Ελεύθεροι σκοπευτές στον ΔΣΕ: «Οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού δεν παραδίνονται, πολεμούν και πεθαίνουν!» – Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ
Άγγελος Τσιτώτας, Μιχάλης Κυρίτσης, Παναγιώτης Πανακάκης, Παναγιώτης Καλούμενος… Οι Ελεύθεροι Σκοπευτές, ανάλογα με την αποστολή τους, ήταν συνήθως οπλισμένοι με αγγλικό οπλοπολυβόλο «Μπρεντ», όχι πάντα βέβαια, με αυτόματο γερμανικό «Στάγιερ» ή αγγλικό «Τόμσον», πιστόλια ή περίστροφα και μαχαίρια ή τα όμορφα σπαθάκια του ΔΣΕ.
α) Άγγελος Τσιτώτας, Μιχάλης Κυρίτσης
Οι ελεύθεροι σκοπευτές ήταν μικρές μονάδες, «ειδικών καθηκόντων» θα έλεγε κανείς. Δρούσαν συνήθως δύο μαζί, καμιά φορά τρεις, σπάνια ένας μόνος. Ήταν οπλισμένοι ανάλογα με την αποστολή που αναλάμβαναν και συνήθως, όχι πάντα βέβαια, με όπλο που είχε σκοπευτική διόπτρα και πιο σπάνια με σιγαστήρα για να μειώνεται ο θόρυβος και να καλύπτεται η λάμψη του πυροβολισμού.
Ήταν συνήθως νέοι στην ηλικία, αποφασισμένοι, πιστοί στην αποστολή τους και, παρά την ηλικία τους, έμπειροι. Έπρεπε να έχουν «ατσάλινα» νεύρα και παραδειγματική ψυχραιμία.
Από τα πράγματα, ήταν σκληραγωγημένοι, ικανοί να μείνουν νηστικοί για μέρες ή ακίνητοι κάτω από αντίξοες συνθήκες για ώρες, μέχρι να εντοπίσουν το «θύμα» τους. Ήταν ικανοί να εντοπίσουν ίχνη ανθρώπου ή ζώου εκεί που ένας απλός άνθρωπος δε θα έβλεπε τίποτα.
Χρησιμοποιούνταν και για συλλογή πληροφοριών ή για να διατηρήσουν κάποιες πολύ μυστικές επαφές και συχνά έμπαιναν κρυφά μέσα στις πόλεις για τέτοιου είδους αποστολές.
Μερικές φορές οι επιτυχίες τους ήταν απίστευτες, αλλά και σχεδόν πάντα οι απώλειές τους ήταν σε υψηλό ποσοστό, είτε σε συγκρούσεις είτε από αυτοκτονίες για ν’ αποφύγουν τη σύλληψη και τα σίγουρα βασανιστήρια. Για τους λόγους αυτούς, οι προαγωγές τους και η παρασημοφορία ήταν πιο συχνές.
Εάν η Απελευθέρωση της Ελλάδας το 1944 δεν είχε γίνει όπως έγινε και με όσα ακολούθησαν τη «Βάρκιζα» και εάν δεν είχαν επικρατήσει με τη βοήθεια της μαζικής στρατιωτικής επέμβασης των Άγγλων οι προδότες, οι δωσίλογοι, οι απόντες στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα, οι καιροσκόποι πολιτικοί και στρατιωτικοί, ο πρωταγωνιστής του «επεισοδίου» που θα περιγράψουμε με συντομία θα είχε το άγαλμά του σε κάποιο σημείο της Λάρισας, εκεί προς το τέρμα της οδού Υψηλάντη.
Ήταν ο Άγγελος Τσιτώτας. «Άγγελος» όνομα και πράγμα. Ξανθός με ψηλή κορμοστασιά, όμορφος, λεβέντης, είκοσι οχτώ χρονών, στο άνθος της νιότης του. Σχετικά με τον Άγγελο Τσιτώτα, αλλά και για πολλούς άλλους από τους Ελεύθερους Σκοπευτές, η αλήθεια, ο θρύλος και ο μύθος μπερδεύονται, μπλέκονται.
Αναφέρονταν τόσα κατορθώματα, που του αναγνώριζαν οι φίλοι ή του καταλόγιζαν οι εχθροί, στην περίοδο της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφύλιου Πολέμου, ως το θάνατό του, που θα μπορούσε κανένας να γράψει ολόκληρο βιβλίο.
Ήταν μηχανικός αυτοκινήτων και πρέπει να ήξερε γερμανικά, άγνωστο σε τι βαθμό, πάντως τα χρησιμοποιούσε και διάφορες ενέργειές του, σε διατεταγμένες αποστολές ή με προσωπική του πρωτοβουλία, τις έκανε ντυμένος Γερμανός στρατιωτικός. Ήταν παράτολμος, προικισμένος με οξύτατη νοημοσύνη και με ατσάλινα νεύρα. Από τα πολλά κατορθώματα που του «χρεώνονται» διαλέγω μερικά:
Κάποτε, ντυμένος Γερμανός αξιωματικός, διέταξε τον οδηγό γερμανικού αυτοκινήτου να τον πάει προς το χωριό Κεσερλή, σημερινό Συκούριο, περνώντας απ’ όλα τα μπλόκα και τα φυλάκια. Λίγο έξω από τη συνοικία Νέα Σμύρνη όπου έμεναν πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία και ήταν στην άκρη της πόλης, προς το αεροδρόμιο, κατέβασε με την απειλή του πιστολιού του τον οδηγό κι έφυγε με το αυτοκίνητο προς τον Κίσσαβο, ενώ οι Γερμανοί είχαν κινητοποιηθεί κι έτρεχαν να τον προλάβουν. Όσο όμως να καταλάβουν προς τα πού τελικά είχε κατευθυνθεί, ο Τσιτώτας είχε απομακρυνθεί αρκετά, μετά από τον αυχένα του Γεντίκι, όπου εγκατέλειψε το αυτοκίνητο βάζοντάς του φωτιά.
