Ελένη Μακρυνιώτη – Τραγγανίδα: Όσα δεν έσβησε ο χρόνος
-Πώς λέγεσαι, τον ρωτούσαν.
-Μακρυνιώτης Θανάσης, και του κόβονταν η φωνή.
-Σκάψε εδώ πέρα.
-Τι να σκάψω, ρωτούσε απορημένος ο Θανάσης μας.
-Τον τάφο σου.
Μόλις τελείωσα ένα κείμενο για την Ιστορία μας και τα πάθη του λαού μας. Την αφήγηση του αγωνιστή Πέτρου Ζαρκογιάννη απ’ τα χωριά των Γρεβενών άκουσα πριν λίγες μέρες και με συγκλόνισε. Τα είπαμε από κοντά και όλα ήταν τόσο ζωντανά χαραγμένα στην ψυχή του που νόμιζες πως έγιναν χθες. Για την Κατοχή και τα πάθη τους μου μιλούσε ο αγωνιστής Πέτρος και τα μάτια του φωτίζονταν, ζωντάνευαν, βούρκωναν. Σκιαγραφούσαν τον τρόμο ενός παιδιού που το πήραν οι Γερμανοί μαζί με άλλους συγχωριανούς και τους μετέφεραν έξω από το χωριό για εκτέλεση.
Σ’ ένα ξέφωτο σταματήσανε. Εκεί τους περίμεναν και άλλοι Γερμανοί στρατιώτες. Τους αραδιάσανε στην άκρη ενός γκρεμού τον ένα δίπλα στον άλλο. Με την πρώτη τουφεκιά, πέφτει ο πρώτος νεκρός. Το κορμί του νεκρού κύλησε στο γκρεμό.
Ήρθε η σειρά της δεύτερης σκανδάλης. Μπλόκαρε το όπλο του Γερμανού. Απεγνωσμένα προσπαθούσε ο Γερμανός να πυροβολήσει. Οι αιχμάλωτοι δεν χάσανε χρόνο, κατρακυλούσαν όπως-όπως στο γκρεμό. Έτρεχαν να σωθούν από τα βόλια των Γερμανών. Φτάσανε μέχρι κάτω στον κάμπο και ακόμα έτρεχαν να σωθούν. Άλλοι γλύτωσαν και άλλοι σκοτώθηκαν. Αμήχανοι και νευριασμένοι οι Γερμανοί από την αποτυχία τους κράτησαν δύο παιδιά που δεν πρόλαβαν να φύγουν, τον Πέτρο και τον ξάδερφό του.
Γι’ αυτή την περιπέτεια του αγωνιστή Πέτρου Ζαρκογιάννη, έγραψα ένα κείμενο που διάβασα απόψε στην αγαπημένη μου Ελένη Μακρυνιώτη – Τραγγανίδα, πριν ακόμα δημοσιευθεί. Για τα πάθη της οικογένειας Μακρυνιώτη και τις δικές της περιπέτειες έγραψε η Ελένη στο βιβλίο της «Μυρτιά του βουνού». Όταν διάβαζα το βιβλίο της ένιωθα μια γροθιά να με χτυπάει στο στομάχι αδιάκοπα.
Τώρα της μίλαγα για την περιπέτεια του Πέτρου και η Ελένη όλο αναστέναζε. Πότε διάβαζα και πότε συμπλήρωνα το κείμενό μου. Τους αναστεναγμούς της Ελένης άκουγα στην άλλη άκρη του τηλεφώνου. Πότε μου μιλούσε με τρεμάμενη φωνή και πότε έφευγαν τα δάκρυά της. Σάστισα για λίγο και όλο ψαχνόμουν. «Τι έκανα και τι έγραψα» έλεγα μέσα μου.
