Ενβέρ Χότζα: Από τον αντιφασιστικό αγώνα στη μοναχική πορεία της ΛΔ Αλβανίας
Πρωτοστάτησε στον αντιφασιστικό αγώνα του λαού του, κι έβγαλε την Αλβανία από αιώνες φεουδαρχικής καθυστέρησης, Από την άλλη, η αμφιλεγόμενη πολιτική απομονωτισμού που ακολούθησε, στέρησε από τη μικρή και με λιγοστούς πόρους χώρα την πολύτιμη βοήθεια του υπόλοιπου σοσιαλιστικού στρατοπέδου, ενώ η πολιτική του “αλβανισμού”, της αντίληψης δηλαδή περί αλβανικής “ιδιαιτερότητας” και φυλετικής “μοναδικότητας” σαφώς συνέτειναν στην καλλιέργεια εθνικιστικών συναισθημάτων, κληρονομιά ολέθρια μετά την επικράτηση της αντεπανάστασης στα Βαλκάνια.
Ο Ενβέρ Χότζα είναι μια από τις πιο πολυσυζητημένες μορφές του κομμουνιστικού κινήματος, με τις περισσότερες κρίσεις για το πρόσωπο και τη διακυβέρνηση του να είναι αρνητικές, καθώς το καθεστώς του χαρακτηρίστηκε η πιο “αυταρχική και κλειστή κομμουνιστική δικτατορία του κόσμου”, ενώ και στο σοσιαλιστικό στρατόπεδο αντιμετωπιζόταν χωρίς ενθουσιασμό, εξαιτίας της απόφασής του να διαρρήξει σταδιακά τη συμμαχία του τόσο με την ΕΣΣΔ, όσο και με την Κίνα μετέπειτα.
Η κληρονομιά του είναι σαφώς αντιφατική και περίπλοκη, καθώς από τη μια επί διακυβέρνησης του Κόμματος Εργατών Αλβανίας, η χώρα μετατράπηκε από κατάλοιπο οθωμανικής ημιφεουδαρχίας, έμπλεη αρχαϊκών ηθών κι εθίμων, σε μια σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία, πραγματοποιώντας άλματα έστω σε σχέση με το χαμηλότατο επίπεδο εκκίνησης. Από την άλλη είναι ατελέσφορο να αρνείται κανείς τα προβλήματα της πολιτικής αυτάρκειας στη διαβίωση του πληθυσμού, καθώς και μια διάθεση διαρκούς καχυποψίας και πολεμικής ετοιμότητας που καλλιεργούνταν στο λαό, συμβάλλοντας στη δημιουργία εθνικιστικών αισθημάτων, που εκδηλώθηκαν βέβαια σε πολύ πιο αντιδραστική κατεύθυνση μετά την ανατροπή του καθεστώτος.
Ο Χότζα γεννήθηκε στις 16 Οκτώβρη 1908 στο Αργυρόκαστρο, λίγα χρόνια πριν την ανεξαρτητοποίηση της Αλβανίας από την Οθωμανική αυτοκρατορία το 1913. Γιος ευκατάστατου μουσουλμάνου εμπόρου υφασμάτων, σπούδασε στο Γαλλικό Λύκειο της Κορυτσάς και στην Αμερικανική Τεχνική Σχολή των Τιράνων. Το 1930 έλαβε κρατική υποτροφία για το Μονπελιέ της Γαλλίας, ενώ υπηρέτησε για δυο χρόνια ως γραμματέας στο αλβανικό προξενείο των Βρυξελλών, όπου σπούδασε και νομικά. Επιστρέφοντας στην Αλβανία το 1936, εργάστηκε ως καθηγητής στο παλιό του σχολείο.
