“Εμείς ξεβρωμίσαμε το ’89” – Η κυβέρνηση Τζαννετάκη και το… “βρώμικο ’89”
“Εμείς ξεβρωμίσαμε το 89′” έλεγε ο Χαρίλαος στην κασέτα των Πασόκων για το “βρώμικο 89” και είχε απόλυτο δίκιο. Και το βασικό δίδαγμα για τους κομμουνιστές είναι πως δεν πρόκειται να γίνουν ποτέ ξανά η κολυμβήθρα του Σιλωάμ για το αστικό πολιτικό σύστημα και τις βρωμιές του.
Σαν σήμερα πέθανε ο Τζανής Τζαννετάκης, ο επικεφαλής της πρώτης, βραχύχρονης κυβέρνησης το 1989, που θεωρήθηκε ως “ιστορικός συμβιβασμός αλά ελληνικά” μεταξύ των παλιών παρατάξεων του εμφυλίου, εξαιτίας της συνεργασίας Αριστεράς και Δεξιάς, ενώ το ΠΑΣΟΚ προσπάθησε συστηματικά να το περάσει στο δημόσιο λόγο και τη συλλογική μνήμη ως το “βρώμικο 89′”. Με αφορμή τη σημερινή επέτειο, επιχειρούμε μια ιστορική αναδρομή στην εποχή και τα γεγονότα που την σημάδεψαν, καθώς και τη μεταγενέστερη αποτίμησή τους.
Οι εκλογές είχαν οριστεί για τις 18 Ιουνίου 1989 και το σύνθημα “στις 18 σοσιαλισμός” έμοιαζε ήδη πολύ μακρινό. Το ΠΑΣΟΚ πάσχιζε να γαντζωθεί στην εξουσία, να μείνει όσο το δυνατόν περισσότερο στην κυβέρνηση, εξαντλώντας τη δεύτερη τετραετία του ως… την τελευταία της σταγόνα, για να καθυστερήσει τη διαφαινόμενη ήττα του. Για τον ίδιο λόγο ψήφισε και ένα εκλογικό σύστημα επί το… αναλογικότερον (χωρίς φυσικά να υιοθετήσει το πάγιο αίτημα της Αριστεράς για την απλή -και άδολη- αναλογική), κάτι που έδρασε σαν καταλύτης για τις κατοπινές εξελίξεις.
Ο δεύτερος καθοριστικός παράγοντας ήταν το κλίμα σκανδαλολογίας, ήδη από το 88′, και το σύνθημα της κάθαρσης που κυριάρχησε σε όλη την προεκλογική περίοδο, με επίκεντρο την υπόθεση Κοσκωτά και τις συνεχείς αποκαλύψεις στον Τύπο.
Η φθορά του ΠΑΣΟΚ ήταν δεδομένη, αλλά όχι στο βαθμό που εικαζόταν ή όσο άφηναν να εννοηθεί κάποιες υπεραισιόδοξες εκτιμήσεις για τη δυναμική του Ενιαίου Συνασπισμού της Αριστεράς (και της Προόδου), που είχε συγκροτηθεί στα τέλη του 88′, με το κοινό πόρισμα ΚΚΕ-ΕΑΡ. Ενδεικτικό αυτού του κλίματος και των προσδοκιών ήταν πχ ένα σκετσάκι του (κωμικού ακόμα) Χάρρυ Κλυνν από το σφοδρά αντι-Πασοκικό δίσκο “Ραντεβού με την Εισαγγελία” -παρωδία της περίφημης φράσης του Παπανδρέου για το “ραντεβού με την ιστορία”-όπου η Δήμητρα Λιάνη έλεγε στον Ανδρέα: “τι αξιωματική αντιπολίτευση; Όλα τα γκάλοπ τρίτους μας βγάζουνε…”
Προφανώς και περιείχε μια δόση υπερβολής, αποτύπωνε όμως υπαρκτή αίσθηση-τάση, η οποία αποτυπώθηκε πχ στη μεγάλη, κεντρική προεκλογική συγκέντρωση στο Σύνταγμα, αλλά μόνο εν μέρει στην κάλπη της 18ης Ιουνίου. Ο Συνασπισμός ξεπέρασε το 13%, εξέλεξε 28 βουλευτές, πολύ μακριά από τους 39 που θα του αντιστοιχούσαν αναλογικά. Αλλά το… αναλογικότερο -ή ολίγον αναλογικό, κατά το “ολίγον έγκυος”- σύστημα που ψήφισε το ΠΑΣΟΚ πέτυχε το στόχο να μη σχηματιστεί αυτοδύναμη κυβέρνηση.
