«Ένα ντορβά λίρες να μου έδινες, αν ήξερα τι θα πάθαινα, δε θα στο έκανα ποτέ το χατίρι…» – Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ
Άρχισε ο χωροφύλακας και βάραγε με το ξύλο και ακουγόταν ο θόρυβος που χτύπαγε στην καρότσα. Ο οδηγός είχε παγώσει. Εγώ έκοβα την αναπνοή μου κατά διαστήματα από φόβο αλλά και για να μη γίνω αντιληπτός…Μόλις έφτασε κοντά σε μένα ο χωροφύλακας σταματάει και φωνάζει…
Ο Χρήστος Νταβαντζής γεννήθηκε το 1927 στη Χώσεψη (σημερινή ονομασία Κυψέλη) του νομού Άρτας. Οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ και από τον Οκτώβρη του 1943 μέχρι σήμερα είναι μέλος του ΚΚΕ. Υπήρξε αγγελιοφόρος του Άρη Βελουχιώτη και αντάρτης στον ΕΛΑΣ έως τη συμφωνία της Βάρκιζας και την παράδοση των όπλων. Το 1946 εντάχθηκε στον Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας (ΔΣΕ) με επικεφαλής τον καπετάν Παλιούρα. Πιάστηκε από τους παρακρατικούς και γλίτωσε την εκτέλεση, δραπετεύοντας σε ώρα μάχης. Πέρασε στην παρανομία και με περιπετειώδη τρόπο κατόρθωσε να φτάσει στην Αθήνα, αφού πρώτα κατάφερε να ξεφύγει για δεύτερη από τους επίδοξους δολοφόνους του, μετά από τυχαία συνάντηση στην Άρτα όπου κρυβόταν. Στο παρακάτω απόσπασμα από το βιβλίο του «Όσα επέζησαν στη μνήμη… Οδοιπορικό μιας ζωής» (2016) ο Χρήστος Νταβαντζής περιγράφει αυτή την τυχαία συνάντηση, πώς κατάφερε να ξεφύγει και τον περιπετειώδη τρόπο διαφυγής του στην Αθήνα. Στιγμές που αποτυπώνουν ένα διαρκές κυνηγητό με τον θάνατο, με την ζωή του κάθε τόσο να κρέμεται από μια εύθραυστη λεπτή κλωστή…
Στο βιβλίο του ο Χρήστος Νταβαντζής καταθέτει στις επόμενες γενιές τη δική του συμβολή στην Εθνική Αντίσταση και στο λαϊκό κίνημα τις δεκαετίες που ακολούθησαν μέχρι τις μέρες μας.
«Είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Φτάνοντας στον Αη Γιώργη, εκεί που ήταν το χάνι του Χουλιάρα, ανάψανε τα φώτα της πόλης. Μπήκα μέσα στο χάνι, πέρασα από ένα διάδρομο και ανέβηκα καμιά δεκαριά σκαλοπάτια ξύλινα. Εκεί ήταν μια αίθουσα που έρχονταν χωριάτες και μένανε το βράδυ κι από κάτω στο ισόγειο αφήνανε τα ζώα τους. Ήταν κάτι μικρές λάμπες αναμμένες. Ψάχνοντας δεν είδα κανένα γνωστό. Γυρίζοντας να φύγω βλέπω έναν απ’ αυτούς τους τρεις ΜΑΥδες που πήγαν να με σκοτώσουν στο Φτελιά. Με το όπλο ανέβαινε τα σκαλιά για να έρθει πάνω στην αίθουσα. Το χαρακτηριστικό του που με έκανε να τον αναγνωρίσω ήταν ένα σκουφάκι πλεχτό σκούρο που φόραγε. Αυτός αντιλαμβάνεται ότι είμαι εγώ και μου φωνάζει: «Εδώ είσαι, ε; Θα σε κανονίσουμε τώρα!» και γυρίζει προς τα πίσω να κατέβει τα σκαλοπάτια, να βγει στο διάδρομο όπου, τώρα, τον περίμενε ένας ακόμα, για να κλείσουν την είσοδο. Αστραπιαία γυρίζω προς την αίθουσα γνωρίζοντας το σημείο που υπήρχε μια γλαβανή [καταπακτή] με σκάλα που οδηγούσε στα ζώα. Πήδηξα κάτω και προλαβαίνω και βγαίνω στην είσοδο προς το δρόμο. Αυτός μόλις είχε κατέβει τα σκαλοπάτια στην άλλη άκρη. Δίνω σάλτο και βγαίνω στο δρόμο και αρχίζω να τρέχω. Άρχισαν και αυτοί να με κυνηγάνε και οι δυο. Τρέχανε πίσω μου φωνάζοντας «πιάστε τον, πιάστε τον!».