Στις περιοχές της Θεσσαλίας, κυρίως Λάρισας-Βόλου, οι δωσιλογικές κυβερνήσεις της Αθήνας και οι Γερμανοί είχαν οργανώσει τα «ΕΑΣΑΔ -Εθνικοί Αγροτικοί Σύνδεσμοι Αντικομμουνιστικής Δράσης». Τα μέλη αυτής της Οργάνωσης ήταν κάθε «καρυδιάς καρύδι». Επρόκειτο κυρίως για εγκληματικά, περιθωριακά στοιχεία του υποκόσμου, που είχαν δοσοληψίες πριν τον πόλεμο με την αστυνομία, τα δικαστήρια και τις φυλακές για πράξεις του κοινού ποινικού δικαίου. Τους είχαν εξοπλίσει οι Ιταλοί και κυρίως οι Γερμανοί και τους χρησιμοποιούσαν για πληροφορίες, δολοφονίες, συλλήψεις, βασανισμούς και λεηλασίες. Στη Λάρισα έδρευαν στο ξενοδοχείο «Πανθεσσαλικό», στην οδό Ανδρούτσου στα «Καζαντζίδικα», το οποίο είχαν μετατρέψει σε άντρο βασανιστηρίων και δολοφονιών.
Μια φορά ο Τσιτώτας, ντυμένος Γερμανός αξιωματικός, είδε κάποιους από αυτούς τους «ΕΑΣΑΔίτες» να δέρνουν έναν πολίτη, ένα χωριάτη. Διέταξε δύο από αυτούς να τον ακολουθήσουν μαζί με το δερνόμενο πολίτη. Τους πήγε στο ποτάμι, πίσω από το Νοσοκομείο της Λάρισας, κοντά στο σπίτι του μηχανικού Σακελλαρίου, όπου κι εκτέλεσε τους δύο προδότες, λέγοντας του χωριάτη να φύγει αμέσως. Από τις περιγραφές που έκανε αυτός, που βέβαια έφυγε αμέσως, σε δικούς του ανθρώπους, «μαθεύτηκε» ότι ο σωτήρας του ήταν ο Άγγελος Τσιτώτας.
Άλλη φορά οι «ΕΑΣΑΔίτες» είχαν κάποια γιορτή στον κινηματογράφο «Πάλλας», που ήταν στο κέντρο της πόλης. Ο Τσιτώτας πήγε ντυμένος Γερμανός αξιωματικός και διέταξε δύο από αυτούς για κάποιο λόγο να πάνε μαζί του. Κανένας από αυτούς βέβαια δε θα μπορούσε ν’ αρνηθεί να υπακούσει σε διαταγή Γερμανού αξιωματικού, το αντίθετο, σίγουρα το θεωρούσαν και τιμή τους. Πήγαν εκεί κοντά στο στενό δρομάκι, την Κοραή, εκεί που είναι η παλαιοημερολογίτικη εκκλησία των Δώδεκα Αποστόλων πίσω από τον κινηματογράφο «Ολύμπια», κι εκεί τους εκτέλεσε κι «εξαφανίστηκε».
Μετά από τη «Βάρκιζα», τον «εκούσιο» και ιστορικά αδικαιολόγητο από κάθε άποψη αφοπλισμό του ΕΛΑΣ και την εγκαθίδρυση από τους Άγγλους της «βασιλομοναρχικής» και κατά μεγάλο μέρος «δωσιλογικής» κυβέρνησης, όλοι οι αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης τέθηκαν υπό διωγμό. Έτσι, όπως ήταν επόμενο, όλος ο «καλός κόσμος», Ασφάλειες, χωροφυλακή, ΕΣΑ, Σούρληδες, δωσίλογοι και άλλοι, έψαχναν να τον βρουν.
Διάφορα σαμποτάζ, εκτελέσεις ή απαγωγές βασανιστών και καταδοτών, αληθινά γεγονότα ή μυθοπλασίες, τα «χρέωναν» στον Τσιτώτα, καθώς και σε άλλους σαν αυτόν, ο οποίος πέρασε στην παρανομία και κρυβόταν.
Επειδή ήταν επόμενο ότι κάποια στιγμή θα τον έβρισκαν, για ν’ αποφύγει τη σύλληψη στη Λάρισα, με εντολή του Κόμματος, εντάχτηκε στο Τμήμα Ελεύθερων Σκοπευτών του Αρχηγείου Ανατολικής Θεσσαλίας του ΔΣΕ. Αυτοί ήταν οργανωμένοι σε διμοιρίες ή ομάδες, Ολύμπου, Κισάβου, Μαυροβούνιου, Πηλίου.
Γνωστοί, «θρύλοι» ακόμα ως σήμερα στις περιοχές αυτές για τη δράση τους ή για τον ηρωικό τους θάνατο, έμειναν οι Ιδομενέας Γιαννώτας, Ηρακλής Γραβάνης, Μιχάλης Κυρίτσης, Γιώργος Γαργαλιάνος, Νίκος Δέπας, Δημήτριος Λιόβας, Μιχάλης Βαρσαμογιάννης, Κώστας Παπαχατζής, Γιάννης Τζήμας, Βαγγέλης Κωστίμπας, Αιμίλιος Κουλουφάκος, Κώστας Γκανάτσιος, Γιώργος Κοντογιάννης, Αντώνης Μαλλίδης, Γρηγόρης Παπαγιαννόπουλος, Τοτός Τσιριγκάκης, Κώστας Χατζούλης-«Φαέθων», Σταύρος Κασίδης-«Σταυραετός», Θόδωρος Κασίδης, Αλέξανδρος Μαριανός, αδελφοί Καρκαλά, Κώστας Μπόνης, Μαρία Γκιουλέκα-«Ζόγια», Μακρυγιάννης, Παναγιώτης Πανακάκης, Παναγιώτης Καλούμενος και άλλοι. Αυτοί ήταν αγρότες, εργάτες, επαγγελματίες, φοιτητές.
