100 χρόνια από την ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς – Ανακοίνωση της ΚΕ του ΚΚΕ
Η κληρονομιά της ΚΔ, η μελέτη της πείρας της, είναι πολύτιμη σήμερα για την ανασύνταξη του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, για τη διαμόρφωση ενιαίας επαναστατικής στρατηγικής ενάντια στην καπιταλιστική εξουσία.
ΚΕ του ΚΚΕ τιμά την επέτειο συμπλήρωσης 100 χρόνων από την ίδρυση της Κομμουνιστικής Διεθνούς (ΚΔ) (2 – 6 Μάρτη 1919). Αναγνωρίζει τη συμβολή της στο διεθνές εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα, επισημαίνοντας ταυτόχρονα την ανάγκη άντλησης διδαγμάτων από την πείρα που συσσώρευσε η δράση της.Η ΚΔ, τέκνο της νίκης της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία (1917), ήρθε να ανταποκριθεί στην ανάγκη συντονισμού και ενότητας του διεθνούς επαναστατικού εργατικού κινήματος.
Σημαντική ήταν η προσφορά της ΚΔ στη στήριξη και την ενδυνάμωση των Κομμουνιστικών Κομμάτων σε παγκόσμια κλίμακα, η διεθνιστική ανιδιοτελής αλληλεγγύη της στους αγωνιζόμενους και καταπιεζόμενους λαούς, όπως αυτή που προσέφερε με τη συγκρότηση των «Διεθνών Ταξιαρχιών» στο πλευρό του Δημοκρατικού Στρατού Ισπανίας (1936 – 1938).
Πλευρές της δράσης της ΚΔ ήταν και η πολύπλευρη βοήθειά της προς τους διωκόμενους αγωνιστές σε όλο τον κόσμο, η εκδοτική – μορφωτική της δραστηριότητα, η οργάνωση σχολών κατάρτισης στελεχών με την επαναστατική θεωρία του μαρξισμού – λενινισμού, η λειτουργία δικτύων πολιτικής πληροφόρησης και δημοσιογραφικής ενημέρωσης.
Τα προβλήματα και οι αντιφάσεις στη στρατηγική της ΚΔ, που επέδρασαν αρνητικά σε όλα τα Κομμουνιστικά Κόμματα – μέλη της, δεν αναιρούν την προσφορά της στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα.
Η κληρονομιά της ΚΔ, η μελέτη της πείρας της, είναι πολύτιμη σήμερα για την ανασύνταξη του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, για τη διαμόρφωση ενιαίας επαναστατικής στρατηγικής ενάντια στην καπιταλιστική εξουσία.
Οι Μαρξ – Ενγκελς ήταν οι πρωτεργάτες στην ίδρυση της Διεθνούς Ενωσης των Εργατών ή Α΄ Διεθνούς, που συγκροτήθηκε στις 28 Σεπτέμβρη 1864 από εργατικές συνδικαλιστικές ενώσεις, εταιρείες αλληλοβοήθειας, πολιτικές και πολιτιστικές ομάδες, συνωμοτικές οργανώσεις. Η Α΄ Διεθνής ιδρύθηκε ως διεθνής οργάνωση με τμήματα και πόλους στις διάφορες χώρες. Εκανε έκκληση στη διεθνή αλληλεγγύη των εργατών, προειδοποιώντας την εργατική τάξη, ιδιαίτερα τους Γερμανούς και Γάλλους εργάτες, για τον κίνδυνο γαλλογερμανικού πολέμου που μπορούσε να μετατραπεί σε πόλεμο προσάρτησης. Η Ιδρυτική Διακήρυξη της Α΄ Διεθνούς, εμπνευσμένη από το Κομμουνιστικό Μανιφέστο, συνιστούσε σημαντικό ντοκουμέντο στους αγώνες και τη γενική προοπτική της εργατικής τάξης.Σε όλη την πορεία της Α΄ Διεθνούς οι Μαρξ – Ενγκελς ηγήθηκαν στη θεωρητική διαπάλη στους κόλπους της ενάντια σε μικροαστικές και άλλες αντιλήψεις, που απομάκρυναν την εργατική τάξη από την άσκηση του αυτοτελούς ρόλου της. Αντιπάλεψαν τον οπορτουνισμό, τον μπακουνισμό, το λασαλισμό και τον αγγλικό συνδικαλισμό (τρεϊντγιουνιονισμό).
