11 Φλεβάρη 1934: Η Καβάλα εκλέγει τον πρώτο κομμουνιστή Δήμαρχο στην Ελλάδα
Οι δημοτικές εκλογές του 1934 υπήρξαν οι πιο πολωμένες στη μεταπολεμική ιστορία της πόλης. Όντας αντιμέτωπα με το ενδεχόμενο εκλογής κομμουνιστή δημάρχου, τα δύο μεγάλα αστικά κόμματα των Φιλελευθέρων και των Λαϊκών αποφάσισαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους πίσω από έναν κοινό υποψήφιο. Το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν ένας θρίαμβος για το Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο έλαβε πάνω από το 50% των ψήφων. Το υψηλότερο εκλογικό ποσοστό του στην πόλη έως τότε.
Σαν σήμερα, στις 11 Φλεβάρη του 1934, διεξήχθησαν οι Δημοτικές Εκλογές στη χώρα, που ανέδειξαν τον πρώτο κομμουνιστή δήμαρχο, το Μήτσο Παρτσαλίδη στην Καβάλα, με το ισχυρό καπνεργατικό κίνημα. Με αφορμή αυτήν την επέτειο, αντιγράφουμε ένα απόσπασμα από την πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη του Αναστάση Γκίκα “Ρήξη και ενσωμάτωση – Συμβολή στην Ιστορία του εργατικού-κομμουνιστικού κινήματος του Μεσοπολέμου (1918-1936)”, από τις Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, που έχει αφιερώσει ένα ειδικό κεφάλαιο στην περίπτωση της Καβάλας και αποτυπώνει γλαφυρά το κλίμα της εποχής.
Παρά την ένταση και έκταση του αντικομμουνισμού, παρά την πληθώρα των κατασταλτικών μεθόδων που επιστρατεύθηκαν από τις Αρχές (τοπικές, περιφερειακές και εθνικές), η ανοδική πορεία του Κομμουνιστικού Κόμματος δεν κατέστη εφικτό να ανακοπεί. Τουναντίον, καθώς πλησίαζαν οι τοπικές εκλογές του 1934, το ενδεχόμενο μιας κομμουνιστικής πλειοψηφίας φάνταζε όλο και πιο αναπόφευκτο.
Οι δημοτικές εκλογές του 1934 υπήρξαν οι πιο πολωμένες στη μεταπολεμική ιστορία της πόλης. Όντας αντιμέτωπα με το ενδεχόμενο εκλογής κομμουνιστή δημάρχου, τα δύο μεγάλα αστικά κόμματα των Φιλελευθέρων και των Λαϊκών αποφάσισαν να ενώσουν τις δυνάμεις τους πίσω από έναν κοινό υποψήφιο. Η εφημερίδα Ταχυδρόμος έγραφε στις 21.5.1933: “Κατόπιν των αποτελεσμάτων των τελευταίων βουλευτικών εκλογών κατά τας οποίας το ήμισυ των ψηφοφόρων της πόλεώς μας εψήφισαν το ψηφοδέλτιον του Ενιαίου Μετώπου (κομμουνιστών), τα διάφορα αστικά κόμματα, διά να αντιμετωπισθεί η ενδεχόμενη εκλογή κομμουνιστού υποψηφίου, προσεπάθησαν να επιτευχθεί η υπόδειξις κοινού υποψηφίου όλων των κομμάτων”. Στον ίδιο τόνο, τα Πρωινά Νέα, “στρατευμένα” και αυτά στον κοινό αγώνα, εξήραν τον “αλτρουισμό” των αστικών κομμάτων που κατάφεραν να παραμερίσουν τις μεταξύ τους διαφορές προκειμένου να σωθεί η πόλη από την ηθική και πολιτική “κατάπτωση” του κομμουνισμού: “Είναι προφανές ότι ο κίνδυνος αυτός ήνωσε δύο κόσμους πολιτικώς αντίθετους, διότι μόνον διά της ενώσεως αυτής αποσοβείται ο κίνδυνος του να παρουσιασθεί η Καβάλ των ευγενών και δημοκρατικών ιδεωδών ως αναρχούμενη και μπολσεβικοκρατούμενη”.
Τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων γέμισαν με τίτλους όπως “Προτιμήσατε μεταξύ αστισμού και κομμουνισμού!” Από την άλλη μεριά, ο Ριζοσπάστης πρόβαλλε την αντιπαράθεση των δύο εκλογικών μλπλοκ ως μια αναγωγή της ταξικής πάλης στο επίπεδο των τοπικών εκλογών. Ως μια μάχη, όπου αντιμέτωποι βρίσκονταν οι εκπρόσωποι της εργατικής τάξης με τους εκπροσώπους της αστικής. Η ταξική αυτή διαφοροποίηση αποτυπωνόταν και στην κοινωνική σύνθεση των συνδυασμών των δύο αντίπαλων παρατάξεων. Ακολούθως, ο “συνδυασμός των εθνικών μας κομμάτων” περιελάμβανε 28 άτομα, εκ των οποίων οι τέσσερις ήταν καπνέμποροι, τέσσερις δραστηριοποιούνταν στο χώρο του εμπορίου, δύο ήταν κτηματίες, ενώ οι υπόλοιποι ασκούσαν διάφορα “ευυπόληπτα” επαγγέλματα (δικηγόροι, γιατροί κλπ). Κανείς απολύτως δεν προερχόταν από τα φτωχά λαϊκά στρώματα. Κανείς δεν ήταν απλός εργάτης ή αγρότης. Σε αντίθεση, ο εκλογικός συνδυασμός του Ενιαίου Μετώπου (ΚΚΕ) αποτελούνταν στην πλειοψηφία του από καπνεργάτες, τρεις εκ των οποίων μάλιστα ήταν εξόριστοι λόγω της συνδικαλιστικής τους δράσης.
Το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν ένας θρίαμβος για το Κομμουνιστικό Κόμμα, το οποίο έλαβε πάνω από το 50% των ψήφων. Το υψηλότερο εκλογικό ποσοστό του στην πόλη έως τότε. Συγκεκριμένα, στις δημοτικές εκλογές του Φλεβάρη του 1934 έλαβαν: Ο υποψήφιος δήμαρχος του ενιαίου συνδυασμού Φιλελευθέρων και Λαϊκών, Κ. Τερμεντζής, 2.110 ψήφους ή 28,14%. Ο φερόμενος ως “ανεξάρτητος” υποψήφιος προερχόμενος από το Κόμμα των Φιλελευθέρων, Α. Νικολαΐδης, 1.609 ψήφους ή 21,45%. Ενώ ο υποψήφιος του Ενιαίου Μετώπου, Μ. Παρτσαλίδης, 3.781 ψήφους ή 50,41%.
Η πρώτη συνεδρίαση του “κόκκινου” Δημοτικού Συμβουλίου πραγματοποιήθηκε ανοικτών των θυρών, με τους εργάτες να κατακλύζουν κυριολεκτικά την αίθουσα. Οι αλλαγές στο χαρακτήρα και τη νοοτροπία της εκλεγείσας Αρχής καταγράφηκαν από τον ανταποκριτή του Ταχυδρόμου, ο οποίος δεν παρέλειψε να επισημάνει πως ακόμα και οι σύμβουλοι της μειοψηφίας “διεπίστωσαν ότι μαζί με τα πρόσωπα άλλαξαν και οι μέθοδοι της διοίκησης… Πότε αφίχθησαν οι σύμβουλοι της πλειοψηφίας δεν ηδυνήθημεν να το εξακριβώσωμεν. Λόγω της εργατικής τους εμφανίσεως δεν εγένετο αισθητή η εμφάνισίς των. Και μόνο όταν κατέλαβον με την έναρξιν της συνεδριάσεωνς τας θέσεις των, προέβημεν εις την… αναγνώρισίν των !”
Πρώτο θέμα στην ατζέντα: Η χορήγηση στους ανέργους επιδόματος ύψους 200.000 δραχμών. Οι αντιδράσεις της “αστικής” αντιπολίτευσης, αν και μετρημένες, δεν επέτρεψαν την υπερψήφιση του μέτρου. Και αυτό γιατί η “κόκκινη” πλειοψηφία βρισκόταν ουσιαστικά στη μειοψηφία: 2 από τους νεοεκλογέντες κομμουνιστές δημοτικούς συμβούλους δε μετείχαν στην ψηφοφορία γιατί ήταν εξόριστοι. Τελικά -και υπό την πίεση των εργαζομένων που παρευρίσκονταν στην αίθουσα- οι σύμβουλοι της “μειοψηφίας” αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν, συμφωνώντας στη χορήγηση τουλάχιστον του ποσού των 150.000 δραχμών. Η κατάκτηση αυτή υπέρ των εργαζομένων και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, τα οποία δοκιμάζονταν έντονα από την ανεργία και την ανέχεια, δεν ήταν η μόνη που πέτυχε η “κόκκινη” δημαρχία στη σύντομη διάρκεια της θητείας της. Ανάμεσα στα μέτρα που ελήφθησαν σχεδόν από την επομένη της ανάληψης των καθηκόντων της περιλαμβάνονταν: Δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη (που έως τότε χορηγούνταν επί πληρωμή), αγορά φαρμάκων με έξοδα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης για τους μη έχοντες, άμεση μεταγραφή των απόρων της πόλης ώστε να τους δοθεί ειδικό επίδομα κ.ά.
Στην εισηγητική του έκθεση πάνω στο πρόγραμμα της νεοεκλεγείσας Αρχής, ο επικεφαλής της Μ. Παρτσαλίδης τόνισε τις διαφορές που διέκριναν την “κόκκινη” παράταξη σε σχέση με την απερχόμενη (αστική):
“Σύντροφοι!
Ψηφίζοντάς μας, μας εστείλατε να εφαρμόσουμε το πρόγραμμα των σκλάβων του κεφαλαίου. Πριν μπω στην εξέτασή του, στις γενικές γραμμές του, πρέπει να πω ποιο ήταν το αστικό πρόγραμμα:
Εις τον προϋπολογισμόν αναγράφονται ως έσοδα εξ άμεσων φόρων 1.100.000 περίπου Πόσα νομίζετε εισεπράχθησαν διά φόρου καθαράς προσόδου από όλας τας εν τη πόλει μας εμπορικάς και βιομηχανικάς επιχειρήσεις, δηλαδή τράπεζας, καπνεμπορικάς εταιρίας κλπ; Μόνον 50.000. Και επειδή ο δήμος εισπράττει το 20% από το δημόσιον φόρον, όλαι αι επιχειρήσεις επλήρωσαν διά φόρον 250.000 μόνο εις το Δημόσιον, ενώ μόνον οι υπάλληλοι του Δήμου κατέβαλαν διά τον ίδιον φορον δρχ 70.000. Ομοίως ο Δήμος εισέπραξεν κατά τον ίδιον προϋπολογισμόν 7.000.000 περίπου από έμμεσους φόρους, που όπως ξέρουμε επιβαρύνουν τα είδη της μεγάλης καταναλώσεως, δηλαδή τον εργαζόμενο λαό. Και ενώ οι εργαζόμενοι επλήρωσαν ένα τόσο τεράστιον ποσόν, ο Δήμος δε διέθεσε ούτε μια πεντάρα κατά την παρελθούσαν χρήσιν διά τους πεινασμένους εργάτας. Αυτή είναι εν γενικές γραμμές η δημοτική πολιτική των προκατόχων μας.
Ημείς όμως, οι εκπρόσωποι των εργαζομένων, θα εφαρμόσωμεν ένα πρόγραμμα εντελώς αντίθετον με το μέχρι σήμερα εφαρμοζόμενον. Πρώτον και κύριον μέλημά μας θα είναι η οργάνωσις συσσιτίων δια τους πεινασμένους. Δεύτερον η εφαρμογή μιας ευρυτέρας υγειονομικής περιθάλψεως που θα περιλαμβάνει τας ανάγκας όλου του εργαζόμενου κόσμου. Θα κατασκευάσωμεν δρόμους και υπονόμους εις τας συνοικίας και θα επισκευάσωμεν όλους τους κατεστραμμένους τοιούτους… Θα επεκταθεί το Νοσοκομείον, θα ιδρυθούν Παιδικοί Σταθμοί και όλα αυτά, δια να γίνουν, πρέπει να τα πληρώσει το κεφάλαιον και ο κρατικός προϋπολογισμός…”
Σε “μια συνέντευξη με τον κόκκινον δήμαρχον”, η οποία προλογιζόταν με τη δήλωση του Μ. Παρτσαλίδη πως το “δημαρχείον θα είναι το πραγματικό σπίτι του λαού και όχι το ενδιαίτημα των ολίγων ισχυρών”, ο ανταποκριτής της εφημερίδας Ελεύθερος Κήρυξ έγραψε: “Επιβάλλεται ακόμη να ομολογήσω ότι, την πρώτην φοράν που τον είδα, μου εφάνη ένας άνθρωπος κοινός, κοινότατος. Όταν ωμίλησαν για δεύτερη, για τρίτη φορά μαζί του και τον εψυχολόγησα τρεις φορές εις το εδώλιον του κατηγορουμένου, εβεβαιώθην ότι αξίζει για εκατό από τους προκατόχους του και εις μόρφωσιν και εις αντίληψιν, με τη διαφοράν πάντοτε των πολιτικών και καθεστωτικών του επιδιώξεων, αίτινες εις τον υποφαινόμενον, μην έχοντα ούτε τράπεζαν, ούτε βαπόρια, ούτε τσιφλίκια δε, είναι αρεστοί”.