Ελευθέριος Βενιζέλος: ο εθνικισμός, ο αντικομμουνισμός και οι αστικοί εκσυγχρονισμοί ενός “εθνάρχη”
Ήταν πρωταγωνιστής στο τραγικό ναυάγιο του ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού, μέσω της συνέργειάς του σε όλους τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς των συμμαχικών μεγάλων δυνάμεων, και εμπνευστής του “Ιδιωνύμου”, της “μητέρας” όλου του νομικού αντικομμουνιστικού οπλοστασίου που θα τελειοποιούνταν αργότερα.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, που έφυγε σαν σήμερα από τη ζωή στο Παρίσι το 1936, υπήρξε πιθανότατα ο σημαντικότερος αστός πολιτικός ηγέτης της Ελλάδας κατά τον 20ο αιώνα, ο πρώτος που έλαβε τον τίτλο του “εθνάρχη”. Συνδέοντας το πολιτικό του όραμα με εκείνο του “εξωστρεφούς” τμήματος της αστικής τάξης της χώρας μας, είναι υπεύθυνος για μια σειρά θεσμικών, κοινωνικών και οικονομικών εκσυγχρονισμών, αλλά επίσης πρωταγωνιστής στο τραγικό ναυάγιο του ελληνικού μεγαλοϊδεατισμού, μέσω της συνέργειάς του σε όλους τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς των συμμαχικών μεγάλων δυνάμεων, και εμπνευστής του “Ιδιωνύμου”, της “μητέρας” όλου του νομικού αντικομμουνιστικού οπλοστασίου που θα τελειοποιούνταν αργότερα από τη μεταξική δικτατορία, τις κατοχικές και μεταπολεμικές κυβερνήσεις ως τη χούντα. Μπορεί σήμερα οι διθυραμβικοί τόνοι για το έργο του να εντοπίζονται περισσότερο στη σχολική ιστορία, εξακολουθεί ωστόσο και στην ακαδημαϊκή αστική ιστοριογραφία να παρουσιάζεται κυρίως με θετικά χρώματα, ενώ και οι κριτικές που του ασκούνται συνήθως αφορούν ζητήματα τακτικής (π.χ εκλογές του 1920) ή, όταν στρέφονται κατά των συχνά αυταρχικών μεθόδων διακυβέρνησής του και του γενικότερου αντικοινοβουλευτισμού του, γίνονται από τη σκοπιά της υπεράσπισης του “ιδανικού” αστικοδημοκρατικού πολιτεύματος.
Ο Βενιζέλος γεννήθηκε το 1864 στις Μουρνιές Χανίων και ξεκίνησε την πολιτική του σταδιοδρομία ως βουλευτής της υπό οθωμανική διοίκηση Κρήτης το 1889. Παρά τις επιμέρους ταλαντεύσεις, έχτισε τη φήμη του στη διάρκεια του αγώνα αποτίναξης της οθωμανικής κυριαρχίας και κατά τη δημιουργία της αυτόνομης Κρητικής Πολιτείας το 1898 εκλέχθηκε αντιπρόσωπος Χανίων, αναλαμβάνοντας σύντομα το θώκο του Συμβούλου επί της δικαιοσύνης στο υπουργικό συμβούλιο του Ύπατου Αρμοστή πρίγκηπα Γεωργίου. Οι δυο άνδρες ήρθαν σε σύγκρουση, με αποτέλεσμα να απολυθεί ο Βενιζέλος το 1901 και το 1905 να ηγηθεί της Επανάστασης στο Θέρισο, που είχε ως αποτέλεσμα την παραίτηση του Γεωργίου και την αντικατάστασή του από τον Αλέξανδρο Ζαϊμη. Τα γεγονότα αυτά, σε συνδυασμό με την κατοπινή σύγκρουσή του με το βασιλιά Κωνσταντίνο του έδωσαν τη φήμη του αντιμοναρχικού, η οποία δε δικαιολογείται σε καμία περίπτωση από τα πραγματικά γεγονότα.
Το 1910 ο Βενιζέλος εξελέγη πρωθυπουργός της Κρητικής Πολιτείας, ενώ λίγους μήνες νωρίτερα, στα τέλη του 1909 είχε γίνει αποδέκτης πρότασης εκ μέρους του Στρατιωτικού Συνδέσμου, που είχε πραγματοποιήσει το Κίνημα στο Γουδί, να αναλάβει την πρωθυπουργία. Αν και δήλωσε αρχικά ότι δεν ενδιαφερόταν για το εν λόγω αξίωμα, ήρθε άμεσα σε επαφή με τους αξιωματικούς του Συνδέσμου και πρωτοστάτησε ώστε να μετριαστούν οι όποιες ριζοσπαστικές τάσεις είχαν απελευθερωθεί στη διάρκεια του κινήματος. Έτσι λοιπόν επέμεινε η επόμενη βουλή να είναι αναθεωρητική κι όχι συντακτική, ώστε να μην τεθεί πολιτειακό ζήτημα. Στις εκλογές του 1910 εξελέγη βουλευτής Αττικοβοιωτίας και λίγο αργότερα ίδρυσε το Κόμμα των Φιλελευθέρων, ανερχόμενος στην πρωθυπουργία μετά την παραίτηση της κυβέρνησης Δραγούμη, στις 6 Οκτωβρίου.