Ανεξάρτητα από τα προβλήματα ιδεολογικής ανομοιογένειας, καθώς από τις Οργανώσεις της δεν είχε υιοθετηθεί ο επιστημονικός σοσιαλισμός, η Α΄ Διεθνής συντέλεσε στο δυνάμωμα της δράσης των συνδικάτων σε εθνικό και διεθνές επίπεδο, στην ανάπτυξη του πολιτικού χαρακτήρα της δράσης τους. Εδωσε ώθηση στη συνειδητοποίηση της ανάγκης δημιουργίας εργατικών πολιτικών κομμάτων. Η διάλυσή της (1876) ήταν αποτέλεσμα της ανεπάρκειάς της να εκπληρώσει το ρόλο της σε συνθήκες νέων απαιτήσεων, που έγινε φανερή και μετά την ήττα της Παρισινής Κομμούνας (1871), σε μια περίοδο που ο καπιταλισμός άρχισε να περνά στο ανώτατο και τελευταίο στάδιό του, το ιμπεριαλιστικό.
Τελικά, η κυριαρχία του ρεφορμισμού στα κόμματα της Β΄ Διεθνούς είχε αντικειμενικά υλικά στηρίγματα στους κόλπους των καπιταλιστικά αναπτυγμένων κοινωνιών της Δύσης, στο βαθμό που η εκμετάλλευση των αποικιών τούς έδωσε τη δυνατότητα για παραχωρήσεις στην εργατική τάξη και για τη διαμόρφωση εκτεταμένης εργατικής αριστοκρατίας.
Η Β΄ Διεθνής δεν λειτούργησε ως διεθνές επαναστατικό κέντρο, αφού δεν διαμόρφωσε ενιαίο καθοδηγητικό όργανο και κοινό Πρόγραμμα και Καταστατικό, ούτε εξέδωσε δημοσιογραφικό όργανο, ενώ οι Αποφάσεις των Συνεδρίων της δεν ήταν δεσμευτικές για κάθε εθνικό κόμμα.
Η Β΄ Διεθνής διαλύθηκε (1916) λόγω της κυριαρχίας της οπορτουνιστικής παρέκκλισης, που οδήγησε στην προδοσία των συμφερόντων της εργατικής τάξης υπέρ της αστικής τάξης στον Α΄ Παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό Πόλεμο.
Οι περισσότεροι ηγέτες της Β΄ Διεθνούς βρέθηκαν σε αντίπαλα ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα, ορισμένοι έγιναν και υπουργοί πολέμου. Η προδοσία τους δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία, αλλά το αποτέλεσμα της ρεφορμιστικής γραμμής και της συνεργασίας με την αστική τάξη σε καιρό ειρήνης και «της υπεράσπισης της αστικής πατρίδας» σε καιρό πολέμου. Ο ρεφορμισμός γέννησε τον σοσιαλσοβινισμό. Φωτεινή εξαίρεση αποτέλεσαν οι μπολσεβίκοι στη Ρωσία, υπό την ηγεσία του Β. Ι. Λένιν, οι Διεθνιστές – Σπαρτακιστές στη Γερμανία (Καρλ Λίμπκνεχτ, Ρόζα Λούξεμπουργκ, Φραντς Μέρινγκ κ.ά.) και ορισμένοι Βαλκάνιοι σοσιαλιστές.
Η ΚΔ ιδρύθηκε σε συνθήκες ανόδου του επαναστατικού κινήματος στην Ευρώπη, που εκφράστηκε κυρίως με τις εργατικές εξεγέρσεις στη Φινλανδία (1918), στη Γερμανία (1918 – 1923) και στην Ουγγαρία (1919) καθώς και με τη δράση πρωτοπόρων εργατών σε όλον τον κόσμο, με απεργίες, διαδηλώσεις και μποϊκοτάζ στη μεταφορά πολεμοφοδίων κατά την ιμπεριαλιστική επέμβαση 14 κρατών στην επαναστατημένη Ρωσία. Η ΚΔ έδωσε σημαντική ώθηση στην ίδρυση Κομμουνιστικών Κομμάτων, ανεξάρτητα από το γεγονός ότι αυτά, αν και υιοθετούσαν τις διακηρύξεις της, δεν είχαν ακόμα αποκτήσει την ιδεολογική – πολιτική ωριμότητα για τη διαμόρφωση επιστημονικά επεξεργασμένου Προγράμματος και αντίστοιχης στρατηγικής.
Η Διακήρυξη του Συνεδρίου εκτιμούσε: «Αρχισε μια καινούργια εποχή! Είναι η εποχή κατάρρευσης του καπιταλισμού και της εσωτερικής του αποσύνθεσης. Η εποχή της προλεταριακής κομμουνιστικής επανάστασης…». H Προγραμματική Διακήρυξη της ΚΔ πρόβαλε τη δικτατορία του προλεταριάτου, αντιπαρατέθηκε στην αστική δημοκρατία ως μορφής της δικτατορίας του κεφαλαίου, διαμόρφωσε Μανιφέστο προς το διεθνές προλεταριάτο.
