“Ειρήνη σημαίνει παγκόσμια επανάσταση του προλεταριάτου” – 100 χρόνια από την ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας
Σταθμοί που οδήγησαν στην ίδρυση του μαζικότερου ΚΚ της δυτικής Ευρώπης στο Μεσοπόλεμο.
Το θερμό φθινόπωρο και τα «Κόκκινα Χριστούγεννα» του 1918 στη Γερμανία βρήκαν το αποκορύφωμά τους σε μια μυστική τριήμερη συνεδρίαση στην πρωσική βουλή στο Βερολίνο, στο διάστημα 30 Δεκέμβρη – 1η Γενάρη. Επρόκειτο για το συνέδριο των Σπαρτακιστών, που αποφάσιζαν τον οργανωτικό τους διαχωρισμό από το Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, που είχε αποσχιστεί από το SPD το 1917, λόγω της αντίθεσης στην προδοτική φιλοπόλεμη πολιτική του τελευταίου και την ίδρυση του Κομμουνιστικού Κόμματος Γερμανίας. Η ιδρυτική απόφαση ελήφθη σχεδόν παμψηφεί, με εξαίρεση τρεις διαφωνίες, ανάμεσά τους και του παλιού συντρόφου της Ρόζας Λούξεμπουργκ, Λέο Γιόγκιχες, ηγέτη των Σπαρτακιστών που δε διαφωνούσαν με την δημιουργία του νέου κόμματος αυτή καθεαυτή, αλλά με τη χρονική στιγμή της ίδρυσής του.
Το μακρύ κι επίπονο διαζύγιο των Γερμανών κομμουνιστών από τη σοσιαλδημοκρατία είχε ξεκινήσει από το 1914, όταν υπό τους Καρλ Λίμπκνεχτ και Ρόζα Λούξεμπουργκ σχηματίστηκε η «Ομάδα Διεθνής» (Gruppe Internationale), ως εσωτερική αντιπολίτευση στην πλειοψηφία του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος, με αίτημα την άρνηση στις πολεμικές πιστώσεις και τον άμεσο τερματισμό του πολέμου.
Την πρωτοχρονιά του 1916 δημιουργήθηκε η «Ομάδα Σπάρτακος», η οποία μετά τη διάσπαση του SPD προσχώρησε στους ανεξάρτητους σοσιαλιστές. Μετά το συνέδριο της «Ομάδας Διεθνής» στις 11 Νοέμβρη 1918 η ομάδα μετονομάστηκε σε «Ένωση Σπαρτακιστών» (Spartakusbund)και στις 14 Δεκέμβρη η εφημερίδα «Η Κόκκινη Σημαία» δημοσιεύτηκε η προγραμματική διακήρυξη των Σπαρτακιστών, που είχε συνταχθεί από τη Λούξεμπουργκ, με τίτλο «Τι θέλει η Ένωση των Σπαρτακιστών;». Εκεί διακηρύσσονταν η προλεταριακή επανάσταση στη Γερμανία και διεθνώς ως μόνη διέξοδος από το χάος, ενώ απορρίπτονταν ο συμβιβασμός με την αστική δημοκρατία.
Οι μαζικές συλλήψεις και φυλακίσεις των ηγετών της οργάνωσης επηρέαζαν τη δυνατότητα παρέμβασης των Σπαρτακιστών, αλλά οι αντιπολεμικές απεργίες του Μάρτη του 1917 και ιδιαίτερα εκείνες του Γενάρη 1918 έδωσαν νέα ώθηση στο γερμανικό εργατικό κίνημα. Για πρώτη φορά δημιουργούνταν ένα μαζικό ρεύμα μέσα στην εργατική τάξη που εξέφραζε την άρνησή του τόσο στον πόλεμο, όσο και στην κυβέρνηση που τον διεξήγαγε και στα ρεφορμιστικά συνδικάτα που τη στήριζαν. Η επιτυχία της Οχτωβριανής Επανάστασης επέδρασε επίσης ως καταλύτης εξελίξεων, δείχνοντας ότι ήταν εφικτή η ανατροπή της αστικής εξουσίας και η εγκαθίδρυση ενός συστήματος βασισμένου στην εργατική συμμετοχή και την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής.
Ένα χρόνο μετά την Επανάσταση του Οχτώβρη, στις 7 Νοέμβρη 1918, η Ένωση των Σπαρτακιστών απάντησε στην είσοδο του SPD στην κυβέρνηση, απαιτώντας τη δημιουργία ενός νέου, ριζοσπαστικού συντάγματος, με βαθιές αλλαγές στην οικονομία, το κράτος, το δίκαιο και τη διοίκηση.
Η εξέγερση των ναυτών στο Κίελο το Νοέμβρη του 1918 ήταν το φυτίλι που έβαλε φωτιά σε ολόκληρη τη Γερμανία, οδηγώντας στρατιώτες κι εργάτες στη δημιουργία συμβουλίων, τα οποία πρόβαλλαν αιτήματα που συχνά είχαν έμμεση ή άμεση αναφορά στο πρόγραμμα των Σπαρτακιστών.
Ο Κάιζερ αναγκάστηκε να τραπεί σε φυγή προς την Ολλανδία, την ώρα που οι Σοσιαλδημοκράτες ξεκινούσαν την επιχείρηση χειραγώγησης των επαναστατικών διαθέσεων του λαού. Ο Φίλιπ Σάιντεμαν εκ μέρους του SPD ανακήρυξε στις 9 Νοέμβρη τη «Γερμανική Δημοκρατία», ενώ λίγο πιο μακριά ο Λίμπκνεχτ διακήρυττε την «Ελεύθερη Σοσιαλιστική Δημοκρατία»,δίνοντας όρκο στην «Παγκόσμια Επανάσταση». Ήταν η απαρχή ενός σκληρού κι αιματηρού αγώνα μεταξύ του επαναστατικού εργατικού κινήματος και της συμμαχίας αστών και σοσιαλδημοκρατών για τη διατήρηση του κοινωνικού καθεστώτος στη Γερμανία. Η οποιαδήποτε συνύπαρξη κομμουνιστών και σοσιαλδημοκρατίας, έστω και στην αριστερή εκδοχή που αντιπροσώπευαν οι Ανεξάρτητοι Σοσιαλδημοκράτες καθίστατο ολοένα και λιγότερο βιώσιμη, στην πραγματικότητα αποτελούσε τροχοπέδη για την αυτοτελή οργάνωση της εργατικής τάξης σε επαναστατική κατεύθυνση, σε μια στιγμή που το momentum έμοιαζε να είναι με το μέρος της.
Η ίδρυση του ΚΚΓ σχεδιαζόταν ήδη από τις αρχές Δεκέμβρη, το γεγονός όμως που έδωσε την τελική ώθηση για τη δημιουργία του ήταν τα γεγονότα την παραμονή των Χριστουγέννων του 1918 κατά των εξεγερμένων ναυτών και σπαρτακιστών στο Βερολίνο. Η προθυμία του Έμπερτ να υλοποιήσει και στην πράξη τη συμφωνία που είχε κάνει με την ηγεσία του στρατεύματος λίγους μήνες πριν έκανε σαφές πως η πολιτική οργάνωση των επαναστατών ήταν μεταξύ άλλων και ζήτημα επιβίωσης.
Υπό αυτές τις συνθήκες λοιπόν, ιδρύθηκε ένα κόμμα, που όπως έλεγε ο Λίμπκνεχτ υπερασπιζόταν μια «ειρήνη με διάρκεια και δικαιοσύνη». Με τον τρόπο αυτό το ΚΚΓ δεν αντιτιθόταν απλώς στη συμμαχία στρατού και σοσιαλδημοκρατίας, αλλά συνολικά στην αστική κοινωνία. Βασικός στόχος ήταν η προάσπιση της ειρήνης μέσω της επανάστασης: «Ειρήνη σημαίνει Παγκόσμια Επανάσταση του Προλεταριάτου», όπως εξηγούσε η Ρόζα Λούξεμπουργκ στη διάρκεια του ιδρυτικού συνεδρίου.
Εκτός από τους Σπαρτακιστές, στο ιδρυτικό συνέδριο συμμετείχαν οι Αριστεροί Ριζοσπάστες της Βρέμης, και διάφορες ομάδες των Διεθνιστών Κομμουνιστών Γερμανίας. Παρών με σημαντικό ρόλο ήταν και ο Καρλ Ράντεκ, που είχε εισέλθει λίγες μέρες πριν παράνομα στη Γερμανία ως εκπρόσωπος των μπολσεβίκων. Την πρώτη μέρα του συνεδρίου αποφασίστηκε και η ονομασία του νέου φορέα: «Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας» (Ένωση Σπαρτακιστών). Στις 31 Δεκέμβρη παρουσιάστηκε από τη Λούξεμπουργκ το πρόγραμμα του κόμματος, επί της ουσίας δηλαδή το πρόγραμμα των Σπαρτακιστών, το οποίο εγκρίθηκε ομόφωνα. Η ομοφωνία δε σημαίνει την ανυπαρξία διαπάλης, το αντίθετο. Βασικό μήλο της έριδος πέραν από την οριστική απόσχιση από το USPD ήταν η συμμετοχή ή μη στις επερχόμενες εκλογές της Εθνοσυνέλευσης, όπου η πλειονότητα των συνέδρων απέρριψε την πρόταση της Λούξεμπουργκ για συμμετοχή σε αυτές.
Η ηγεσία που αναδείχτηκε μέσω εκλογών στο συνέδριο περιλάμβανε 14 άτομα, που εκπροσωπούσαν αναλογικά τις διάφορες κομμουνιστικές τάσεις που συμμετείχαν. Η ντε φάκτο προεξάρχουσα θέση των Λίμπκνεχτ και Λούξεμπουργκ παρέμενε πάντως αδιαμφισβήτητη. Η δολοφονία των δύο ηγετών του ΚΚΓ κατά την εξέγερση των Σπαρτακιστών το Γενάρη του ’19, και βέβαια η καταστολή της ίδιας της εξέγερσης, όπως κι εκείνης του Μάρτη του 1919, που ήταν ακόμα ευρύτερη, αποτέλεσε πλήγμα για το γερμανικό κομμουνιστικό κίνημα, έδειχνε όμως και τη δυναμική του. Οι διαδοχικές ήττες είχαν βέβαια αντανάκλαση στις αρχικές κοινοβουλευτικές επιδόσεις του κόμματος, καθώς στις εκλογές του 1920, στις πρώτες που συμμετείχε το ΚΚΓ, κατόρθωσε να εκλέξει μόλις δύο βουλευτές, ήδη όμως η επιρροή που ασκούσε στη γερμανική ριζοσπαστική ιστορία ήταν ηγεμονική και αναντίστοιχη προς τα εκλογικά του ποσοστά. Έτσι στις αρχές Δεκέμβρη του 1920 επήλθε η ένωση του ΚΚΓ με την πλειονότητα των Ανεξάρτητων Σοσιαλιστών, υπό τον – προσωρινό – τίτλο «Ενωμένο ΚΚΓ», το οποίο διέθετε δυο επικεφαλής και επτά γραμματείς. Η εποχή της μετατροπής του σε μαζικό κόμμα είχε φτάσει. Αν την περίοδο της ίδρυσής του διέθετε μερικές χιλιάδες μέλη, στα τέλη του 1920 αυτά ήδη ανέρχονταν σε 450.000. Η τραγική, όσο και απαράμιλλα ηρωική πορεία των Γερμανών κομμουνιστών άφησε μια παρακαταθήκη πολύτιμη για το παγκόσμιο εργατικό κίνημα, πηγή έμπνευσης για τη δυνατότητα επιβίωσής της σε δύσκολες στιγμές και τη διαρκή θυσία για τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και την αντιφασιστική νίκη λίγο αργότερα, αλλά και παράδειγμα άντλησης διδαγμάτων για τις καθυστερήσεις, τις αντιφάσεις και τις παλινωδίες του.