Από αυτούς ελάχιστοι έζησαν ως το τέλος του Εμφύλιου Πολέμου. Γνώρισα στον Όλυμπο το 1949 τους Γιαννώτα, Λιόβα, Κοντογιάννη, Δέπα. Ο Γιαννώτας σκοτώθηκε προς το τέλος του 1949 ή αρχές του 1950. Ο Λιόβας σκοτώθηκε σε αεροπορική επιδρομή στην περιοχή του χωριού Πουλιάνα, σήμερα Κρυόβρυση, του Ολύμπου το καλοκαίρι του 1949. Ο Κοντογιάννης σκοτώθηκε μετά από τον Αύγουστο του 1949, δεν ξέρω πού και πότε ακριβώς. Ο Δέπας επέζησε και ήμασταν μαζί για ένα μικρό διάστημα κρατούμενοι στο Στρατόπεδο Λάρισας. Αργότερα, μετά από μερικά χρόνια, όταν αποφυλακίστηκε, συναντιόμασταν στα «Ταμπάκικα» όπου έμενε και τα λέγαμε.
Από τον Δέπα έχω ακούσει πολλά για κάποιους από τους παραπάνω και βέβαια και για τον Άγγελο Τσιτώτα, γιατί οι δυο τους ή μαζί με άλλους είχαν πραγματοποιήσει «αποστολές» ιδιαίτερα στη Λάρισα, αλλά και στην Κατερίνη, στο Βόλο, στον Τύρναβο, στην Αγιά και αλλού.
Τέλη Γενάρη του 1947, οι Άγγελος Τσιτώτας, Μιχάλης Κυρίτσης και Αιμίλιος Κουλουφάκος μπήκαν στη Λάρισα, με συγκεκριμένη αποστολή ο καθένας τους. Ο Κουλουφάκος πιάστηκε σχεδόν αμέσως από προδοσία και από λάθος δικό του, γιατί πήγε στο σπίτι του που το είχε υπό παρακολούθηση η Ασφάλεια. Βασανίστηκε άγρια ανακρινόμενος για μήνες, αλλά δε μαρτύρησε τίποτα.
Έτσι, ενώ πιάστηκε το Γενάρη, «ανακρινόταν» για μήνες και παραπέμφθηκε στο Στρατοδικείο το Σεπτέμβρη του 1947. Όλο αυτό το διάστημα «ανακρινόταν» βασανιζόμενος στα διάφορα κρατητήρια της Ασφάλειας Λάρισας. Καταδικάστηκε σε θάνατο κι εκτελέστηκε τον επόμενο μήνα, δηλαδή τον Οκτώβρη του 1947, στο Μεζούρλο.
Το ίδιο λάθος έκανε και ο Μιχάλης Κυρίτσης, που πήγε σε συγγενικό του σπίτι, όπου εντοπίστηκε, αλλά μαχόμενος κατάφερε να ξεφύγει.
Το «επεισόδιο Τσιτώτα» το παραθέτω, καθώς και αυτό του Μιχάλη Κυρίτση, όπως τα θυμάμαι, μαθητής του Γυμνασίου τότε και από τις διηγήσεις των Νίκου Δέπα και Βαγγέλη Γκαρέλια, αλλά και από το βιβλίο του Λ. Αρσενίου Γένεση του Εμφυλίου.
Ο Αρσενίου, όντας έφεδρος αξιωματικός το 1940 στον πόλεμο της Αλβανίας, στην Κατοχή έλαβε μέρος στην Αντίσταση και στον Εμφύλιο ήταν αξιωματικός του ΔΣΕ και υπεύθυνος για την έκδοση της εφημερίδας της 123ης Ταξιαρχίας του ΔΣΕ Ο Παρτιζάνος, καθώς και άλλων εντύπων.
Ο Βαγγέλης Γκαρέλιας, γείτονάς μου, ήταν συγγενής του Κυρίτση. Όντας στρατιώτης, το 1946 ή 1947, έφυγε από το στρατό, λιποτάχτησε και κατατάχτηκε στο ΔΣΕ. Πιάστηκε στον Όλυμπο τον Οκτώβρη του 1949. Γλίτωσε τη ζωή του και την εκτέλεση κάτω από μυθιστορηματικές συνθήκες.
Υπήρχε στη Λάρισα η οικογένεια των Φαντάνα, μεγάλων κτηματιών, με την οποία ο Τσιτώτας συνδεόταν φιλικά, γιατί ως μηχανικός είχε ως φαίνεται δουλέψει στις επιχειρήσεις τους. Λεγόταν τότε ότι μέλη της οικογένειας αυτής στην Κατοχή συνδέονταν με το ΕΑΜ και είχαν λάβει μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Οι Φανταναίοι, για να στεγάζουν τα γεωργικά τους μηχανήματα, είχαν ένα τεράστιο γκαράζ-συνεργείο-αποθήκη, περιφραγμένο με πλίθινο ντουβάρι και σκεπασμένο καλά και σταθερά με λαμαρίνες, προς το τέλος της οδού Υψηλάντη.
Ο Τσιτώτας πήγε εκεί σχετικά νωρίς το απόγευμα, μάλλον γιατί είχε κάποια συνάντηση ή για συγκεκριμένο λόγο. Διαφορετικά δε θα πήγαινε εκεί, γιατί στη γειτονιά αυτή ήταν πολύ γνωστός, ήταν η γειτονιά του. Είχε αρκετές «γιάφκες» στην πόλη για να μείνει. Όπως διηγούνταν οι Δέπας και Γκαρέλιας, από τις πληροφορίες που συγκέντρωσε το «ΚΠ -Κέντρο Πληροφοριών» του ΔΣΕ μετά από το θάνατο του Τσιτώτα, την «Έκθεση» που έγινε στη διοίκηση του Αρχηγείου και τη σχετική συζήτηση στην Ομάδα του, σε κάποιο από τα γύρω σπίτια έμενε η μνηστή του Γιάκωβου -κεντήστρα στο επάγγελμα-γνωστού και σημαντικού στελέχους της Ασφάλειας Λάρισας, βασανιστή με μεγάλη ιστορία ακόμα και στην αιγυπτιακή αστυνομία όπου είχε υπηρετήσει. Δεν αποκλείεται λοιπόν ο στόχος ή ένας από τους στόχους του Τσιτώτα να ήταν ο Γιάκωβος.
Αυτή η γυναίκα φαίνεται ότι κάτι αντιλήφθηκε, κάποιες κινήσεις είδε στο γκαράζ και της φάνηκε περίεργο, Γενάρη μήνα, με το κρύο, αργά το απόγευμα κάποιοι να δουλεύουν εκεί μέσα, κι ενημέρωσε τον Γιάκωβο. (Ο Αρσενίου στο βιβλίο του δίνει μια άλλη εκδοχή για το πώς προδόθηκε ο Τσιτώτας.)
