Ελισάβετ Χαραλαμπίδου – Γούλα: Στους παιδικούς σταθμούς της Ρουμανίας – Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ
Ήμασταν τα παιδιά του πολέμου, τα παιδιά του Εμφυλίου…Στα Καρπάθια της Ρουμανίας και στις αυτοκρατορικές βίλες ακουμπήσαμε. Ποιος μπορούσε να το φανταστεί… Από τα φτωχά μας σπίτια και τις σκηνές στα ελληνικά βουνά, στα χρόνια του Εμφυλίου… βρεθήκαμε στα παλάτια των βασιλιάδων…
«Είμαι η Χαραλαμπίδου Ελισάβετ, του Ιορδάνη και της Μαρίας. Γεννήθηκα στις 25 Μαρτίου του 1934, στο χωριό Καρπερό Γρεβενών.
Οι γονείς μου ήταν Έλληνες στην Μικρά Ασία και το 1922 διωγμένοι από εκεί, εγκαταστάθηκαν στο χωριό Καρπερό. Με τρία άτομα ήρθαν στο χωριό Καρπερό και χωρίς καμιά βοήθεια ζούσαν στις σκηνές μέχρι να φτιάξουν μια καλύβα από πλίθες. Μέρα, νύχτα δούλευαν για να τα βγάλουν πέρα. Δούλευαν όλοι μαζί και η βοήθεια μεταξύ των αδελφών ήταν μεγάλη.
Τελείωναν το ένα σπιτάκι και συνεχίζανε το άλλο μέχρι να βάλουν το κεφάλι τους κάπου… Τις πλίθες τις κάνανε μόνοι τους και ήθελαν χρόνο.
Το 1930 πέθανε ο αδερφός μου ο Χρήστος από ασθένεια. Καημός μεγάλος για τους δικούς μου. Δεν το βάλανε κάτω.
Το 1940 ήμουν πέντε – έξι χρόνων όταν έγινε επίταξη και μάς πήραν τα ζώα για το στρατό. Από τότε θυμάμαι και την ύπαρξή μου. Με την Κατοχή γνώρισα κι εγώ την φτώχεια και την ταλαιπωρία μας στο χωριό. Θυμάμαι τον πατέρα μου που δούλευε πολύ σκληρά για να ορθοποδήσει.
Το 1941, στις 23 Φλεβάρη μας κάψανε οι Ιταλοί το σπίτι. Ότι απέμεινε από αυτούς, ήρθαν οι Γερμανοί στη συνέχεια και το αποτελείωσαν.
Για να γλυτώσουμε από τους Ιταλούς, έπρεπε να φύγουμε από το χωριό. Με ό,τι είχαμε στα χέρια μας και πάνω μας, τρέχαμε στο δάσος να γλυτώσουμε τη ζωή μας. Όσο πιο μακριά, τόσο πιο καλά λέγαμε…»
Η Ελισάβετ Χαραλαμπίδου – Γούλα είναι ένα από τα χιλιάδες παιδιά που στη διάρκεια του εμφυλίου μετά από απόφαση της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης βρήκαν καταφύγιο στις Λαϊκές Δημοκρατίες. Με τα παραπάνω λόγια ξεκινάει τη διήγησή της στο βιβλίο της Άννας Κεφαλέλη «Για τα παιδιά που σώθηκαν – Εμφύλιος 1946-1949» (Θεσσαλονίκη 2020).
Το δήθεν «παιδομάζωμα» όπως έχει χαρακτηριστεί από τους θιασώτες του αντικομμουνισμού διαστρεβλώνοντας την ιστορική αλήθεια, χρησιμοποιείται διαχρονικά για να συκοφαντηθεί η ηρωική εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας και να χτυπηθεί το ΚΚΕ. Η αλήθεια για τη ζωή των Ελληνόπουλων στις Λαϊκές Δημοκρατίες έχει καταγραφεί και μέσα από μαρτυρίες των ίδιων των παιδιών. Μέρος μιας τέτοιας μαρτυρίας αποτελεί το επόμενο κεφάλαιο από το ίδιο βιβλίο:
Στους Παιδικούς Σταθμούς της Ρουμανίας
Η περιπέτεια του πολέμου κάπου εδώ σταματά. Αρχίζει και στρώνει η ψυχούλα μας. Επανέρχεται το παιδί στην ψυχή μας που δε χάρηκε ποτέ. Με τον φόβο και το φευγιό μας είναι συνυφασμένες οι παιδικές μας αναμνήσεις. Βρεθήκαμε σε ξένο και καινούργιο περιβάλλον. Ήμασταν τα παιδιά του πολέμου, τα παιδιά του Εμφυλίου. Ο πρώτος σταθμός μας ήταν στην Αλβανία.