Η Νέα Δημοκρατία διαμαρτυρόταν συνεχώς τους επόμενους μήνες για την “αδικία” -που δεν μπορούσε με ποσοστά άνω του 45% να σχηματίσει κυβέρνηση- αλλά στην πραγματικότητα, αυτός που έβγαινε χαμένος από αυτήν την εξέλιξη, ήταν ο Συνασπισμός, για δύο βασικούς λόγους. Κατά πρώτον, γιατί χρεωνόταν την ακυβερνησία στην οποία θα οδηγούσαν τα “αναλογικότερα” συστήματα -πόσο μάλλον η απλή αναλογική που υποστήριζε. Κατά δεύτερον, γιατί αν δε σχηματιζόταν κυβέρνηση, θα παραγράφονταν τα αδικήματα για τα στελέχη που ήταν αναμεμιγμένα με τα σκάνδαλα: Κουτσόγιωργας, Τσοβόλας, Πέτσος, αλλά και ο ίδιος ο Παπανδρέου που είχε αναλάβει την πολιτική ευθύνη για τα σκάνδαλα. Πόσο μάλλον αν σχηματιζόταν κυβέρνηση συνεργασίας με ένα από τα δύο μεγάλα αστικά κόμματα, οπότε οι κομμουνιστές θα κατηγορούνταν είτε για συγκάλυψη (εφόσον συνεργάζονταν με το ΠΑΣΟΚ) είτε για εκδικητική μεταχείριση των κατηγορουμένων (εφόσον συνεργάζονταν με τη ΝΔ).
Η κατάσταση ήταν “μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα”. Κι η λύση στην οποία οδηγήθηκε τότε το ΚΚΕ κι ο Συνασπισμός, ήταν η πρόταση μιας οικουμενικής κυβέρνησης, με τη συμμετοχή όλων των κοινοβουλευτικών κομμάτων -ακριβώς για να αποφευχθούν οι παραπάνω σκόπελοι. Μια πρόταση που σκόνταψε στις αρχικές επιφυλάξεις και των δύο, και την επίμονη άρνηση του ΠΑΣΟΚ. Έτσι, μετά από τις δραματικές τέσσερις φάσεις των διερευνητικών εντολών, την τελευταία στιγμή επιτεύχθηκε συμφωνία για τη συνεργασία όλων των κομμάτων (ΝΔ, Συνασπισμός και ΔΗΑΝΑ) πλην του ΠΑΣΟΚ, που πρόβαλε λόγους αρχής για να μη συνεργαστεί με τη Δεξιά. Οι λόγοι αυτοί φάνηκαν τόσο σταθεροί κι αμετάβλητοι, που “παραδόξως” έπαψαν να ισχύουν τέσσερις μήνες αργότερα, μετά τις εκλογές του Νοεμβρίου του 89′ και το σχηματισμό της οικουμενικής κυβέρνησης Ζολώτα.
Αυτό φυσικά δεν εμπόδισε στο παραμικρό τα στελέχη, τους δημοσιολόγους και τους κομματάρχες της Χαριλάου Τρικούπη να χρησιμοποιούν για πολλά χρόνια τα επιχειρήματα περί βρώμικου 89′ και “ανίερης συμμαχίς” Δεξιάς κι Αριστεράς, με στόχο να πλήξουν το ΠΑΣΟΚ και να εξοντώσουν τον αρχηγό του, σέρνοντάς τον στα δικαστήρια -και ας είχε αναλάβει ο ίδιος την πολιτική ευθύνη για τα σκάνδαλα.
Κάποια άλλα συνθήματα “συμπληρώνουν” εξ αριστερών την παραπάνω φιλολογία με τη γνωστή παράφραση του συνθήματος των κομμουνιστών για το κόμμα τους: “τόσες δεκαετίες αγώνας και θυσία, και όλα τα πουλήσατε για τρία υπουργεία”.
Ασφαλώς, το τελευταίο που ενδιάφερε τους κομμουνιστές ήταν τα κυβερνητικά πόστα και μερικές υπουργοποιήσεις. Αυτό το αποδεικνύει το γεγονός πως κανένα στέλεχος του ΚΚΕ δε συμμετείχε σε κάποιο κυβερνητικό σχήμα από τις δύο οικουμενικές, ούτε και ενδιαφέρθηκε το κόμμα για να παζαρέψει μερικές θέσεις παραπάνω. Μοναδική εξαίρεση ήταν η συμμετοχή του Γιάννη Δραγασάκη, εν είδει υφυπουργού της κυβέρνησης Ζολώτα, σε μια διακομματική επιτροπή στο υπουργείο Οικονομικών. Κι αυτό ήταν όλο. Τις υπουργικές θέσεις που δικαιούνταν ο Συνασπισμός τις κατέλαβαν στελέχη όπως ο Κωνσταντόπουλος και ο Κουβέλης.
Το επιχείρημα περί “εξόντωσης” του ΠΑΣΟΚ δεν αντέχει σε σοβαρή κριτική -ειδικά από το συγκεκριμένο κόμμα, που δημαγώγησε, εκβίασε και λεηλάτησε συστηματικά την Εαμογενή, αριστερή βάση, με το μπαμπούλα της Δεξιάς, για να στριμώξει στη γωνία το ΚΚΕ.
Είναι αλήθεια, ωστόσο, πως κάποια στελέχη (κατεξοχήν παράδειγμα ο Ανδρουλάκης) είχαν στο μυαλό του πως ο Συνασπισμος μπορεί να εξελιχθεί σε ΠΑΣΟΚ που θα πάρει τη θέση του ΠΑΣΟΚ. Και όταν κατάλαβαν πως αυτό δεν ήταν τόσο εύκολο και άμεσα υλοποιήσιμο, μεταπήδησαν στη μεγάλη πράσινη αγκαλιά του -στη λογική “ό,τι δεν μπορείς να πολεμήσεις, αγάπησέ το”. Ενώ αυτοί που όντως αντικατέστησαν τελικά το ΠΑΣΟΚ και πήραν τη θέση του στο πολιτικό σύστημα ως ο “κεντροαριστερός πόλος” δε βρίσκονται σήμερα στο ΚΚΕ, αλλά στο κυβερνών κόμμα.
Τα πραγματικά προβλήματα του κομμουνιστικού κόμματος ήταν βέβαια άλλα και είχαν διεθνή διάσταση. Το ΚΚΕ αντιμετώπιζε παραδοσιακά με επιφυλάξεις την ακατάσχετη σκανδαλολογία, αλλά φαίνεται πως αυτές κάμφθηκαν σταδιακά και το κόμμα πείστηκε ότι εδώ υπήρχε ένα τελείως διαφορετικής τάξης και μεγέθους ζήτημα, που κυριάρχησε στην πολιτική ζωή του τόπου. Συνέβαλαν, ασφαλώς, σε αυτό κι οι μεγαλοεκδότες του τύπου, που σήκωναν το θέμα για τους δικούς τους λόγους, αλλά μόλις πέτυχαν το συμβιβασμό που επιδίωκαν, δεν είχαν κανένα πρόβλημα να υιοθετήσουν και να καλλιεργήσουν συστηματικά, σε όλους τους τόνους, την κασέτα του ΠΑΣΟΚ για το “βρώμικο 89′”.
Το ΚΚΕ επηρεάστηκε, αντικειμενικά, ως ένα βαθμό από το περιρρέον κλίμα και το γενικόλογο σύνθημα της κάθαρσης, χωρίς ωστόσο να χάνει ποτέ από την οπτική του ότι η κάθαρση δεν είναι ζήτημα προσώπων και δεν μπορεί να περιοριστεί στην τιμωρία κάποιων υπεύθυνων, αλλά χρειάζεται συνολικές ριζικές αλλαγές, σε επίπεδο κράτους, για να αντιμετωπιστεί.
Το βασικό πρόβλημα όμως ήταν το πρόγραμμα και η στρατηγική με την οποία κλήθηκε να αντιμετωπίσει αυτή την κατάσταση -που δεν αφορούσε στενά το ίδιο, αλλά συνολικά το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Ένα πρόγραμμα που δεν απέκλειε τη συμμετοχή του κόμματος σε αστική κυβέρνηση και το κεντρικό πολιτικό παιχνίδι με ισότιμους -κι όχι με διαφορετικούς- όρους. Το 12ο Συνέρδιο του ΚΚΕ, που είχε διεξαχθεί δύο χρόνια πριν στο ΣΕΦ, είχε ως βασικά του συνθήματα τη δημιουργία του Συνασπισμού της Αριστεράς, την “αλλαγή με κατεύθυνση το σοσιαλισμό”, με μοχλό μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Όσο κι αν ο αρχικός ενθουσιασμός και κάποιες πρόσκαιρες επιτυχίες έδειχναν κάποιες προοπτικές, σύντομα έδειξαν το ταβάνι τους και τα αντικειμενικά τους όρια.
Ο σχηματισμός της κυβέρνησης Τζαννετάκη προκάλεσε τη ρήξη με το βουλευτή του κόμματος, Κώστα Κάππο, και εσωτερικούς τριγμούς κυρίως στις γραμμές της ΚΝΕ, όπου η κυβερνητική συνεργασία δεν αντιμετωπίστηκε θετικά. Οι εξελίξεις και η αποχώρηση της μεγάλης πλειοψηφίας των μελών του ΚΣ, πολλών στελεχών και μελών της ΚΝΕ -το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς, και όχι το καλοκαίρι, με το σχηματισμό της κυβέρνησης Τζαννετάκη- οδήγησαν τα επόμενα χρόνια στη συγκρότηση του Νέου Αριστερού Ρεύματος, αλλά και πολύ κόσμο στην απογοήτευση και την ιδιώτευση, σε συνδυασμό φυσικά με την παγκόσμια υποχώρηση του κομμουνιστικού κινήματος και τη διάλυση της σοσιαλιστικής κοινότητας στην Ευρώπη.
Κάποια από τα στελέχη που παρέμειναν στο χώρο, θεώρησαν ως αναδρομική τους δικαίωση το κομμάτι από τη διακήρυξη του ΚΚΕ για τα 100 χρόνια του κόμματος, που ασκούσε κριτική στο σχηματισμό αυτής της κυβέρνησης, θεωρώντας την λανθασμένη επιλογή. Παρόλα αυτά, έχει κυλήσει έκτοτε πολύ νερό στο αυλάκι, τόσο για το ΚΚΕ που έδειξε στην πράξη την αυτοκριτική του και τα διδάγματα που έβγαλε από την αρνητική του πείρα, όσο βεβαίως και για τα αντανακλαστικά του δικού τους χώρου, απέναντι στη Συριζαϊκή μετεμψύχωση του ΠΑΣΟΚ.
Η αποτίμηση των πεπραγμένων της κυβέρνησης Τζαννετάκη είναι ένα ξεχωριστό κεφάλαιο, με αρκετές τουλάχιστον αμφιλεγόμενες στιγμές, όπως η λανθασμένη εκτίμηση ότι θα παγώσει η οικονομική πολιτική και δε θα εφαρμοστεί το πρόγραμμα κανενός από τα συνεργαζόμενα κόμματα ή το άνοιγμα των ραδιοτηλεοπτικών συχνοτήτων και η δημιουργία ιδιωτικών σταθμών. Παρόλα αυτά, επικρίθηκαν και κάποιες άλλες κινήσεις, όπως το κάψιμο των φακέλων της ασφάλειας (στο πλαίσιο της άρσης των συνεπειών του εμφυλίου, που το ΠΑΣΟΚ παρέπεμπε για χρόνια στις καλένδες), με το οποίο κάποιοι εκτιμούν πως χάθηκε πολύτιμο αρχειακό υλικό.
Σε κάθε περίπτωση, το ΚΚΕ βρέθηκε στριμωγμένο σε μια δύσκολη θέση και συγκυρία, και οποιαδήποτε επιλογή κι αν είχε κάνει, θα χρησιμοποιούνταν αντίστοιχα από τους αντιπάλους του, για να το πλήξουν. Το πιο σημαντικό όμως ήταν η δική του οπτική, και οι δικές του ευθύνες, στις οποίες τοποθετήθηκε αυτοκριτικά στην πράξη. Όσο για τις εκ του πονηρού και χυδαίες επιθέσεις διάφορων Πασόκων (επίσημων ή… “με πολιτικά”), αρκεί μια φράση που είχε πει ο Χαρίλαος: “εμείς το ξεβρωμίσαμε το 89′, δεν το βρωμίσαμε”. Και το δίδαγμα των κομμουνιστών είναι πως δεν πρέπει ποτέ, για κανένα λόγο και σε καμία περίπτωση, να ξαναγίνουν η κολυμβήθρα του Σιλωάμ, για να ξεπλύνει τις βρωμιές του αστικού πολιτικού συστήματος.