκυτάλη στο ΛΑΟΣ του Καρατζαφέρη, που λειτούργησε σαν προθάλαμος της χρυσής αυγής -ενώ τώρα φιλοδοξεί να γίνει διάδοχός της, ενσαρκώνοντας τη “σοβαρή ακροδεξιά”.
Στα αξιοσημείωτα εκείνης της αναμέτρησης έχει μείνει το βασικό προεκλογικό σύνθημα της Νέας Δημοκρατίας “υπάρχει καλύτερη Ελλάδα και την θέλουμε”, αλλά τελικά την χάσαμε κι έμεινε μόνο ως σατιρικό σκετσάκι, όπως αυτό των ΑΜΑΝ, σε διάφορες εκτελέσεις.
Την ίδια στιγμή, το ΠΑΣΟΚ αυτοσαρκαζόταν από μόνο του, βγάζοντας σποτάκια για την Ειρήνη, ένα μόλις χρόνο μετά το “γη και ύδωρ” που παρέδωσε στους νατοϊκούς, ενώ θα ακολουθούσε κι η αντίστοιχα περήφανη στάση της κυβέρνησης Σημίτη (υπάλληλοι του ΝΑΤΟ, η Ελλάδα δεν είναι προτεκτοράτο), στον πόλεμο του Ιράκ.
Το βασικό σλόγκαν ήταν “το μέλλον ξεκίνησε” και προσωπικά μου έχει μείνει ένα σκίτσο του Δερμεντζόγλου -αν δεν κάνω λάθος- που έδειχνε το λαό στην αποβάθρα ενός σιδηροδρομικού σταθμού να κουνά μαντίλι σε ένα τρένο που έφευγε κι έγραφε πάνω του “το μέλλον ξεκίνησε”, αφήνοντάς τους προφανώς πίσω, παρά τα όσα προέβλεπε το πρωτοσέλιδο της “εναλλακτικής Ελευθεροτυπίας”.
Τα επόμενα χρόνια, αυτό το “μέλλον” θα έφερνε το ευρώ, την πρώτη απόπειρα ανατροπών στο ασφαλιστικό με το Γιαννίτση, τον πόλεμο στο Ιράκ, το παραμύθι της “ισχυρής Ελλάδας” με τους Ολυμπιακούς, όπου εμείς κληθήκαμε να πληρώσουμε το λογαριασμό. Έφερε όμως και νέες, αναβαθμισμένες αντιστάσεις από το λαϊκό κίνημα, που διακήρυττε πως “το μέλλον μας δεν είναι ο καπιταλισμός…”