Στο νέο σύνταγμα του 1911 και άλλους νόμους που ψήφισε η συγκεκριμένη κυβέρνηση περιλαμβάνονται κάποια στοιχειώδη αστικοδημοκρατικά μέτρα, όπως η θέσπιση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, κάποια ελάχιστα μέτρα προστασίας στα εργοστάσια, καθώς και τα πρώτα διστακτικά βήματα αγροτικής μεταρρύθμισης, αρχικά στη Θεσσαλία, με τη διαδικασία αναδιανομής γης να προχωρά πιο αποφασιστικά στη διευρυμένη μετά τους βαλκανικούς ελλαδική επικράτεια το 1917. Το απόγειο της αίγλης αλλά και της ομοψυχίας εντός αστικού στρατοπέδου ήταν βεβαίως οι δυο νικηφόροι Βαλκανικοί Πόλεμοι της περιόδου 1912-1913, για τους οποίους είχε προηγηθεί εκτενής στρατιωτική προετοιμασία, με την εδαφική και πληθυσμιακή επέκταση του ελληνικού κράτους που αυτοί επέφεραν.
Σύντομα όμως οι δυο βασικοί πυλώνες του αστικού πολιτικού συστήματος, βασιλιάς Κωνσταντίνος και πρωθυπουργός Βενιζέλος, έρχονται σε σύγκρουση, αποτυπώνοντας τη διάσταση των διαφορετικών κοινωνικών δυνάμεων που εξέφραζαν, σχετικά με το ζήτημα της συμμετοχής ή μη στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Η χώρα οδηγήθηκε στο λεγόμενο Εθνικό Διχασμό, σε μια προεμφυλιακού τύπου σύγκρουση δηλαδή που κατέληξε, με την εμπλοκή των δυνάμεων της Αντάντ, αλλά και της Βουλγαρίας στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, στη ντε φάκτο διάσπαση του ελληνικού κράτους με τη δημιουργία της “Προσωρινής Κυβέρνησης της Εθνικής Άμυνας” στη Θεσσαλονίκη, που μπήκε στον πόλεμο πλάι στην Αντάντ στις 24 Νοέμβρη 1916.
Πέραν της συμβολής στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, η κυβέρνηση Βενιζέλου για να αποσπάσει μεγαλύτερο μερίδιο από τη μεταπολεμική μοιρασιά, συμμετείχε πρόθυμα και στην ιμπεριαλιστική εκστρατεία κατά της νεαρής σοβιετικής εξουσίας, αποστέλλοντας τρεις μεραρχίες στην Ουκρανία. Η επιχείρηση ως γνωστόν απέτυχε παταγωδώς, ενώ επιδείνωσε και τη θέση των τοπικών ελληνόφωνων κοινοτήτων, ωστόσο ήταν το χαρτί που εξασφάλισε στα χαρτιά την δημιουργία της Ελλάδας “των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών”, με τη συνθήκη του Νεϊγύ (27.11.1919) και ιδίως τη συνθήκη των Σεβρών (10.8.1920), που υπόσχονταν την προσάρτηση της Ανατολικής Θράκης και της περιοχής της Σμύρνης, η οποία τελούσε ήδη υπό ελληνική στρατιωτική κατοχή από την Πρωτομαγιά του 1919. Ο Βενιζέλος λοιπόν είναι βασικός υπεύθυνος για την εμπλοκή της Ελλάδας στην καθ’ όλα ιμπεριαλιστική και τυχοδιωτική μικρασιατική εκστρατεία, χωρίς αυτό να απαλλάσσει καθόλου τους διαδόχους του που εξελέγησαν με την υπόσχεση της ειρήνευσης, για να οδηγήσουν τελικά στην κατάρρευση του μετώπου και την καταστροφή των πληθυσμών για την “απελευθέρωση” των οποίων υποτίθεται πως είχε αρχίσει η εκστρατεία.
Η συζήτηση για το αν ο Βενιζέλος επέλεξε να αποδράσει μέσω των εκλογών της 20ης Νοέμβρη 1920 έχει ίσως μικρή σημασία, και τα διαθέσιμα στοιχεία για τις αντιδράσεις του ίδιου και του περιβάλλοντός του δεν επιτρέπουν εύκολα μια τέτοια εικασία. Αποτελεί ωστόσο δημοφιλή αστικό μύθο, στη διάδοση του οποίου πρωτοστάτησε ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, ότι στην πραγματικότητα Ο Βενιζέλος έχασε τις εκλογές μόνο λόγω εκλογικού συστήματος, ενώ στην πραγματικότητα και σε απόλυτο αριθμό ψήφων η φιλοβασιλική “Ηνωμένη Αντιπολίτευση” επικράτησε των Φιλελευθέρων στις περισσότερες περιφέρειες. Η λαϊκή δυσαρέσκεια για τους επί οκταετία σχεδόν αδιάκοπους πολέμους, αλλά και η αυταρχική εσωτερική πολιτική της “βουλής των Λαζάρων”, όπως ονομάστηκε η “νεκρανάσταση” της βενιζελικής βουλής που είχε προκύψει από τις εκλογές της 31ης Μάη 1915) συνέβαλαν στην ήττα των Φιλελευθέρων και του Βενιζέλου προσωπικά, που απέτυχε να εκλεγεί βουλευτής.
Στον τομέα της εσωτερικής πολιτικής εκείνων των χρόνων αξίζει να γίνει και μια αναφορά στο συνδικαλιστικό κίνημα, το οποίο ήδη από το 1911 και το 1914 με νομοθετικές πρωτοβουλίες ο Βενιζέλος προσπάθησε να ελέγξει σε πατερναλιστική κατεύθυνση. Αποκορύφωμα αυτής της προσπάθειας ήταν η στήριξη που έδωσε στη σύγκληση του πρώτου Πανεργατικού Συνεδρίου στις 3 Νοέμβρη 1918 και τη δημιουργία της ΓΣΕΕ, χρησιμοποιώντας βενιζελικούς συνδικαλιστές ως όχημα περιθωριοποίησης των ανερχόμενων σοσιαλιστικών δυνάμεων. Η αποτυχία του να ελέγξει τελικά το νεοπαγές κίνημα, τον οδήγησε σε κατασταλτικά μέτρα και προτροπές στους συνδικαλιστές του να αποχωρήσουν από τη ΓΣΣΕ -που συνδέθηκε οργανικά και οργανωτικά με το σχεδόν ταυτόχρονα ιδρυθέν ΣΕΚΕ- συγκροτώντας διασπαστική οργάνωση.
Ανέλαβε την εκπροσώπηση της Ελλάδας στις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην υπογραφή της συνθήκης της Λωζάννης στις 24 Ιουλίου 1923. Αργότερα, διαφωνώντας με την παράταξή του στο ζήτημα του δημοψηφίσματος υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας (ο ίδιος ήταν κατά), αποσύρεται τελικά το 1924 στο Παρίσι, όπου επιδίδεται στη μετάφραση των Ιστοριών του Θουκυδίδη, συμμετέχοντας αρχικά παρασκηνιακά και μετά την επιστροφή του το 1926 ενεργά στα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας. Η “ολική επαναφορά” του έρχεται στις εκλογές του 1928, που οδήγησε στο σχηματισμό της μακροβιότερης κυβέρνησης του προμεταξικού μεσοπολέμου ως το 1932.
Σταθμοί στην τελευταία αυτή κυβερνητική θητεία του Βενιζέλου, που σημαδεύτηκε μεταξύ άλλων και από την έλευση της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης στην Ελλάδα, ήταν η προσέγγιση με την Ιταλία του Μουσολίνι το 1928, οι δυο συμφωνίες με την Τουρκία το 1930, που προέβλεπαν μεταξύ άλλων την εξίσωση των περιουσιών μουσουλμάνων και χριστιανών προσφύγων, προκαλώντας για πρώτη φορά αποξένωση τμήματος της βασικής εκλογικής βάσης του κόμματος Φιλελευθέρων, και στον τομέα της εσωτερικής πολιτικής βεβαίως η ψήφιση του “Ιδιωνύμου”, η αλλιώς του νόμου 4229/25-7-1929 «Περί μέτρων ασφαλείας του κοινωνικού καθεστώτος και προστασίας των ελευθεριών των πολιτών”.
Μιλώντας στη βουλή ο πρωθυπουργός εκδήλωνε με διαφάνεια τις προθέσεις τόσο του συγκεκριμένου νομοθετήματος, όσο και της κυβέρνησής του γενικότερα έναντι του κομμουνιστικού κι εργατικού κινήματος: «Πιστεύω, λοιπόν, ότι θα με ακούση ο εργατικός κόσμος, όταν του είπω: ”Πρόσεξε, μην παρασυρθείς, από τους κομμουνιστάς εις τον αγώνα αυτόν, ο οποίος φαίνεται, ότι ετοιμάζεται και εις την μάχην αυτήν, η οποία πρόκειται να δοθή”. Το κράτος εκπροσωπούμενον από την κυβέρνησιν, την νόμιμον, και έχον, ως ελπίζω, υποστήριξιν όλου του πολιτικού κόσμου, θα αντιταχθή κατά τοιαύτης επαναστατικής ενεργείας προς ανατροπήν του ελευθέρου πολιτεύματος, θα την κτυπήση με όλα τα μέσα, τα οποία διαθέτει επί τη βάσει των κειμένων νόμων».