Με δυσκολία τελείωσα το κείμενο και μουδιασμένη προσπαθούσα να μπω στην ψυχή της, στην καρδιά της, εκεί που φωλιάσανε για τόσα χρόνια πολλά γεγονότα και συναισθήματα. Πληγές που επουλώθηκαν στο πέρασμα του χρόνου… Δεν έφυγαν όμως οι ουλές των τραυμάτων που χαράχτηκαν στο κορμί και στην ψυχή ενός παιδιού που έζησε τον χαμό της μάνας της στον πρώτο χρόνο της ζωής της, το κυνήγι και το φευγιό του πατέρα της, αγωνιστή και δημοκράτη στο «βουνό», τον χαμό του πατέρα της που αποκεφάλισαν οι ΜΑΥδες, μαυροσκούφηδες της εποχής και φυσικά τις αναμνήσεις από τη συμμετοχή της στο ΔΣΕ και τη φυλάκισή της στις φυλακές Αβέρωφ.
Τώρα ήμουν έτοιμη ν’ ακούσω τα σχόλια της δικής μου Ελένης. Λίγα λεπτά σιγής ακολούθησαν και σιγά σιγά συνεχίσαμε την κουβέντα μας. Ακολούθησε ένας διάλογος που με σημάδεψε. Η Ελένη βρήκε τη δύναμη και μου χάρισε (μου έκανε ) ακόμα ένα μάθημα Ιστορίας. Το κείμενό μου της θύμισε πολλά βιώματα, γεγονότα και στιγμές από τα χρόνια της Κατοχής. Γεγονότα που δεν γράφτηκαν στο βιβλίο της ή γράφτηκαν με μικρές αναφορές. Έμειναν χαραγμένα στη μνήμη της και δεν έφυγαν ποτέ. Τα είπαμε απόψε και γράψαμε γεγονότα που δεν ξαναειπώθηκαν.
«Και τι να πρωτοέγραφα;»… κάθε τόσο μου έλεγε η Ελένη.
Κατέγραψα τον διάλογο εκείνης της βραδιάς για να μείνουν, για να μην ξεχαστούν, για να αντέξουν στο πέρασμα του χρόνου τα παθήματα των κυνηγημένων. «Είναι γεγονότα που έζησα» μου έλεγε κάθε τόσο η Ελένη και συνέχιζε: «Άκουγα το κείμενό σου και το μυαλό μου πήγαινε στο χωριό μου, όταν ήθελαν να μας κάψουν το σπίτι Ιταλοί και Έλληνες συνεργάτες απ’ το χωριό μου.
Είμαστε στην Κατοχή. Οι Ιταλοί άρχισαν να κάνουν επιδρομές στην περιοχή μας. Κάνουν τις πρώτες προσπάθειες να μπούνε στο χωριό μας από την κάτω μεριά. Η ομάδα των ανταρτών απέτρεψε τα σχέδιά τους. Μεταξύ των ανταρτών ήταν και ο πατέρας μου. Με την επιμονή των Ιταλών και με τη βοήθεια των συνεργατών τους κατάφεραν λίγες μέρες αργότερα και μπήκαν στο χωριό. Άνθρωποι του χωριού μας ντύθηκαν με στολές των Ιταλών για να μην τους γνωρίσουμε. Τους έβλεπες και έμοιαζαν με Ιταλάκια. Ο Αγροφύλακας του χωριού μας αναγνώρισε τους δύο απ’ αυτούς. Μας είπε: «Είναι ο Δάσκαλος και ο Νικολάκος μαζί τους». Μάλιστα απευθύνθηκε σ’ αυτούς και τους ρώτησε: «Ρε γιατί το κάνατε αυτό; Συγχωριανοί και πατριώτες είμαστε»… Άκουγε ο Ιταλός αξιωματικός που ήταν μαζί τους και ζήτησε να του μεταφράσουν τι είπε. Μουδιασμένοι οι δοσίλογοι του είπαν: «Μας γνώρισε και την έχουμε άσχημα»… Τότε, χωρίς καθυστέρηση, έβγαλε το πιστόλι και σκότωσε τον Αγροφύλακα που τους αναγνώρισε. Τ’ όνομά του ήταν Παναγιώτης Αντωνίου. Ακόμα ένα θύμα των Ιταλών και Ελλήνων συνεργατών τους.