Κατεβαίνοντας τον κεντρικό δρόμο προς το Μονοπλιό ήταν ένα μεγάλο εστιατόριο εκεί που λεγόταν «Κακκαβά». Στρίβω δεξιά και μπαίνω σ’ ένα στενό δρομάκι. Τρέχοντας από στενό σε στενό αυτοί έρχονταν από κοντά και φώναζαν. Επειδή όμως γνώριζα την περιοχή και ήξερα που θα με βγάλουν τα στενά φτάνω σ’ ένα σημείο, πιάνω μια γωνιά και περιμένω. Κρυμμένος τους έβλεπα με το ένα μάτι. Αυτοί μόλις κατάλαβαν ότι με χάσανε προβληματίζονταν για το που θα πάνε. Τους είδα να πηγαίνουν προς τ’ αριστερά.
Βγαίνω από την κρυψώνα μου και προχωρώντας στο δρόμο με μεγαλύτερη άνεση, αφού δεν με ακολουθούσαν, φτάνω πίσω απ’ το ρολόι της Άρτας, κοντά στο κάστρο. Εκεί βλέπω μια αυλή με δέντρα και μέσα ένα μεγάλο σπίτι. Ήταν σαν κάστρο παλιό, από την Τουρκοκρατία. Είχε μια μεγάλη αυλόπορτα και πάνω της ένα χέρι τεράστιο, σιδερένιο, που το χτυπούσες για να σου ανοίξουν την πόρτα. Φτάνοντας στην αυλόπορτα κοιτάζω από μια χαραμάδα και βλέπω φως στο βάθος της αυλής. Τεντώνομαι και φτάνω το σιδερένιο χέρι και το χτυπάω δυο-τρεις φορές. Έρχεται κάποιος και φωνάζει:
― Ποιος είναι;
― Άνοιξέ μου σε παρακαλώ! του λέω.
Ανοίγει την πόρτα, με βλέπει και μου λέει:
― Πώς βρέθηκες εσύ εδώ;
Ήταν ο Αλέκος Έξαρχος από τ’ Άγναντα. Ήμασταν μαζί στην ΕΤΑ στη Φιλιππιάδα με διοικητή τον Ρίζο. Μπαίνω μέσα. Του εξήγησα το ιστορικό μου, με παίρνει και με ανεβάζει σε μια σοφίτα του σπιτιού. Είχε ένα στρώμα με άχυρο κάτω στο πάτωμα. «Πάω να σου φέρω μια κουβέρτα γιατί εγώ δεν θα μείνω εδώ, θα φύγω να πάω στο σπίτι μου», μου λέει.
Την άλλη μέρα το πρωί ήρθε ο Αλέκος και μου έφερε φαγητό. Ξανακουβεντιάσαμε το θέμα μου και του είπα ότι πρέπει να συνδεθώ με την Κομματική Οργάνωση Άρτας για να δω τι θα κάνω. «Καλά» μου λέει, «θα μείνεις εδώ όσο χρειαστεί και θα δούμε. Δεν θα βγαίνεις έξω, θα σου φέρνω εγώ φαγητό». Έτσι χαθήκαμε με τον Λευτέρη.
Σ’ αυτό το σπίτι φέρνανε σε κοφίνια, με τα κάρα ή με ζώα, τις ελιές απ’ τον κάμπο και τις άφηναν στην αυλή και ένας υπεύθυνος εκεί κανόνιζε να μεταφερθούν στην Αθήνα. Ήταν ένας τραμπούκος από τα Πράμαντα, Οικονομίδη τον λέγανε. Τις ελιές τις ξεχωρίζανε ―πράσινες, γινωμένες, αγίνωτες― καμιά δεκαριά κοπέλες που έρχονταν και δούλευαν κάθε μέρα εκεί. Ο Οικονομίδης τις κακομεταχειριζόταν. Τις έβριζε και σε μερικές απ’ αυτές απευθυνόταν με χυδαίο τρόπο με σκοπό να τις πάει στο ξενοδοχείο. Μια απ’ αυτές όμως ήταν πολύ θαρραλέα και του λέει: «Τι θέλεις μωρέ κερατά από εμάς, εσύ είσαι πατέρας μας! (εννοώντας την ηλικία του). Θα πάμε να πούμε στη γυναίκα σου όλα όσα μας λες και μας κάνεις εδώ». Τότε αυτός τραβάει ένα μαχαίρι που είχε στο ζωνάρι και λέει: «Όποια τολμήσει και πει τίποτα στη γυναίκα μου θα τη σφάξω μ’ αυτό το μαχαίρι!». Όλα αυτά τα έβλεπα από πάνω απ’ τη σοφίτα, από ένα τζαμάκι που είχε εκεί και έβραζε ο ψυχικός μου κόσμος…
Όταν μαζεύονταν πολλές ελιές και αφού τις είχαν καθαρίσει οι κοπέλες, έμπαινε στην αυλή ένα αυτοκίνητο και τις φορτώνανε χύμα πάνω στην καρότσα. Προτού φύγει το φορτηγό ερχόταν ένας με μια τσάντα, έβγαζε ένα μπλοκ και έγραφε, σφράγιζε, έκοβε το χαρτί και το έδινε στον οδηγό. Όταν τον είδα αμέσως τον αναγνώρισα. Το βραδάκι αφού έφυγαν όλοι έρχεται ο Αλέκος επάνω να με ρωτήσει αν θέλω τίποτα και του λέω:
―Βρε αυτός δεν είναι ο Δημήτρης ο Αναγνώστου;
―Ναι, πού τον ξέρεις;
Μια φορά που κατέβηκα απ’ το χωριό στην Άρτα για να παραλάβω έντυπο υλικό για την Αντίσταση, συνάντησα την Χριστίνα Αλέτρα και μου είπε ότι φύλαγε δυο παιδάκια σ’ ένα σπίτι, τα παιδιά του Δημ. Αναγνώστου. Η Χριστίνα με είχε πάει στο σπίτι και γνώρισα και αυτόν και τη γυναίκα του, η οποία ήταν κι αυτή στο ΕΑΜ.
―Τι δουλειά κάνει; ρωτάω τον Αλέκο.
―Είναι εφοριακός. Χωρίς αυτόν δεν μπορούν να περάσουν τα αυτοκίνητα. Γίνεται έλεγχος από την εφορία στο δρόμο.
―Ήρθες σε επαφή με την Οργάνωση;
―Ναι, αλλά θα περιμένεις.
―Πώς το βλέπεις, όταν ξανάρθει ο Αναγνώστου να του ’λεγες να έρθει να με δει;
Το σκέφτηκε λίγο και μου λέει:
―Θα του το πω.
Πέρασαν τρεις–τέσσερις μέρες και ο Αλέκος έφερε με τρόπο τον Αναγνώστου στη σοφίτα, αφού είχαν φύγει όλοι οι άλλοι. Όταν με είδε με θυμήθηκε. Του διηγήθηκα το ιστορικό μου και μου λέει:
― Χρήστο, θα περιμένεις.
― Εντάξει, θα περιμένω, του λέω.
― Θα σε ειδοποιήσω εγώ.
Στο τέλος μου είπε και τα καλύτερα λόγια για την Χριστίνα.