Μέσα στο γκαράζ ήταν άλλοι τρεις πολίτες οι οποίοι δεν είχαν καμιά σχέση με τον Τσιτώτα και οι οποίοι μάλλον εγκλωβίστηκαν εκεί, ίσως ο Τσιτώτας δεν τους άφησε να φύγουν.
Έτσι, νωρίς το βράδυ η Ασφάλεια ήταν πλέον σίγουρη ότι υπήρχε κάποιος παράνομος ή και αντάρτης στο γκαράζ και το πιο πιθανό να είναι ο Τσιτώτας, λόγω της φιλικής του σχέσης με τους ιδιοκτήτες του συνεργείου.
Ο χώρος κυκλώθηκε από τη χωροφυλακή και ο Τσιτώτας κλήθηκε να παραδοθεί. Αρνήθηκε και με την παραμικρή κίνηση τους χτυπούσε με το αυτόματό του ή τους έριχνε χειροβομβίδες. Οι ώρες περνούσαν και οι ασφαλίτες είχαν ήδη δύο τραυματίες: Τον Γ. Αλογάριαστο που, όπως αναφέρεται και αλλού, στην Κατοχή υπηρετούσε στη διαβόητη «Ειδική Ασφάλεια» στην Αθήνα, γνωστή για τα εγκλήματά της σε βάρος πατριωτών και για το βασανισμό μέχρι θανάτου της Ηλέκτρας Αποστόλου. Ο δε άλλος ήταν ο Γ. Δράμης, γνωστός στη Λάρισα «αμφιλεγόμενος» βασανιστής.
Στις επαναλαμβανόμενες προσκλήσεις να παραδοθεί και στις υποσχέσεις τους, ο Τσιτώτας, που ήξερε βέβαια με τι καθάρματα είχε να κάνει, απαντούσε με το κλασικό τότε:
«Οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού δεν παραδίνονται, πολεμούν και πεθαίνουν.»
Μπροστά στην αδυναμία τους, ο λόχος των χωροφυλάκων και των ασφαλιτών ζήτησαν ενίσχυση από τη Στρατιωτική Διοίκηση. Καταφτάνει ένας λόχος μαυροσκούφηδων μ’ ένα τανκ και μ’ επικεφαλής τον τότε υπίλαρχο Στ. Πατακό, τον μετά από δύο περίπου δεκαετίες «ανθυποδικτάτορα», και μερικούς άλλους υψηλόβαθμους αξιωματικούς.
Ο Πατακός, γνωρίζοντας πλέον ότι μόνο ένας ένοπλος μαχητής του ΔΣΕ πολεμά με τον αέρα του ισχυρότερου και υποτιμώντας τον αντίπαλό του, προτείνει στον Τσιτώτα να παραδοθεί. Σε απάντηση, του έρχεται μια ριπή και τον τραυματίζει.
Τότε αρχίζει να ρίχνει το τανκ με το κανόνι και τα πολυβόλα του, γκρεμίζοντας μέρος του πλίθινου τοίχου και της στέγης. Η μάχη ακούγεται σε όλη την πόλη και ιδιαίτερα στις γειτονιές του Σιδηροδρομικού Σταθμού, Αγ. Κωνσταντίνου, Σουφλαρίων, ακόμα και στο κέντρο της πόλης. Οι τροχιοδεικτικές βολίδες από τα πολυβόλα του τανκ, όπως αποστρακίζονταν, φαίνονταν στο νυχτερινό ουρανό απ’ όλη την πόλη.
Σε ορισμένα περιφερειακά φυλάκια του στρατού γύρω από την πόλη άρχισαν να ρίχνουν στο «βρόντο» προληπτικά, νομίζοντας ότι ο ΔΣΕ χτυπά τη Λάρισα. Για λίγο γινόταν πανζουρλισμός και σε κάποια στρατόπεδα χτύπησε συναγερμός.
Η μάχη κράτησε ώρες και οι πολιορκητές μπήκαν στην αποθήκη τα ξημερώματα, όταν πια ο Άγγελος Τσιτώτας είχε αυτοκτονήσει και είχε περάσει στο Πάνθεο των Λαϊκών Αγωνιστών.
Στο σακίδιό του βρέθηκε ένα κομμάτι ψωμί καλαμποκίσιο, «μπομπότα», κι ένα κομμάτι καβουρμά, που ήταν η ξηρά τροφή με την οποία τον είχε εφοδιάσει η Επιμελητεία του ΔΣΕ. Σε διάφορα σημεία βρέθηκαν κάλυκες και άδειοι γεμιστήρες του αυτομάτου «Στάγιερ» που είχε και το πιστόλι «Παραμπέλουμ» με το οποίο αυτοκτόνησε.
Από τους άλλους τρεις που ήταν στην αποθήκη άοπλοι και που δεν είχαν καμιά σχέση με τον Τσιτώτα, σκοτώθηκαν οι δύο, μάλλον μετά από την αυτοκτονία του Τσιτώτα, σύμφωνα με τα όσα είπε αυτός που διασώθηκε, από το φόβο και την έλλειψη ψυχραιμίας από την πλευρά των πολιορκητών μπροστά στο θρύλο Τσιτώτα.
Κάμποσους μήνες αργότερα, το Νοέμβρη του 1947, κυκλώθηκε και αυτοκτόνησε κατά τον ίδιο περίπου τρόπο με τον Τσιτώτα ο Μιχάλης Κυρίτσης. Μπήκαν στη Λάρισα από τον Κίσαβο μια ομάδα Ελεύθερων Σκοπευτών, οι Μιχάλης Κυρίτσης, Νίκος Δέπας, Μιχάλης Βαρσαμογιάννης. Φαίνεται ότι μια από τις αποστολές τους ήταν ν’ απαγάγουν ή να σκοτώσουν τον τότε διοικητή της Στρατιάς, στρατηγό Π. Καλογερόπουλο.
