Άουσβιτς: «Ολόκληρη η αλήθεια είναι πολύ πιο τραγική, πολύ πιο φρικτή»
«Κανείς δεν μπορεί να βάλει με το νου του τι ακριβώς συνέβη … Όλα αυτά μπορούν να μεταφερθούν μονάχα από έναν από μας, … κάποιον από τη μικρή δική μας ομάδα, από τον κύκλο μας, με την προϋπόθεση ότι κάποιος θα έχει την τύχη να επιζήσει … αυτή δεν είναι ακόμη η πλήρης αλήθεια.»
«Κανείς δεν μπορεί να βάλει με το νου του τι ακριβώς συνέβη … Όλα αυτά μπορούν να μεταφερθούν μονάχα από έναν από μας, … κάποιον από τη μικρή δική μας ομάδα, από τον κύκλο μας, με την προϋπόθεση ότι κάποιος θα έχει την τύχη να επιζήσει … αυτή δεν είναι ακόμη η πλήρης αλήθεια. Ολόκληρη η αλήθεια είναι πολύ πιο τραγική, πολύ πιο φρικτή.»1
Από το χειρόγραφο-μαρτυρία που ανακαλύφτηκε το 1961, θαμμένο στον χώρο του κρεματορίου ΙΙΙ του Άουσβιτς. Συντάκτης του ο Zelman Lewental, μέλος των Ζοντερκομμάντο. Δεν επέζησε.
Πριν από λίγες ημέρες τιμήθηκε η 78η επέτειος της απελευθέρωσης του Άουσβιτς (Auschwitz) από τα Σοβιετικά στρατεύματα. Τα χαράματα της 27ης Ιανουαρίου 1945, οι δυνάμεις της εμπροσθοφυλακής της 100ης μεραρχίας πεζικού της 60ης Στρατιάς του 1ου Ουκρανικού Μετώπου προσέγγισαν ταυτόχρονα το στρατόπεδο του Μόνοβιτς (Monowitz ή στρατόπεδο Άουσβιτς-ΙΙΙ) και το κέντρο της πόλης του Άουσβιτς. Το απόγευμα της ίδιας ημέρας τμήματα του Κόκκινου Στρατού εισέρχονταν στο στρατόπεδο του Μπίρκεναου (Birkenau ή στρατόπεδο Άουσβιτς-ΙΙ). Η απελευθέρωση της πόλης του Άουσβιτς και των στρατοπέδων είχε ως τίμημα 231 νεκρούς Σοβιετικούς στρατιώτες, μεταξύ αυτών και του διοικητή του 472ου Συντάγματος.
Ήδη από το Νοέμβριο του 1944, με επικείμενη τη γενική υποχώρηση του Γερμανικού Στρατού από τα Πολωνικά εδάφη, σταμάτησαν οι εκτελέσεις στους θαλάμους αερίων, ενώ στη συνέχεια διατάχτηκε το γκρέμισμα των κρεματορίων και η πλήρης καταστροφή των θαλάμων αερίων. Η ανατίναξη του τελευταίου κρεματορίου έγινε την παραμονή της κατάληψης του στρατοπέδου από τα σοβιετικά στρατεύματα. Τον Δεκέμβριο του 1944 ενεργοποιείται σχετική διαταγή που αφορούσε την καταστροφή όλων των ενοχοποιητικών αρχείων και εγγράφων που φυλάσσονται στο στρατόπεδο. Παράλληλα, οργανώνεται μια μεγάλη επιχείρηση μεταφοράς στα μετόπισθεν του αποθηκευμένου υλικού που προερχόταν από τη λεηλασία των προσωπικών αντικειμένων των εκτοπισμένων.
Εξαιτίας του πανικού που επικρατούσε στις τάξεις των SS πριν την αποχώρηση τους, έγινε κατορθωτό να διασωθεί ένα μέρος των αρχείων του στρατοπέδου από κρατούμενους που είχαν αντιληφθεί τη μεγάλη αξία και σπουδαιότητά του.
Βιομηχανία θανάτου
Με πιο πιθανή ημερομηνία την 5η Σεπτέμβρη 1941 πραγματοποιείται η πρώτη μαζική εκτέλεση κρατουμένων σε έναν πρόχειρα διαμορφωμένο χώρο ως θαλάμου αερίων. Πρόκειται για μια πρόβα με θύματα 900 περίπου κρατούμενους, μεταξύ των οποίων πολλοί Σοβιετικοί αιχμάλωτοι και άλλοι, οι οποίοι κρίθηκαν ανίκανοι για εργασία 2. Η θανάτωσή τους αποτελεί το πρώτο πείραμα λειτουργίας των θαλάμων αερίων στο Άουσβιτς με χρήση του παρασιτοκτόνου Zyklon B (εμπορική ονομασία του πρωσσικού οξέος). Το Zyklon B παραγόταν από την εταιρεία Degesch (Γερμανική εταιρεία παρασιτοκτόνων) η οποία συνεργαζόταν με την IG Farben. Την κυκλοφορία του προϊόντος είχε αναλάβει μία άλλη συνεργαζόμενη εταιρεία, η Tesch & Stabenow, υπάλληλοι, μάλιστα, της οποίας πήραν ενεργό μέρος στις πρώτες εκτελέσεις, με σκοπό την εκπαίδευση ανδρών των SS στη χρήση του Zyklon B. Κατόπιν τούτου, οι εκπαιδευμένοι SS εντάχθηκαν σε μία ομάδα που έφερε επισήμως το όνομα «απολυμαντές», όρος πλασμένος με βάση τα στερεότυπα της ναζιστικής ρατσιστικής ιδεολογίας και προπαγάνδας.
Η συστηματική επιχείρηση για την εξόντωση των εκτοπισμένων Εβραίων στο Άουσβιτς ξεκίνησε στις αρχές του 1943 3. Το Άουσβιτς μετατράπηκε με ταχείς ρυθμούς στην κύρια τοποθεσία μαζικού αφανισμού των Εβραίων, προερχόμενων από όλη την κατεχόμενη Ευρώπη και από την Πολωνία, έπειτα από την οριστική διακοπή της λειτουργίας των στρατοπέδων εξόντωσης στο Belzec, στο Sobibor και στην Treblinka, όπου έχασαν τη ζωή τους περισσότερα από δύο εκατομμύρια Εβραίοι. Όσον αφορά τα δύο τελευταία στρατόπεδα, η απόφαση για το κλείσιμό τους επισπεύστηκε έπειτα από τις εξεγέρσεις των κρατουμένων που ξέσπασαν στις 14 Αυγούστου και την 1 Οκτωβρίου του 1942, αντίστοιχα.
Εκτιμάται ότι από κάθε αμαξοστοιχία που έφτανε στο Άουσβιτς, περίπου το 80% των επιβαινόντων Εβραίων έβρισκε τον θάνατο αμέσως μετά την «επιλογή» στην αποβάθρα. Κανείς από όσους στέλνονταν στους θαλάμους αερίων δεν εγγραφόταν στα μητρώα κρατουμένων του στρατοπέδου. Κάθε «φορτίο» είχε ένα συνοδευτικό έγγραφο στο οποίο αναφερόταν ο αριθμός των εκτοπισμένων. Με αφαίρεση του αριθμού όσων τελικά στέλνονταν στο στρατόπεδο προκύπτει (προσεγγιστικά) ο αριθμός των νεκρών.
Χάρη σε ένα σχετικά απλό σύστημα αρίθμησης και καταχώρησης των κρατουμένων που ακολουθούσε η διοίκηση του συγκεκριμένου ναζιστικού στρατοπέδου εξόντωσης, συγκέντρωσης και εργασίας, και λόγω του γεγονότος ότι δεν παρατηρήθηκε στο Άουσβιτς το φαινόμενο διπλοεγγραφών, που θα είχε ως συνέπεια την απόδοση των αριθμών των νεκρών κρατουμένων σε νεοεισερχόμενους, έχει γίνει δυνατή μία ασφαλής και έγκυρη εκτίμηση σχετικά με τον συνολικό αριθμό των κρατουμένων στο Άουσβιτς. Ο αριθμός ανέρχεται σε λίγο περισσότερους από 400 χιλ., εκ των οποίων 268 χιλ. άνδρες και 132 χιλ. γυναίκες, περίπου. Η εκτιμήσεις σχετικά με την εθνικότητα των κρατουμένων είναι οι εξής: 205 χιλ. Εβραίοι, 130-140 χιλ. Πολωνοί, 21 χιλ. Τσιγγάνοι, 12 χιλ. Σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου και 25 χιλ. άλλων εθνικοτήτων (Λευκορώσσοι, Τσέχοι, Γιουγκοσλάβοι, Γάλλοι, Γερμανοί, Αυστριακοί, Έλληνες κ.ά.) 4.
Το χαρακτηριστικό σημείο αναγνώρισης των κρατουμένων ήταν ο αριθμός τους, αποτυπωμένος στην συντριπτική πλειοψηφία τους με τατουάζ. Τον πρώτο καιρό, η μέθοδος που ακολουθούσαν οι SS για να κάνουν το τατουάζ ήταν η χρήση ενός είδους «σφραγίδας» που είχε προεξέχοντα μεταλλικά ελάσματα βουτηγμένα σε μελάνι, την οποία έμπηγαν στο στήθος των κρατουμένων. Με τον καιρό, ο τρόπος έγινε απλούστερος και λιγότερο επώδυνος, και το τατουάζ γινόταν στο αντιβράχιο του αριστερού χεριού των κρατουμένων. Οι Γερμανοί (μη-Εβραίοι) κρατούμενοι δεν υποβάλλονταν σε τατουάζ και δεν είχαν ξυρισμένα κεφάλια, ενώ παράλληλα τους δίνονταν καλύτερα και ζεστότερα ρούχα καθώς και μεγαλύτερη ποσότητα τροφής, Είχαν, δε, το δικαίωμα να λαμβάνουν δέματα από τους συγγενείς τους, διευκόλυνση που μετά το 1942 επεκτάθηκε και στους Πολωνούς (μη Εβραίους) κρατούμενους.