Τον Νοέμβρη του 1919 ιδρύθηκε η Κομμουνιστική Διεθνής των Νέων στο Βερολίνο για την ένωση των επαναστατικών δυνάμεων της νεολαίας, με βάση τη γενική γραμμή της ΚΔ και με πρόταξη διεκδικήσεων για τους όρους εκπαίδευσης, ζωής, δουλειάς της νεολαίας και την πάλη κατά του μιλιταρισμού.
Τον Γενάρη 1920 ιδρύθηκε η Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία (ΒΚΟ), ως ενιαίο κέντρο των Βαλκανικών ΚΚ, της οποίας η πρώτη Απόφαση ήταν η προσχώρηση στην ΚΔ.
Η Κομμουνιστική Διεθνής είχε να αντιπαλέψει την επίδραση της σοσιαλδημοκρατίας στο εργατικό κίνημα. Κατά την έξοδο από τον πόλεμο, τα αστικά επιτελεία και οι οπορτουνιστικές δυνάμεις προσαρμόστηκαν, με αποτέλεσμα στην προπαγάνδα τους να κυριαρχεί ο πασιφισμός (ειρηνισμός), σε αντιπαράθεση με την ανάγκη να παλέψει η εργατική τάξη για την κατάκτηση της εξουσίας. Σε αυτήν τη βάση ανασυγκροτήθηκε η Β΄ Διεθνής, ενώ μετά την ίδρυση της Γ΄ Διεθνούς λειτούργησε για λίγα χρόνια και η λεγόμενη 2 ½ Διεθνής, στην οποία συσπειρωνόταν η φερόμενη ως «αριστερή» σοσιαλδημοκρατία. Και οι δύο αυτές οργανώσεις συνέχισαν να έχουν επιρροή στο εργατικό κίνημα, βοηθούμενες και από τις αστικές κυβερνήσεις. Σε διεθνές επίπεδο αντιπάλεψαν τη σοβιετική εξουσία. Ταυτόχρονα, η Β΄ και η 2 ½ Διεθνής συσπειρώθηκαν στη Συνδικαλιστική Διεθνή του Αμστερνταμ, η οποία στηρίχτηκε από το Διεθνές Γραφείο Εργασίας, όργανο της ιμπεριαλιστικής Κοινωνίας των Εθνών, με σκοπό να προωθήσουν τις αναγκαίες αστικές προσαρμογές και την ταξική συνεργασία.
Μεγάλης σημασίας ντοκουμέντο του Συνεδρίου αποτέλεσε το κείμενο με τους 21 δεσμευτικούς όρους εισδοχής στην ΚΔ, τους οποίους εισηγήθηκε ο Λένιν, επικρίνοντας τους οπορτουνιστές και τους ταλαντευόμενους αντιπροσώπους στο Συνέδριο, που υποστήριζαν ότι ο μπολσεβικισμός ήταν αποκλειστικά ρωσικό φαινόμενο. Ανέδειξε την καθολική ισχύ του, που δεν ερχόταν σε αντίθεση με τον υπολογισμό των όποιων εθνικών ιδιομορφιών. Βασικοί από τους 21 όρους ήταν η εκκαθάριση των κομμάτων από τα σοσιαλδημοκρατικά και άλλα ρεφορμιστικά στοιχεία, η αποδοχή της αρχής του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού στο εσωτερικό κάθε κόμματος και της ΚΔ, η διαγραφή όσων διαφωνούσαν με τις θέσεις της ΚΔ, η καταδίκη του πασιφισμού και του σοσιαλσοβινισμού και κατά προέκταση της αποικιοκρατίας.Ο Λένιν, με το σημαντικό έργο του «Ο αριστερισμός παιδική αρρώστια του κομμουνισμού», πολέμησε τον σεχταρισμό που απέρριπτε την αναγκαιότητα συνδυασμού όλων των μορφών πάλης, τον κοινοβουλευτικό και εξωκοινοβουλευτικό μαζικό αγώνα. Ωστόσο, η αναγκαία διαπάλη με αυτήν την μορφή παρέκκλισης αξιοποιήθηκε από τον δεξιό οπορτουνισμό για την ενίσχυσή του στις γραμμές κομμάτων της ΚΔ.
Παράλληλα με τις εργασίες του 2ου (και αργότερα του 3ου) Συνεδρίου της ΚΔ, συγκλήθηκαν Διεθνείς Συνδιασκέψεις γυναικών αντιπροσώπων, για την ιδιαίτερη δουλειά στις γυναίκες. Με έδρα τη Μόσχα, λειτούργησε η Διεθνής Γραμματεία Γυναικών με επικεφαλής την Κλάρα Τσέτκιν.