Το σχέδιό τους ήταν καλά μελετημένο και είχε πιθανότητες επιτυχίας, αλλά μάλλον η έκτακτη και απρόβλεπτη απουσία του στρατηγού από τη Λάρισα το έκανε ν’ αποτύχει. Σε μια σύγκρουση με περίπολο του στρατού ή της χωροφυλακής σε κάποιο δρόμο ο Κυρίτσης, που ήταν ο αρχηγός παρά το ότι ήταν νεαρός είκοσι δύο χρονών, τραυματίστηκε και αποχωρίστηκε από τους άλλους δύο, που πέτυχαν και βγήκαν από την πόλη.
Τελικά ο Κυρίτσης, ύστερα από προδοσία, βρέθηκε κυκλωμένος σε κάποιο στάβλο ή αχυρώνα στο «Κτήμα Αβέρωφ». Οι χωροφύλακες δεν τα κατάφερναν να τα βγάλουν πέρα μαζί του, τραυματίστηκε μάλιστα ο διοικητής της Ασφάλειας, ταγματάρχης της χωροφυλακής, Χρήστου Παν., κι ένας άλλος ασφαλίτης. Τότε κλήθηκε ο στρατός και την τελική λύση, ύστερα από ώρες μάχη, την έδωσε τανκ που εισέβαλε στο χώρο. Τελικά βρήκαν τον Μιχάλη Κυρίτση νεκρό, έχοντας αυτοκτονήσει και αρνηθεί τις προσφορές τους να παραδοθεί, εφαρμόζοντας το σύνθημα: «Οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού δεν παραδίνονται, πολεμούν και πεθαίνουν». Ήταν 25 Νοέμβρη του 1947.
Αξίζει να πούμε δυο λόγια για τον «Γιάκωβο», που δεν ξέρω αν αυτό ήταν επίθετό του. Λίγα χρόνια μετά από τον Εμφύλιο, ο Γιάκωβος, που μάλλον είχε αποστρατευτεί από τη χωροφυλακή, άνοιξε ένα εστιατόριο «πολυτελείας» πάνω από τον κινηματογράφο «Ορφέα», στην κεντρική πλατεία της πόλης. Στη διάρκεια του Εμφυλίου όλη η «καλή κοινωνία» της Λάρισας τον είχε στα «όπα-όπα» για τις διάφορες «υπηρεσίες» που προσέφερε και, όπως φαίνεται, κάποιες και με το αζημίωτο. Με τα λεφτά που «μάζεψε», με τις «οικονομίες του», άνοιξε αυτό το εστιατόριο, πιστεύοντας ότι η «καλή κοινωνία» της Λάρισας, οι «λεφτάδες» της Λάρισας -κι έχει πάντα λεφτά η Λάρισα- που τόσες υπηρεσίες τους είχε προσφέρει, θα τον υποστήριζαν, δεδομένου ότι οι τιμές του εστιατορίου του δεν ήταν προσιτές στους απλούς πολίτες.
Αλλά για μερικούς μήνες δεν πατούσε ψυχή στο εστιατόριο του Γιάκωβου, ούτε οι άλλοτε στενοί του «φίλοι», και αναγκάστηκε ντροπιασμένος και περιφρονημένος να το κλείσει και μάλλον καταστράφηκε οικονομικά.
Επαληθεύτηκε κατά γενική έννοια ότι «την προδοσία πολλοί αγάπησαν, τον προδότη κανείς». Τα χρήματα, τ’ ανεμομαζώματα του Γιάκωβου που έσταζαν δάκρυα, αίμα και πόνο έγιναν ανεμοσκορπίσματα και ο Γιάκωβος εξαφανίστηκε από την πόλη.
β) Παναγιώτης Πανακάκης, Παναγιώτης Καλούμενος
«Ήταν κάποτε δυο φίλοι, σαν αρχάγγελοι και οι δυο.»
Στα τμήματα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, όπως αναφέρθηκε, υπήρχαν Ομάδες ή Διμοιρίες Ελεύθερων Σκοπευτών, που υπάγονταν απευθείας στις ανώτερες διοικήσεις, ταξιαρχιών ή ταγμάτων, και που δρούσαν ως ανεξάρτητα τμήματα.
Στην περιοχή Πηλίου-Μαυροβουνίου, τα τμήματα Ελεύθερων Σκοπευτών που δρούσαν εκεί ανήκαν στο Τάγμα Πηλίου, που και αυτό ανήκε στην 123η Ταξιαρχία του Δημοκρατικού Στρατού. Ο κύριος χώρος δράσης της Ταξιαρχίας αυτής ήταν ο Όλυμπος, ο Κίσαβος, το Μαυροβούνι, το Πήλιο, η Όθρυς και οι μεγάλες πόλεις, Λάρισα-Βόλος-Κατερίνη, και οι μικρότερες, Τύρναβος, Φάρσαλα, Αγυιά, Ελασσόνα και οι περιοχές τους. Φυσικά η 123η Ταξιαρχία λάμβανε μέρος και σε επιχειρήσεις προς τη Δυτική Θεσσαλία, τη Μακεδονία ή και την Ήπειρο.
Όπως αναφέρθηκε και στο προηγούμενο κείμενο, οι μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ που ανήκαν σε τμήματα Ελεύθερων Σκοπευτών ήταν συνήθως νέοι στην ηλικία, αλλά έμπειροι και αποφασισμένοι, με ξεχωριστές, θα μπορούσε να πει κανείς, ικανότητες κι εκπαίδευση, σκληραγωγημένοι και ικανοί ν’ αντιμετωπίσουν τις πιο αντίξοες και απρόβλεπτες συνθήκες, καιρικές ή φυσικές, με «σιδερένια νεύρα», με καλή γνώση της περιοχής στην οποία δρούσαν και βέβαια με βαθιά πίστη στο ΚΚΕ και τον αγώνα του ΔΣΕ.
