Ένας 94χρονος Επονίτης, Ένας “Παρτιζάνος των Αθηνών”, μιλά για την όμορφη και τραγική εμπειρία του

Ευχόμαστε στο Γιώργο Κατημερτζή να είναι γερός και να μας περιγράφει τα κατορθώματά του άλλα 76 χρόνια, όσα είναι σήμερα τα χρόνια από την ίδρυση της ΕΠΟΝ και την ένταξή του σε αυτήν.

Αντί άλλου αφιερώματος στην σημαντική αυτή επέτειο, θυμάμαι τη συνάντησή μου με έναν αειθαλή ΕΠΟΝίτη, ένα μεγάλο άνθρωπο της Αντίστασης (που τον είδατε πρόσφατα και στον κινηματογράφο, σαν έναν από τους πρωταγωνιστές της ταινίας “Παρτιζάνοι των Αθηνών”).

Ήταν το φθινόπωρο του 2012, που συζητούσαμε, μαζί και με άλλους αντιστασιακούς, στα γραφεία της ΠΕΑΕΑ της Νέας Ιωνίας, για την ιστορία της Αντίστασης στην περιοχή μας (Ν. Ιωνία, Ν. Ηράκλειο, κλπ). Τότε ο κ. Γιώργος ήταν πρόεδρος του παραρτήματος της ΠΕΑΕΑ της Νέας Ιωνίας. Κι εμείς θέλαμε να εκδώσουμε μια ατζέντα του Συλλόγου δασκάλων και νηπιαγωγών της Νέας Ιωνίας, Ηρακλείου, Μεταμόρφωσης και Λυκόβρυσης “Γ. Σεφέρης”. Η αφήγησή του ήταν ζωντανή, λες και τάχε κάνει αυτά που μας περιέγραφε μόλις χτες. Μια αφήγηση για τη συμμετοχή και τη δράση ενός κάποιου ΕΠΟΝΙΤΗ. Του 94χρονου σήμερα κυρίου Γιώργου Κατημερτζή. Αντιγράφω λοιπόν από αυτή την ατζέντα του 2013.

“ΦΛΕΒΑΡΗΣ. ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΕΠΟΝ.
ΑΦΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΤΗΜΕΡΤΖΗ

Γεννήθηκα το 1927. Το 1940 ήμουν 13 χρονών. Εφηβεία και νίκες στο μέτωπο της Αλβανίας. Ενθουσιασμός στα άκρα. Κι ύστερα επιτέθηκαν οι Γερμανοί. Συναισθήματα αγανάκτησης. Δυο παντοδύναμες αυτοκρατορίες εναντίον της μικρής μας χώρας. Κι οι κυβερνήσεις μας – όπως πάντα – στο συμβιβασμό. Στρατός που προδόθηκε από την ηγεσία του. Λαός που πουλήθηκε στους Γερμανούς από την κυβέρνησή του. Κι ύστερα η κατοχή κι η πείνα. Η σκλαβιά.

Μέχρι που κάποια νύχτα, στα τέλη του Φλεβάρη ή στις αρχές Μάρτη του 1943, άκουσα το “χωνί” της ΕΠΟΝ. Ο ενθουσιασμός ξαναήρθε. Άκουγα και νόμιζα ότι το έλεγε μόνο για μένα. Έτρεξα να βρω αυτόν που φώναζε, αλλά δεν τον πρόλαβα. Αποφάσισα να περιμένω πότε θα ξαναφωνάξει. Και πράγματι, έτσι έγινε. Νύχτα ξανάκουσα το χωνί. Κι έτρεξα μ’ όλη μου τη δύναμη να τον βρω. Τον πρόλαβα. Κι εγώ τότε ήμουν 14,5 χρονών. Εκείνος που φώναζε με το χωνί ήταν ο Κίμωνας ο Ιωαννίδης. Του είπα και μου είπε.

“Να γραφτείς στην ΕΠΟΝ για να παλέψουμε μαζί για την απελευθέρωση” μου είπε. “Να γραφτείς” σήμαινε να μπεις στη δράση. Δεν υπήρχε βέβαια κάποιος κατάλογος μελών. Αλλά γνωρίζαμε ο ένας τον άλλον.