Οι επαναστατικές εξεγέρσεις στη Φινλανδία, στη Γερμανία και στην Ουγγαρία αποτέλεσαν ιστορικούς σταθμούς μεγάλης σημασίας. Το γεγονός όμως ότι δεν είχαν νικηφόρα έκβαση, οδήγησε στη δυσμενή αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων. Ταυτόχρονα, σταθεροποιήθηκε η αστική εξουσία, με αποτέλεσμα το ζήτημα «μεταρρύθμιση ή επανάσταση» να προβάλλει ως κομβικό στοιχείο της ιδεολογικής διαπάλης στις γραμμές του επαναστατικού εργατικού κινήματος. Συντελούσε και η πίεση που ασκούσε η ισχυρή επιρροή της σοσιαλδημοκρατίας στα συνδικάτα, στα οποία οι κομμουνιστές είχαν αδύναμη παρουσία εξαιτίας και των διώξεων, του αποκλεισμού τους από τους εργασιακούς χώρους και της γενικευμένης αντιδραστικής προπαγάνδας για «αποκομμουνιστικοποίηση» των συνδικάτων.
Το 3ο Συνέδριο έριξε το σύνθημα «Ανάμεσα στις μάζες» και τη γραμμή του «Ενιαίου Εργατικού Μετώπου», που θα βοηθούσε, σε μη επαναστατικές συνθήκες, την κοινή δράση εργατών που επηρεάζονταν από διαφορετικές πολιτικές και συνδικαλιστικές οργανώσεις.
Το πιο βασικό πρόβλημα ήταν ότι στις νέες, μη επαναστατικές, συνθήκες δεν αξιοποιήθηκαν, ως πείρα, τα διδάγματα της επαναστατικής γραμμής διαπάλης στα Σοβιέτ. Τότε, από τον Φλεβάρη έως τον Οκτώβρη του 1917, για την κατάκτηση της πλειοψηφίας στα Σοβιέτ υπήρξε ισχυρό ιδεολογικό μέτωπο απέναντι στους μενσεβίκους, οπορτουνιστές που είχαν μειοψηφήσει ήδη πριν το 1917 στο Σοσιαλιστικό Δημοκρατικό Εργατικό Κόμμα Ρωσίας (ΣΔΕΚΡ).Στη διάρκεια του 3ου Συνεδρίου της ΚΔ, ιδρύθηκε (3 Ιούλη 1921) η Κόκκινη Διεθνής των Εργατικών Συνδικάτων (Προφιντέρν), με τη συμμετοχή 220 συνδικαλιστών αντιπροσώπων από όλον τον κόσμο και αποσκοπούσε στην ανασυγκρότηση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος σε επαναστατική γραμμή πάλης. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις που προσχώρησαν στην Προφιντέρν (είτε απευθείας, είτε ως συνδικάτα συμπαθούντα, είτε ως κινήματα μειοψηφίας) αριθμούσαν περίπου 17.000.000 μέλη. Η Προφιντέρν ανέστειλε τη δράση της στα τέλη του 1937, ουσιαστικά όμως είχε πάψει να λειτουργεί νωρίτερα, αφού τα Κόκκινα Συνδικάτα άρχισαν από το 1934 να συνενώνονται με τα ρεφορμιστικά, στην κατεύθυνση συγκρότησης των Λαϊκών Μετώπων.
Από ορισμένα Κομμουνιστικά Κόμματα το «Ενιαίο Εργατικό Μέτωπο» ερμηνευόταν σωστά ως πάλη για την ανάπτυξη της κομμουνιστικής επιρροής στις εργατικές μάζες και απόσπασής τους από τη σοσιαλδημοκρατία. Σε άλλες περιπτώσεις προσδιοριζόταν ως από τα κάτω μέσο πίεσης για την αλλαγή της γραμμής της ηγεσίας των κομμάτων της σοσιαλδημοκρατίας και την επίτευξη πολιτικής συνεργασίας από τα πάνω. Αυτή η ερμηνεία δεν δικαιώθηκε.