Συχνά έμπαιναν στις στρατοκρατούμενες πόλεις για διάφορες επικίνδυνες αποστολές, παίζοντας τη ζωή τους «κορόνα-γράμματα», για να χτυπήσουν κάποιο στρατιωτικό στόχο, να αιχμαλωτίσουν ή ν’ απαγάγουν κάποιο πρόσωπο -«γλώσσα» το έλεγαν συνθηματικά- και να το μεταφέρουν στην έδρα τους, για ν’ αντλήσει η διοίκηση πληροφορίες. Άλλοτε για να έρθουν σε επαφή με κάποιο Κλιμάκιο του παράνομου ΚΚΕ ή της ΕΠΟΝ ή άλλης οργάνωσης. Άλλοτε πάλι για να μεταφέρουν στο βουνό φάρμακα ή ιατρικά εργαλεία και άλλα υλικά, να κάνουν κάποιο σαμποτάζ, να τιμωρήσουν κάποιον για εγκλήματα σε βάρος του λαού ή οικογενειών αγωνιστών, να συλλέξουν πληροφορίες ή να πραγματοποιήσουν άλλες αποστολές. Συνήθως δρούσαν δύο μαζί, σπάνια ένας και καμιά φορά, ανάλογα με την αποστολή, τρεις.
Ερχόμαστε στο Μάη του 1949, τον όπως πάντα μυρωμένο Μάη του Πηλίου. Με διαταγή της διοίκησής τους, δύο Ελεύθεροι Σκοπευτές, που ανήκαν στην Ανεξάρτητη Ομάδα του Πηλίου, Βολιώτες και οι δύο από τη Νέα Ιωνία Βόλου, φοιτητές, μέλη της ΕΠΟΝ και της Δημοκρατικής Νεολαίας του ΔΣΕ, κατεβαίνουν από το βουνό.
Περνούν απαρατήρητοι τα εξωτερικά φυλάκια του στρατού που υπήρχαν περιφερειακά γύρω από την πόλη -κάτι που για τους Ελεύθερους Σκοπευτές ήταν «παιχνιδάκι» να τα περάσουν δεδομένης και της μορφολογίας του εδάφους- χωρίς να γίνουν αντιληπτοί και πηγαίνουν στο σπίτι του Καλούμενου στη Νέα Ιωνία όπου και διανυκτέρευσαν.
Ήταν λάθος τους, παρόλο που λογικά ήταν μια καλή «γιάφκα» για την όποια αποστολή τους, για ν’ αφήσουν επίσης τα στρατιωτικά ρούχα, να τ’ αλλάξουν με πολιτικά.
Από την πλευρά του, ο πατέρας του Καλούμενου πρέπει να αιφνιδιάστηκε με την άφιξη του γιου του και του συντρόφου του, βλέποντας και τα πολλά πυρομαχικά που κουβαλούσαν. Φαίνεται ότι το σκέφτηκε όλη τη νύχτα και την άλλη μέρα πήγε πρωί-πρωί στη χωροφυλακή και «δήλωσε» την άφιξη των δύο ανταρτών, ενέργεια που δε συγχωρείται, ούτε εξηγείται και τότε και σήμερα, χρόνια μετά από τον Εμφύλιο. Θα μπορούσε απλούστατα να τους αρνηθεί τη «φιλοξενία» και όχι να πάει να «καρφώσει», να καταδώσει το γιο του.
Όμως πρέπει να λάβει κανείς υπόψη την τότε κατάσταση, που είναι δύσκολο να την φανταστεί κάποιος πολλές δεκαετίες μετά. Να φανταστεί το κράτος του ζόφου, του τρόμου, των καθημερινών εκτελέσεων, των δολοφονιών, των βασανιστηρίων που είχε στήσει το «βασιλομοναρχικό», το σε μεγάλη έκταση «δωσιλογικό» καθεστώς, όπου σε πολλές περιπτώσεις βασανιστές και καταδότες ήταν οι ίδιοι άνθρωποι που σκότωναν, βασάνιζαν και κατέδιδαν τους αγωνιστές στη διάρκεια της Κατοχής, της περιόδου 1941-1944.
Από την άλλη, η φιλοξενία οποιουδήποτε, και του πιο στενού συγγενούς, έστω και για λίγες ώρες, έπρεπε να δηλώνεται στις «Αρχές». Απ’ ό,τι φαίνεται, ο πατέρας του νεαρού Καλούμενου μάλλον τα «είχε καλά» με τη χωροφυλακή. Επίσης η συμπεριφορά του στη διάρκεια της Κατοχής δεν ήταν «καθαρή», κάτι που ο γιος Καλούμενος ή δεν το ήξερε ή δεν έδωσε τη σημασία που έπρεπε και βέβαια δε θα φαντάστηκε ότι ο πατέρας του θα τους πρόδιδε.
Έτσι, είτε γιατί φοβόταν για το «τομαράκι» του είτε γιατί δε συμφωνούσε με τις επιλογές του γιου του, πήγε και τους πρόδωσε στη χωροφυλακή.
Από τα ψεύτικα στοιχεία που διέδωσαν τις επόμενες μέρες οι «Αρχές», υποτίθεται ότι στόχος των δύο Ελεύθερων Σκοπευτών ήταν το Υδραγωγείο της Νέας Ιωνίας, που βρισκόταν κοντά στο σπίτι του Καλούμενου. Όμως τίποτα δεν το αποδεικνύει αυτό. Και ναι μεν τα υδραγωγεία ορισμένων μεγάλων πόλεων ήταν στρατιωτικοί στόχοι για το Δημοκρατικό Στρατό, παράδειγμα το Υδραγωγείο Ιωαννίνων που το τίναξε μια ομάδα του Μηχανικού του ΔΣΕ, αλλά για τη συγκεκριμένη περίπτωση, τα όσα στοιχεία υπάρχουν δε συνηγορούν ότι το Υδραγωγείο της Νέας Ιωνίας ήταν ο στόχος. Λόγου χάρη, το Υδραγωγείο της Λάρισας που ο ΔΣΕ είχε πολλές φορές την ευκαιρία να το καταστρέψει και δεν το έκανε.
Η Νέα Ιωνία ήταν εργατούπολη-προσφυγούπολη και δεν υπήρχε κανένας λόγος να ταλαιπωρηθεί ο κόσμος της με την έλλειψη νερού, έστω και για λίγες μέρες.
Άλλωστε στα υλικά που βρέθηκαν μετά από τη μάχη που έδωσαν οι δύο ΕΠΟΝίτες δεν αναφέρθηκαν γραπτά στις ελεγχόμενες και αυστηρά λογοκριμένες εφημερίδες ή δε διαδόθηκε, έστω προφορικά, ότι βρέθηκαν δυναμίτες και άλλο ανάλογο υλικό, ούτε και χρησιμοποιήθηκε τέτοιο υλικό.
Η αποστολή των δύο μαχητών του ΔΣΕ ήταν μάλλον να μεταφέρουν φάρμακα για το Αναρρωτήριο του ΔΣΕ στο Πήλιο και ίσως και άλλα υλικά και ενδεχόμενα να πάρουν επαφή με κάποια παράνομη βέβαια Οργάνωση.
Ο πατέρας λοιπόν του Καλούμενου πήγε κι ενημέρωσε τη χωροφυλακή πολύ νωρίς το πρωί, στις 8 του Μάη. Την ίδια ώρα ανέβαινε προς το σπίτι η αρραβωνιαστικιά του Καλούμενου, προφανώς πηγαίνοντας να τον συναντήσει. Άγνωστο από ποιον και πώς είχε ενημερωθεί η κοπέλα για την άφιξη του αρραβωνιαστικού της.
Αυτή, προχωρώντας προς το σπίτι, βλέπει μεγάλη, ένοπλη δύναμη χωροφυλάκων να κατευθύνεται προς τα εκεί και αντιλαμβάνεται ότι πηγαίνουν προς το σπίτι του Καλούμενου. Τρέχει γρήγορα, φτάνει λίγο πριν τους χωροφύλακες κι ενημερώνει τους δύο μαχητές, οι οποίοι φυσικά καταλαβαίνουν ότι έχουν προδοθεί και ότι πρέπει ν’ ακυρώσουν την αποστολή τους.
Περνούν σ’ ένα διπλανό συγγενικό σπίτι με πρόθεση να διαφύγουν από εκεί, από την αντίθετη πλευρά. Διαπιστώνουν όμως ότι έχουν φτάσει ήδη οι χωροφύλακες και ότι και από εκεί είναι κλεισμένος ο δρόμος, ότι είναι περικυκλωμένοι από παντού, δεν υπάρχει διέξοδος, παντού χωροφύλακες.
Δύο «λύσεις» υπάρχουν: Να παραδοθούν, κάτι αδιανόητο για Ελεύθερο Σκοπευτή, ή να πολεμήσουν ως το τέλος. Συνειδητοποιούν ότι έχει φτάσει η «μεγάλη τους ώρα». Έτσι, αποφάσισαν να πολεμήσουν ως το θάνατο και σίγουρα χαιρετήθηκαν μεταξύ τους με τη γνωστή, τότε, «ευχή» στους μαχητές και μαχήτριες του ΔΣΕ σε τέτοιες περιπτώσεις: «Άντε και καλό βόλι!»
Εξασφάλισαν σε απυρόβλητο σημείο τις δύο γυναίκες που ήταν στο σπίτι και οι οποίες επέζησαν και κατέστρεψαν ό,τι έγγραφα είχαν μαζί τους.
Οι Ελεύθεροι Σκοπευτές, ανάλογα με την αποστολή τους, ήταν συνήθως οπλισμένοι με αγγλικό οπλοπολυβόλο «Μπρεντ», όχι πάντα βέβαια, με αυτόματο γερμανικό «Στάγιερ» ή αγγλικό «Τόμσον», πιστόλια ή περίστροφα και μαχαίρια ή τα όμορφα σπαθάκια του ΔΣΕ.
Έχω δει στον Όλυμπο τον Ιδομενέα Γιαννώτα που, γυρνώντας από αποστολή, κουβαλούσε μαζί του ένα οπλοπολυβόλο «Μπρεντ», ένα αυτόματο «Στάγιερ», ένα γερμανικό πιστόλι «Παραμπέλουμ», τέσσερις ή έξι χειροβομβίδες «Μιλς», μαχαίρι και βέβαια σφαίρες για όλα αυτά τα όπλα, μαζί βέβαια με τα προσωπικά του είδη και τρόφιμα.
Οι επικεφαλής των χωροφυλάκων πρότειναν στους δύο Ελεύθερους Σκοπευτές να παραδοθούν. Εκείνοι αρνήθηκαν και γύρω στις εφτά το πρωί η μάχη άρχισε. Μπορεί να συμπεράνει κανείς ότι η πρόταση παράδοσής τους έγινε πολλές φορές, με διάφορες υποσχέσεις, αλλά είναι επίσης σίγουρο και από άλλες παρόμοιες περιπτώσεις ότι η απάντηση ήταν η γνωστή των μαχητών του ΔΣΕ: «Οι αντάρτες δεν παραδίνονται, πολεμούν και πεθαίνουν!»
Γύρω από το σπίτι είχε συγκεντρωθεί μεγάλη δύναμη χωροφυλάκων, που αδυνατούσαν να τα βγάλουν πέρα με τους δύο ΕΠΟΝίτες που άλλαζαν συνέχεια θέσεις και χτυπούσαν στο «ψαχνό», ενώ στις γύρω γειτονιές οι άνθρωποι προσπαθούσαν να μάθουν τι συμβαίνει.
Οι άνθρωποι αναρωτιούνταν, με τη μάχη που συνεχιζόταν για ώρες, μήπως ήταν αληθινές οι φήμες που διαδίδονταν τότε, ότι η 1η Μεραρχία του ΔΣΕ ετοιμαζόταν να επιτεθεί στο Βόλο. Και κάποιοι πίστεψαν ότι ίσως η αποστολή των δύο ανταρτών είχε σχέση με αυτό, μήπως δηλαδή άρχισε η επίθεση στο Βόλο.
Η αλήθεια είναι ότι εκείνη την περίοδο η 1η Μεραρχία του ΔΣΕ με διοικητή τον υποστράτηγο Χαρίλαο Φλωράκη, επίτροπο το συνταγματάρχη Κώστα Γκριτζώνα, επιτελάρχη τον αντισυνταγματάρχη Γιώργο Ζαρογιάννη, κινούνταν από την περιοχή της Ρούμελης για το Γράμμο, στον οποίο ο κύριος όγκος της έφτασε κάνοντας τη διαδρομή Ρούμελη-Όθρυ-Πήλιο-Μαυροβούνι-Κίσαβο-Όλυμπο-Πιέρια-Χάσια-Γράμμο, με τις τρεις ταξιαρχίες της, την 123η με διοικητή τον Μιχάλη Παπαδάμο-«Φεραίο» και επίτροπο τον Στέργιο Πράτο, την 138η με διοικητή τον Ζαχαρία Παπαδουκάκη και επίτροπο τότε ίσως τον Νίκο Μαντηλά, την 192η με διοικητή τον Νίκο Μπαλάλα-«Μπαντέκο» και επίτροπο τον Στάθη Καραγεώργη. Στην 1η Μεραρχία του ΔΣΕ ανήκε και η Ταξιαρχία Ιππικού με διοικητή τότε τον Ν. Γκένα και επίτροπο τον Κ. Τσακίρη-«Θεσσαλό». Η Ταξιαρχία Ιππικού ακολούθησε άλλη διαδρομή.