Πέρασε περίπου μια βδομάδα και ο Αναγνώστου λέει στον Αλέκο: «Πες στον Χρήστο να είναι προετοιμασμένος, σε δύο μέρες θα φύγει για Αθήνα». Εγώ βέβαια δεν είχα τίποτα να προετοιμάσω, ούτε να πάρω μαζί μου. Απλά περίμενα πότε θα φύγω. Σε δύο μέρες έρχεται ένα φορτηγό γκαζοζέν με μεγάλη καρότσα. Το αυτοκίνητο μπήκε μέσα στην αυλή, το φόρτωσαν ελιές και το σκεπάσανε μ’ έναν μουσαμά για να μη βρέχονται. Ήταν χειμώνας και έβρεχε συχνά. Έρχεται ο Αναγνώστου, δίνει ένα χαρτί με σφραγίδα στον οδηγό, κάτι του είπε κι έφυγε. Ανεβαίνει στη σοφίτα ο Αλέκος και με ειδοποιεί και κατεβαίνω κάτω. Εκεί με περίμενε ο οδηγός του φορτηγού. «Έλα, θα είσαι ο συνοδηγός μου», μου λέει.
Ξεκινήσαμε για την Αθήνα. Νυχτώσαμε στο Αγρίνιο και μείναμε εκεί το βράδυ. Στο ξενοδοχείο που μείναμε μου λέει ο οδηγός: «Ο Αναγνώστου μού έδωσε χρήματα να πληρώσω ξενοδοχείο και φαγητό μέχρι να φτάσουμε στην Αθήνα και το ταξί που θα σε πάει σε μια διεύθυνση που θα σου δώσω. Στο δρόμο που θα πηγαίνουμε αν μας κάνουν έλεγχο θα πεις ότι είσαι συνοδηγός μου».
Το πρωί φύγαμε από το Αγρίνιο. Περάσαμε απ’ το Ρίο. Ο δρόμος για την Αθήνα τότε ήταν ο παλιός παραλιακός. Πριν φτάσουμε στο Αίγιο σταματήσαμε σ’ ένα ταβερνάκι. Κατεβαίνει ο οδηγός και μπαίνει στο μαγαζί. Απ’ ό,τι κατάλαβα ήταν φίλοι με τον ταβερνιάρη, τον κέρασε και καφέ. Την ώρα που βγήκε για ν’ ανέβει στο αυτοκίνητο ακούμε ριπές από αυτόματα κοντά στο Αίγιο.
― Τι πυροβολισμοί είναι αυτοί; ρωτάει ο οδηγός.
― Φαίνεται κατέβηκαν αντάρτες στο Αίγιο και τους κυνηγάει η χωροφυλακή. Αν έχεις τίποτα ύποπτο στο αυτοκίνητο, λάβε τα μέτρα σου γιατί θα συναντήσεις μπλόκο στο δρόμο, του λέει ο ταβερνιάρης.
― Ελιές έχω, δε φοβάμαι, του λέει ο οδηγός και φύγαμε.
Μόλις απομακρυνθήκαμε απ’ το ταβερνάκι, κάνα χιλιόμετρο περίπου πιο πέρα, σταματάει, κατεβαίνει κάτω και μου λέει να κατέβω κι εγώ. Κατέβηκα.
― Έλα να σ’ ανεβάσω να μπεις στην καρότσα.
Με βοηθάει και ανεβαίνω πάνω.
― Πήγαινε ακριβώς πίσω από τη θέση μου, στο κουβούκλιο του οδηγού. Σήκωσε το μουσαμά, σπρώξε με τα χέρια σου τις ελιές να φανεί ο πάτος και κάθισε κάτω.
Αφού έκανα αυτές τις κινήσεις του λέω:
― Εντάξει, πατάω στο πάτωμα.
― Κάθισε κάτω να είσαι άνετα, μη ζορίζεσαι.
Αυτός όπως ήταν σκαρφαλωμένος στην καρότσα, τραβάει τον μουσαμά και τον ρίχνει πάνω μου και με σκεπάζει.
― Με το χέρι σου να ανασηκώνεις τον μουσαμά για να παίρνεις αέρα. Όπως σε βολεύει. Είσαι εντάξει;
― Καλά είμαι, του λέω και ξεκίνησε.
Φτάνοντας στην είσοδο του Αιγίου απ’ ό,τι κατάλαβα βρεθήκαμε σε μπλόκο με χωροφύλακες, γιατί σταμάτησε το αυτοκίνητο. Ακούω μια φωνή άγρια:
― Τι έχεις στ’ αυτοκίνητο;
― Ελιές και τις πάω στην Αθήνα. Να, έχω και χαρτί, του απαντάει ο οδηγός.