Η διαπάλη κατέληξε στην κυριαρχία της αντίληψης υπέρ της συνεργασίας με τη σοσιαλδημοκρατία και του μη αποκλεισμού της συμμετοχής ή στήριξης των κομμουνιστών σε αστικές κυβερνήσεις, που υιοθετήθηκε στην Απόφαση του 4ου Συνεδρίου της ΚΔ (Μόσχα, 7 Νοέμβρη – 3 Δεκέμβρη 1922). Το Συνέδριο δεχόταν την πιθανότητα συμμετοχής των κομμουνιστών σε μια εργατοαγροτική ή εργατική κυβέρνηση, που δεν θα ήταν ακόμα δικτατορία του προλεταριάτου, παρά το γεγονός ότι δεν τις θεωρούσε ιστορικά αναπόφευκτη αφετηρία για τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Στη συνέχεια η ΚΔ, μέσα από μια αντιφατική πορεία εναλλαγών στη στάση της απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία, σταδιακά αδυνάτιζε το μέτωπο απέναντί της, αν και η τελευταία είχε καθαρά διαμορφωθεί ως αντεπαναστατική πολιτική δύναμη αστικής εξουσίας. Ενισχύονταν έτσι και οι δεξιές οπορτουνιστικές θέσεις στις γραμμές των κομμάτων της ΚΔ.
Στο Πρόγραμμα αναδεικνυόταν, σωστά, η λενινιστική ανάλυση ότι «η ανισομέρεια της οικονομικής και πολιτικής ανάπτυξης είναι απόλυτος νόμος του καπιταλισμού» και επομένως «από εδώ βγαίνει ότι είναι δυνατή η νίκη του σοσιαλισμού, στη αρχή σε μερικές, ακόμα και σε μια ξεχωριστή κεφαλαιοκρατική χώρα». Ομως, καθόρισε τρεις βασικούς τύπους επαναστάσεων στην πάλη για την παγκόσμια δικτατορία του προλεταριάτου, με κριτήριο τη θέση κάθε καπιταλιστικής χώρας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα: 1. Χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού, στις οποίες ήταν δυνατό το άμεσο πέρασμα στη δικτατορία του προλεταριάτου. 2. Χώρες με μέσο επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού, όπου δεν έχει ολοκληρωθεί ο αστικοδημοκρατικός μετασχηματισμός, στις οποίες θεωρούνταν δυνατό ένα λίγο – πολύ γρήγορο πέρασμα της αστικοδημοκρατικής επανάστασης σε σοσιαλιστική. 3. Χώρες αποικιακές ή μισοαποικιακές, στις οποίες το πέρασμα στη δικτατορία του προλεταριάτου προϋπέθετε ολόκληρη περίοδο για τη μετατροπή της αστικοδημοκρατικής επανάστασης σε σοσιαλιστική.Υποτιμήθηκαν ο διεθνής χαρακτήρας της εποχής του μονοπωλιακού καπιταλισμού και η όξυνση της βασικής αντίθεσης κεφαλαίου – εργασίας. Ακόμα, η ανάλυση της ΚΔ δεν προσανατολίστηκε από το αντικειμενικό γεγονός ότι η ανισόμετρη ανάπτυξη των καπιταλιστικών οικονομιών και οι ανισότιμες σχέσεις μεταξύ κρατών δεν μπορούν να καταργηθούν στο έδαφος του καπιταλισμού. Σε τελευταία ανάλυση, ο χαρακτήρας της επανάστασης σε κάθε καπιταλιστική χώρα καθορίζεται αντικειμενικά από τη βασική αντίθεση που καλείται να επιλύσει, ανεξάρτητα από τη σχετική μεταβολή της θέσης της κάθε χώρας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Από την όξυνση της βασικής αντίθεσης κεφαλαίου – εργασίας σε κάθε καπιταλιστική χώρα, στην εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού, προκύπτουν ο σοσιαλιστικός χαρακτήρας και τα καθήκοντα της επανάστασης.
Υποτιμήθηκε ο χαρακτήρας της εποχής ως εποχής περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό και η δυνατότητα των σοσιαλιστικών σχέσεων παραγωγής να δώσουν μεγάλη ώθηση, να απελευθερώσουν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, όπως αποδείχτηκε στη Σοβιετική Ενωση. Λαθεμένα ο ιμπεριαλισμός θεωρούνταν μορφή βίαιης εξωτερικής πολιτικής ορισμένων – των πιο ισχυρών – κρατών, ενώ στο ιμπεριαλιστικό σύστημα περιλαμβάνονταν δεκάδες χώρες (ο μονοπωλιακός καπιταλισμός είχε διαμορφωθεί και στην Κίνα, αλλά και στη Βραζιλία). Ταυτόχρονα, ο χαρακτηρισμός τους ως εξαρτημένων δεν έπαιρνε υπόψη τη διαπλοκή συμφερόντων ανάμεσα στην ξένη και την εγχώρια αστική τάξη.
Αλλο βασικό πρόβλημα ήταν ότι στο επαναστατικό προτσές κατέτασσε ισχυρές αστικές κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, που ήδη βρίσκονταν στην εξουσία, όπως στην Τουρκία, καθώς και τις αστικές τάξεις του Μαρόκου, της Συρίας κ.ά.
Το 6ο Προγραμματικό Συνέδριο της ΚΔ σωστά υπογράμμισε ότι «ο πόλεμος είναι αξεχώριστος από τον καπιταλισμό». Από αυτήν την επισήμανση προέκυπτε ότι η «κατάργηση του πολέμου δεν είναι δυνατή παρά με την κατάργηση του καπιταλισμού». Κάλεσε τους εργάτες «να μετατρέψουν τον πόλεμο», που απειλούσε να ξεσπάσει ανάμεσα στα ιμπεριαλιστικά κράτη, «σ’ εμφύλιο πόλεμο των προλετάριων ενάντια στην αστική τάξη, με σκοπό να εγκαθιδρύσουν τη δικτατορία του προλεταριάτου και το σοσιαλισμό».
Οσον αφορά στο χαρακτήρα του φασισμού, εκτιμούσε ότι αποτελεί μορφή της κεφαλαιοκρατικής ιμπεριαλιστικής αντίδρασης κάτω από ιδιαίτερες ιστορικές συνθήκες, «για να εξασφαλίσει μεγαλύτερη σταθερότητα (…) η κεφαλαιοκρατία είναι αναγκασμένη όλο και περισσότερο να περνά απ’ το κοινοβουλευτικό σύστημα προς την (…) φασιστική μέθοδο».Σχετικά με τη σοσιαλδημοκρατία εκτίμησε: «Παίζει συχνά στις πιο κρίσιμες για τον καπιταλισμό στιγμές, φασιστικό ρόλο. Στην πορεία της ανάπτυξής της η σοσιαλδημοκρατία εκδηλώνει φασιστικές τάσεις». Η παραπάνω εκτίμηση δεν ήταν σωστή. Η πραγματικότητα είναι ότι, απέναντι στη σοσιαλιστική επανάσταση, η σοσιαλδημοκρατία λειτουργούσε συγκυριακά πυροσβεστικά στην κρίση των φιλελεύθερων αστικών κυβερνήσεων και άφηνε έδαφος για την εναλλαγή τους με φασιστικές κυβερνήσεις.
Το 7ο Συνέδριο χαρακτήρισε τον επερχόμενο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ιμπεριαλιστικό, όμως ταυτόχρονα έδινε προτεραιότητα στην πολιτική συγκρότησης αντιφασιστικού μετώπου. Μάλιστα, καθόρισε ότι η ανάδειξη αντιφασιστικής κυβέρνησης αποτελούσε μορφή μετάβασης στην εργατική εξουσία.Αντικαταστάθηκε η εκτίμηση του 6ου Συνεδρίου για τον χαρακτήρα του φασισμού, με τη θέση ότι αυτός συνιστούσε «ανοικτή τρομοκρατική δικτατορία των πιο αντιδραστικών, των πιο σοβινιστικών, των πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου». Υιοθετήθηκε η προβληματική εκτίμηση ότι μέσα στα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα εκδηλωνόταν «πορεία επαναστατικοποίησης», που κατέληγε στην ανάγκη «συγχώνευσης των κομμουνιστικών και σοσιαλιστικών κομμάτων», με την προϋπόθεση ότι τα δεύτερα θα αναγνώριζαν την επαναστατική ανατροπή της αστικής κυριαρχίας, την ενότητα δράσης με τα ΚΚ, τη λειτουργία νέου κόμματος με βάση τον δημοκρατικό συγκεντρωτισμό. Το γεγονός ότι το 7ο Συνέδριο έθετε τις παραπάνω προϋποθέσεις, δεν αναιρούσε το ουσιαστικό: Οτι έτσι δημιουργούνταν αυταπάτες και πνεύμα συμφιλίωσης, σύγχυση και άμβλυνση του ιδεολογικοπολιτικού μετώπου κατά της σοσιαλδημοκρατίας και του οπορτουνισμού.
Μετά την εισβολή της φασιστικής Γερμανίας στην ΕΣΣΔ, η ΚΔ άλλαξε θέση για τον χαρακτήρα του πολέμου, προσδιορίζοντας αυτόν ως αντιφασιστικό και καθορίζοντας ότι «…το βασικό χτύπημα τώρα στρέφεται εναντίον του φασισμού…» και ότι «στο παρόν στάδιο δεν θα καλούμε σε ανατροπή του καπιταλισμού στις διάφορες χώρες, ούτε σε παγκόσμια επανάσταση (…) από αυτόν τον αγώνα δεν πρέπει να απωθούμε το τμήμα εκείνο της μικρής αστικής τάξης, της διανόησης και της αγροτιάς το οποίο τάσσεται ανοικτά υπέρ του εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος. Αντίθετα, πρέπει να τους κατακτούμε ως συμμάχους και οι κομμουνιστές να ενταχθούν σε αυτό το κίνημα ως καθοδηγητικός πυρήνας».
Αυτή η θέση υποτιμούσε ότι ο χαρακτήρας του πολέμου καθορίζεται από το ποια τάξη και για ποιον σκοπό διεξάγει τον πόλεμο, είτε είναι αρχικά και τη συγκεκριμένη στιγμή αμυνόμενη, είτε επιτιθέμενη. Η πάλη ενάντια στον φασισμό και για την απελευθέρωση από την ξενική κατοχή, για δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες, αποσυνδέθηκε από την πάλη ενάντια στο κεφάλαιο.Οι αντιφάσεις στη γραμμή της ΚΔ σχετικά με το χαρακτήρα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου επηρεάζονταν και από τις επιδιώξεις της εξωτερικής πολιτικής της ΕΣΣΔ και από την προσπάθεια υπεράσπισής της από έναν ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Ομως, σε κάθε περίπτωση, οι ανάγκες της εξωτερικής πολιτικής ενός σοσιαλιστικού κράτους δεν μπορεί να υποκαθιστούν την αναγκαιότητα της επαναστατικής στρατηγικής για κάθε καπιταλιστική χώρα. Η οριστική διασφάλιση, σε τελευταία ανάλυση, ενός σοσιαλιστικού κράτους κρίνεται από την παγκόσμια νίκη του σοσιαλισμού ή από την επικράτησή του σε μια ισχυρή ομάδα χωρών και επομένως από την πάλη για την επανάσταση σε κάθε χώρα.
Ο Ι. Β. Στάλιν αιτιολόγησε την αυτοδιάλυση, λέγοντας, ανάμεσα σε άλλα ότι «ξεσκεπάζει την ψευτιά των χιτλερικών ότι η “Μόσχα” δήθεν σκοπεύει να παρεμβαίνει στη ζωή των άλλων κρατών και να τα “μπολσεβικοποιήσει”».Η απόφαση αυτοδιάλυσης της ΚΔ ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τις αρχές που υπηρέτησαν την ίδρυσή της. Βρισκόταν σε αντίθεση με το πνεύμα και το γράμμα του Κομμουνιστικού Μανιφέστου, με την αρχή του Προλεταριακού Διεθνισμού, με την ανάγκη, μέσα σε οποιεσδήποτε συνθήκες, να υπάρχει ενιαία επαναστατική στρατηγική των Κομμουνιστικών Κομμάτων ενάντια στον διεθνή ιμπεριαλισμό.
Αποτελεί διαφορετικό ζήτημα η διερεύνηση της οργανωτικής μορφής που πρέπει να έχει η ενότητα του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, ο τρόπος λειτουργίας της και βεβαίως πάντα με προϋπόθεση τη διαμόρφωση ενιαίας επαναστατικής στρατηγικής.
Νέες πιο χαλαρές μορφές συντονισμού της δράσης του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος αποτέλεσαν στη συνέχεια οι διεθνείς διασκέψεις Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων, οι οποίες δεν διαμόρφωσαν προϋποθέσεις ενιαίας επαναστατικής στρατηγικής απέναντι στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Το Α΄ Εθνικό Συμβούλιο του ΣΕΚΕ (31 Μάη – 5 Ιούνη 1919) αποκήρυξε την οπορτουνιστική γραμμή της Β΄ Διεθνούς και έδωσε εντολή στην ΚΕ να ξεκινήσει η προετοιμασία για την προσχώρηση του Κόμματος στην Κομμουνιστική Διεθνή.
Το ΣΕΚΕ, με εκπρόσωπο τον Δημοσθένη Λιγδόπουλο, συμμετείχε τον Γενάρη του 1920 στην ίδρυση της Βαλκανικής Κομμουνιστικής Ομοσπονδίας (ΒΚΟ).
Το 2ο Συνέδριο του ΣΕΚΕ (18 – 25 Απρίλη 1920) αποφάσισε την προσχώρηση του Κόμματος στην ΚΔ, αποδεχόμενο τις αρχές και τα ψηφίσματά της. Αποφάσισε ακόμα την προσθήκη στο όνομα του Κόμματος του όρου «Κομμουνιστικό», γεγονός που αντανακλούσε τις νέες επεξεργασίες στρατηγικής και συνδεόταν με την πρόθεση σύνδεσης με την ΚΔ.
Ακολούθησε περίοδος εσωκομματικής διαπάλης με τις δυνάμεις που εξέφραζαν τη δεξιά παρέκκλιση μέσα στο Κόμμα και αμφισβητούσαν την επαναστατική στρατηγική της ΚΔ, στο όνομα των «εθνικών ιδιομορφιών».
Τελικά, το 3ο Εκτακτο Συνέδριο του ΣΕΚΕ (Κ) (26 Νοέμβρη – 3 Δεκέμβρη 1924) αποφάσισε τη ρητή αποδοχή των Αποφάσεων της ΚΔ και της ΒΚΟ και τη μετονομασία του Κόμματος σε Κομμουνιστικό Κόμμα της Ελλάδας (Ελληνικό Τμήμα της Κομμουνιστικής Διεθνούς).
Το ΚΚΕ δέχτηκε μεγάλη βοήθεια από την ΚΔ. Ταυτόχρονα, η ιδεολογικοπολιτική ωρίμανσή του συνδεόταν αναπόφευκτα με την πορεία του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, αφού η ΚΔ λειτουργούσε ως παγκόσμιο κόμμα.
Οι συνεχείς αλλαγές – διαφοροποιήσεις στη γραμμή της ΚΔ (π.χ. για το περιεχόμενο της εργατοαγροτικής κυβέρνησης), η προβληματικότητα βασικών θέσεων και επεξεργασιών της (π.χ. η στρατηγική της «αριστερής δημοκρατίας» και η κατηγοριοποίηση των χωρών στο 6ο Συνέδριο), επέδρασαν αρνητικά στη διαμόρφωση της στρατηγικής του.
Η όποια κριτική στην ΚΔ είναι μέρος της αυτοκριτικής του ΚΚΕ, δεν μηδενίζει την Ιστορία και τη συνεισφορά της, δεν αναιρεί και την ευθύνη κάθε κόμματος – τμήματός της απέναντι στο εργατικό – λαϊκό κίνημα της χώρας του και διεθνώς.
Η αναγκαιότητα διεθνούς οργάνωσης του επαναστατικού εργατικού κινήματος πηγάζει από τον διεθνή χαρακτήρα της ταξικής πάλης. Το ζήτημα της ιδεολογικής ενότητας και της επαναστατικής στρατηγικής είναι καθήκον και του κάθε ΚΚ, ενώ ο βαθμός προώθησής της είναι το μεγάλο ζητούμενο και στις μέρες μας.
Το 20ό Συνέδριο του ΚΚΕ (30 Μάρτη – 2 Απρίλη 2017) επιβεβαίωσε «ότι η ανασυγκρότηση και ανάπτυξη του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος αποτελούν μόνιμο, σταθερό καθήκον του Κόμματός μας», που «πηγάζει από τον παγκόσμιο χαρακτήρα της ταξικής πάλης». Οτι «το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα βρίσκεται σε υποχώρηση, δυσκολεύεται να αντιδράσει στην επίθεση του ταξικού αντιπάλου, η οποία γίνεται όχι μόνο με κατασταλτικά αλλά και με ιδεολογικά – πολιτικά μέσα, με την επίδραση του οπορτουνισμού». Το ΚΚΕ αναπτύσσει πρωτοβουλίες, για να διαμορφωθούν οι όροι που θα δώσουν ώθηση στην υιοθέτηση κοινής στρατηγικής των Κομμουνιστικών Κομμάτων μέσα από διάφορες πρόσφορες μορφές, π.χ. την Ευρωπαϊκή Κομμουνιστική Πρωτοβουλία, τη «Διεθνή Κομμουνιστική Επιθεώρηση», ενώ παραμένει για το Κόμμα μας ο στόχος της συγκρότησης ενός μαρξιστικού – λενινιστικού πόλου στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα. Το ΚΚΕ έχει επίγνωση ότι «η διαδικασία της επαναστατικής ανασυγκρότησης θα είναι αργόσυρτη, βασανιστική, ευάλωτη, θα στηριχτεί στην κατάκτηση της ικανότητας των Κομμουνιστικών Κομμάτων να δυναμώνουν ολόπλευρα στη χώρα τους ιδεολογικοπολιτικά και οργανωτικά. Ξεπερνώντας λαθεμένες θέσεις που κυριάρχησαν στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα τις προηγούμενες δεκαετίες και αναπαράγονται με διάφορες μορφές σήμερα. Χτίζοντας γερές βάσεις στην εργατική τάξη, σε στρατηγικούς κλάδους της οικονομίας, ενισχύοντας την παρέμβασή τους στο εργατικό – λαϊκό κίνημα», θα δυναμώσει το κάθε ΚΚ, θα συνδυάσει την επαναστατική δράση με την επαναστατική θεωρία.
Παραμένει επίκαιρο το σύνθημα του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου»: «Προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!»
Η ΚΕ του ΚΚΕ
26/02/2019