Το 1939, μετά την ιταλική εισβολή στην Αλβανία, ο Χότζα απολύθηκε από τη θέση του λόγω της άρνησής του να γίνει μέλος του νεοσύστατου Αλβανικού Φασιστικού Κόμματος, κι άνοιξε καπνοπωλείο στα Τίρανα, το οποίο έγινε πυρήνας κομμουνιστικής δράσης. Με τη βοήθεια Γιουγκοσλάβων κομμουνιστών συνέβαλε στην ίδρυση του Αλβανικού Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο αργότερα μετονομάστηκε σε Αλβανικό Κόμμα Εργασίας. Ο Χότζα ανέλαβε γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής και πολιτικός επίτροπους Στρατού Εθνικής Απελευθέρωσης, που πρωτοστάτησε στην αντιφασιστική πάλη του Αλβανικού λαού ως την απελευθέρωση της χώρας το 1944, όταν και ανακηρύχτηκε πρωθυπουργός, αξίωμα που κράτησε ως το 1954. Αλλά και μετέπειτα, χάρη στη θέση του στο ΚΕΑ, είχε ντε φάκτο τον κύριο έλεγχο της διακυβέρνησης ως το θάνατό του. Την περίοδο του ελληνικού εμφυλίου, η βοήθεια που πρόσφερε η ΛΔ Αλβανίας στον αγώνα του ΔΣΕ ήταν εξαιρετικά πολύτιμη, και μετά το κλείσιμο των συνόρων με τη Γιουγκοσλαβία λόγω ρήξης Τίτο-Κομινφόρμ το 1948 πραγματικά σωτήρια. Αυτό παρά την κριτική του αλβανικού κόμματος σε επιλογές τακτικής του ΚΚΕ κατά την κατοχή και τον εμφύλιο, αλλά και την πικρία που αναπόφευκτα είχε δημιουργηθεί λόγω των παλινωδιών του ΚΚΕ στο βορειοηπειρωτικό ζήτημα, υπό την επίδραση και της εθνικιστικής πίεσης των εαμικών του συμμάχων, την περίοδο 1945-1946, όταν κι εγκαταλείφθηκαν οριστικά κι αργότερα έγιναν αντικείμενο σκληρής αυτοκριτικής οι οποιασδήποτε μορφής βλέψεις στη γείτονα χώρα.
Σε ό,τι αφορά το εσωτερικό της χώρας, χάρη και στη μεγάλη και πολύπλευρη αρωγή της ΕΣΣΔ, το σοσιαλιστικό καθεστώς μεταμόρφωσε μέσα σε λίγα χρόνια το πρόσωπο της Αλβανίας. Η πρακτικά ανύπαρκτη ως τότε βιομηχανία έφτασε τη δεκαετία του ’80 να συνιστά το ήμισυ του αλβανικού ΑΕΠ. Ο ηλεκτρισμός διαδόθηκε σε κάθε χωριό της επικράτειας, εξαλείφθηκαν επιδημίες που ως τότε στοίχιζαν διαρκώς θύματα, ενώ σημαντική ήταν και η μάχη κατά του αναλφαβητισμού, που έγινε οριστικά παρελθόν. Σαφώς, ήταν αναπόφευκτο μια τόσο γρήγορη οικονομική μετάβαση να συναντήσει και αντιστάσεις, ειδικότερα η διαδικασία κολλεκτιβοποίησης της γης, που ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και ως το 1971 είχε φτάσει να περιλαμβάνει το 94% της καλλιεργήσιμης γης. Αντιδράσεις προκάλεσε, κυρίως μεταξύ κληρικών και μοναχών, αλλά και σε επίπεδο Βατικανού και η αντιεκκλησιαστική και αντιθρησκευτική πολιτική του καθεστώτος, αφού η Αλβανία ήδη από το 1945 είχε εθνικοποιήσει το μεγαλύτερο μέρος της εκκλησιαστικής περιουσίας, ενώ το 1967, υπό την επίδραση της Πολιτιστικής Επανάστασης του Μάο, ανακηρύχθηκε στο πρώτο συνταγματικά άθεο κράτος του κόσμου, καθώς εκκλησίες και τζαμιά διατηρήθηκαν μόνο ως μνημεία, ενώ υπήρχαν αυστηρές ποινές για τον προσηλυτισμό και την οποιαδήποτε διάδοση θρησκευτικών ιδεών. Αξίζει να σημειωθεί ωστόσο ότι η αντίσταση του πληθυσμού στην πολιτική αυτή μετριαζόταν από την αντίληψη πως η ύπαρξη καθολικών, ορθοδόξων και μουσουλμάνων στη χώρα λειτουργούσε παραδοσιακά ως υπονομευτικός παράγοντας για την εθνική ενότητα και θεωρούνταν κι από αστούς διανοούμενους ως βασικό αίτιο της χρονικά καθυστερημένης εκδήλωσης της αλβανικής εθνογένεσης. Ο Χότζα ωστόσο προσπάθησε να υποκαταστήσει τις παραδοσιακές θρησκείες μαζί με αυτό που αποκαλούσε “τη μόνη θρησκεία της Αλβανίας, τον αλβανισμό”. Η πολιτική αυτή, που απέδιδε τεράστια σημασία στις ιλλυρικές και πελασγικές ρίζες του αλβανικού έθνους, συμβάδιζε με την προσπάθεια απόδειξης ότι οι Αλβανοί ήταν ο αρχαιότερος λαός των Βαλκανίων, και μάλιστα φυλετικά διαφορετικός από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, άποψη αντιεπιστημονική και καταφανώς εθνικιστική. Ο εθνικισμός αυτός αντανακλώταν και στην πολιτική του Χότζα σχετικά με την αλβανική μειονότητα του Κοσσυφοπεδίου, μέρους τότε της Γιουγκοσλαβίας, καταγγέλοντας “γενοκτονία” των Αλβανών της περιοχής, και υποστηρίζοντας το αίτημα κύκλων της μειονοτήτας για τη δημιουργία ομοσπονδιακής δημοκρατίας του Κοσόβου.
Οι εκστρατείες έμφασης της “αλβανικής ιδιαιτερότητας” εντείνονταν ανάλογα και με τις διακυμάνσεις της εξωτερικής πολιτικής του Χότζα, ο οποίος αφού ήρθε σε ρήξη με την ΕΣΣΔ το 1961, προσεγγίζοντας το Μάο Τσε Τούνγκ, στον οποίο απηύθυνε και τη συχνά διακωμωδημένη ρήση “μαζί είμαστε πάνω από ένα δισεκατομμύριο λαού”. Στα πλαίσια της αντισοβιετικής πολιτικής, καταδίκασε την επέμβαση των χωρών του συμφώνου της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία το 1968, αποχωρώντας κι επισήμως από αυτό, ενώ ευθυγραμμίστηκε με την αντισοβιετική προπαγάνδα περί “εισβολής” στο Αφγανιστάν, έντεκα χρόνια αργότερα. Σύντομα πάντως έμελλε να συγκρουστεί και με τον ίδιο το Μάο, λόγω της θεωρίας των τριών κόσμων και της προσέγγισης Κίνα-ΗΠΑ από τις αρχές της δεκαετίας του ’70, με τις σχέσεις να επιδεινώνονται περαιτέρω το 1978, μετά την επικράτηση των αγοραίων μεταρρυθμιστών εντός του κινεζικού ΚΚ. Παρά το μικρό μέγεθος της χώρας, η διάσταση Αλβανίας Κίνας ήταν αρκετά αισθητή ώστε να προκαλέσει- μικρής έστω εμβέλειας- διασπάσεις εντός του διεθνούς μαοϊκού χώρου, περιλαμβανομένου και του ελληνικού. Θεωρώντας πια την Αλβανία το μοναδικό σοσιαλιστικό καθεστώς του κόσμου, το αίσθημα περικύκλωσης από εχθρούς (το οποίο, σε ό,τι αφορά τη Δύση, δεν ήταν από μόνο του παράλογο) ενισχύθηκε ακόμα περισσότερο, συμβάλλοντας στη δημιουργία ενός διαρκούς κλίματος πολιορκίας στους πολίτες.
