Γ. Κορδάτος: “Η Λαϊκή Μούσα για τους αγώνες του Στρατηγού Μακρυγιάννη”
Βγαλμένος απ’ τα σπλάχνα του λαού δεν ξιπάστηκε από τις τιμες και τις κολακείες που του έκανε ο Όθωνας, μα κράτησε πιστά την τιμή του λαϊκού αγωνιστή. Έτσι, όταν είδε και απόειδε πως με το καλό δε γίνεται τίποτα αποφάσισε να εργαστεί συνωμοτικά για να γκρεμίσει τη βασιλική απολυταρχία και τα κατάφερε
Μελέτημα του Γιάνη Κορδάτου, που δημοσιεύθηκε στην “Ελεύθερη Ελλάδα” στις 7.2.1947
Όπως ξέρουμε τον καιρό της μοναρχίας του Όθωνα (1834-1862) η χώρα μας έζησε κάτω από τον πιο σκληρό δεσποτισμό. Ο Όθωνας ήρθε στην Ελλάδα για να κυβερνήσει το νεοσύστατο βασίλειο με το βούρδουλα. Πέταξε στο δρόμο τους αγωνιστές που έφκιαξαν το ρωμαίικο, σπατάλησε τα δάνεια, φορολόγησε τις λαϊκές μάζες άγρια, έδωσε τα τούρκικα χτυπήματα στους ευνοούμενούς του αστοτσιφλικάδες που τους έκανε στηρίγματα του θρόνου του, διόριζε υπουργούς, που ήταν του χεριού του, και με τους Βαυαρούς που έφερε από τη Γερμανία, ξαπέλυσε σ’ όλη τη χώρα την τρομοκρατία. Μπροστά στην κατάσταση αυτή πολλοί αγωνιστές πήραν τα βουνά και σαν παλιοί αρματολοί αγωνίστηκαν να φέρουν την ισοπολιτεία και το συνταγματικό καθεστώς που θέσπισαν οι πρώτες Εθνοσυνελεύσεις στον καιρό της μεγάλης Επανάστασης. Παράλληλα, όμως, με το αντάρτικο και πολλοί αγωνιστές που είχαν όνομα και κύρος αγωνίστηκαν στην Πρωτεύουσα και σ’ άλλες πόλεις για τις πολιτικές και ατομικές ελευθερίες. Και πρώτος απ’ όλους ο στρατηγός Μακρυγιάννης ήταν εκείνος που στάθηκε ως τα 1852 ο εμπνευστής και διοργανωτής κάθε πολιτικής μεταβολής. Βγαλμένος απ’ τα σπλάχνα του λαού δεν ξιπάστηκε από τις τιμες και τις κολακείες που του έκανε ο Όθωνας, μα κράτησε πιστά την τιμή του λαϊκού αγωνιστή. Έτσι, όταν είδε και απόειδε πως με το καλό δε γίνεται τίποτα αποφάσισε να εργαστεί συνωμοτικά για να γκρεμίσει τη βασιλική απολυταρχία και τα κατάφερε, αφού μύησε στα σχέδιά του τους πιο διαλεχτούς και σημαντικούς φιλελεύθερους πολιτικούς και στρατιωτικούς, ανάμεσα στους οποίους ήταν και ο συνταγματάρχης Καλλέργης.
Η συνωμοτική του, όμως, οργάνωση προδόθηκε και λίγο έλειψε η αστυνομία να προλάβει το λαϊκό σηκωμό της 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Μα ο Μακρυγιάννης, αποφασισμένος να πεθάνει δεν τρομοκρατήθηκε όταν αποβραδύς οι χωροφύλακες μπλοκάρισαν το σπίτι του και άρχισαν να πυροβολούν. Πολέμησε με την ίδια πίστη και με το αδάμαστο θάρρος που πολέμησε στο εικοσιένα τους Τούρκους. Ο συγκαιρινός του λαϊκός ποιητής Νικήτας Σουλιώτης στο δράμα του “Δημήτριος Καλλέργης”, περιγράφει πολύ παραστατικά τον ηρωισμό του Μακρυγιάννη στις κρίσιμες εκείνες στιγμές που κρινόνταν η τύχη της λαϊκής Επανάστασης.
Ο Μακρυγιάννης από το σπίτι του φωνάζει στους κυβερνητικούς:
Ενταύθα συνηθρίσθητε νεκρόν τάχα ή ζώντα
δια να με συλλάβετε, ω πουλημένα όντα
Νευρόσπαστα, τυραννικά, ξενοκρατίας κλάδοι
το Έθνος εφαντάσθητε να στείλετε στον Άδη.
Οικτείρω την μωρίαν σας, την αθλιότητά σας
και την ανοησίαν σας και τα κινήματά σας.
Επειδή όμως δεν μπορούσε και να προεξοφλήσει το ψυχικό σθένος και των άλλων συντρόφων του που ήταν μπλοκαρισμένοι στο σπίτι του τους ρώτησε αν είναι αποφασισμένοι να πεθάνουν μαζί του δίνοντας το ελεύθερο στον καθένα να φύγει αν για τον ένα ή τον άλλο λόγο δεν ήθελε ν’ αγωνιστεί. Ο ίδιος ποιητής βάζει στο στόμα του Μακρυγιάννη τούτα τα λόγια, που κι αν απ’ την καθαρεύουσα χάνουν τη ζωντάνια τους είναι ωστόσο πιστή απήχηση της επαναστατικής ψυχολογίας του λαϊκού ηγέτη:
Να σας ρωτήσω, έρχομαι γενναίοι στρατιώται,
αν θα συναποθάνωμεν δια τον εθνισμόν μας,
καθότ’ ιδού επρόδωσαν τον εθνικόν σκοπόν μας
και μας περιεκύκλωσαν ως μέλισσαι κυρίον
δια να μας συλλάβωσι δια το μακελείον.
Και αν κανένας από σας αισθάνεται δειλίαν,
ν’ αντιπααίση αν τολμά με την ξενοκρατίαν,
εις τούτον επιτρέπεται με πλήρη παρρησίαν
να φύγη.
Με μια φωνή όμως όλοι οι συναγωνιστές του απάντησαν.
Ημείς ταύτην θεωρούμενη, ύβριν την ερώτησίν σου.
Φέρομεν ολίγους λόγους μόνον εις απόκρισίν σου:
μετά Σού και του θανάτου το ποτήριον γλυκό.
Η ευψυχία και η αποφασιστικότητα του Μακρυγιάννη έσωσαν την κατάσταση. Σε λίγο οι χωροφύλακες και οι χαφιέδες έτρεχαν σαν του λαγού τα τέκνα. Πιο πέρα, απέξω από το Παλάτι στρατός και λαός φώναζε: “Ζήτω το Σύνταγμα” και ο Όθωνας ντροπιασμένος αναγνώριζε με την υπογραφή που έβαλε κάτω από το διάταγμα, που του έστειλαν ο Μακρυγιάννης και ο Καλλέργης, την πολιτική μεταβολή που έγινε.
Ωστόσο, όμως, δεν άργησε ο συνταγματικός Βασιληάς να καταπατήσει πάλι το Σύνταγμα και ν’ αρχίσει πάλι τα ίδια. Ο Μακρυγιάννης παρ’ όλα τα γηρατειά και τους κατατρεγμούς βρέθηκε πάλι στο πόστο του. Ως την τελευταία του πνοή στάθηκε κοντά στο λαό και αγωνίστηκε για τις πολιτικές ελευθερίες. στα έβγα του 1852, είχε οργανώσει νέο κίνημα ενάντια στον Όθωνα· αυτή τη φορά, όμως, φαίνεται πως οι ενέργειές του δεν ήταν καλά μελετημένες. Εμπιστεύθηκε το μυστικό του σε ανθρώπους που ήσαν πουλημένα όργανα του Παλατιού. Ένας τέτοιος ήταν ο δικηγόρος Ν. Στεφανίδης, απ’ την Αγυιά της Θεσσαλίας, που έκανε τον δημοκρατικό μα ήταν άνθρωπος χωρίς τιμή και συνείδηση. Αποβλέποντας σε θέσεις και άλλα υλικά ωφελήματα πλησίασε το Μακρυγιάννη και με τις γαλιφιές του τού απόσπασε το μυστικό. Την άλλη μέρα το Παλάτι ήξερε τα πάντα κι η αστυνομία τότε έσυρε το γέρο-στρατηγό, που ήταν άρρωστος και με ανοιχτές τις πληγές που πήρε στο εικοσιένα, σ’ ανήλια μπουντρούμια, με κάθε είδους προπηλακισμούς. Και αφού συστήθηκε Στρατοδικείο και τον καταδίκασε σε θάνατο, έβγαλαν διαταγή να σταλθή στις απαίσιες φυλακές του Παλαμηδιού.
Όλος ο λαός συγκινήθηκε και αγρίεψε και ο Σοφ. Καρύδης, που στα χρόνια αυτά έγραφε τους περισσότερους στίχους ενάντια στην οθωνική απολυταρχία, δημοσίεψε στο Βέλος της 2ας τ’ Απρίλη 1853 ένα μεγάλο ποίημα απ’ το οποίο αντιγράφουμε εδώ μερικές στροφές:
Της σκοτεινής μου φυλακής την θύρα πριν πατήσω
σ’ αυτήν την πέτρα αφήστε με ολίγον να καθήσω.
Τους τόπους θέλω ασπασθώ που πολεμών επήρα,
επτά πληγάς στα στήθη μου, στην κεφαλήν την χείρα.
Και πάλιν ν’ ατενίσω
και το στερνό μου επ’ αυτούς χαιρέτισμα ν’ αφήσω.
Και οραματιζόμενος την 3η Σεπτεμβρίου 1843 λέει:
Συ, κόρη του Συντάγματος. Εσύ τι γονατίζεις;
Κι απ’ τα δεινά μου σκυθρωπή στενάζεις και δακρύζεις;
Φύγε μακράν μου, σε μισεί το φως των οφθαλμών μου!
Συ είσαι, συ, η θλιβερά αιτία των δεινών μου!
Οι άδικοί μου θρήνοι!
Φύγε μακράν, δεν είσαι συ, η κόρη μου εκείνη!
Όταν εγώ σ’ ανέβαζα με δάφνες εις τον θρόνον,
και σαν πατέρας σ’ έβλεπα φυλόστοργος με πόνον,
ήσουν αμίαντος, αγνή, παρθένος, φωτοβόλος!
Σε έβλεπε κι εζήλευεν ο κόσμος τότε όλος,
τα θελκτικά σου κάλλη.
Πλην τώρα άλλη έγινες, πλην τώρα είσαι άλλη.
Είν’ αλήθεια πως ο Μακρυγιάννης δεν πρόφθασε να ιδεί τη νίκη του λαού. Πέθανε με την πίκρα στην καρδιά*. Ωστόσο άλλοι ύστερα απ’ αυτόν συνεχίσανε το έργο του. Χρειάστηκε βέβαια να χυθεί αίμα και να γίνουν παλλαϊκές εξεγέρσεις στ’ Ανάπλι, στην Αθήνα, στη Ρούμελη, στο Άργος, στην Πάτρα, στη Σύρα, μα στο τέλος θριάμβευσε ο λαός και ο Όθωνας διώχτηκε απ’ την Ελλάδα.
*Αντιγράφουμε το κείμενο του Κορδάτου από τις εκδόσεις Μπάιρον και τα “Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη”. Ο εκδότης σημειώνει σχετικά: “Σε αυτό το σημείο, ο Κορδάτος κάνει κάποια σύγχυση χρονολογιών. Πιθανότατα έλαβε σα βάση για το θάνατο του Μακρυγιάννη κάποια ημερομηνία κοντινή με τη χρονιά που τελειώνουν τα απομνημονεύματα, δηλ. το 1850, ενώ ο Μακρυγιάννης επέζησε μέχρι το 1864 και έζησε μέσα σε αποθέωμα το γκρέμισμα της μοναρχίας του Όθωνα.”