Όλα αυτά αποτελούσαν κάποια από τα δομικά στοιχεία που συγκροτούσαν το πυραμιδωτό καθεστώς ιεραρχίας που οι SS είχαν σχεδιάσει προσεκτικά και επιβάλει στους κρατούμενους. Οι κρατούμενοι διαχωρίζονταν ανάλογα με τη εθνικότητα, το θρήσκευμα και τον λόγο για τον οποίον είχαν σταλεί στο στρατόπεδο. Στην κορυφή της πυραμίδας βρίσκονταν οι Γερμανοί και οι Αυστριακοί κρατούμενοι. Έπειτα ακολουθούσαν οι υπόλοιποι. Τελευταίοι στην κλίμακα των δικαιωμάτων και στις ελπίδες για επιβίωση βρίσκονταν οι Σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου και οι Εβραίοι.
Έχει γίνει συχνά λόγος για την περιορισμένη έκταση που είχε η αντίδραση και γενικά η αντίσταση από τη μεριά των κρατουμένων απέναντι στη βία και την κακομεταχείριση που αντιμετώπιζαν. Θα πρέπει όμως να σημειωθεί ότι οποιαδήποτε μορφή αλληλεγγύης και αλληλοβοήθειας μεταξύ των κρατουμένων απαγορευόταν και επιπλέον τιμωρούνταν σκληρά και ανελέητα.
Ο μέσος αριθμός προσωπικού των SS στο Auschwitz δεν ήταν εξαιρετικά μεγάλος. Τρεις περίπου χιλιάδες οπλισμένοι στρατιώτες και προσωπικό των SS και των διαφόρων συνεργατών τους ήταν επιφορτισμένοι με τη φύλαξη κατά μέσον όρο εκατό χιλιάδων περίπου κρατουμένων. Σημαντικό ρόλο στη φρούρηση των στρατοπέδων είχε ο τρόπος κατασκευής τους, η συνεχής κυκλοφορία περιπόλων και τα πολλαπλά περιμετρικά (και ηλεκτροφόρα) συρματοπλέγματα. Έπειτα, πρέπει να αναλογιστεί κανείς ότι ο πολυεθνικός πληθυσμός των κρατουμένων χαρακτηριζόταν από εθνικές, θρησκευτικές και πολιτικές διαφοροποιήσεις που αντικειμενικά αποτελούσαν εμπόδιο για την επικοινωνία, πόσο μάλλον για την επίδειξη αλληλεγγύης και ακόμη περισσότερο για την οργάνωση συλλογικής αντίδρασης. Πρέπει να τονισθεί, επίσης, ότι οι έγκλειστοι στη μεγάλη πλειοψηφία τους, υπέφεραν από την πείνα και τις αρρώστιες, και ήταν τόσο αδύναμοι και αποκαμωμένοι ώστε πρώτο μέλημά τους είχε γίνει η ατομική επιβίωση.
Ακόμη, η διοίκηση του στρατοπέδου εφάρμοζε εξαιρετικά σκληρά μέτρα απέναντι σε οποιαδήποτε απόδραση ή σχετική απόπειρα. Ως αντίποινα, δέκα και πλέον κρατούμενοι από την ομάδα εργασίας ή τον θάλαμο του δραπέτη οδηγούνταν προς παραδειγματική εκτέλεση, αφού πριν υποβάλλονταν δημόσια σε βασανιστήρια. Το μέτρο αυτό εφαρμοζόταν συστηματικά μέχρι τα τέλη του 1942.
Τον Ιούλιο του 1940 σημειώθηκε η πρώτη απόδραση, όταν ο Πολωνός κρατούμενος Tadeusz Wiejowski κατάφερε να δραπετεύσει. Οι SS, υποπτευόμενοι ότι οι Πολωνοί χωρικοί των γύρω περιοχών συνέδραμαν την προσπάθεια του δραπέτη, προχώρησαν σε σκληρά αντίποινα εναντίον τους. Κατεδάφισαν τα σπίτια τους και έστειλαν τους χωρικούς σε καταναγκαστικά έργα στη Γερμανία 5.
Ο συνολικός αριθμός αποδράσεων κατά τη συνολική διάρκεια της λειτουργίας του στρατοπέδου ανέρχεται σε 802 (757 άνδρες και 45 γυναίκες). Από τους δραπέτες, 144 κατάφεραν τελικά να διαφύγουν και να σωθούν.
Παρόλες τις απάνθρωπες συνθήκες βίας και τρομοκρατίας, είχε εντούτοις επιτευχθεί η σύσταση της Ομάδας Αντίστασης κρατουμένων του Άουσβιτς (Kampfgruppe Άουσβιτς), που ήταν αποτελούμενη κυρίως από Αυστριακούς και Γερμανούς κρατούμενους, χάρη στη δράση της οποίας ένας μεγάλος αριθμός αναφορών (350 περίπου) που περιελάμβαναν στοιχεία σχετικά με την κατάσταση στο στρατόπεδο, τον αριθμό των νεκρών, το ποσοστό θνησιμότητας μεταξύ των κρατουμένων κλπ διοχετεύτηκαν σε οργανώσεις της Πολωνικής Αντίστασης. Οι πληροφορίες αυτές υπεξαιρέθηκαν και συλλέχθηκαν από κρατούμενους, οι οποίοι, λόγω των αρμοδιοτήτων που τους είχαν ανατεθεί σε διάφορες θέσεις της γραφειοκρατίας του στρατοπέδου, ήταν σε θέση να έχουν πρόσβαση στα σχετικά αρχεία. Μάλιστα, κάποια στιγμή έγινε δυνατή ακόμη και η φυγάδευση αντιγράφων από τα αρχιτεκτονικά σχέδια των κρεματορίων και των θαλάμων αερίων 6.
Η εκτίμηση στην οποία έχει καταλήξει η ιστορική έρευνα για τον συνολικό αριθμό των ανθρώπων, ανδρών, γυναικών και παιδιών, που στάλθηκαν στο Άουσβιτς ανέρχεται σε 1.3 εκ. περίπου. Επιβίωσαν μόνο 223 χιλιάδες. Οι υπόλοιποι, 1.1 εκ., βρήκαν τον θάνατο στο στρατόπεδο, εκ των οποίων 960 χιλ. ήταν Εβραίοι, 70-75 χιλ. Πολωνοί, 21 χιλ. Τσιγγάνοι, 15 χιλ. Σοβιετικοί αιχμάλωτοι πολέμου και 10-15 χιλ. διαφόρων άλλων εθνικοτήτων 7. Στο διάστημα μεταξύ Μαρτίου 1943 και Αυγούστου 1944, στα μητρώα του στρατοπέδου καταγράφηκαν 12757 Έλληνες Εβραίοι, άνδρες και γυναίκες, εκ των οποίων στα τέλη Αυγούστου 1944 παρέμεναν ακόμη ζωντανοί μόνο 1838. Ακόμα λιγότεροι όμως επιβίωσαν τους κατοπινούς μήνες της αιχμαλωσίας.
Sonderkommando
Στην ομάδα κρατουμένων των Ζοντερκομμάντο (Sonderkommando) είχε επιβληθεί το φρικιαστικό καθήκον να αδειάζουν τους θαλάμους αερίων από τα πτώματα, να κόβουν τα μαλλιά των γυναικών και να ψάχνουν ανάμεσα στους νεκρούς για να ανακαλύψουν δακτυλίδια, βέρες, σκουλαρίκια και χρυσά δόντια. Στη συνέχεια μετέφεραν τις σορούς στα κρεματόρια. Αφού καθάριζαν και έπλεναν τον θάλαμο, τον ετοίμαζαν για την επόμενη μαζική εκτέλεση.
Μετά την αποτέφρωση των πτωμάτων, οι Ζοντερκομμάντο συνέλλεγαν τις στάχτες που όταν δεν χρησιμοποιούνταν ως λίπασμα στις αγροτικές επιχειρήσεις των SS, ρίχνονταν στα χωράφια ή στο ποτάμι. Κάποιες φορές η στάχτη των αποτεφρωμένων πτωμάτων χρησιμοποιήθηκε κι ως υλικό θερμομόνωσης.
Η μεγάλη πλειοψηφία των μελών της ομάδας των Ζοντερκομμάντο ήταν Εβραίοι. Από την πρώτη στιγμή που αντιλαμβάνονταν το είδος της εργασίας που τους επιφύλασσαν οι SS και το λόγο για τον οποίον δεν είχαν σταλεί κατευθείαν στους θαλάμους μαζί με τους συγγενείς τους, ζούσαν έναν ομαδικό εφιάλτη. Αρκετοί έχαναν τα λογικά τους και επιχειρούσαν να αυτοκτονήσουν.
Αποτελεί ιδιαίτερο χρέος μνήμης η αναφορά στην περίπτωση της ομάδας 435 Ελλήνων Εβραίων από την Κέρκυρα οι οποίοι, γνωρίζοντας για ποια δουλειά τους προόριζαν οι δήμιοί τους, αρνήθηκαν ομαδικά να υπακούσουν να δουλέψουν ως Ζοντερκομμάντο και οδηγήθηκαν αμέσως στον θάλαμο αερίων 9. Δεν ήταν λίγοι εκείνοι που είδαν να στέλνονται στον θάνατο μπροστά στα μάτια τους οι ίδιοι οι γονείς τους ή άλλα συγγενικά πρόσωπα και έπειτα να είναι αναγκασμένοι να στέλνουν τα πτώματα για αποτέφρωση.
Προκαλεί απίστευτο πόνο και φρίκη για το μέγεθος και τον χαρακτήρα του ναζιστικού εγκλήματος η επαφή με τις μαρτυρίες όσων από τους ελάχιστους Ζοντερκομμάντο επιβίωσαν μα κι εκείνων που χάθηκαν, αλλά πρόλαβαν να καταγράψουν την εμπειρία τους σε χειρόγραφα που κατάφεραν να κρύψουν, δες λ.χ. 10 11 12.
Οι SS απέφευγαν να πάρουν άμεσα μέρος στη μακάβρια διαδικασία «διαχείρισης» των πτωμάτων. Έδιναν, κατά συνέπεια, σχετικά μεγάλα περιθώρια ελευθερίας κίνησης στους Ζοντερκομμάντο εντός του περιβάλλοντος χώρου των κρεματορίων. Το πρωταρχικό καθήκον για τους SS ήταν να βγαίνει η δουλειά. Έτσι, οι Ζοντερκομμάντο ήταν πολύτιμοι ως «εξειδικευμένο» προσωπικό και γι’ αυτό η διοίκηση παρουσιαζόταν σχετικά ανεκτική μαζί τους. Εντούτοις, εξαιτίας της καίριας θέσης τους στη βιομηχανία του θανάτου μετατρέπονταν σε επικίνδυνους μάρτυρες. Έτσι, τους απαγορευόταν επί ποινή θανάτου να έρχονται σε επαφή με άλλους κρατούμενους πέραν του χώρου των κρεματορίων. Επίσης, για λόγους ασφαλείας, η διοίκηση των SS εφάρμοζε το μέτρο της εξόντωσης των μελών της ομάδας των Ζοντερκομμάντο σε τακτά χρονικά διαστήματα. Συνήθως, το μέσο χρονικό διάστημα επιβίωσης των Ζοντερκομμάντο δεν ξεπερνούσε τους λίγους μήνες. Εξαίρεση αποτελούσαν όσοι είχαν πολύτιμη εμπειρία ή εξειδίκευση, όπως ήταν οι μηχανικοί, οι ειδικοί στην αποτέφρωση των πτωμάτων και οι Καπό (αρχηγοί των ομάδων των κρατουμένων).
Υπολογίζεται ότι κατά τη διάρκεια της λειτουργίας των κρεματορίων του Άουσβιτς σχηματίστηκαν 12 σειρές Ζοντερκομμάντο, η μέση δυναμικότητα των οποίων ήταν 700-1000 κρατούμενοι. Γλύτωσαν από το θάνατο μόλις εκατό από αυτούς, μεταξύ των οποίων και 25 Έλληνες Εβραίοι. Ελάχιστοι Ζοντερκομμάντο κατάφεραν να δραπετεύσουν. Οι περισσότεροι επιζήσαντες οφείλουν την επιβίωσή τους κύρια στην κατάσταση πανικού που επικράτησε κατά τη διάρκεια των τελευταίων ημερών πριν από την εκκένωση του στρατοπέδου και ενώ ήταν επικείμενη η κατάληψη του από τον Κόκκινο Στρατό. Έτσι, κατόρθωσαν να ανακατευτούν με άλλες ομάδες κρατουμένων και να σβήσουν τα ίχνη τους.
Οι εταιρείες του Άουσβιτς
Το σύμπλεγμα των στρατοπέδων του Άουσβιτς, εκτός απο τα τρία κύρια στρατόπεδα, περιελάμβανε ένα μεγάλο αριθμό μικρότερων στρατοπέδων-δορυφόρων (περισσότερα από 40). Αυτά είχαν τοποθετηθεί σε μικρή απόσταση από εργοτάξια (όπως, για παράδειγμα, για την παραγωγή αμμοχάλικου, άμμου, τσιμέντου κλπ), από ορυχεία, αγροτικές επιχειρήσεις ιδιοκτησίας των SS, καθώς και μικρά ή μεγάλα εργοστάσια κρατικά ή ιδιωτικά, των οποίων η παραγωγή αφορούσε έμμεσα ή άμεσα την πολεμική οικονομία. Έτσι, λοιπόν, τα στρατόπεδα-δορυφόροι αποτελούσαν ταυτόχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εργασίας. Υπολογίζεται ότι 150 με 200 μικρές και μεγάλες επιχειρήσεις διαφόρων τύπων επωφελήθηκαν από την καταναγκαστική εργασία στην οποία υποχρεώνονταν οι κρατούμενοι. Σε αυτές συγκαταλέγονται βιομηχανίες ατσαλιού και διυλιστήρια, καθώς επίσης και εργοστάσια παραγωγής υποδημάτων και ενδυμάτων. Η επιχείρηση που απασχόλησε ένα μεγάλο αριθμό κρατουμένων ήταν η χημική βιομηχανία IG Farben, οι εγκαταστάσεις της οποίας βρίσκονταν στο στρατόπεδο του Μόνοβιτς που η επίσημη ονομασία του ήταν Άουσβιτς-ΙΙΙ. Χιλιάδες κρατούμενοι εξαναγκάστηκαν να εργαστούν σαν σκλάβοι στα έργα κατασκευής του βιομηχανικού συμπλέγματος της IG Farben. Ο συνολικός αριθμός τους εκτιμάται σε 35 χιλ., από τους οποίους απεβίωσαν από τις κακουχίες, την πείνα, τις ασθένειες και τη βίαιη μεταχείριση περί τους 25 χιλιάδες 13.
Μία άλλη μεγάλη εταιρεία η οποία εκμεταλλεύτηκε την εργατική δύναμη των κρατουμένων ήταν η Siemens-Schuckertwerke, στις εγκαταστάσεις της οποίας, κοντά στο στρατόπεδο Bobrek, παράγονταν ηλεκτρικές συσκευές για αεροπλάνα και υποβρύχια.
Με βάση σχετική απογραφή, με ημερομηνία τον Ιανουάριο του 1945, εκτιμάται ότι, επί του συνόλου των εργασιών, το 70% των κρατουμένων απασχολούνταν στην παραγωγή ιδιωτικών επιχειρήσεων, το 23% σε επιχειρήσεις κρατικής ιδιοκτησίας, ενώ το υπόλοιπο 7% είχε παραχωρηθεί σε επιχειρήσεις συμφερόντων των SS 14.
Η κεντρική διοίκηση των SS είχε συνάψει γενική σύμβαση με τους επιχειρηματίες που δραστηριοποιούνταν στην περιοχή των στρατοπέδων του Άουσβιτς, βάση της οποίας οι κρατούμενοι παραχωρούνταν προς ενοικίαση έναντι τεσσάρων μάρκων ημερησίως οι ειδικευμένοι και έναντι τριών μάρκων οι ανειδίκευτοι. Μετά τον Μάιο του 1943, τα ποσά αυτά μετατράπηκαν, αντίστοιχα, σε έξι και τέσσερα μάρκα. Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι τα συγκεκριμένα ποσά αναφέρονταν σε ενοικίαση κρατουμένων με την ημέρα κι όχι με τη βάρδια. Έτσι, οι επιχειρήσεις είχαν τη δυνατότητα να απασχολούν τους κρατούμενους για όσες ώρες κρινόταν αναγκαίο. Το επίσημο ωράριο πρόβλεπε 10-11 ώρες εργασίας ημερησίως το καλοκαίρι και 9 ώρες το χειμώνα. Στην πράξη, όμως, το ωράριο έφτανε και ξεπερνούσε τις 12 ώρες. Συνυπολογίζοντας, δε, τον χρόνο που απαιτούνταν για το πηγαινέλα και τις πολυάριθμες χρονοβόρες αναφορές κρατουμένων, ο χρόνος που απόμενε για ξεκούραση ήταν ελάχιστος. Συνήθως, οι κρατούμενοι είχαν ελεύθερες μία ή δύο Κυριακές τον μήνα.
Σε κάθε περίπτωση, το δέλεαρ για τους βιομήχανους συνίστατο στο γεγονός ότι το συμφωνηθέν ποσό αποζημίωσης που απέδιδαν στα SS ανερχόταν μόλις στο 50% του μέσου ημερομισθίου ενός κοινού εργάτη. Μολονότι η αποδοτικότητα, όπως άλλωστε είχε προβλεφτεί, ήταν χαμηλή (έφτανε μόλις στο 40-60% ενός ελεύθερου εργάτη), είχε εκτιμηθεί πως τα πρόσθετα πλεονεκτήματα οφειλόμενα στην εξουθενωτική εργασία και την απόλυτη έλλειψη των στοιχειωδέστερων μέτρων προστασίας για την ασφάλεια και την υγεία των κρατουμένων, θα απέφεραν τελικά το επιθυμητό κέρδος 15.
Επιπλέον, στη σύμβαση που είχαν υπογράψει οι ενδιαφερόμενοι επιχειρηματίες υπήρχε η ρήτρα για την άμεση αντικατάσταση όλων των κρατουμένων που για λόγους υγείας ή φυσικής εξάντλησης δεν θα ήταν πλέον σε θέση να εργαστούν με τους απαιτούμενους ρυθμούς. Αυτό στην πράξη σήμαινε την άμεση μεταφορά τους στους θαλάμους αερίων.
Οι κρατούμενες απασχολούνταν ως επί το πλείστον στις αγροτικές εργασίες. Όμως, όχι σπάνια, στέλνονταν να κάνουν και βαρύτερες εργασίες, όπως για παράδειγμα συνέβη με τις αρκετές εκατοντάδες κρατούμενες του στρατοπέδου Gleiwitz II που υπαγόταν στο Άουσβιτς, οι οποίες δούλευαν στην παραγωγή αιθάλης για λογαριασμό της βιομηχανίας Deutche Gasrusswerke.
Ο βαθμός κακομεταχείρισης των κρατουμένων και οι συνθήκες εργασίας διέφεραν από τόπο σε τόπο και ήταν επίσης συνάρτηση του είδους εργασίας και της θέσης του καθενός στην παραγωγή. Σε χειρότερη θέση βρίσκονταν όσοι υποχρεώνονταν να εκτελέσουν χειρωνακτικές εργασίες, όπως, για παράδειγμα, στα ορυχεία ή στα εργοτάξια παραγωγής οικοδομικών υλικών. Αντίθετα, εκείνοι που εργάζονταν σε κάποια εξειδικευμένη θέση είχαν λίγο καλύτερη τύχη. Ήταν κοινός τόπος τόσο για τους SS όσο και για τα στελέχη παραγωγής των εργοστασίων να θεωρούνται πλήρως αναλώσιμοι όλοι οι κρατούμενοι που απασχολούνταν σε εργασίες χαμηλής παραγωγικότητας.
Επιπλέον, εξαιτίας της μεγάλης προσφοράς εργατικών χεριών (όπως συνέβαινε μέχρι το 1943) δεν λήφθηκε ιδιαίτερη μέριμνα για τον μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και τη βέλτιστη οργάνωση της παραγωγής, με σκοπό την αύξηση της παραγωγικότητας. Έτσι, ήταν συχνό φαινόμενο να γίνεται η εκτέλεση πολλών εργασιών με πρωτόγονα και ανεπαρκή εργαλεία και μέσα και, μολονότι οι ρυθμοί ήταν εξοντωτικοί, τα οικονομικά αποτελέσματα ήταν πολύ κατώτερα των απαιτήσεων.
Η γενική πολιτική της ναζιστικής κυβέρνησης και των SS σχετικά με τον σχεδιασμό και την οργάνωση της καταναγκαστικής εργασίας δεν απαλλάχθηκε ποτέ από την κεντρική ιδέα που ήταν η «εξόντωση μέσω της εργασίας» (“Vernichtung durch Arbeit”) 16, της οποίας θύματα ήταν όλοι οι κρατούμενοι και πολύ περισσότερο οι Εβραίοι 17. Τόσο η άμεση και απευθείας θανάτωση, που γινόταν είτε με αποστολή στους θαλάμους αερίων είτε με χρήση θανατηφόρας ένεσης φαινόλης, όσο και η δολοφονική πολιτική της εξόντωσης μέσω της εργασίας αποτελούσαν αλληλοσυνδεόμενες και κεντρικά σχεδιασμένες διαδικασίες απαλλαγής από τις «ανεπιθύμητες φυλές των υπανθρώπων». Δηλαδή, επρόκειτο για πρακτικές ενταγμένες στα πλαίσια ενός γιγάντιου σχεδίου υλοποίησης των όρων της «δημογραφικής μηχανικής», όπως είχε εξαγγελθεί και τεθεί σε εφαρμογή από το ναζιστικό καθεστώς.
Η απελευθέρωση
Στις 17 Ιανουαρίου 1945 έλαβε χώρα η τελευταία γενική αναφορά στρατοπέδου κατά την οποία, σύμφωνα με τη σχετική έκθεση της Ομάδας Αντίστασης των κρατουμένων, καταμετρήθηκαν 67012 κρατούμενοι και των δύο φύλων. Για 58 χιλιάδες κρατούμενους ξεκίνησε η βασανιστική μεταφορά τους σε διάφορα στρατόπεδα συγκέντρωσης στα μετόπισθεν, εντός της προπολεμικής επικράτειας του Ράιχ. Μέσα στο δριμύ χειμωνιάτικο ψύχος οι ήδη εξουθενωμένοι από την πείνα και τις ασθένειες κρατούμενοι αναγκάστηκαν να περπατήσουν για αρκετές δεκάδες χιλιόμετρα πριν επιβιβαστούν σε τρένα και πολλές φορές σε ξεσκέπαστα εμπορικά βαγόνια. Αρκετοί κρατούμενοι, σύμφωνα με διάφορες εκτιμήσεις μεταξύ 9000 και 15000, ξεψύχησαν καθ’ οδόν. Άλλοι πέθαναν από τις κακουχίες λίγο καιρό μετά την άφιξη τους στα στρατόπεδα προορισμού. Οι συνοδοί SS εκτελούσαν επί τόπου όσους δεν ήταν σε θέση να προχωρήσουν. Η μεταφορά των κρατουμένων του Άουσβιτς που ακολούθησε την εκκένωσή του έμεινε γνωστή ως «η πορεία του θανάτου».
Στο Άουσβιτς παρέμειναν 9 χιλ. κρατούμενοι περίπου, στη πλειοψηφία τους άρρωστοι και υπερβολικά καταπονημένοι. Επρόκειτο για όσους, όπως κρίθηκε από τους SS, δεν θα ήταν σε θέση να μεταφερθούν. Από διάφορες πηγές συνάγεται ότι οι δυνάμεις των SS που θα αποχωρούσαν τελευταίες από το στρατόπεδο είχαν ρητή διαταγή να μην αφήσουν κανέναν κρατούμενο ζωντανό, ώστε να εξαφανίσουν όλους τους αυτόπτες μάρτυρες των εγκλημάτων τους. Όμως, λόγω της χαλαρής πειθαρχίας και της ανοργανωσιάς που επικρατούσε εξαιτίας της επείγουσας αποχώρησης, οι SS δεν κατάφεραν να εξοντώσουν παρά ένα μέρος -περίπου χίλιους- από τους εναπομείναντες κρατούμενους 18.
Έτσι, περίπου 7-7,5 χιλιάδες κρατούμενοι του συμπλέγματος των στρατοπέδων τού Άουσβιτς επέζησαν ως την ημέρα της απελευθέρωσης, 27 Ιανουαρίου 1945, η μεγάλη πλειοψηφία των οποίων βρίσκονταν στα πρόθυρα του θανάτου από την αδυναμία, την πείνα και τις αρρώστιες. Αρκετοί από αυτούς δυστυχώς δεν κατάφεραν να επιβιώσουν, ενώ χρειάστηκαν υπεράνθρωπες προσπάθειες από το Υγειονομικό Σώμα του Κόκκινου Στρατού, τον Πολωνικό Ερυθρό Σταυρό καθώς και από διάφορους Πολωνούς εθελοντές ώστε να γίνει δυνατή η ανάρρωση ενός μεγάλου μέρους των επιζήσαντων 19 20.
«Όπως πάρα πολλοί άλλοι, ονειρεύτηκα ότι το ανθρώπινο είδος θα έπαιρνε το μάθημά του από την πραγματικότητα του Auschwitz, αν και ο καθένας, πριν από αυτό, θα είχε θεωρήσει αδιανόητη και αδύνατη μια τέτοια πραγματικότητα. Το ανθρώπινο είδος θα πάρει αυτό το μάθημα;” 21
1.Langbein Hermann, People in Auschwitz, (The University of North Carolina Press Chapel Hill & London, 2004) σελ. 196. Τίτλ. πρωτ. Menschen in Auschwitz, (Europa Verlag GmbH Wien Münche).
2.Steinbacher Sybille, Auschwitz – la città, il lager, (Einaudi, 2005) σελ. 81. Τίτλ. πρωτ. Auschwitz, Geschichte und Nachgeschichte, (Verlag C.H. Beck oHG, München, 2004).
3.Steinbacher Sybille, op. cit., σελ. 87.
4.Piper Franciszek , Auschwitz, συλλογικός τόμος, (Edizioni del Museo Statale di Auschwitz-Birkenau, 2001), επιμ. Piper Franciszek & Swiebocka Teresa, σελ 171-172.
5.Steinbacher Sybille, op. cit., σελ. 32-33.
6.Langbein Hermann, op. cit., σελ. 254.
7.Piper Franciszek, Auschwitz, op. cit. σελ 176.
8.Langbein Hermann, op. cit., σελ. 255.
9.Langbein Hermann, op. cit., σελ. 196.
10.Muller Filip, Eyewitness Auschwitz: Three Years in the Gas Chambers, (Ivan R. Dee, Publisher 1999).
11.Venezia Shlomo, Sonderkommando Auschwitz, (Rizzoli, 2007). Ελλ. εκδ. Βενέτσια Σλόμο, Sonderkommando, (Εκδ. Πατάκη, 2008).
12.Gradowski Salmen, Sonderkommando, Diario da un crematorio di Auschwitz, 1944, (ed. Gli specchi Marsilio, 2002).
13.Shermer Michael, Grobman Alex, Denying History: Who Says the Holocaust Never Happened and why Do They Say It? (University of California Press, 2002), κεφ. 8.
14.Piper Franciszek, Auschwitz, op. cit. σελ 107-109.
15.Ιbid, σελ. 92-106.
16.Longerich Peter, Holocaust, The Nazi persecution and Murder of the Jews, (Oxford University Press, 2010), σελ. 314-320.
17.Ferencz Benjamin, Less than slaves, (Harvard University Press, 1979).
18.Strzelecki Andrzej, Auschwitz, συλλογικός τόμος, op. cit. σελ. 243-252.
19.Ιbid. σελ. 253-259.
20.Levi Primo, La Tregua, (Einaudi, 1989). Ελλ. εκδ. Primo Levi, Η ανακωχή, (εκδ. Μέδουσα, 1997).
21.Langbein Hermann, op. cit. σελ. 522.
Hermann Langbein (1912-1995, Αυστριακός κομμουνιστής, βετεράνος του Ισπανικού Εμφυλίου, πρώην κρατούμενος στα ναζιστικά στρατόπεδα Dachau, Auschwitz, Neuengamme και Lerbeck.
Π. Δ.