Πρωτοχρονιά του 1949 κάναμε στην Ορεστία της Ρουμανίας. Εκεί, ίσως το νερό να είχε κάποιο πρόβλημα, ίσως να ήταν και ακατάλληλο γιατί πολλά παιδιά χειρουργήθηκαν από σκωληκοειδίτιδα. Τότε αποφάσισαν και μας πήραν από εκεί. Έτσι βρεθήκαμε στον Παιδικό Σταθμό, στο Τούλκες της Ρουμανίας.
Κουβαλούσαμε τα δικά μας ήθη και τις δικές μας παραδόσεις. Στα Καρπάθια της Ρουμανίας και στις αυτοκρατορικές βίλες ακουμπήσαμε. Ποιος μπορούσε να το φανταστεί… Από τα φτωχά μας σπίτια και τις σκηνές στα ελληνικά βουνά, στα χρόνια του Εμφυλίου… βρεθήκαμε στα παλάτια των βασιλιάδων… Από την αρχή μας δώσανε πιζάμες, μας φέρανε και φαγητό. Με την φροντίδα των μεγάλων αρχίσαμε να στρώνουμε ψυχικά. Στην αρχή ήμασταν ντυμένοι περίεργα. Άλλα παιδιά φορούσαν μεγάλα ρούχα και άλλα στενά και μικρά. Και όμως, η χαρά μας άρχισε να φαίνεται στο πρόσωπό μας.
Θυμάμαι και πόσο θρήσκα ήμουνα. Μια μέρα βγήκαμε έξω και είχαμε δίπλα μας τον γιατρό του σταθμού μας. Πρόλαβε και έμαθε λίγα ελληνικά. Με το που είδα έναν σταυρό στο δρόμο μας, έτρεξα να τον ρωτήσω τι είναι εκείνο που βλέπω… Εγώ έβλεπα έναν σταυρό από εκκλησία… Κι εκείνος κατάλαβε την απορία μου. «Μπισέρικα» (εκκλησία) μού είπε και ήταν η πρώτη ρουμάνικη λέξη που έμαθα.
Σε λίγο άρχισαν και τα μαθήματα. Το σχολείο ήταν η άμεση προτεραιότητα των υπευθύνων και του κράτους. Καθίσαμε στα θρανία μετά από πολύ καιρό. Με λίγα χρόνια δημοτικού σχολείου ήμασταν οι πολλοί. Οι δάσκαλοι ήταν Έλληνες. Στο Τούλκες θυμάμαι τον δάσκαλο Μουτάφη Στέλιο και τη γυναίκα του Βασιλική, πάλι δασκάλα. Στην πόλη που έμεινες έμαθα πως ζούσαν (Μετζιντία-Κωνστάντσα). Από το Τούλκες πήγα στη Σινάια όπου είχα δάσκαλο τον Πέικο.
Ο καιρός πέρασε κι εμείς μεγαλώσαμε. Τώρα έπρεπε να μάθουμε κάποια τέχνη. Περάσαμε σε άλλη φάση της ζωής μας. Το Κόμμα μας, έκανε προγράμματα και σχέδια για τη μόρφωσή μας. Μας ρωτούσαν τι θέλουμε να μάθουμε κι εμείς ούτε που ξέραμε… Μας μιλούσαν για επαγγελματικές σχολές κι εμείς ούτε που ξέραμε τι είναι. Φύγαμε μικρά παιδιά από τα χωριά μας.