― Ελιές έχεις ή πυρομαχικά;
― Σας παρακαλώ κύριε, τι είναι αυτά που λέτε; του λέει ο οδηγός.
Τότε φωνάζει αυτός που προφανώς ήταν ο επικεφαλής του μπλόκου: ―Χωροφύλαξ! Ανέβα πάνω. Πάρε αυτό το ξύλο και να το καρφώνεις μέσα στις ελιές σ’ όλη την έκταση της καρότσας μέχρι να ακουμπάει στο πάτωμα.
Άρχισε ο χωροφύλακας και βάραγε με το ξύλο και ακουγόταν ο θόρυβος που χτύπαγε στην καρότσα. Ο οδηγός είχε παγώσει. Εγώ έκοβα την αναπνοή μου κατά διαστήματα από φόβο αλλά και για να μη γίνω αντιληπτός. Προσπαθούσα να σκεφτώ τι θα κάνω αν το ξύλο αντί για την καρότσα καρφωνόταν πάνω μου. Αλλά και τι μπορούσα να κάνω; Μόλις έφτασε κοντά σε μένα ο χωροφύλακας σταματάει και φωνάζει σ’ αυτόν που έδινε τις διαταγές:
― Δεν έχει τίποτα εδώ ρε.
― Κατέβα κάτω, του λέει ο άλλος.
Κατεβαίνει ο χωροφύλακας και μας αφήνουν να φύγουμε. Όταν φτάσαμε κοντά στην Κόρινθο, σταματάει πάλι ο οδηγός, ανεβαίνει στην καρότσα, τραβάει τον μουσαμά και μου λέει:
― Χρήστο… ζεις ακόμα;
― Ναι, του λέω.
― Εγώ κόντεψα να πεθάνω νωρίτερα από σένα. Βγες απ’ τις ελιές.
Βγήκα και πήγα και κάθισα μπροστά στο αυτοκίνητο, συνοδηγός πάλι.
Το βράδυ μείναμε σ’ ένα ξενοδοχείο στην Κόρινθο, όπου φάγαμε και κοιμηθήκαμε. Την άλλη μέρα φτάσαμε στην Αθήνα. Το τέρμα μας ήταν στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, πιο κάτω απ’ την Ομόνοια. Μόλις κατεβήκαμε απ’ το φορτηγό ο οδηγός φωνάζει ένα ταξί και δίνει ένα σημείωμα στον ταξιτζή.
― Να τον πας στην διεύθυνση που σου δίνω.
Του δίνει τα λεφτά.
― Μου δίνεις πολλά, του λέει αυτός.
― Χαλάλι σου, αλλά θέλω να πας το παιδί σ’ αυτή την διεύθυνση, οπωσδήποτε. Σου παίρνω τον αριθμό του αυτοκινήτου.
― Συνάδελφε για όνομα του Θεού, θα το πάω το παιδί. Αφού μου το λες και με πληρώνεις προκαταβολικά θα το πάω, γιατί να μη το πάω;
Προτού μπω στο ταξί με χαιρετάει ο οδηγός του φορτηγού και μου λέει: «Στο καλό να πας». Μετά σηκώνει τα χέρια προς τον ουρανό και λέει:
― Γ… την Παναγία σου Αναγνώστου, ένα ντορβά λίρες να μου έδινες, αν ήξερα τι θα πάθαινα, δε θα στο έκανα ποτέ το χατίρι!
Λεγόταν Κουτσούκος.»
«Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ». Κάθε δεύτερη Τρίτη (εναλλάξ με τη μουσική στήλη «Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι»), η στήλη θα παρουσιάζει πτυχές από γνωστά και λιγότερο γνωστά γεγονότα, θα φιλοξενεί αναμνήσεις αγωνιστών και θα καταγράφει μικρές και μεγάλες στιγμές, που χαράχτηκαν με αίμα στις χρυσές σελίδες της Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Δείτε τις όλες εδώ.