Κείνες τις μέρες, συγχωριανοί μας συνεργάτες των Ιταλών σημάδεψαν και έκαψαν 18 σπίτια δημοκρατών συγχωριανών. Μαζί με τα δεκαοκτώ σπίτια κάψανε και το δικό μας. Σημαδεμένα σπίτια είχαν στα χέρια τους οι Ιταλοί. Τότε ψάχνανε και τον πατέρα μου. Πρόλαβε και έφυγε νωρίς για το «βουνό». Αυτό πείσμωσε τους Ιταλούς και Έλληνες συνεργάτες τους. Βάλανε φωτιά στο σπίτι μας και πιάσανε τον αδερφό μου Θανάση.
-Πώς λέγεσαι, τον ρωτούσαν.
-Μακρυνιώτης Θανάσης, και του κόβονταν η φωνή.
Τότε του δώσανε έναν κασμά και με μια αυστηρή εντολή του λένε…
-Σκάψε εδώ πέρα.
-Τι να σκάψω, ρωτούσε απορημένος ο Θανάσης μας.
-Τον τάφο σου.
Μόλις δεκαπέντε μέρες πριν είχε παντρευτεί ο Θανάσης με την Άρτεμη. Κοπέλα απ’ την Κοκκινιά, η Άρτεμις βρέθηκε στο χωριό μου. Γυρνούσε στην περιοχή μας με τη μάνα της πουλώντας διάφορα πράγματα. Έτσι γνώρισε τον αδερφό μου, παντρεύτηκαν και έμεινε στο χωριό μας. Κείνη τη μέρα μαζί με τον Θανάση πιάσανε και τον συμπέθερό μας. Δώσανε κασμά και σ’ αυτόν. Σκάβανε οι δυο τους τον τάφο τους και δίπλα τους ο Ιταλός παρακολουθούσε με το όπλο στραμμένο πάνω τους, έτοιμος από στιγμή σε στιγμή να τους σκοτώσει. Έφτασε ένας ακόμα Ιταλός και τους φώναξε να σταματήσουν.
Άκουσε η νύφη μας η Άρτεμις κι έτρεξε δίπλα του. Ταραγμένη έβγαζε από πάνω της ότι είχε: σταυρουδάκια ψεύτικα ή αληθινά, δεν ξέρω τι ήταν και τα έδινε στη διερμηνέα που ήταν μαζί τους με παρακαλετά που την έπνιγαν: «Παρ’ τα και γλύτωσε τον άντρα μου. Είμαστε δεκαπέντε μέρες παντρεμένοι» και η φωνή της έσπαγε. Μετάφρασε στον Ιταλό τα λόγια της. Χωρίς δεύτερη σκέψη ο Ιταλός διέταξε στον αδερφό μου και με αυστηρό ύφος του είπε: «Μακρυνιώτη ΠΡΟΣΟΧΗ». Σηκώθηκε ο Θανάσης κι έβαλε το χεράκι του στο ιδρωμένο μέτωπο. Τον είχε κόψει κρύος ιδρώτας κείνη τη στιγμή. Έβλεπε να πλησιάζει το τέλος του και του κόβονταν τα πόδια. Ξέρεις τι θα πει να κάθεσαι στην άκρη του τάφου σου και να τον έχεις σκάψει μόνος σου; Από την κούραση και τον τρόμο της ψυχής του άρχισε να κουνιέται πέρα δώθε το κορμί του. Έχανε τις κουρασμένες αισθήσεις του μπροστά στο θέαμα αυτό. Δεν τον κρατούσαν τα πόδια του και ήταν έτοιμος να πέσει μέσα ζωντανός. Με αστραπιαία κίνηση ο Ιταλός πάτησε τη σκανδάλη. Τον σημάδευε όση ώρα έσκαβε τον τάφο του ο Θανάσης. Η σκανδάλη πατήθηκε και ανέλπιστα μπλόκαρε το όπλο του. Την πάτησε και δεύτερη φορά και πάλι μπλόκαρε το φονικό όπλο. Στην τρίτη προσπάθεια σταμάτησε. Όχι πως τον λυπήθηκε ο Ιταλός. Απλά άκουσα αργότερα πως υπήρχε ένας νόμος που έλεγε ότι αν μπλοκάρει το όπλο δυο φορές, δεν συνεχίζεις για τρίτη φορά. Δεν ξέρω αν όντως ήταν έτσι. Οι φήμες όμως έτσι διαδίδονταν τότε. Το σίγουρο είναι πως ο Ιταλός δεν πάτησε την σκανδάλη για τρίτη φορά. Θυμήθηκα το περιστατικό ακούγοντας το κείμενό σου Άννα.
