Το δις εξαμαρτείν – Οι εκλογές της 5ης Νοέμβρη του 1989
Αντί για ακυβερνησία προέκυψε οικουμενική κυβέρνηση, αυτή τη φορά και με το ΠΑΣΟΚ που ως τότε έλεγε πως δε συμμετέχει για λόγους αρχής.
Πόσο εύκολο είναι να καταλάβει κανείς μια εποχή, το κλίμα και τα δεδομένα που επικρατούσαν; Πόσο εύκολα είναι να χωρέσουν τα δραματικά της γεγονότα σε ένα εικοσάλεπτο; Κι όμως, το παρακάτω ασπρόμαυρο βίντεο και το δελτίο ειδήσεων της ΕΡΤ είναι ίσως μια πολύ καλή κι απαραίτητη εισαγωγή, για να γίνουν κατανοητά κάποια σημεία, όπως πχ το διεθνές σκηνικό και πλαίσιο στο οποίο διεξήχθησαν οι δεύτερες εκλογές του 1989 και οι διερευνητικές εντολές που απασχολούν το πρώτο μισό του δελτίου.
Ο ανταποκριτής της ΕΡΤ δίνει ανταπόκριση στον παρουσιαστή του δελτίου μέσω τηλεφώνου! Το ρεπορτάζ της “ουδέτερης” δημόσιας τηλεόρασης κάνει απροκάλυπτα λόγο για “τείχος του αίσχους”. Η Μόσχα αντιμετώπιζε την εξέλιξη θετικά, θεωρώντας πως ανοίγει το δρόμο για το “κοινό ευρωπαϊκό σπίτι”. Αριστερές οργανώσεις μοιράζουν φυλλάδια στον κόσμο που διασχίζει το τείχος προς το Δυτικό Βερολίνο και τον καλούν να μην παρασυρθεί από τις σειρήνες του καπιταλισμού.
Τι είχε μεσολαβήσει όμως τους προηγούμενους μήνες, για να φτάσουμε ως εκεί;
Ο “ιστορικός συμβιβασμός” αλά ελληνικά με την κυβέρνηση Τζαννετάκη, η άρση των συνεπειών του εμφυλίου, η εκτέλεση του Παύλου Μπακογιάννη από τη 17 Νοέμβρη, το σκάνδαλο Κοσκωτά που εξακολουθούσε να βρίσκεται στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας, η αρχή της ιδιωτικής τηλεόρασης, η αρχή του τέλους για τη σοσιαλιστική κοινότητα στην Ευρώπη, η κρίση στις γραμμές της ΚΝΕ και η ρήξη με το κόμμα της πλειοψηφίας των μελών του ΚΣ… Το καθένα από αυτά από μόνο του θα αρκούσε για να δώσει ιδιαίτερο χρώμα σε μια εκλογική αναμέτρηση. Όλα μαζί όμως την καθιστούσαν σχεδόν δραματική…
Το ΚΚΕ βρισκόταν μπροστά σε μια από τις χειρότερες κρίσεις της ιστορίας του, που δεν είχε μόνο διεθνή διάσταση, αλλά και εσωτερικά αίτια. Αν η κυβέρνηση Τζαννετάκη μπορούσε να ερμηνευτεί -χωρίς να δικαιολογείται- ως ένας αναγκαστικός τακτικός ελιγμός, για να μην παραγραφούν οι πολιτικές ευθύνες για το σκάνδαλο Κοσκωτά, για να μη γυρίσει μπούμερανγκ το… “αναλογικό”(τερο) εκλογικό σύστημα που ίσχυσε (με τη νοθεία του “+1”) με τον μπαπούλα της ακυβερνησίας, η συμμετοχή στη δεύτερη οικουμενική κυβέρνηση με επικεφαλής τον Ξενοφώντα Ζολώτα, δεν είχε αντίστοιχα ερείσματα και έδειχνε πως υπήρχε βαθύτερο πολιτικό πρόβλημα στην πολιτική του ΚΚΕ.
Τα στελέχη του μπορεί να έμεναν εκτός κυβερνητικού σχήματος, με την εξαίρεση του Γιάννη Δραγασάκη -μετέπειτα επικεφαλής των λεγόμενων “ανανεωτικών” και υποψήφιο ΓΓ του κόμματος- που συμμετείχε σε μια διακομματική επιτροπή στο νευραλγικό Υπουργείο Οικονομικών, συνεπώς το γνωστό σύνθημα που έλεγε “και όλα τα πουλήσατε για τρία υπουργεία” δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα, αυτό όμως δεν αναιρούσε τη λανθασμένη επιλογή και την προβληματική στρατηγική του κόμματος απέναντι στις αστικές κυβερνήσεις και τα αστικά κόμματα. Όπως λέει μια φράση, δεν ήταν προδοσία, ήταν κάτι χειρότερο: ήταν λάθος.
Έτσι λοιπόν, αντί για ακυβερνησία, μας προέκυψε μια οικουμενική κυβέρνηση, αυτή τη φορά και με τη συμμετοχή του ΠΑΣΟΚ, που λίγους μήνες πριν φώναζε υστερικά για την κυβέρνηση συνεργασίας ειδικού σκοπού, με τη στήριξη του Συνασπισμού και της Νέας Δημοκρατίας, κι απέκλειε εμφατικά από θέση αρχής κάθε δική του συμμετοχή σε αντίστοιχο κυβερνητικό σχήμα, για να εγκαταλείψει ευέλικτα τις αρχές του στη συνέχεια. Κάτι που δεν το εμπόδισε πάντως να χρησιμοποιεί κατά κόρον το ιδεολόγημα περί βρώμικου 89′, ακόμα και μετά την εκλογική συνεργασία με το Συνασπισμό σε μια σειρά μεγάλους δήμους και κοινότητες, στις αυτοδιοικητικές κάλπες του επόμενου φθινοπώρου. Που απέδειχναν πως το πρόβλημα δεν ήταν η συνεργασία του Συνασπισμού με τη Δεξιά, όπως έλεγε πχ ο Κοτζιάς αποχωρώντας από την ΚΕ του ΚΚΕ το καλοκαίρι του 89′, αλλά η ευρύτερη αντίληψή του για το μέτωπο απέναντι στα αστικά κόμματα και τους αστικούς θεσμούς.
Ο σχηματισμός της κυβέρνησης Ζολώτα με τη στήριξη του Συνασπισμού σηματοδότησε την αποχώρηση μερικών στελεχών και μελών της ΚΕ του ΚΚΕ. Ανάμεσά τους και ο εκλεγμένος Ευρωβουλευτής Δημήτρης Δεσύλλας, που προσχώρησε στο υπό συγκρότηση ΝΑΡ, χωρίς όμως να παραδώσει την έδρα του στο κόμμα με το οποίο εκλέχτηκε.
Ο Συνασπισμός κατάφερε τελικά να γίνει ρυθμιστής στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, αλλά ως συμπλήρωμα των αστικών δυνάμεων, με πολύ διαφορετικούς όρους από αυτούς ποηυ φανταζόταν η βάση του ΚΚΕ -φίλοι και μέλη. Μπορεί αρχικά να πέτυχε το βασικό του σκοπό, τη μη επίτευξη αυτοδυναμίας από τους δύο πόλους του δικομματισμού, αλλά είδε τη δική του δύναμη να φθίνει εκλογικά, μένοντας πολύ μακριά από τις αρχικές προσδοκίες και τη δυναμική που φαινόταν να αναπτύσσει, προβάλλοντας ως εναλλακτική λύση που θα μπορούσε να μπει σφήνα στο δικομματισμό.
Για πολλά στελέχη του πάντως, ακόμα και εντός του ΚΚΕ και της “ανανεωτικής” του πτέρυγας, ο Συνασπισμός ήταν ένα όχημα για την εξουσία, που θα μπορούσε να αντικαταστήσει ως κεντροαριστερός πόλος το ΠΑΣΟΚ, στο κεντρικό πολιτικό σύστημα. Αυτό ακριβώς που έγινε αναδρομικά δηλαδή με την αλλαγή φρουράς μεταξύ ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ το 2012 -και τότε με διπλές εκλογές. Το 1989 όμως ήταν πολύ νωρίες για κάτι τέτοιο, ενώ κάποιοι φάνηκαν να υποτιμούν τις αντοχές του ΠΑΣΟΚ, που δεν είχε φάει τα ψωμιά του, δεν είχε κλείσει τον ιστορικό του κύκλο κι είχε ακόμα ισχυρό λαϊκό έρεισμα, παρά τη φθορά και τα παρακμιακά φαινόμενα που παρουσίασε.
Το Νοέμβρη του 89′ ο Συνασπισμός έχασε παραπάνω από 2 ποσοστιαίες μονάδες κι έπεσε κάτω από το 11%, απομακρύνοντας ουσιαστικά τις Πασοκογενείς δυνάμεις που τον είχαν προσεγγίσει στο μεσοδιάστημα (όπως ο Απόστολος Λάζαρης) αλλά διαφώνησαν με τη συνεργασία με τη ΝΔ, καθώς και ένα κομμάτι της απογοητευμένης βάσης του. Στην πράξη όμως αυτά ήταν απλώς το πρελούδιο της σοβαρής κρίσης που σοβούσε στις γραμμές του και στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα και θα κορυφωνόταν την επόμενη διετία, απειλώντας ουσιαστικά και την ίδια την ύπαρξή του.
Η κεντρική προεκλογική συγκέντρωση του Νοεμβρίου στο Σύνταγμα πάντως ήταν μαζικότατη, όπως και αυτή του Ιουνίου, με το φινάλε να αποκτά πανηγυρικό τόνο υπό τους ήχους του Locomotive’s Breath των Jethro Tull.
Εξάλλου και τα άλλα κόμματα είχαν αρκετές δόσεις ροκ στην προεκλογική τους καμπάνια, όπως φαίνεται πχ ακόμα και από την ποπ-ροκ μουσική στο δεκάλεπτο του Κόμματος των Φιλελευθέρων -γραφικών νοσταλγών του Βενιζέλου- και όχι μόνο.
Στο ίδιο βίντεο αξίζει να σημειώσει κανείς το κλασικό μουστάκι της Μεταπολίτευσης στον εκπρόσωπο του ΕΑΜ (Εργατικό Αντι-ιμπεριαλιστικό Μέτωπο), της οργάνωσης του Νίκου Τεμπονέρα, την απαράδεκτη διαφήμιση του Συνασπισμού χωρίς καμία πολιτική αιχμή και στίγμα, καθώς και τη διαφήμιση της Νέας Δημοκρατίας που δεν περιείχε ούτε μία αναφορά στο Μητσοτάκη και το πρόσωπό του.
Στα συμπληρωματικά βίντεο, προς την καλύτερη κατανόηση της εποχής, θα μπορούσαν να προστεθούν οι προεκλογικές τηλεοπτικές συνεντεύξεις του Παπανδρέου προς επιλεγμένους δημοσιογράφους και πώς ο Παύλος Τσίμας (που είχε τότε διευθυντική θέση στα ΜΜΕ του ΚΚΕ) στριμώχνει τον Ανδρέα με στοιχεία και αποδείξεις για την απλόχερη στήριξη που του έδινε η εφημερίδα του Κοσκωτά “24 ώρες”. Την ίδια στιγμή ο Παπανδρέου έκανε λεκτικές ακροβασίες στα όρια του εμπαιγμού για το θέμα της απομάκρυνσης των Βάσεων (που μένουν που φεύγουν…)
Αντίστοιχες συνεντεύξεις είχαν δώσει τότε όλοι οι πολιτικοί αρχηγοί και το ζήτημα είναι πώς θα βρούμε αυτήν του Χαρίλαου Φλωράκη στο ίδιο πάνελ.
Σε εκείνες τις κάλπες, η Νέα Δημοκρατία τσίμπησε άλλες δύο μονάδες, φτάνοντας στα πρόθυρα της αυτοδυναμίας κι αντίστοιχη αύξηση εμφάνισε και το ΠΑΣΟΚ, συσπειρώνοντας προσωρινά ένα μέρος από τους ψηφοφόρους του που απομακρύνθηκαν. Το εκλογικό σύστημα της εποχής επέτρεψε ακόμα και στους Οικολόγους Εναλλακτικούς να βγάλουν βουλευτή, αφού δεν ίσχυε τότε το αντιδημοκρατικό όριο του 3% -που ούτε η… “αναλογική” του ΣΥΡΙΖΑ πρόκειται να καταργήσει.
Ούτως ή άλλως πάντως είχαμε ηταν μια μεταβατική Βουλή που θα εξέπνεε λίγους μήνες αργότερα, για να δοθεί διέξοδος και η… τελική λύση με την Κατσικοψήφο στη ΝΔ.