Είναι χαρακτηριστικό της οξύνοιας του Βενιζέλου ως αστού πολιτικού ότι προέβη στην καθαρά προληπτική αυτή λήψη μέτρων κατά των κομμουνιστικών και ριζοσπαστικών ιδεών, σε μια περίοδο που το ίδιο το ΚΚΕ βρισκόταν στο ναδίρ της μεσοπολεμικής του επιρροής, εν μέσω της λεγόμενης “φραξιονιστικής πάλης χωρίς αρχές”, που τερματίστηκε το 1931 με παρέμβαση της Κ.Δ και την τοποθέτηση του Ν.Ζαχαριάδη στη θέση του γενικού γραμματέα.
Χάνοντας τις εκλογές του 1932, προσπάθησε να επανέλθει πραξικοπηματικά στην εξουσία μέσω του στενού του συνεργάτη στρατηγού Νικολάου Πλαστήρα, του οποίου τις μουσολινικές συμπάθειες μοιραζόταν ελάχιστα λιγότερο ένθερμα, μέσω των αποτυχημένων κινημάτων του 1933 και του 1935. Λίγο πριν το θάνατό του, απέστειλε επιστολή στο Λουκά Κανακάρη Ρούφο, η οποία μπορεί να νοηθεί και ως πολιτική διαθήκη, όπου σημείωνε τα εξής σχετικά με τις πολιτικές εξελίξεις της εποχής: «Δεν είναι ανάγκη να σου πω πόσον ζωηρά είναι η χαρά μου, διότι ο Βασιλεύς απεφάσισε να πατάξη επί τέλους τας διηνεκείς παρεμβάσεις των στρατιωτικών παραγόντων, απομακρύνας από την κυβέρνησιν, μετά την τελευταίαν αυθάδειάν των, τους Παπάγον και Πλατήν, και αναθέσας το Υπουργείον των Στρατιωτικών εις τον Μεταξάν. Με την ενέργειάν του αυτήν ο Βασιλεύς απέκτησε πάλιν ακέραιον το κύρος του, τόσον απαραίτητον διά την αποκατάστασιν της ψυχικής ενότητος του Ελλ. λαού, και την οριστικήν επάνοδον της χώρας εις κανονικόν πολιτικόν βίον…
Από μέσα από την καρδιά μου αναφωνώ: Ζήτω ο Βασιλεύς!»
Όπως σημείωνε ο Ριζοσπάστης στον επικήδειό του για το Βενιζέλο στις 19 Μάρτη 1936: “Ολο το “μεγαλείο” και οι ικανότητες του Βενιζέλου, βρίσκονται στο ότι μπόρεσε να συλλάβει και να εκφράσει τις ανάγκες της εποχής του, του 1909.
Και όλη του η μικρότητα βγαίνει απ’ το γεγονός ότι τις ξεχωριστές αυτές ικανότητές του ποτέ δεν τις έβαλε στην εξυπηρέτηση των πραγματικών συμφερόντων και αναγκών του Λαού, μα τις πρόσφερε πάντα στη διάθεση των εχθρών και εκμεταλλευτών, των τσιφλικάδων και των κεφαλαιοκρατών, ντόπιων και ξένων.
Αν θελήσουμε να νοιώσουμε και να χαρακτηρίσουμε σωστά την προσωπικότητα του Βενιζέλου, πρέπει να την δούμε μέσα σ’ αυτήν την αντίθεση.
Εχουμε έτσι το Βενιζέλο με εξαιρετικά πραγματικά προσόντα, που θα μπορούσαν να επιτρέψουν στον κάτοχό τους να μεγαλουργήσει. Και απ’ την άλλη μεριά βλέπουμε το Βενιζέλο να αφοσιώνεται ολοκληρωτικά σε μια ολότελα αντιλαϊκή υπόθεση, την αστικοτσιφλικάδικη υπόθεση, που έχοντας για βασικό περιεχόμενό της τον λαϊκό αφανισμό, έκαμνε αδύνατη, απόκλειε απόλυτα κάθε πραγματική μεγαλουργία.
Ετσι μπορούμε να καταλάβουμε γιατί ο Βενιζέλος, ο μεγαλείτερος σύγχρονος Ελληνας πολιτικός, απότυχε τόσο οιχτρά, τόσο αναντίρρητα.”
Δύσκολες Νύχτες