Εμένα από την αρχή μου έδωσαν το ψευδώνυμο “γέρος”. Όλοι είχαν ένα ψευδώνυμο. Με είπαν “γέρο” γιατί γκρίνιαζα κι έδινα συμβουλές, όπως κάνουν οι γέροι.

Είχαμε ζωηρή δράση. Σχεδόν μέρα – παρά μέρα κάτι είχαμε να κάνουμε. Πότε προκηρύξεις να πετάξουμε, πότε συνθήματα να γράψουμε, πότε συναντήσεις και συζητήσεις μεταξύ μας. Γραμματέας μας ήταν ο Κώστας ο Δεληγιαννίδης. Αυτός είχε στο σπίτι του και τον πολύγραφο. Έμενε πίσω απ’ την Παναγίτσα, στα Πευκάκια. Μας έδινε τις εντολές κι εμείς τις κάναμε.

Θυμάμαι μια τέτοια αποστολή. Μας φώναξε εμένα και τον Κίμωνα και μας έδωσε από ένα εγγλέζικο αυτόματο “sten” και μας είπε ότι θα πάμε συνοδεία δυο ξένους, ένα Ρώσσο κι ένα Άγγλο, να τους “συνδέσουμε” με την οργάνωση του ΕΑΜ στη Νέα Ερυθραία. Το ραντεβού ήταν στην πάνω πλατεία της Ερυθραίας, μέσα σ’ ένα μπακάλικο. Φύγαμε από τη Νέα Ιωνία στις 9 το βράδυ και πήγαμε μέσα από στενά σοκάκια, παράδρομους και χωράφια. Η κυκλοφορία απαγορευόταν τέτοια ώρα. Ξέραμε και τους δρόμους και τα χωράφια, γιατί πηγαίναμε συχνά για ξύλα.

Τα κάναμε όλα κανονικά. Αυτή τη βραδιά, όταν πήγαμε εκεί που μας περίμεναν, έφαγα για πρώτη φορά στη ζωή μου βραστό ελάφι. Είχαν κλέψει οι συναγωνιστές της Ερυθραίας ένα από το βασιλικό κτήμα στο Τατόι.

Μια άλλη φορά γράφαμε συνθήματα στην οδό Τρωάδος, στο σταθμό του τραίνου. Είχαμε τσιλιαδόρους δυο παιδιά από την πάνω μεριά κι ένα αγόρι κι ένα κορίτσι από κάτω. Εμείς που γράφαμε ήμασταν τρεις. Κάποια στιγμή μας ειδοποίησαν ότι έρχονται γερμανοτσολιάδες. Τρέξαμε προς την κατεύθυνση που είχαμε από πριν κανονίσει. Πάντα σε τέτοιες αποστολές είχαμε κανονίσει από πριν την οδό διαφυγής.

Φύγαμε προς το ρέμα από ένα στενό και κατηφορικό δρομάκι. Η κοπελιά της παρέας που κρατούσε την μπογιά, την άφησε κάτω κι έτρεχε κι αυτή μαζί μας. Όπως μας κυνηγούσαν οι φρουροί, ο ένας τους πάτησε μέσα στην μπογιά, έπεσε στα σκαλιά και πασαλείφτηκε με την μπογιά.

Έβριζαν δυνατά, αλλά δεν τολμούσαν να έρθουν πιο κοντά, γιατί δεν ήξεραν αν έχουμε όπλα ή πόσοι είμαστε. Εμείς γελούσαμε από απόσταση με τα χάλια τους και με το φόβο τους.

Μια άλλη φορά μας τιμώρησαν οι καθοδηγητές μας, γιατί κάναμε πλάκα σ’ ένα συναγωνιστή. Η τιμωρία μας ήταν να μείνουμε ένα μήνα εκτός δράσης. Ήταν ο χειρότερος μήνας της ζωής μου. Το χειρότερο που έζησα όλα αυτά τα χρόνια ήταν να βλέπεις τους συναγωνιστές σου να πηγαίνουν σε αποστολή κι εσύ να κάθεσαι στα αυγά σου γιατί δεν σε αφήνουν να πας μαζί τους”.

Δικά του λόγια είναι καταγεγραμμένα στην ίδια ατζέντα και στο μήνα Δεκέμβρη. Λόγια που περιγράφουν τα Δεκεμβριανά και την Αγγλική επέμβαση, με ψυχραιμία και στωικότητα, λες και μέσα σ’ αυτή την περιγραφή δεν περιλαμβάνεται και το πως ο ίδιος έχασε το χέρι του. Διαβάζω:

“ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ 1944. ΟΙ ΑΓΓΛΟΙ ΠΑΙΡΝΟΥΝ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΩΝ ΓΕΡΜΑΝΩΝ. ΑΛΛΑΓΗ ΚΑΤΑΚΤΗΤΗ.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙ Ο ΚΥΡΙΟΣΒ ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΤΗΜΕΡΤΖΗΣ.

Την πρώτη μέρα (4 Δεκέμβρη) χτύπησαν τη διαδήλωση. Είχαν κρυμμένα πολυβόλα στη Μεγάλη Βρετάνια και στα Ανάκτορα (Βουλή). Από μας στόχευαν.
Το ίδιο και την επόμενη μέρα, στην κηδεία των θυμάτων της πρώτης μέρας.
Στη Νέα Ιωνία εκείνο τον καιρό το 90% των κατοίκων ήταν στον εφεδρικό ΕΛΑΣ.
Στήσαμε απ’ την πρώτη στιγμή οδοφράγματα στα Πευκάκια, για να μην μπορούν να έρθουν τα τανκς.

Πράγματι τα Εγγλέζικα τανκς έφταναν μόνο μέχρι εκεί, γιατί στα Πευκάκια είχε μια πολύ στενή γέφυρα. Φρουρήσαμε πολύ καλά την πόλη μας. Δεν πάτησε Εγγλέζος.

Εκείνες τις μέρες, ο ΕΛΑΣ ανακάλυψε στην οδό Ελ Αλαμέιν (τότε την έλεγαν Ανεξαρτησίας), ένα υπόγειο που ήταν κρυφή αποθήκη τροφίμων ενός μαυραγορίτη. Καλέσαμε τον κόσμο να έρθει να του μοιράσουμε τα τρόφιμα. Εμείς φυλούσαμε τις ουρές των ανθρώπων για να τηρείται η τάξη και να μη γίνουν λεηλασίες ή οτιδήποτε άλλο έκτροπο.

Όπως καθόμουν εκεί, είδα ένα αεροπλάνο (Εγγλέζικο φυσικά) που ερχόταν από Φιλοθέη προς Φιλαδέλφεια. Αυτοί όπου έβλεπαν μαζεμένο κόσμο πυροβολούσαν. Προσπαθήσαμε να διώξουμε τον κόσμο από κει. Αλλά μάταια. Το αεροπλάνο έκανε μια στροφή στον αέρα πάνω από τη Φιλαδέλφεια και γύρισε πετώντας όσο πιο χαμηλά μπορούσε. Όταν ήρθε από πάνω μας άρχισε να μας πολυβολεί.

Εμένα με πήρε μια σφαίρα στο αυτί που μου το κρέμασε και μια άλλη στο χέρι. Όταν με πήγαν στο νοσοκομείο, οι γιατροί έδωσαν όλο τους το βάρος στο αυτί μου. Αλλά και το χέρι το περιποιήθηκαν. Έπρεπε να υποχωρήσουμε.
Όταν φεύγαμε, εγώ άλλαζα τη γάζα του χεριού μου. Μία είχα. Την έπλενα κάθε τόσο σε ρυάκια κι ό,τι άλλο νερό έβρισκα και την ξαναέβαζα. Το χέρι μου άρχισε να μυρίζει. Έπαθα γάγγραινα. Μου το κόψανε με το πριόνι”.

Του ευχόμαστε να είναι γερός και να μας περιγράφει τα κατορθώματά του άλλα 76 χρόνια, όσα είναι σήμερα τα χρόνια από την ίδρυση της ΕΠΟΝ και την ένταξή του σε αυτήν.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: