«Ες-Ες. Στρατόπεδο Συγκεντρώσεως Μαουτχάουζεν…Εσείς που μπαίνετε αφήστε έξω κάθε ελπίδα» – Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ
Στο μεταξύ, μέρα και νύχτα η φλόγα βγαίνει απ’ την καμινάδα τού φούρνου χωρίς σταματημό κι ο αέρας που αναπνέουμε μυρίζει κρέας που καίγεται, ανθρώπινο κρέας…
Το φοβερό ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης και εξόντωσης του Μαουτχάουζεν, άνοιξε τις πύλες του στην Αυστρία στις 8 του Αυγούστου 1938. Υπήρξε συνώνυμο του θανάτου και τόπος μαρτυρίου για πάνω από 200.000 κρατούμενους από σχεδόν όλες τις χώρες της Ευρώπης. 122.797 άνθρωποι, ανάμεσά τους και 3.700 Έλληνες, ξεψύχησαν μαρτυρικά στα κρεματόριά του.
Ο Ιάκωβος Καμπανέλλης πιάστηκε από τους Γερμανούς στην Κατοχή, το 1943 και οδηγήθηκε στο Μαουτχάουζεν όπου παρέμεινε έως τις 5 του Μάη 1945. Την καθοριστική αυτή εμπειρία που θα επηρεάσει όλο το έργο του την κατέγραψε στο βιβλίο «Μαουτχάουζεν» (εκδ. Θεμέλιο, 1961) που θα καταγραφεί ως ένα από τα πιο σημαντικά έργα της αντιπολεμικής λογοτεχνίας.
Δείτε ακόμα:
Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια ταξιδεύουν: «Άσμα ασμάτων» (Η μπαλάντα του Μαουτχάουζεν)
Ακολουθεί απόσπασμα από την 5η έκδοση του βιβλίου, από τις εκδόσεις Ερμείας:
…Ταξιδεύουμε απ’ τα χαράματα μέσα σε φορτηγά βαγόνια. Είναι θεοσκότεινα. Οι πιο πολλοί έχουμε κιόλας περάσει σαράντα μέρες στην απομόνωση και τέσσερες μήνες σ’ ένα μικρό στρατόπεδο κοντά στο Ζίμερινγκ. ‘Ηταν κ’ ένας Εβραίος εκεί. Οι Ες – Ες σχηματίζανε ένα ανοιχτό κύκλο γύρω του και φωνάζανε: «Μπάλλα». Ο Εβραίος άρχιζε να τρέχει απ’ τον ένα στον άλλον κι αυτοί τον κλωτσούσαν στα πόδια, στην κοιλιά, στα πλευρά, στο κεφάλι. Το ποδόσφαιρο σταματούσε όταν η «μπάλλα» έμενε ασάλευτη πάνω σε λάσπη από χώμα και αίμα.
Όταν βαρέθηκαν να παίζουν κάθε μέρα το ίδιο παιχνίδι, τον πνίξανε σ’ ένα ρέμα που κυλούσαν μέσα οι οχετοί.
Το τραίνο που μάς πάει σταματά σε πολλούς σταθμούς. Τ’ άλλα βαγόνια είναι κανονικά. Απ’ το ίδιο τραίνο ταξιδιώτες κατεβαίνουν. Άλλοι ανεβαίνουν. Σωπαίνουμε και κολλάμε τ’ αφτιά στα τοιχώματα. Ακούμε τέτοιες κουβέντες:
Μ ι α γ υ ν α ί κ α: Να πεις στην Έλγκα να μη στενοχωριέται για την ομπρέλα…
Έ ν α ς ά ν τ ρ α ς: Πήρα τα ρέστα μου απ’ το μπαρ;.. Α, ναί, εδώ είναι!..
Ά λ λ ο ς ά ν τ ρ α ς: Έχετε άλλα πράγματα;
Ά λ λ ο ς ά ν τ ρ α ς: Αυτά είναι όλα, ευχαριστώ.
Ά λ λ ο ς ά ν τ ρ α ς: Εγώ, κύριέ μου! Τ’ όνομα μου είναι Γκάντερτ… Καλό σας ταξίδι…
Ά λ λ η γ υ ν α ί κ α: Χέλμουτ, μη με γελάσεις…
Ά ν τ ρ α ς: Κουταμάρες, την Κυριακή θα ’μαι πίσω.
Ακούμε τα παραγγέλματα και τη σφυρίχτρα του κάθε σταθμάρχη, αλλά ούτε πού είμαστε καταλαβαίνουμε, ούτε πού πάμε. Σταματάμε πάλι.
Ξεκλειδώνουν τις συρτές πόρτες και τις ανοίγουν. Είναι μέρα ακόμα. Ο ήλιος πέφτει καταπρόσωπο και μάς στραβώνει. Όμως καλύτερα έτσι. Ο σταθμός είναι μικρός, επαρχιακός, με δέντρα, μπλοκαρισμένος από Ες-Ες. Ο αξιωματικός τους παρακαλεί τούς ταξιδιώτες που κατεβαίνουν να περάσουν γρήγορα. Παρακαλεί κι αυτούς που είναι να μπουν στο τραίνο να περιμένουν λίγο.
Η παραλαβή μας απ’ τούς Ες-Ες του Μαουτχάουζεν γίνεται ονομαστικά. Ταυτόχρονα μπαίνουμε στη γραμμή πέντε – πέντε. Οι ταξιδιώτες που είναι στην πλατφόρμα και στα βαγόνια δεν μας πολυπροσέχουν. Ούτε οι σιδηροδρομικοί. Ένας μάλιστα ελεγκτής έχει καθίσει στή σκάλα, ανοίγει το «τέρμος» και πίνει καφέ. Αυτά μάς φαίνονται σαν «καλά σημάδια». Η ελπίδα πιάνει να ριζώνει. Τη βοηθά κι ο απογεματινός ήλιος κ’ ένα τεράστιο γελαστό πρόσωπο σε μια διαφήμιση μπύρας που μάς κλείνει πονηρά το μάτι. Ο διπλανός μου ψιθυρίζει «φαίνεται πως θα δουλέψουμε στο χωριό». Άλλος λέει «το πολύ-πολύ στα χωράφια». Κ’ ύστερα άλλος «οι Γάλλοι αιχμάλωτοι που δουλεύουνε στα χωράφια περνάνε καλά. Πολλοί το σκάνε».
Παίρνουμε το δρόμο του χωριού. Δεξιά κι αριστερά σπίτια. Λοξοκοιτάμε στα παράθυρα και βλέπουμε τα έπιπλα που είναι μέσα. «Καλά σημάδια».
Ένας άντρας ανεβασμένος σε μια καρέκλα βάφει τα παραθυρόφυλλα. Μια γυναίκα ακουμπά, στο παράθυρο. Μαθήτριες περνάνε με ποδήλατα. Σταματούν. Τις ακούμε που κάτι λένε στα πεταχτά με τους Ες-Ες. Κάτι «για το έργο που ’χει απόψε ο κινηματογράφος». Εμείς δεν μπορούμε να μιλήσουμε μεταξύ μας, όμως συνεννοούμαστε κ’ έτσι… «Καλά σημάδια, καλά σημάδια».
Ο δρόμος περνά ανάμεσα σε μαγαζιά. Γυναίκες κι άντρες κάνουν τα ψώνια τους. Οι πιο πολλοί χαιρετιούνται με τους Ες-Ες. Από ένα κουρείο βγαίνει κάποιος με τη σαπουνάδα στα μούτρα και λέει στον Ες-Ες αξιωματικό που υπόγραψε την παραλαβή μας: «Να μην ξεχάσεις ώρα εννέα απόψε, σπίτι, μαζί με την Άννυ. Σύμφωνοι;».
«Θα ’ναι παντρεμένος, σκεφτόμαστε όλοι. Άννυ θα ‘ναι η γυναίκα του. Μπορεί να ‘χει και παιδιά. Καλά σημάδια».
Φτάνουμε σε μια πλατεία. Αριστερά κυλά θολός ο Δούναβης. Σ’ ένα στύλο είναι ένα πανό από λαμαρίνα: Ένα κεφάλι με κράνος φράζει το στόμα με το δάχτυλο κι από κάτω γράφει: «Μάθε να σιωπάς χωρίς να σπας».
Μόλις περνάμε την πλατεία ο αξιωματικός φωνάζει «αλτ». Ένα κουβάρι μαλλί κυλάει ανάμεσα στα πόδια της πεντάδας που είναι μπροστά μου. Ο Ες-Ες σηκώνει το πόδι του και κοπανά πολλές φορές με το τακούνι της μπότας, τα δάχτυλα αυτών που πάτησαν το κουβάρι. Το σηκώνει και τυλίγοντάς το πλησιάζει στην πόρτα ενός φούρνου και το δίνει σε μια γυναίκα που στέκει εκεί.
«Εμπρός… μαρς». Τα σπίτια σιγά – σιγά αραιώνουν, μπαίνουμε σ’ ένα πλατύ χωματόδρομο ανάμεσα στα χτήματα. Ο ήλιος έχει κατέβει, κάνει ψύχρα. Κάπου -κάπου βόδια μουκανίζουν. Αρχίζει η ερημιά. Δεν βλέπουμε πιά σπίτια. Ούτε ακούμε μουκανίσματα. Σ’ άλλο στύλο, άλλο πανό από λαμαρίνα:
«Μην προχωράτε πέρα απ’ αυτό το σημείο. Οι παραβάται συλλαμβάνονται. Εις περίπτωσιν απόπειρας διαφυγής, εκτελούνται επί τόπου».
Λίγο πιο πέρα ένας εσταυρωμένος απ’ αυτούς που φυλάνε τα σταυροδρόμια στη Γερμανία. Δίπλα μια δεκαριά μπιτόνια για γάλα.
«Αλτ!..». Δεξιά κι αριστερά φυλάκια. Στη μέση μπάρα για τα τροχοφόρα. Πάνω η επιγραφή:
Ες-Ες. Στρατόπεδο Συγκεντρώσεως Μαουτχάουζεν.
Απ’ τα πλευρά κάθε φυλάκιου φράχτης, από πυκνή σειρά συρματοπλέγματα ψηλός ως τρία μέτρα, φεύγει και χάνεται μέσα στο δάσος και στη νύχτα που έχει πιά έρθει.
Δεν έχουμε πια ψευδαισθήσεις. Στο βάθος βλέπουμε το «Μαουτχάουζεν» καθισμένο σαν κάστρο στην κορφή τού λόφου. Μια μακριά σειρά ηλεκτρικοί γλόμποι δείχνουν το δρόμο. Όσο πλησιάζουμε, οι λεπτομέρειες φανερώνονται. Ψηλό πέτρινο τείχος. Συρματόπλεγμα στή ράχη με ηλεκτρικούς μονωτήρες. Ψηλοί πέτρινοι πύργοι με πολυβόλα. Το σήμα «νεκροκεφαλή» στην κορφή της στέγης. Μια καμινάδα που βγάζει φωτιά. Τιναχτή φωτιά έτσι όπως στα διυλιστήρια πετρελαίου.
Ο αέρας μυρίζει καμένο κρέας… Προσέχουμε πως το χαλίκι του δρόμου είναι ανάμιχτο με αποκαΐδια. Ανάμεσά τους βλέπουμε κομμάτια κόκκαλα. Κανείς δεν μιλά… Ποιος τολμά να πει: «Έχεις ακούσει πως απ’ τους ανθρώπους βγάζουν σαπούνι κι άλλα χημικά προϊόντα;».
Έχουμε φτάσει στον περιφερειακό δρόμο. Δεξιά μας παράγκες με βεράντες και πρασιές. Ες-Ες στρατιώτες κάθονται στα πεζούλια.
Αριστερά ένα γήπεδο ποδοσφαίρου χαραγμένο με άσπρες γραμμές. Δίπλα μια σειρά παράγκες φραγμένες με συρματόπλεγμα. Πάλι ηλεκτρικοί μονωτήρες. Επιγραφή: Νοσοκομείον.
Ανηφορίζουμε προς την κεντρική πύλη. Ο δρόμος εδώ είναι γεμάτος πινακίδες:
Ταχυδρομείον
Λέσχη Αξιωματικών
Εστιατόριον
Οδοντιατρείον
Ιατρείον
Διεύθυνσις Υποχρεωτικής Εργασίας
Πολιτική Διεύθυνσις
Κομμαντατούρ
Η πύλη ανοίγει. Είναι δίφυλλη. Ως τρία μέτρα το κάθε φύλλο. Από πάνω δυο πύργοι με πολυβόλα. Στο κεφάλι της πύλης μια ειδοποίηση:
«Εσείς που μπαίνετε αφήστε έξω κάθε ελπίδα».
Είμαστε μέσα. Η πύλη κλείνει. Η πλατεία είναι άδεια, κατάφωτη και πεντακάθαρη. Μια σειρά παράγκες αριστερά. Δεξιά πετρόχτιστα χτίρια.
Ο διοικητής είναι εδώ μαζί με άλλους αξιωματικούς. Ακούμε πως λείπει ένας πεθαμένος… Έπρεπε να ’ναι 166 και είναι 165. Ο διοικητής φεύγει φωνάζοντας πως «απαιτεί να βρεθεί και ο άλλος». Οι αξιωματικοί τραβούν προς τη μεριά που είναι ανάμεσα στο πρώτο χτίριο και στη μέσα μεριά του ψηλού τοίχου. Οι 165 πεθαμένοι είναι αραδιασμένοι στο τσιμέντο, άλλοι μπρούμυτα, άλλοι ανάσκελα. Ξαναρχίζουν το μέτρημα.
Μας λένε να γδυθούμε και να κάνουμε τα ρούχα μας μπογαλάκι. Παραδίνουμε ό,τι έχουμε σε κατάδικους που κάθονται σε μια σειρά τραπέζια. Χώρια τα ρούχα, χώρια τα ρολόγια, τα δαχτυλίδια, τα λεφτά. Ο Ες-Ες Αποθηκάριος πιάνει κάπου – κάπου κανένα ρολόι ή κανένα χρυσαφικό και το κοιτάζει με προσοχή. Μόλις δει κάτι που τού αρέσει, αρχίζει να χτυπά αφηνιασμένος αυτόν που τού ανήκει και να φωνάζει: «Χρυσό ρολόι, βρωμόσκυλο, ε; Γουρούνι, υπάνθρωπε, θα σού δείξω εγώ εσένα!..».
Όποιος παραδίνει κατεβαίνει στα υπόγεια λουτρά. Κοιτάζουμε τα ντους που είναι στο χαμηλό ταβάνι και περιμένουμε. Άλλοι κατάδικοι με ξυράφια και ψαλίδια έρχονται και κάθονται σε σκαμνιά. Καθένας έχει πλάι του έναν τενεκέ σαπουνάδα. Γονατίζουμε μπρος τους. Μας κουρεύουν και μας ξυρίζουν τα μαλλιά, τα γένια, τις μασχάλες, τα σκέλια. Όταν τελειώσει το ξύρισμα μας μοιράζουν από ένα κομμάτι σαπούνι και μας στέλνουν κάτω απ’ τα ντους. Παρακολουθούμε τι θα κάνουν οι μπαρμπέρηδες και οι άλλοι, θα φύγουν; Θα μας αφήσουν μέσα μονάχους; Δε φεύγουν.
Άφθονο ζεστό νερό μας περιχάει. Ύστερα, βρεγμένοι και τουρτουρίζοντας βγαίνουμε στην πλατεία. Μας δίνουν μακριά σώβρακα, πουκάμισα, πανταλόνια, σακάκια, σκούφο. Όλα ριγωτά με άσπρη και μπλε γραμμή. Μας δίνουν και ξυλοπάπουτσα.
Ένας πανύψηλος κατάδικος μέχρι εξήντα χρονώ, φαλακρός, με γυαλιά, περνά από κοντά και μάς κοιτάζει. Όπως όλοι οι παλιοί του Μαουτχάουζεν, έτσι κι αυτός φορά ρούχα πολιτικά σημαδεμένα μπρος-πίσω με κόκκινη λαδομπογιά. Ρίχνει το τσιγάρο που καπνίζει έτσι που να μπορεί κάποιος από μάς να το πάρει με τρόπο, και ρωτά αυτούς που μάς δίνουν ρούχα «από πού μάς φέρανε…».
Μάς πηγαίνουν στις παράγκες της καραντίνας. Ρωτάμε: «Τι ήταν εκείνοι οι 165 νεκροί;». Μάς απαντούν: «Οι νεκροί της ημέρας».
Είναι κι άλλοι πολλοί εδώ: Ρώσοι, Γάλλοι, Τσέχοι. Μαθαίνουμε πως θα μείνουμε στο Μαουτχάουζεν δυο -τρεις βδομάδες. Ύστερα θα μάς στείλουν έξω. Άλλους σε εργοστάσια, άλλους στα κινητά συνεργεία που επισκευάζουν βομβαρδισμένες γέφυρες και σιδηροδρομικές γραμμές, άλλους στα λατομεία. Πιο τυχεροί είναι όσοι μένουν εδώ, στο κεντρικό στρατόπεδο. Μαθαίνουμε ακόμα πώς λειτουργεί ένα στρατόπεδο συγκεντρώσεως και τι ακριβώς είναι. Πάνω – πάνω είναι ο διοικητής, ο Ες-Ες όμπερ – στουρμ – φύρερ Ζίρας, έμπιστος άνθρωπος του Χίμλερ. Ύστερα έρχεται ο υποδιοικητής, ο στουρμ -φύρερ Μπαχμάγερ και μετά ο στουρμ- φύρερ Σουλτς, προϊστάμενος στην Πολιτική Διεύθυνση. Πιο φοβερός όμως απ’ όλους είναι ο υπεύθυνος της υποχρεωτικής εργασίας όμπερ – σαρφ – φύρερ Μπεμ. Σ’ όλα τα γραφεία και τα πόστα, τ’ αφεντικά είναι βέβαια οι Ες-Ες, αξιωματικοί, υπαξιωματικοί, στρατιώτες. Έχουν όμως για βοηθούς και για επιστάτες παλιούς κατάδικους. Πολλοί απ’ αυτούς είναι ποινικοί κατάδικος κοινοί κακούργοι, που τους φέραν από διάφορες φυλακές για να ’ναι δικοί τους άνθρωποι. Αυτοί έχουν πράσινο τρίγωνο στο στήθος «κι απ’ αυτούς να φυλάγεστε». Άλλοι όμως είναι πολιτικοί κατάδικοι και τους έχουν στα γραφεία επειδή είναι καθηγητές, επιστήμονες, μορφωμένοι άνθρωποι.
Όλοι οι πολιτικοί κρατούμενοι έχουν κόκκινο τρίγωνο, οι Εβραίοι έχουν κίτρινο άστρο, οι ατσίγγανοι και οι χωρίς υπηκοότητα μαύρο τρίγωνο. Οι ομοφυλόφιλοι βυσσινί. Σε κάθε παράγκα υπάρχει ένας μόνιμος υπεύθυνος που τον λένε «ο αρχαιότερος», ένας γραμματέας και δυο θαλαμάρχες, ένας για κάθε θάλαμο. Οι κατάδικοι του κεντρικού στρατοπέδου δουλεύουν στο λατομείο, φορτώνουν άμμο τού Δούναβη σε βαγόνια και αυτοκίνητα, χτίζουν αποθήκες κ’ εργοστάσια, δουλεύουν στα χωράφια. Υπάρχουν κ’ ένα πλήθος άλλες δουλειές. Καθαριστές, μαραγκοί, σιδεράδες, μπογιατζήδες, νοσοκόμοι, μάγειροι, κουβαλητές των πεθαμένων. «Αλλά ό,τι και να γίνει, όπου και να σάς στείλουν, σ’ όποια δουλειά και να σας βάλουν, εκείνο που πρέπει να προσέχετε είναι να μην αρρωστήσετε. Η αρρώστια που θερίζει εδώ είναι η δυσεντερία. Φυλαχτείτε γιατί μόλις καταλάβουν πως είσαι άρρωστος σε στέλνουν στο νοσοκομείο. Εκεί δε γλυτώνεις. Μόλις σας πιάσει ευκοιλιότητα να κάνετε κάρβουνο το ψωμί σας και να τρώτε. Είναι η μόνη ελπίδα».
Στις οχτώ και μισή, κάθε κίνηση σταματά. Όλοι στα κρεβάτια και τα φώτα σβήνουν. Το πρωί στις έξι είμαστε όλοι όρθιοι. Τα κρεβάτια στρωμένα. Παίρνουμε μισή λίτρα καφέ ερζάτς και βγαίνουμε έξω. Απαγορεύεται να μένεις στο θάλαμο. Στις εφτά μαζευόμαστε στην πλατεία για το προσκλητήριο. Κάθε παράγκα χωράει πεντακόσους και μπαίνουμε σε δέκα σειρές των πενήντα. Η πλατεία γεμίζει από χιλιάδες κρατούμενους, που στέκουν ασάλευτοι κι αμίλητοι. Γίνεται η καταμέτρηση και τα συνεργεία αρχίζουν να φεύγουν για έξω.
Όσοι δε δουλεύουν, όπως εμείς, πρέπει να περπατούν πάνω – κάτω στο δρόμο μπροστά στην παράγκα τους.
Το μεσημέρι άλλο προσκλητήριο χωρίς τα συνεργεία που δουλεύουν μακριά.
Ύστερα γυρίζουμε στις παράγκες για το συσσίτιο. Μια λίτρα σούπα από χορταρικά. Οι καραβάνες είναι λιγοστές, τα κουτάλια σπάνιο είδος. Είκοσι άνθρωποι παίρνουν φαΐ στην ίδια διαρκώς καραβάνα, γιατί το πλύσιμο απαγορεύεται πριν τελειώσει η διανομή. Η σούπα είναι καμωμένη από κάτι άσπρα γογγύλια μεγάλα σαν πεπόνια. Άλλοι ξερνάνε με την πρώτη κουταλιά, άλλοι στο τέλος κι άλλοι ούτε δοκιμάζουν. Είναι αρχή ακόμα.
Στις έξι, βραδινό προσκλητήριο. Όλη η πλατεία γεμάτη πάλι όπως το πρωί. Ακολουθεί το βραδινό συσσίτιο. Διακόσα πενήντα γραμμάρια ψωμί μαύρο σαν το χώμα και είκοσι γραμμάρια μαργαρίνη. Μόλις γίνει η διανομή πλακώνουν απ’ τις άλλες παράγκες διάφοροι εμπορευόμενοι και μαυραγορίτες, που παίρνουν το ψωμί και δίνουν δυο τσιγάρα, τη μαργαρίνη και δίνουν μισό τσιγάρο…
Στο μεταξύ, μέρα και νύχτα η φλόγα βγαίνει απ’ την καμινάδα τού φούρνου χωρίς σταματημό κι ο αέρας που αναπνέουμε μυρίζει κρέας που καίγεται, ανθρώπινο κρέας.
«Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ». Η στήλη παρουσιάζει πτυχές από γνωστά και λιγότερο γνωστά γεγονότα, φιλοξενεί αναμνήσεις αγωνιστών και καταγράφει μικρές και μεγάλες στιγμές, που χαράχτηκαν με αγώνες και αίμα στις χρυσές σελίδες της Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Δείτε τις όλες εδώ.