Εκεί στο Τούλκες θυμάμαι, είχε κάτι εργαστήρια ραπτικής. Πήγα να δω τι και πως είναι και τρόμαξα. Πω… Πω… Άκουγα εκείνες τις ραπτομηχανές με τον θόρυβο, το τράκα τρούκ τους… και θυμήθηκα τη μανούλα μου που εγώ έφευγα κι εκείνη μου ευχότανε να γίνω μοδίστρα εκεί που θα πάω… Φαίνεται πως ήταν το επάγγελμα της εποχής. Ευτυχώς που ήμουν και με μια χωριανή της ηλικίας μου. Μαζί με την Ελένη πήγαμε στο ραφτάδικο και μόλις άρχισαν οι μηχανές και κάνανε τον θόρυβο (μιλάμε για τις παλιές μηχανές του 1950) είπα να φύγουμε… Δεν είναι για μας… Εδώ, δεν κάθομαι ούτε λεπτό παραπάνω… Τότε είπα πως θέλω να πάω στη Σχολή Νοσοκόμων. Έτσι γραφτήκαμε οι μεγάλες κοπέλες στη σχολή για νοσοκόμες.
Στο Τούλκες αρχίσαμε τα μαθήματα στη Νοσηλευτική Σχολή και κάναμε δύο χρόνια. Στα μέσα της σχολής και πριν ολοκληρώσουμε τη σχολική χρονιά, μας έστειλαν στη Σινάια. Εκεί τελειώσαμε το σχολικό έτος και φύγαμε για το Βουκουρέστι.
Τώρα μεγαλώσαμε. Έτος 1950. Έπρεπε να προετοιμαζόμαστε για εξετάσεις. Έπρεπε να διαβάζουμε εντατικά, να μάθουμε την ρουμάνικη γλώσσα. Ήμασταν σε εγρήγορση. Οι εξετάσεις ήταν προφορικές και οι γνώσεις μας γενικά ήταν λιγοστές. Παιδιά του πολέμου οι πολλοί, με φτωχά τα ελληνικά μας, προσπαθούσαμε να σταθούμε όρθιοι… Άλλα παιδιά μιλούσαν ποντιακά, άλλα πάλι μιλούσαν τα σλάβικα, τα μακεδονικά όπως λέγαμε. Τα περισσότερα όμως δεν είχαν τελειώσει ούτε το Δημοτικό του πολέμου στην Ελλάδα. Όπως φαίνεται, είχαν πολύ δουλειά και οι Έλληνες καθηγητές.
Εδώ, στο Βουκουρέστι, ήμασταν πάρα πολλά παιδιά. Υπολογίζω ότι γύρω στα 150-170 παιδιά (και με επιφύλαξη το λέω) μαζευτήκαμε στη σχολή. Όλα τα κορίτσια έδωσαν εξετάσεις εδώ στην πρωτεύουσα. Όσες δεν περάσανε τις εξετάσεις θα συνεχίζανε τα μαθήματα στις τεχνικές, επαγγελματικές σχολές. Η δική μας σχολή της νοσηλευτικής ήταν μέσης εκπαίδευσης. Μείναμε μόνο 66 κοπέλες εδώ στη Νοσηλευτική Σχολή. Οι άλλες φύγανε για άλλες σχολές και πόλεις.
Στις δικές μας σκέψεις ήταν η Ελλάδα. Υπολογίζαμε πως σε τέσσερις μήνες θα τελειώσουμε τις σπουδές μας, θα κατέβουμε στην Ελλάδα και θα συνεχίσουμε τον Αγώνα. Όταν μας ανακοίνωσαν οι υπεύθυνοι ότι η σχολή διαρκεί τέσσερα χρόνια, όλοι φωνάξαμε και το Όλελε… Όλελε… βγήκε από τα στόματα όλων.
Δεν ξέχασα ποτέ τούτες τις στιγμές. Εμένα μου ξέφευγε και κανένα ατέλειωτο «Ωωωω… τέσσερα χρόνια… Ποιος ζει και ποιος πεθαίνει»… Βαρύ και δύσκολο μάς έπεσε αυτό το τέσσερα. Ξεκινήσαμε για μήνες το άγνωστο ταξίδι και μας βγήκαν τέσσερα χρόνια… Για ευκολία στη σχολή, μας φέρανε Ρουμάνους καθηγητές με ρίζες ελληνικές. Εμείς τους λέγαμε «οι παλιοί Έλληνες» που ήρθαν στη Ρουμανία από τα πολύ παλιά χρόνια. Ο γιατρός που μας έκανε μαθήματα λέγονταν Τέλος Κλεάνθης, από τα Γρεβενά. Είχε κάνει το Γυμνάσιο στην Ελλάδα. Δεν έμαθα πώς έφυγε και πώς βρέθηκε στη Ρουμανία. Ξέρω μόνο ότι σπούδασε Ιατρική και ήταν Γυναικολόγος σε κάποιο Νοσοκομείο του Βουκουρεστίου.
Με τον ερχομό μας στη σχολή, ο Ερυθρός Σταυρός της Ρουμανίας έκανε κάλεσμα όπου έλεγε: «Όσοι γιατροί ξέρουν ελληνικά να έρθουν εδώ, να δουλέψουν ως καθηγητές» . Μεταξύ αυτών ήταν και ο καθηγητής μας Τέλος. Έμπαινε στην τάξη μας και όλα καλά… Δεν γνωρίζαμε στην αρχή ότι ξέρει και ελληνικά. Μεγαλώναμε και ζωηρεύαμε τώρα. Περνούσε και από τα θρανία και όλο έριχνε καμιά ματιά στα τετράδια. Θυμάμαι ακόμα στην τάξη, την ντροπή μας όταν πέρασε από τα θρανία μας. Πίσω μου καθόταν η Γιαννούλα που ήταν Βλάχα από το Δίστρατο Ιωαννίνων. Ο καθηγητής μόλις διάβασε το όνομά της «Γιαννούλα Σπανού», κάθισε από πίσω της και της λέει στα ρουμάνικα: «στι σα σκρι, Γιαννούλα», ξέρεις να γράφεις Γιαννούλα; Αυτός ήταν Βλάχος, είδε το όνομά της και υπέθεσε πως είναι Βλάχα. Αυτή του απάντησε στα ελληνικά. Όταν τελείωσε το μάθημα και πριν φτάσει στην πόρτα για να φύγει, η Λευκοθέα πέταξε μία κουβέντα στα ελληνικά «το μυαλό σου και μια λίρα»… Ο γιατρός την άκουσε και της απάντησε στα ελληνικά: «Δέχομαι το μυαλό μου και μια λίρα αλλά, το δικό σας είναι μισή λίρα»… Μόλις τον ακούσαμε να μας απαντάει στα ελληνικά, τα χρειαστήκαμε. Όλοι, μα όλοι λέγαμε: «Πω… Πω… τι πάθαμε»…
Η Σχολή μας ήταν στο κέντρο του Βουκουρεστίου, γνωστή ως Σκοάλα Σανιτάρα (Νοσηλευτική Σχολή), στην περιοχή που είχε και πολλά σινεμά. Στο Βουκουρέστι κάναμε τα πρώτα δυο χρόνια της σχολής. Ακολούθησαν άλλα δύο χρόνια στην πόλη Σιμπίου της Ρουμανίας. Εδώ τελείωσα τις σπουδές μου και πήρα το Πτυχίο μου. Στο τελευταίο έτος της σχολής γνώρισα και τον Γιάννη Γούλα, φοιτητή της Γεωπονικής Σχολής του Βουκουρεστίου. Εκεί, στην πόλη Κλουζ έκανε την πρακτική του εξάσκηση και από εκεί ξεκίνησε η κοινή μας πορεία στη ζωή.
«Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ». Η στήλη παρουσιάζει πτυχές από γνωστά και λιγότερο γνωστά γεγονότα, φιλοξενεί αναμνήσεις αγωνιστών και καταγράφει μικρές και μεγάλες στιγμές, που χαράχτηκαν με αγώνες και αίμα στις χρυσές σελίδες της Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Δείτε τις όλες εδώ.