Η ιστορία του Πέτρου Ζαρκογιάννη σκάλισε και τις δικές μου αναμνήσεις. Δεν ξέρω αν ήταν η εμπλοκή του όπλου που άφησαν τον αδερφό μου. Του είπανε όμως «φύγε όσο μπορείς πιο μακριά από εδώ»… Πώς να έφευγε ο Θανάσης; Εξαντλημένος και ταλαιπωρημένος πήγε λίγο παραπάνω και λιποθύμησε. Ο Ιταλός Αξιωματικός νευριασμένος για την αποτυχία της σκανδάλης πέταξε με δύναμη το όπλο κλοτσώντας ό,τι έβλεπε μπροστά του.
Ξέρεις Άννα, μου διάβαζες την περιπέτεια του Αγωνιστή Ζαρκογιάννη και το μυαλό μου πήγαινε στον δικό μου αδερφό. Σκανδάλη εκεί, σκανδάλη κι εδώ. Μπλοκάρισμα όπλου εκεί, μπλοκάρισμα κι εδώ. Τι τραγωδία, τι φρίκη και αυτή.
-Ο αδερφός σου είχε σχέση με τον Αγώνα;
-Τι σχέση;… Φτάνει που ήταν γιος του Μακρυνιώτη.
-Μόνο τόσο; Ηλικία;
-Ήταν μόνο 19 – 20 χρονών.
-Μετά ο αδερφός σου τι απέγινε;
-Έφυγε από το χωριό και ήρθε στην Αθήνα με τη γυναίκα του. Πέθανε στην Αθήνα στα 85 του χρόνια.
Με την ευκαιρία της κουβέντας μας θυμήθηκα και ένα άλλο περιστατικό που το έζησα πολύ έντονα. Από το σπίτι μας περνούσαν πολλοί δημοκράτες, κομμουνιστές. Ένα βράδυ ήρθε στο σπίτι μας και ο Φώτης Τσίγκας, γνωστός κομμουνιστής στα χρόνια της παρανομίας. Σαν παράνομος, έπαιρνε όλες τις προφυλάξεις να μην τον πάρει κάνα μάτι… Παρ’ όλα αυτά όλοι στο χωριό μου ξέρανε ότι ο Φ. Τσίγκας ερχότανε στο σπίτι μας. Θυμάμαι εκείνη την εποχή οι οργανώσεις δούλευαν πολύ. Οι κομμουνιστές ήταν στην πρώτη γραμμή του Αγώνα ενάντια στους κατακτητές. Έτσι, ήταν και σ’ έναν συνεχόμενο διωγμό γι’ αυτό και πήραν τον δρόμο του «βουνού».
Θυμάμαι που ένα βράδυ ήρθε ο Φώτης Τσίγκας και μας λέει: «Θα στείλουμε τη Λενίτσα με το σημείωμα»…
-Πού θα σε στέλνανε;
-Στο διπλανό χωριό, στα Καστέλια. Θα ετοιμάζανε κιόλα ένα σημείωμα όπου θα έγραφε ποιος θα πάρει τη σοδειά, πού θα πάνε τον καρπό, το σιτάρι και ό,τι άλλο αγροτικό προϊόν, για να τα σώσουμε από τους κατακτητές.
Κείνες τις μέρες αλωνίζανε στην Καστέλια και έπρεπε να κρύψουμε τη σοδειά. Οι Ιταλοί όπως και οι Γερμανοί αργότερα, περνούσαν από τα σπίτια και παίρνανε τη σοδειά μας, τα αβγά και τα ζώα από τις αυλές μας. Εμείς και ο κόσμος στα χωριά ήμασταν φτωχοί άνθρωποι και δεν είχαμε ούτε το ψωμάκι στο τραπέζι μας. Για να πάμε στα διπλανά χωριά περνούσαμε από τα μπλόκα ελέγχου. Ετοίμασε ο Φώτης γρήγορα το σημείωμα, πήρα και το γαϊδουράκι και ξεκίνησα. Μαζί μου ήρθε για παρέα και η Λουλού απ’ το χωριό μου. Δεν μπόρεσα να διαβάσω το σημείωμα γιατί δεν ήξερα γράμματα. Ήμουν μικρή αλλά ήξερα να φυλάγομαι. Έπαιρνα τα μέτρα μου νωρίς για να μην κινήσω περιέργειες και υποψίες στους αντιπάλους. Ακόμα και τη Λουλού φοβόμουν κι ας ήταν απ’ το χωριό μου. Δεν ξέρω αν ήξερε κάτι για το σημείωμα και την αποστολή μου… Περπατούσαμε και όλο κοίταγα μπρος και πίσω… Ήξερα πως έχω μια σοβαρή αποστολή και δεν πρέπει να πιαστώ με το σημείωμα πάνω μου. Περπατούσα με τη Λουλού και μακριά έβλεπα το μπλόκο στο φυλάκιο ελέγχου των καταχτητών και συνεργατών τους. Έβλεπα κάθε κίνησή τους από μακριά. Ξεκινούσαν τον έλεγχο πρώτα από τα μαλλιά των γυναικών και συνεχίζανε προς τα κάτω. Έπρεπε να πάρω τα μέτρα μου. Στα μαλλιά μου και πίσω απ’ το αυτί μου σφήνωσα το σημείωμα μέσα στις κοτσίδες. Τώρα ήθελα να το πάρω απ’ τα μαλλιά και να του αλλάξω θέση… Πώς να το έκανα; Πώς να ξεφορτωνόμουν και τη Λουλού που δεν ήθελα να ξέρει και πολλά πολλά. Δεν ήθελα να με δει τι κάνω λίγα μέτρα πριν τον έλεγχο. Φοβόμουν μην με προδώσει σε περίπτωση που μας στριμώχνανε με χαστούκια και απειλές. Με το φόβο στην ψυχή μου είπα στη Λουλού να πηγαίνει μπροστά κι εγώ να την ακολουθώ με το γαϊδουράκι. Στη ράχη του γαϊδάρου καθόμουνα σφιγμένη. Πρώτη η Λουλού πέρασε από τον έλεγχο. Κόντευα να φτάσω και ίσα ίσα που πρόλαβα να βγάλω το σημείωμα απ’ τα μαλλιά μου και να το βάλω στο αυτί του γαϊδουράκου μας. Οι ελεγκτές άρχισαν να με ρωτούν αν ξέρω πού κρύβονται οι αντάρτες, πώς με λένε και τίνος είμαι. Και μόνο που άκουσαν τ’ όνομά μου, άρχισαν να πέφτουν βροχή οι ερωτήσεις και η ανάκριση δεν έλεγε να σταματήσει. Άρχισαν να με ψάχνουν παντού. Με κατέβασαν από το γάιδαρο, πέταξαν το σαμάρι και έλυσαν τα μαλλιά μου. Όσοι ώρα με ψάχνανε ο γάιδαρος κουνούσε τ’ αυτιά του. Ήταν ανήσυχο το ζώο και φαίνονταν. Κουνούσε συνέχεια τ’ αυτιά του κι εγώ αγκάλιαζα το γαϊδουράκι, το χάιδευα και έβαζα το χέρι μου στο αυτί με το σημείωμα για να προλάβω μην πεταχτεί και πέσει ξαφνικά κάτω. Με ανακούφιση φύγαμε από τον έλεγχο και συνεχίσαμε το δρόμο μας. Φτάσαμε στο διπλανό χωριό και παραδώσαμε το σημείωμα.
Επέστρεψα στο σπίτι μου γεμάτη χαρά για το κατόρθωμά μου. Σε λίγο ήρθε και ο Φώτης στο σπίτι. Με κοίταγε με τρυφερότητα. Με κοίταγε και δεν ξέρω τι σκεφτότανε. Σίγουρα θαύμαζε την πράξη μου. Σκέψεις πολλές έκανε και δεν μιλούσε. Του ξέφευγαν και λέξεις σκόρπιες μεν, αλλά γεμάτες θαυμασμό για τα παιδιά που με τον ένα ή άλλο τρόπο βοήθησαν στον Αγώνα αυτό. Δεν άργησε να ’ρθει κοντά μου και ίσα που τον άκουγα να μου λέει: «Πολλά παιδιά δουλεύουν, κι εσείς είστε πιο καλοί στρατιώτες από εμάς».
-Πες μου λίγο, η Λουλού τι ήτανε; Κοριτσάκι σαν κι εσένα ή πιο μεγάλη;
-Όχι, η Λουλού Αρβανίτη ήταν έγκυος, νέα νύφη. Τον άντρα της τον πιάσανε οι Γερμανοί και τον πήγαν στη Γερμανία. Δεν γύρισε ποτέ από εκεί.
-Δηλαδή; Κρατούμενος των Γερμανών;
-Ναι, κρατούμενος. Πάνω στον πόνο της μάς εχθρεύονταν. Γι’ αυτό μου τη δώσανε να πάμε μαζί. Οι δικοί μας θεώρησαν πως αν μας δούνε μαζί οι αντίπαλοι και προδότες του χωριού, δεν θα προκαλέσουμε καμία υποψία… Και αν τυχόν γινότανε καμιά στραβή και με πιάνανε… θα μάθαιναν το γεγονός από τη Λουλού.
Τότε επιβάλλονταν να μετράμε τις κινήσεις μας γιατί ο κίνδυνος παραμόνευε παντού. Άκουγα τον Φώτη να λέει ότι «ο καλύτερος στρατός είναι τα παιδιά» και δεν καταλάβαινα ότι η πράξη μου να πάω το σημείωμα στα Καστέλια είναι τόσο μεγάλη. Εμείς τα αετόπουλα ήμασταν οι σύνδεσμοι στα δύσκολα χρόνια των κυνηγημένων.
Μιλούσα πριν λίγα χρόνια με μια κοντινή μου συγγενή για τα πάθη μας στα χρόνια της Κατοχής, του Εμφυλίου και μετά… Αυτή δεν είχε σχέση με την Ιστορία μας αλλά ήταν ανοιχτό μυαλό. Με άκουγε μουδιασμένη. Γι’ αυτό της έλεγα πως αυτά που έχω μέσα μου τώρα δεν μπορώ να τα γράψω. Βρέθηκες εσύ (Άννα) και τα λέω και αμολάω και καμιά ιστορία, κάποια περιστατικά που έζησα και μείνανε μέσα μου για πολλά χρόνια.
Εδώ σταματήσαμε και τούτη την κουβέντα που κράτησε πολύ και έξυσε πολλές παλιές πληγές.
7/04/2021
Θέρμη-Θεσσαλονίκη
*Κεντρική εικόνα: Αετόπουλα στη Ζίτσα Ιωαννίνων