Όσο οι χωροφύλακες αδυνατούσαν να εξοντώσουν τους δύο μαχητές του ΔΣΕ -καταλάβαιναν ότι έχουν να κάνουν με αποφασισμένους κι έμπειρους αντιπάλους που ήταν εφοδιασμένοι με αρκετά πυρομαχικά και χειροβομβίδες- τόσο αυξάνονταν οι προτάσεις για παράδοσή τους.
Έτσι, ύστερα από ώρες μάχης κι ενώ είχε γίνει γνωστό σε όλη την πόλη τι συμβαίνει και κυκλοφορούσαν διάφορες φήμες, αργά το μεσημέρι η διοίκηση της χωροφυλακής «έκανε την ανάγκη φιλοτιμία» και ζήτησε τη βοήθεια του στρατού.
Πράγματι, κατέφτασε μεγάλη δύναμη στρατού, ίσως ένας λόχος, με ένα τανκ. Άρχισαν πάλι οι υποσχέσεις εναλλασσόμενες με βρισιές, ενώ η μάχη συνεχιζόταν και το άρμα χτυπούσε με τα πολυβόλα του και το κανόνι, γκρεμίζοντας τοίχους. Γινόταν «πανζουρλισμός».
Προς το απόγευμα σκοτώθηκε ο Πανακάκης, ενώ συνέχισε να πολεμά μόνος του ο Καλούμενος, όντας αποφασισμένος να τηρήσει τον Όρκο του στο ΔΣΕ, όπως τον είχε τηρήσει πριν λίγο ο σύντροφός του, που είχε ήδη περάσει στο Πάνθεο των Λαϊκών Αγωνιστών.
Αργά το απόγευμα, ύστερα από πολλές ώρες μάχης, τα πυρομαχικά του Καλούμενου τελείωσαν κι έδωσε τέλος στη ζωή του για να μη συλληφθεί, έχοντας κάνει με το σύντροφό του το σπιτάκι εκεί στη Δορυλαίου και Ικονίου ένα από τα «Κάστρα» του αγώνα, ενώ:
«Εδώ σωπαίνουν τα πουλιά, σωπαίνουν κι οι καμπάνες,
σωπαίνει κι ο πικρός λαός, μαζί με τους νεκρούς του…»
Και στο μικρό, το μισογκρεμισμένο πια σπιτάκι-Κάστρο:
«…απ’ το φεγγίτη η Λευτεριά κοιτάει κι αναστενάζει…»
Πέρασε κάμποση ώρα όσο να τολμήσουν οι χωροφύλακες και οι στρατιώτες να μπουν στο σπίτι και ν’ αντικρίσουν τα δύο άψυχα νεανικά κορμιά, μην πιστεύοντας στα μάτια τους ότι μόνο δύο μαχητές του ΔΣΕ κράτησαν όλη τη μέρα ένα λόχο χωροφυλάκων κι ένα λόχο στρατού.
Από εκεί και πέρα, τα ελάχιστα στοιχεία που υπάρχουν στις εφημερίδες του Βόλου, που λογοκρίνονταν, είναι ψεύτικα, διαστρεβλωμένα, συκοφαντικά. Ίσως τα μόνα αληθινά να είναι ότι τα πτώματα των δύο ΕΠΟΝιτών μεταφέρθηκαν μ’ ένα κάρο κι «εκτέθηκαν» για ώρες μπροστά στη Διοίκηση της χωροφυλακής Βόλου, η οποία Διοίκηση δεν αντιλαμβανόταν τον εξευτελισμό αυτών των ίδιων που αποφάσισαν την «έκθεση» των νεκρών ανταρτών, που, πιστοί στις ιδέες τους και στον Όρκο τους στο ΔΣΕ, προτίμησαν το θάνατο από την παράδοση, την υποταγή.
Από τον τόπο της θυσίας τους ως το σημείο που τους «εξέθεσαν», πιστεύοντας ότι έτσι θα τρομοκρατηθεί ο κόσμος, οι Πανακάκης και Καλούμενος ράντισαν με το αίμα τους την τελευταία τους διαδρομή πριν δοθεί η άδεια στη μητριά του Καλούμενου να πάρει τα δύο σώματα και να τα θάψει «ανεπίσημα». Στην ανεπίσημη αυτή ταφή πιθανά να συμμετείχε, με τύψεις ή χωρίς τύψεις, και ο πατέρας του Καλούμενου, ο «καταδότης».
Φυσικά με την ολοήμερη μάχη που όλος ο Βόλος την άκουγε και ιδιαίτερα η Νέα Ιωνία, οι άνθρωποι αναρωτιούνταν ποιοι να είναι αυτοί που πολεμούσαν όλη τη μέρα, ενώ οι χαροκαμένες μανάδες που οι δικοί τους, άντρες και γυναίκες, είχαν περάσει από το «Καζανάκι», τον τόπο εκτελέσεων στο Βόλο, σκούπιζαν κρυφά τα δάκρυά τους.
(Από το βιβλίο του Τριαντάφυλλου Γεροζήση “Πρόσωπα, μνήμες, γεγονότα”, εκδ. Σύγχρονη Εποχή)
«Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ». Κάθε δεύτερη Τρίτη (εναλλάξ με τη μουσική στήλη «Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι»), η στήλη θα παρουσιάζει πτυχές από γνωστά και λιγότερο γνωστά γεγονότα, θα φιλοξενεί αναμνήσεις αγωνιστών και θα καταγράφει μικρές και μεγάλες στιγμές, που χαράχτηκαν με αίμα στις χρυσές σελίδες της Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Δείτε τις όλες εδώ.