Είναι χαρακτηριστικό πως η στρατιωτική θητεία ήταν τριετής, ενώ υπήρχαν και ετήσια πολυήμερα σεμινάρια πολεμικής επιμόρφωσης, υποχρεωτικά και για τα δύο φύλα. H χώρα ήταν κατάσπαρτη με καταφύγια και πολυβολεία, ο αριθμός των οποίων είναι δύσκολο να εκτιμηθεί μακριά από προπαγανδιστικές υπερβολές, αλλά σαφώς αρκετά μεγάλος ώστε να αναδειχθεί σε ένα από τα χαρακτηριστικά του αλβανικού τοπίου, το οποίο αξιοποιείται τουριστικά εδώ και κάποια χρόνια. Ενδεικτική είναι η ενόχληση για το διάχυτο μιλιταρισμό του γενικά ευνοϊκά διακείμενου κομμουνιστή δημοσιογράφου Βάσου Γεωργίου, που το 1980 είχε βρεθεί στη ΛΔ Αλβανίας για τρεις βδομάδες, αντλώντας υλικό που κατέγραψε στο βιβλίο του “Η Αλβανία σήμερα”. Με εμφανή από την πλευρά του την προσκόλληση στο τότε σοβιετικό σύνθημα περί “ειρηνικής συνύπαρξης” σημείωνε:
“Σύντροφοι, δεν αμφιβάλλω για αυτά που μου λέτε. Ξέρω ακόμα πως είστε ένα φιλειρηνικό κράτος. Πώς είστε κατά του πολέμου, κατά του φιλοπόλεμου ιμπεριαλισμού. Πως με την ύπαρξη της η ΛΣΔ της Αλβανίας προσφέρει υπηρεσίας στην υπόθεση της ειρήνης στη Βαλκανική. Πως ξεσκεπάζοντας τη συμμαχία ιμπεριαλισμού και ηγετικής κλίκας του Πεκίνου προσφέρετε υπηρεσία στη διεθνή ειρήνη. Ωστόσο, ο αγώνας για την ειρήνη είναι το κύριο καθήκον της εποχής μας. Κι αυτό δεν το λέει μόνο η σημερινή ηγεσία της ΕΣΣΔ. Το είπε κι ο Λένιν, που το πρώτο διάταγμα που υπόγραψε ήταν για την ειρήνη. Το είπε κι ο Στάλιν, που τόνισε πως οι λαοί θα πρέπει να πάρουν στα χέρια τους την υπόθεση της ειρήνης και να παλέψουν ως το τέλος για αυτήν γιατί ο πόλεμος υπάρχει μες στη φύση του ιμπεριαλισμού.”
Περισσότερα αποσπάσματα του βιβλίου μπορείτε να διαβάσετε εδώ, καθώς αν και γραμμένα με σαφή έμφαση στα θετικά στοιχεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, σε βαθμό ελαφρά εξιδανικευτικό, δεν αποσιωπά ωστόσο και το σπαρτιατικό χαρακτήρα της διαβίωσης του πληθυσμού, ενώ είναι ευρύτερα χαρακτηριστικός του τρόπου σκέψης και της νοοτροπίας στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα την εποχή που γράφτηκε. Ένα χρόνο μετά την επίσκεψη του Γεωργίου στη χώρα, το 1981, ο Χότζα προχώρησε σε εκτεταμένη εκκαθάριση της κομματικής ηγεσίας, αποσυρόμενος μετέπειτα σταδιακά από το δημόσιο βίο της χώρας, έχοντας ήδη επιλέξει ως διαδοχό του το Ραμίζ Αλία, που το διαδέχθηκε κι επίσημα μετά το θάνατό του Αλβανού ηγέτη, στις 11 Απρίλη 1985.
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback