Ένα αποτρόπαιο έγκλημα του ιμπεριαλισμού: Ο βομβαρδισμός της Δρέσδης από τους Αγγλοαμερικάνους στις 13 – 14 Φλεβάρη 1945
Ο βομβαρδισμός και η ολοκληρωτική σχεδόν καταστροφή της Δρέσδης δεν είχε καμιά στρατιωτική αξία, αλλά έγινε από τους Αγγλοαμερικάνους ιμπεριαλιστές προκειμένου να δυσκολέψουν τη μεταπολεμική προοπτική της Σοβιετικής Ένωσης. Κι αυτό ακριβώς κάνει το έγκλημα αυτό ακόμα πιο βάρβαρο, αποκαλύπτοντας πως ο ιμπεριαλισμός δεν διστάζει να διαπράξει τα μεγαλύτερα εγκλήματα σε βάρος των λαών.
Η Δρέσδη, η Χιροσίμα, το Ναγκασάκι δεν ήταν «ατυχήματα», αλλά μεθοδικά οργανωμένα εγκλήματα πολέμου. Και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν, όπως και ο A’, ένας πόλεμος ανάμεσα σε ιμπεριαλιστές, ένας πόλεμος για το ξαναμοίρασμα των σφαιρών επιρροής και όχι για την απελευθέρωση της Ευρώπης από το φασισμό. Ο φασισμός δεν ήταν ένα λάθος, αλλά ένα γνήσιο τέκνο του καπιταλιστικού συστήματος, που επιχείρησε να απαλλάξει τα “αφεντικά” του από κάθε κατάκτηση της εργατικής τάξης.
Τις μέρες των βομβαρδισμών της Δρέσδης τα σοβιετικά στρατεύματα βρίσκονταν σε απόσταση αναπνοής από την πόλη. Στη Δρέσδη δεν υπήρχαν πια οργανωμένα χιτλερικά στρατεύματα, καμιά οργανωμένη αντίσταση. Το αντίθετο, μάλιστα, οι χιλιάδες πρόσφυγες από τις ανατολικές επαρχίες του καταρρέοντος Ράιχ είχαν κατακλύσει την πόλη και οι αρχές, υπό το βάρος των προβλημάτων, την είχαν ήδη εγκαταλείψει.
Έτσι, ο βομβαρδισμός και η ολοκληρωτική σχεδόν καταστροφή της Δρέσδης από τους Αγγλοαμερικάνους, δεν είχε καμιά στρατιωτική αξία, αλλά, αποκαλύπτεται ότι έγινε από τους ιμπεριαλιστές προκειμένου να δυσκολέψουν τη μεταπολεμική προοπτική της Σοβιετικής Ένωσης. Κι αυτό ακριβώς κάνει το έγκλημα αυτό του ιμπεριαλισμού, ακόμα πιο βάρβαρο, αποκαλύπτοντας πως ο ιμπεριαλισμός δεν διστάζει να διαπράξει τα μεγαλύτερα εγκλήματα σε βάρος των λαών. Στη συνέχεια παραθέτουμε το χρονικό του μαζικού βομβαρδισμού της Δρέσδης, που έγινε από τους “συμμάχους” αγγλοαμερικάνους στις 13 και 14 Φλεβάρη 1945, χωρίς να έχει την παραμικρή στρατηγική σημασία, γι’ αυτό και δεν πρόβαλε καμιά ουσιαστική αντίσταση, με αποτέλεσμα να καταστραφεί το 88% της πόλης.
Το κείμενο είναι βασισμένο στο εξαιρετικό άρθρο του δημοσιογράφου Θανάση Γεωργίου, δημοσιευμένο στον Ριζοσπάστη στις 13 Μάρτη 2005.
Η μεταγραφή του κειμένου έγινε από το περιοδικό ΕΘΝΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ (τ. 4/2015).
13-14 Φλεβάρη 1945
Μπόλικες ήταν και πάλι οι αναφορές στον Τύπο, κυρίως ηλεκτρονικό, σχετικά με το αγγλοαμερικανικό έγκλημα κατά της γερμανικής πόλης Δρέσδη με τον βομβαρδισμό της στις 13 και 14 Φλεβάρη του 1945, με αφορμή τη συμπλήρωση 70 χρόνων.
«Η Δρέσδη έπρεπε να βομβαρδιστεί όπως έπρεπε να βομβαρδιστεί και κάθε άλλη γερμανική πόλη», γράφτηκε στο πλαίσιο της συζήτησης που διεξήχθη λόγω της επετείου των 70 χρόνων από το βομβαρδισμό. Συζήτηση περί της «αναγκαιότητας» εκείνης της στρατιωτικής επιχείρησης.
Και, βέβαια, καθόλου τυχαία, όλα ανεξαιρέτως τα δημοσιεύματα συγκλίνουν στην «ιστορική» διαπίστωση ότι ο βομβαρδισμός της γερμανικής πόλης προέκυψε ύστερα δήθεν από απαίτηση των Σοβιετικών, που ήθελαν ένα καίριο πλήγμα στα μετόπισθεν του Ανατολικού Μετώπου, προκειμένου να συνεχίσουν απρόσκοπτα την προέλασή τους στο έδαφος της Γηραιός Ηπείρου. Η αναφορά στους 35.000 νεκρούς των βομβαρδισμών (άμαχοι στην πλειοψηφία τους), σε συνδυασμό με τη μικρή στρατηγική σημασία της πόλης, έρχεται να συμπληρώσει την προπαγάνδα που θέλει τη Σοβιετική Ένωση και τον Στάλιν, να επιβάλλει αναίτια την ισοπέδωση της Δρέσδης, για να εξυπηρετήσει τα σχέδιά εξάπλωσής της στην κεντρική Ευρώπη.
Πώς στοιχειοθετούν την προαναφερόμενη «ιστορική» διαπίστωση; Απλά, δεν κάνουν την παραμικρή προσπάθεια να τη στοιχειοθετήσουν. Χωρίς κανένα ντοκουμέντο, ούτε καν προβληματίζονται, ότι η αυθαίρετη και αντιιστορική διαπίστωσή τους έρχεται σε ριζική αντίθεση με την «κούρσα», που έκαναν την εποχή εκείνη οι δυτικοί σύμμαχοι, ώστε να μην απελευθερώσει ολόκληρη τη Γερμανία ο Κόκκινος Στρατός. Απλώς, για άλλη μια φορά κάνουν τη «δουλειά» τους.
Η Δρέσδη, η «Βενετία του ‘Ελβα» όπως αποκαλείτο, ήταν μια πόλη μνημείο. Μια πόλη με χαρακτήρα μουσείου, γεμάτη αρχιτεκτονικά αριστουργήματα, βιβλιοθήκες, θέατρα, μουσεία, πάρκα. Ήταν μια πόλη απαράμιλλης πολιτιστικής ομορφιάς και γι’ αυτό είχε μείνει ανέπαφη από τους βομβαρδισμούς. Εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες από την Ανατολική Γερμανία είχαν καταφύγει σ’ αυτήν την πόλη.
Η διαταγή για τον βομβαρδισμό της Δρέσδης δόθηκε από τους Αγγλοαμερικάνους. Τη νύχτα της 13 προς 14 Φεβρουάριου 1945, 1.400 αμερικανικά και βρετανικά αεροπλάνα σε σχηματισμό V, διασχίζουν χωρίς αντίσταση τον ουρανό πάνω από τη Δρέσδη. Στην πόλη ο πληθυσμός μαζί με τα εκατοντάδες χιλιάδες γυναικόπαιδα και τους γέροντες, τους πρόσφυγες απ’ τα ανατολικά κοιμόνταν αμέριμνος. Ήταν όλοι σίγουροι ότι η Δρέσδη δεν αποτελούσε στόχο.. Έκαναν λάθος.
Τα 1400 αγγλοαμερικάνικα βομβαρδιστικά, τα “συμμαχικά”, όπως τ’ αποκαλούν σκόπιμα οι διαστρεβλωτές προκειμένου να εμπλέξουν στο αποτρόπαιο αυτό έγκλημα και τους σοβιετικούς, άδειασαν στον ουρανό της Δρέσδης το ασύλληπτο νούμερο των 4.000 τόνων εμπρηστικών και εκρηκτικών βομβών, ισοπεδώνοντας στην κυριολεξία τη Δρέσδη.
Το μείγμα των βομβών φωσφόρου και εμπρηστικών ήταν προσχεδιασμένο για να προκαλέσει ολοκληρωτική καταστροφή. Οι βραδυφλεγείς βόμβες φωσφόρου προκαλούσαν τον πληθυσμό να βγει από τα καταφύγια και ύστερα τα πάντα τυλίγονταν μέσα σ’ ένα τσουνάμι φωτιάς που απανθράκωνε, έλιωνε και εξαΰλωνε ό,τι βρισκόταν στο διάβα του. Τεράστιες θερμοκρασίες αναπτύχθηκαν και όσοι προσπαθούσαν μέσα στον πανικό να διαφύγουν από το τσουνάμι της φωτιάς αποτελειώνονταν από τα αμερικάνικα καταδιωκτικά Mustang…
Η πόλη της Δρέσδης, ένα μνημείο του πολιτισμού καταστράφηκε ολοσχερώς μέσα σ’ ένα βράδυ… Το 88% των κτιρίων της καταστράφηκαν, ενώ υπολογίζεται ότι πάνω από 120.000 άμαχοι έχασαν τη ζωή τους.
«Μέσο οπό τα χαλάσματα εξείχαν χέρια, κεφάλια, πόδια, σπασμένα κρανία. Οι δεξαμενές νερού ήταν γεμάτες μέχρι τα χείλη με πτώματα και με μεγάλα κομμάτια τσιμέντου από πάνω. Οι περισσότεροι φαίνονταν πρησμένοι, με μεγάλα κίτρινα και καφέ σημάδια στα σώματά τους(…). Νομίζω ήμουν ανίκανη να αντιληφθώ τη σημασία αυτής της απάνθρωπης πράξης, γιατί υπήρχαν και πάρα πολλά μωρά, φρικτά ακρωτηριασμένα κι οι άνθρωποι ήταν στοιβαγμένοι τόσο κοντά ο ένας στον άλλον, ώστε σχημάτιζες την εντύπωση ότι κάποιος τους είχε στριμώξει εκεί μέσα σκόπιμα» (Μάργκαρετ Φρέγερ, Ο βομβαρδισμός της Δρέσδης, «Τα μεγάλα Ρεπορτάζ», Β’ τόμος, εκδόσεις «Νάρκισσος»).
Η ναζιστική προπαγάνδα μίλησε για έγκλημα πολέμου και προσπάθησε να κερδίσει την παγκόσμια συμπάθεια, σε μια περίοδο που ήταν εμφανές ότι έχανε τον πόλεμο. Οι αγγλοαμερικανοί αντέτειναν ότι οι βομβαρδισμοί ήταν μια απολύτως δικαιολογημένη ενέργεια, καθότι στην πόλη υπήρχαν όχι μόνο στρατιωτικές δυνάμεις, αλλά και βιομηχανίες, που προμήθευαν τη στρατιωτική μηχανή των Ναζί.
Η περιγραφή του βομβαρδισμού της Δρέσδης, στις 13-14 Φλεβάρη 1945, είναι η περιγραφή ενός εγκλήματος. Γιατί ο βομβαρδισμός της Δρέσδης ήταν ακριβώς αυτό: Ένα έγκλημα. Που δεν το «επέβαλε» καμία στρατιωτική σκοπιμότητα και που μαζί με το έγκλημα της Χιροσίμα αποτελούν δυο κραυγαλέες αποδείξεις ότι ενώ οι λαοί έδιναν το μεγάλο αντιφασιστικό αγώνα και ενώ αυτός ο πόλεμος έβαινε νικηφόρος για τους λαούς και την ανθρωπότητα, οι ηγεσίες των «δημοκρατιών» (που είχαν εκθρέψει τον Χίτλερ) έβαζαν την ιμπεριαλιστική τους σφραγίδα στον κόσμο.
Από ορισμένη άποψη χρήσιμο θα είναι να δούμε κάποια εύγλωττα στοιχεία που επιβεβαιώνουν τα παραπάνω, που παραθέτουν συγγραφείς, δημοσιογράφοι, που δεν είναι αποκλειστικά κομμουνιστές σε άρθρα και βιβλία, τα οποία βγήκαν κατά καιρούς στη δημοσιότητα:
Για τον βομβαρδισμό της Δρέσδης, διαβάζουμε ένα σχετικό, πολύ ενδιαφέρον απόσπασμα από τις προσωπικές αναμνήσεις του εξαίρετου δημοσιογράφου Θανάση Γεωργίου:
«Η καταστροφή της Δρέσδης -Και μια άγνωστη επιστολή του Σοβιετικού στρατάρχη Ιβάν Κόνιεφ
(…) Εδώ θα μιλήσω για κάτι που μου έκανε ανεξίτηλη εντύπωση στο πρώτο σιδηροδρομικό ταξίδι μου από την Πράγα προς το Βερολίνο προς τα τέλη του Γενάρη του 1 949. Το τρένο είχε κόψει ταχύτητα γιατί έμπαινε στο σιδηροδρομικό σταθμό μιας πόλης και ο ελεγκτής φώναξε το όνομά της, Dresden (Δρέσδη).
Από τα φοιτητικά μου χρόνια θυμόμουνα ότι την ονόμαζαν «Φλωρεντία του Έλβα» για τους πολυφημισμένους αρχιτεκτονικούς και καλλιτεχνικούς θησαυρούς που έκρυβε στα τείχη της. Και μου ήρθε στη θύμηση και η είδηση που είχε μεταδοθεί το Φλεβάρη του 1945 για το βομβαρδισμό της από αγγλοαμερικανικά αεροπλάνα. Είναι αλήθεια πως τότε στην Αθήνα το βομβαρδισμό τον είχα ερμηνεύσει σαν μια δικαιολογημένη απάντηση στη φρικτά εγκλήματα των Γερμανών φασιστών σε όλη την Ευρώπη, μαζί και στην Ελλάδα.
Με αυτό το αίσθημα πήγα στο παράθυρο του βαγονιού, για να δω πώς φαίνεται η πόλη. Αυτό που έπεσε στα μάτια μου με έκανε να κάνω ένα βήμα πίσω. Μου φάνηκε απίστευτο, κάτι σαν εφιάλτης. Ξεδιπλωνόταν μπροστά μου μια πόλη – φάντασμα. Δεξιά και αριστερά σπίτια γκρεμισμένα, σπίτια βαριά τραυματισμένα, σπίτια που οι σκεπές τους, τα παράθυρά τους, οι πόρτες έμοιαζαν με ξεδοντιασμένα στόματα, με μάτια που είχε χυθεί από μέσα τους όλη η σαρκική ύλη και σε κοίταζαν τώρα μόνο οι νεκρές κόγχες τους. Ήταν σαν μια νεκρούπολη.
Αλλά το τρένο συνέχισε την πορεία του στο Βερολίνο, θυμάμαι πως κι εδώ ήταν ακόμα ευδιάκριτα τα τραύματα από τους βομβαρδισμούς και από τις οδομαχίες έως τις τελευταίες ώρες του πολέμου. Όμως σαν πίκρα και παράπονο ακουγόταν το «Γιατί» για το βομβαρδισμό της Δρέσδης.
Κάτω απ’ αυτές τις εντυπώσεις αποφάσισα μια μέρα να κατεβώ στη Δρέσδη, να περπατήσω στις γειτονιές της, να μιλήσω με τις Αρχές και με τους απλούς ανθρώπους και να μάθω λεπτομέρειες, και απ’ αυτούς που είχαν την τύχη να επιζήσουν από την κόλαση της 13ης και 1 4ης Φλεβάρη του 1945.
1.500- 1.600 αεροπλάνα βομβαρδίζουν αδιάκριτα τον πληθυσμό
Συγκεντρώνω σε περίληψη εκείνες τις εντυπώσεις μου, χωρίς να μπορώ να ισχυριστώ ότι ορισμένοι αριθμοί από αυτούς που μου ανέφεραν ίσως να είχαν κάποιες ελλείψεις προς τα κάτω ή προς τα πάνω, αλλά πάντως ήταν επίσημοι αριθμοί των αρχών του 1949, που είχαν συγκεντρωθεί μετά από τετράχρονη έρευνα με φροντίδα:
Οι βομβαρδισμοί έγιναν από 1.500 ή 1.600 δυτικο-«συμμαχικά» αεροπλάνα που έριξαν γύρω στις 400.000 εμπρηστικές και άλλες βόμβες με θύματα 35.000 πολίτες. Μέσα σ’ αυτούς ήταν και Γερμανοί πρόσφυγες από τις τωρινές εξωγερμανικές ανατολικές επαρχίες που είχαν καταφύγει αναγκαστικά ή εθελοντικά στη Δρέσδη, αποφεύγοντας τη συνάντησή τους με τον προελαύνοντα σοβιετικό στρατό. Καταστράφηκαν ολοκληρωτικά ή σε μεγάλο βαθμό 175.000 κατοικίες, αρχιτεκτονικά έργα και μουσεία, εκκλησίες και μικρά εργοστάσια, χωρίς καμιά ή μεγάλη στρατιωτική σημασία.
Τότε, ακόμα, «έκαιγε» η κατηγορία και το παράπονο για μια τέτοια καταστροφή και γι’ αυτό η δυτική – εσωτερική, δηλαδή η δυτικογερμανική και η αγγλοαμερικανική – προπαγάνδα προσπαθούσε να δικαιολογήσει τη βάρβαρη πράξη με τον ισχυρισμό ότι βομβάρδισαν την πόλη, ή επειδή μέσα ή γύρω της είχαν συγκεντρωθεί γερμανικά στρατεύματα, ή ότι είχε βιομηχανίες στρατιωτικής σημασίας, ή ότι ακόμα ο βομβαρδισμός είχε συμφωνηθεί από τους «τρεις μεγάλους» με τη συμφωνία της Γιάλτας.
Αυτά τα επιχειρήματα της ψευτοπροπαγάνδας, από έλλειψη πραγματικών ντοκουμέντων, επαναλαμβάνονται ακόμα και σήμερα – 60 χρόνια μετά την καταστροφή – όπως διάβασα σε ρεφορμιστική εφημερίδα του Βερολίνου στις 13 και 14 Φλεβάρη. Αλλά 10 μέρες αργότερα (στις 25/2) διάβασα στο ίδιο φύλλο την πρέπουσα απάντηση ενός Βερολινέζου. Διευκρινίζει: «Οι βομβαρδιστές απέφυγαν να βομβαρδίσουν στην οδό Κομένιους στη Δρέσδη, εκτός από αντικείμενα με συμμετοχή αμερικανικού ή άλλου ξένου κεφαλαίου και τη βίλα του ναζιστή «Γκαουλάιτερ» Μούτσμαν στην ίδια οδό Κομένιους. Αυτό το οικόπεδο το χειρίστηκαν με «ακρίβεια μιας τρίχας», ενώ όλα τα άλλα γύρω καταστράφηκαν ή έγιναν παρανάλωμα του πυρός».
Η απάντηση του στρατάρχη Ιβάν Κόνιεφ
Στο ζήτημα αυτό υπάρχει και το βαρύ πυροβολικό: Η επιστολή του Σοβιετικού στρατάρχη Ιβάν Κόνιεφ, ανώτατου διοικητή του 1ου Ουκρανικού Μετώπου, που οι νικηφόρες σοβιετικές στρατιές του βρίσκονταν σχεδόν στα πρόθυρα της Δρέσδης και προήλαυναν προς το Βερολίνο. Είναι μια απάντηση στον Ανατολικογερμανό Βάλτερ Βαίντάουερ, πρώην δήμαρχο της Δρέσδης, που παρακαλούσε τον στρατάρχη για τη γνώμη του σχετικά με την καταστροφή της πόλης. Ο Βαίντάουερ την περιέλαβε στο βιβλίο του με τον τίτλο «Η κόλαση της Δρέσδης», (στην 4η έκδοση του 1983) και τη μεταφέρω εδώ, ώστε ο αναγνώστης να πειστεί άλλη μια φορά για τα χονδροειδή ψέματα της ιμπεριαλιστικής προπαγάνδας:
«Αξιότιμε σύντροφε Βαίντάουερ!
Έλαβα γνώση της επιστολής σας. Θεωρώ καθήκον μου να πάρω θέση στο βομβαρδισμό της Δρέσδης από τις αγγλο-αμερικανικές εναέριες στρατιωτικές δυνάμεις στις 13 και 14 Φλεβάρη 1945. Όπως είναι γνωστό, σαν αποτέλεσμα αυτής της αεροπορικής επίθεσης καταστράφηκε ολοκληρωτικά μια από τις αρχαιότερες και ωραιότερες πόλεις της Ευρώπης. Σκοτώθηκαν πάνω από 35.000 άνθρωποι και καταστράφηκαν 35.470 κτίρια – ανάμεσα στα οποία στο κεντρικό τμήμα της πόλης μουσεία και μνημεία της αρχιτεκτονικής και της ιστορίας.
Επειδή αυτή η βάρβαρη πράξη προκάλεσε τη διαμαρτυρία των προοδευτικών δυνάμεων σε όλον τον κόσμο, οι κυρίαρχοι κύκλοι των ΗΓΊΑ και της Αγγλίας προσπαθούν να επιρρίψουν την ευθύνη από το άρρωστο σ’ ένα γερό κεφάλι. Στις 1 1 Φλεβάρη 1953 δημοσιεύτηκε δήλωση του υπουργείου Εξωτερικών των ΗΓΙΑ, σύμφωνα με την οποία «ο εξοντωτικός βομβαρδισμός της Δρέσδης» πραγματοποιήθηκε δήθεν σε συμφωνία με τις σοβιετικές απαιτήσεις, για να ενισχυθεί η υποστήριξη των στρατευμάτων τους με αεροπορικές δυνάμεις και ότι είχε συμφωνηθεί προηγουμένως με τα σοβιετικά όργανα.
Ακόμα ως τη σημερινή εποχή διεισδύει κάπου κάπου αυτός ο ψευδής ισχυρισμός στον Τύπο των δυτικών δυνάμεων. Σχετικά με αυτό δεν προσκομίστηκαν ποτέ και πουθενά ντοκουμέντα, για την απόδειξη αυτού του αποκυήματος της φαντασίας.
Ο βομβαρδισμός της Δρέσδης δεν είχε συμφωνηθεί με τα σοβιετικά όργανα, και στο Γενικό Επιτελείο του Σοβιετικού Στρατού δεν ήταν τίποτα γνωστό γι’ αυτό. Αυτό το γεγονός σημειώνεται πειστικά στη φιλολογία μας.
Ήμουν εκείνο τον καιρό ανώτατος διοικητής του 1ου Ουκρανικού Μετώπου που είχε προχωρήσει πιο πολύ απ’ άλλους προς την κατεύθυνση της Δρέσδης.
Μπορώ με όλη την υπευθυνότητα να δηλώσω ότι ο βομβαρδισμός και η καταστροφή της Δρέσδης το Φλεβάρη του 1945 δεν είχε κανενός είδους συσχετισμό με τις ενέργειες των σοβιετικών στρατευμάτων. Η βάρβαρη καταστροφή της πόλης δε σήμανε κανενός είδους υποστήριξη για τα στρατεύματά μας, ακόμα και σε βραδύτερο χρόνο, όταν εμείς προχωρήσαμε άμεσα στα κράσπεδα της Δρέσδης, γιατί η Δρέσδη δεν ήταν οχυρό και μέσα σ’ αυτή δεν υπήρχαν ιδιαίτερα σημαντικά βιομηχανικά ή στρατιωτικά αντικείμενα ή κάπως σημαντικά φασιστικά στρατεύματα. Η πόλη ήταν εκείνο τον καιρό παραγεμισμένη με πρόσφυγες. Κατά συνέπεια, η Δρέσδη δεν είχε τη στρατιωτική, πολιτική και οικονομική σημασία που θα απαιτούσε την καταστροφή της.
Με ειλικρινή εκτίμηση
I. Κόνιεφ
Στρατάρχης της Σοβιετικής Ένωσης
6 Ιούλη 1965».
Και η συκοφαντική επίκληση της… Γιάλτας
Η αποστομωτική αυτή επιστολή δίνει απάντηση και στις φλυαρίες για δήθεν συμφωνία στη Διάσκεψη της Γάλτας. Χωρίς να αναφέρει το όνομά της, αλλά έμμεσα αυτό λέει ο νικηφόρος στρατάρχης: «Δεν προσκομίστηκαν ποτέ και πουθενά ντοκουμέντα για την απόδειξη αυτού του αποκυήματος της φαντασίας». Πραγματικά δεν έχει παρά να διαβάσει κανείς τα ντοκουμέντα (ανακοινωθέντα) των Διασκέψεων της Τεχεράνης (1η Δεκέμβρη 1943) και της Γιάλτας (11 Φλεβάρη 1945) για να πειστεί ότι δε γίνεται λόγος για εξόντωση του γερμανικού λαού, αλλά του φασιστικού στρατιωτικού δυναμικού και του φασισμού. «Συντονίσαμε τα σχέδιά μας για την εξόντωση των γερμανικών ενόπλων στρατιωτικών δυνάμεων» (Τεχεράνη, 1η Δεκέμβρη 1943. Ρούζβελτ, Στάλιν, Τσόρτσιλ). Και: «Είμαστε σταθερά αποφασισμέ- νοι να αφοπλίσουμε και να διαλύσουμε όλες τις γερμανικές ένοπλες δυνάμεις – να συντρίψουμε για πάντα το γερμανικό γενικό επιτελείο… Δεν είναι πρόθεσή μας να εξοντώσουμε το γερμανικό λαό…» (11 Φλεβάρη 1945 – στη Γιάλτα – οι τρεις με τη σειρά στην υπογραφή Ουίνστον Τσόρτσιλ, Φράνκλιν Ντ. Ρούζβελτ, I. Στάλιν).
Αυτή είναι η αλήθεια για την καταστροφή της «Φλωρεντίας του Έλβα» το Φλεβάρη του 1945. Όμως, από την προσπάθεια των ιμπεριαλιστών να διαστρέφουν την ιστορική πραγματικότητα βγαίνει και το παράλληλο συμπέρασμα: Για να δικαιολογήσουν την επιθετική πολιτική τους τότε, όπως και σήμερα και σε όλες τις εποχές καταφεύγουν πάντα στη διαστρέβλωση, στο ψέμα. Ας μην ξεχύσουμε με πόσα ψέματα γέμισαν τον κόσμο, για να βρουν έστω και ένα στήριγμα για τον καταστρεπτικό τους πόλεμο κατά της Γουγκοσλαβίας, πόσα ψέματα είπαν για το Ιράκ και πως τις ίδιες μεθόδους χρησιμοποιούν τώρα για τις πολεμικές απειλές τους κατά της Συρίας, του Ιράν, της ΛΔ της Κορέας και αλλού. Μην πέφτετε θύματα της ιμπεριαλιστικής προπαγάνδας!»
Το εκδοτικό «Σύγχρονη Εποχή» εξέδωσε το 2002 μια συλλογή από άρθρα που έγραψε ο συγγραφέας στην περίοδο του Μεγάλου Πατριωτικού Πολέμου της Σοβιετικής Ένωσης, υπό τον τίτλο «Το χρονικό της αντρειοσύνης» με πρόλογο του Κ. Σιμόνοφ, επίλογο του Λ. Λαζάρφ και μετάφραση από τα ρωσικά του Γιάννη Στυλιάτη. Στο βιβλίο (380 σελίδες) δημοσιεύονται μόνο 85 άρθρα και ανταποκρίσεις από τον συνολικό αριθμό των τριακοσίων που είχε γράψει ο Ερενμπούργκ για τον Τύπο του εξωτερικού κυρίως, των ΗΠΑ και Αγγλία, στην περίοδο του πολέμου. Παρά το ότι πέρασαν από τότε πάνω από επτά δεκαετίες το βιβλίο έχει ενδιαφέρον και σήμερα, γιατί δείχνει και περιγράφει τη βαρβαρότητα του ιμπεριαλισμού και τον καθοριστικό ρόλο του σοσιαλιστικού κοινωνικού συστήματος στη συντριβή της ναζιστικής Γερμανίας.
Χαρακτηριστικό είναι το απόσπασμα, σχετικά με την πάγια τακτική των αγγλοα-μερικάνων:
«Ανήθικες είναι οι ανακοινώσεις για τους βομβαρδισμούς στο Κίελο και Λίμπεκι. Γιατί βομβαρδίζουν τις γερμανικές πόλεις; θα ρωτήσει κάποιος αφελής. Όμως δε θέλουν να δείξουν ποιους βομβαρδίζουν και γιατί βομβαρδίζουν» (σελ. 238). Αργότερα, στις 13/14 Φλεβάρη 1945, όταν τέλειωνε ο πόλεμος και χωρίς να υπάρχει λόγος από στρατιωτική πλευρά, τα αγγλοαμερικανικά αεροπλάνα βομβάρδισαν και κατέστρεψαν τη Δρέσδη με 35.000 θύματα, γυναικόπαιδα και γέρους. Όταν είχε καταρρεύσει η Ιαπωνία, οι ΗΠΑ ρίξανε ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα (6/8/45) και το Ναγκασάκι (9/8/45) όπου υπήρχαν εκατοντάδες χιλιάδες θύματα. To 1999 ΗΠΑ. ΕΕ. ΝΑΤΟ βομβάρδιζαν τη Γιουγκοσλαβία, μετά το Αφγανιστάν και τώρα ΗΠΑ, Αγγλία, με τη συμμετοχή των συνοδοιπόρων τους, εξαπόλυσαν τον βρώμικο ιμπεριαλιστικό πόλεμο κατά του ιρακινού λαού, βομβαρδίζουν τις πόλεις του Ιράκ και σκοτώνουν τον άμαχο πληθυσμό. Τα ΜΜΕ μετέδωσαν ότι οι εισβολείς χρησιμοποιούν απεμπλουτισμένο ουράνιο και βόμβες «Napalm». Αρχικά τα «Nopalm» είχαν χρησιμοποιηθεί το 1948 και 1949 στο Γράμμο – Βίτσι».
Από ορισμένη άποψη χρήσιμο είναι και το βιβλίο: «Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ», του Βρετανού ιστορικού ALASTAIR PARKER – ο οποίος, σημειωτέον, δεν ήταν κομμουνιστής: (Εκδόσεις ΕΠΙΛΟΓΗ / ΘΥΡΑΘΕΝ – ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΤΗΣ ΟΞΦΟΡΔΗΣ).
Ανάμεσα στα εύγλωττα στοιχεία που παραθέτει, ο συγγραφέας κάνει και αναφορές για το αγγλοαμερικανικό έγκλημα κατά της γερμανικής πόλης Δρέσδη, που καταστράφηκε από τους βομβαρδισμούς λίγο καιρό πριν από τη συνθηκολόγηση της Γερμανίας.
«Ο βομβαρδισμός της Δρέσδης δεν προκλήθηκε από τις ανάγκες του πολέμου. Τη νύχτα της 13ης Φεβρουάριου 1945, πάνω από 800 βρετανικά βομβαρδιστικά πέταξαν στη Δρέσδη και κατάφεραν ένα από τα πιο ολέθρια πλήγματα του πολέμου. Την επόμενη ακολούθησαν πάνω από 400 αμερικανικά βομβαρδιστικά, και την 15η Φεβρουάριου άλλα 200. Παρόλο που κανείς δε γνωρίζει τον ακριβή αριθμό θανάτων, η βρετανική επιδρομή άφησε πίσω της πολύ περισσότερους νεκρούς από κάθε άλλο βομβαρδισμό, ίσως μάλιστα περισσότερους από κάθε άλλη αεροπορική επιδρομή στην ιστορία, συμπεριλαμβανομένης και της ατομικής καταστροφής στη Χιροσίμα» (σελ. 227).
«Τα επιχειρήματα του Τσόρτσιλ ήταν: Εφ’ όσον οι Γερμανοί άρχισαν πρώτοι τους βομβαρδισμούς αμάχων, νομιμοποίησαν το βομβαρδισμό των Γερμανών πολιτών. Και, δεύτερον, ότι οι Γερμανοί άξιζε να τιμωρηθούν»! (σελ. 228). «Κρατάμε το ξίφος της δικαιοσύνης και είμαστε αποφασισμένοι να χρησιμοποιήσουμε αυτό το ξίφος με τη μέγιστη σφοδρότητα, μέχρι τέλους», έλεγε ο Τσόρτσιλ (ό.π.)!
Συνεχίζει ο συγγραφέας: «Οι Βρετανοί χτυπούσαν κατοικημένες περιοχές για να σκοτώνουν ή να τρομοκρατούν αμάχους εργαζόμενους. Αλλά και οι μισές τουλάχιστον αμερικανικές βόμβες ρίχτηκαν στα τυφλά, σε συνθήκες νέφωσης ή ομίχλης» (σελ. 228 – 229).
Ο Βρετανός υπουργός Αεροπορίας συμπλήρωνε τον κυνισμό του Τσόρτσιλ με φράσεις που Θα ζήλευε και ο Χίτλερ: «… προσωπικά Θεωρώ ότι όλες οι πόλεις της Γερμανίας δεν αξίζουν όσο τα κόκαλα ενός Βρετανού γρεναδιέρου» (σελ. 230)!!
Ιδια τακτική και λογική χαρακτήριζε και τις αεροπορικές επιθέσεις των ΗΠΑ κατά της Ιαπωνίας. Για ανθρωποσφαγή κάνει λόγο ο Βρετανός συγγραφέας του «ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ». Γράφει: «…τα Β-29 είχαν αρχίσει να ακολουθούν νέα τακτική: νυχτερινές επιδρομές σε χαμηλό ύψος με ρίψεις μεγάλου αριθμού εμπρηστικών βομβών. Με τις επιθέσεις αυτές οι Αμερικανοί, όπως η ΡΑΦ στη Γερμανία, πυρπολούσαν σπίτια, για να μειώσουν την παραγωγικότητα των βιομηχανικών εργατών και για να τσακίσουν το ηθικό. Στις 9 Μαρτίου 1945,334 Β-29 ξεκίνησαν για το Τόκιο και έριξαν εμπρηστικές βόμβες σε μια πυκνοκατοικημένη περιοχή, όπου τα περισσότερα σπίτια ήταν από ξύλο και μπαμπού. Οι δυνατοί άνεμοι επιδείνωσαν την πυρκαγιά, που ήταν ορατή από τα 250 χιλιόμετρα. Κάηκαν 26 τετραγωνικά χιλιόμετρα. Το μεγαλύτερο μέρος των κτιρίων του Τόκιο (267.000 κτίρια) καταστράφηκαν, 1.000.000 άνθρωποι έμειναν άστεγοι και περίπου 80.000 πέθαναν. Λίγους μήνες πριν πέσει η ατομική βόμβα στη Χιροσίμα, η αμερικανική πολεμική αεροπορία ως μηχανή ανθρωποσφαγής είχε ήδη καλύψει τη διαφορά της από τη ΡΑΦ» (ο.π., σελ. 237). «Ενώ στις επόμενες τέσσερις βδομάδες μετά την επιδρομή στο Τόκιο, άλλες πέντε πόλεις έχασαν 60 τετραγωνικά χιλιόμετρα κτιρίων. Στη συνέχεια, σταμάτησαν αυτού του είδους οι επιδρομές μέχρι τα τέλη Ιουνίου – εν μέρει επειδή λιγόστεψαν τα αποθέματα εμπρηστικών βομβών…»!!! (σελ. 238).
Εκείνο πάντως που έχει αποκλειστεί είναι το «λάθος». Γιατί, την ίδια ώρα που τα βομβαρδιστικά των Αγγλοαμερικανών εξαφάνιζαν στη Δρέσδη έναν αμύθητο πολιτιστικό πλούτο (κτίρια – μουσεία -αγάλματα – πίνακες κ.ά.), οι καπιταλιστικές επιχειρήσεις των Αγγλοαμερικανών και των Γάλλων στη Γερμανία παρέμειναν άθικτες…»
Ο Γάλλος συγγραφέας Maurice Bardeche στο βιβλίο του “Εγκλήματα πολέμου των Συμμάχων”, σημειώνει σχετικά «Μόνο ένα εργοστάσιο οπτικών χτυπήθηκε. Οι στρατιώτες έμειναν ανέπαφοι. Από τα 3 γκαράζ τραίνων μόνο ένα έχει λίγες ζημιές. Στα υπόστεγα 400 βαγόνια είναι εντάξει. Στις γραμμές 24 τραίνα περιμένουν να φύγουν. Καταλαβαίνει κανείς την αντίδραση των Αμερικανών που θέλησαν να “μπαλώσουν” την ιστορία, ευνοϊκά για την RAF.
Ο βομβαρδισμός της Δρέσδης ήταν τελικά «στρατιωτική» επιχείρηση;
«Η Δρέσδη έπρεπε να βομβαρδιστεί όπως έπρεπε να βομβαρδιστεί και κάθε άλλη γερμανική πόλη», γράφεται από τον αστικό Τύπο, στο πλαίσιο της συζήτησης που διεξάγεται για την επέτειο των 70 χρόνων από το βομβαρδισμό. Συζήτηση περί της «αναγκαιότητας» εκείνης της στρατιωτικής επιχείρησης.
Ωστόσο:
Σύμφωνα με την απόφαση της Καζαμπλάνκα (4/2/1943) για το βομβαρδισμό των γερμανικών πόλεων, που υπέγραψαν οι Βρετανοί και οι Αμερικάνοι, και στην οποία δε συμμετείχαν οι Σοβιετικοί (θα μας χρειαστεί αυτό παρακάτω), η διαταγή προέβλεπε βομβαρδισμούς με την ακόλουθη σειρά προτεραιότητας:
«α) Ναυπηγεία υποβρυχίων, β) αεροναυτική παραγωγή, γ) μέσα μεταφοράς, δ) διυλιστήρια πετρελαίων, ε) άλλους στόχους πολεμικών βιομηχανιών»(Όυ-ίνστον Τσόρτσιλ, «2ος Παγκόσμιος Πόλεμος», τόμος Στ).
*
Εδώ τίθεται το ερώτημα: τι από αυτά υπήρχαν στη Δρέσδη, ώστε να «επιβάλλεται» ο βομβαρδισμός της;
Ο Τσόρτσιλ, στο παραπάνω έργο του, το οποίο βραβεύτηκε και με το βραβείο Νόμπελ (συμβαίνουν αυτά), αν και η μνήμη του για τα γεγονότα του πολέμου δείχνει να είναι εξαιρετική, στο σημείο των αναφορών του για τους βομβαρδισμούς των γερμανικών πόλεων, γιατί «ξεχνάει» να αναφέρει οτιδήποτε για το βομβαρδισμό της Δρέσδης;
Μήπως γιατί το έγκλημα ήταν τόσο οφθαλμοφανές, που (συνομιλώντας πια με την Ιστορία) ούτε ένας κυνικός σαν τον Τσόρτσιλ δεν μπορούσε να το υπερασπιστεί, επικαλούμενος σαθρότητες περί «στρατιωτικών λόγων»;
Για να μην αδικούμε τον Τσόρτσιλ, η εξήγηση του βομβαρδισμού της Δρέσδης δίνεται από τον «πατέρα της νίκης» εκατοντάδες σελίδες παρακάτω, όπου πια ομολογεί ότι «τα αποφασιστικά και πρακτικά σημεία της στρατηγικής και της πολιτικής» των «δυτικών δημοκρατιών» από ένα σημείο ίου Πολέμου και μετά ήταν ότι:
«Πρώτον, η Σοβιετική Ρωσία είχε γίνει ένας Θανάσιμος κίνδυνος για τον ελεύθερο κόσμο. Δεύτερον, έπρεπε να δημιουργήσουμε χωρίς καθυστέρηση ένα νέο μέτωπο για να σταματήσουμε την πορεία της προς τα μπρος. Τρίτον, στην Ευρώπη, το μέτωπο αυτό έπρεπε να ευρίσκεται όσο το δυνατόν ανατολικότερα (…)».
Προφανώς μια Δρέσδη πέφτοντας ισοπεδωμένη στα χέρια των Σοβιετικών, τους επέβαλε να διαχειριστούν μια καταστροφή που η έκτασή της ήταν τέτοια, με συνέπεια να δυσχεραίνεται η πορεία του Κόκκινου Στρατού προς τα δυτικά και έτσι να ικανοποιείται ο στόχος των Δυτικών να κρατηθούν οι Σοβιετικοί όσο γινόταν «ανατολικότερα».
Από εκεί και πέρα, είναι πραγματικά παράδοξο να προβάλλεται ο ισχυρισμός πως εκείνο που συνέβαλε στην ήττα της Γερμανίας ήταν «οι βαρύτατοι βομβαρδισμοί».
Και τούτο ανακρούεται όχι μόνο από τους Σοβιετικούς, που ειδικά για τη Δρέσδη σημειώνουν ότι επρόκειτο για το βομβαρδισμό «μιας πόλης η οποία τη στιγμή που η φασιστική Γερμανία βρισκόταν στο χείλος της καταστροφής, στην ουσία δεν είχε στρατιωτική στρατηγική σημασία»(«Παγκόσμια Ιστορία», Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, εκδόσεις «Σκέψη»).
Ανακρούεται από τους ίδιους τους Βρετανούς ιστορικούς, που παραδέχονται ότι οι βομβαρδισμοί αυτοί «δεν έπαιξαν κανένα ρόλο στην πορεία και στην έκβαση του Πολέμου» (Υπουργείο Αμύνης ΕΣΣΔ. Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, εκδόσεις «Κάδμος», 1959), αλλά ότι επρόκειτο για «τρομακτική εξόντωση ανθρώπων, που θα δυσφήμιζε ακόμα και τον Αττίλα» και που οι Αγγλοαμερικανοί μόνο προσχηματικά «έλεγαν πως γίνεται για στρατηγικούς λόγους» (Τζ. Φούλερ, «Ο δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, 1939- 1945»).
Αλλά αντικρούεται (αυτό είναι το κυριότερο) και από εκείνους που ενώ αποδέχονται αξιωματικά την «αναγκαιότητα» των βομβαρδισμών, εντούτοις είναι οι ίδιοι που ομολογούν πως βομβαρδισμός όπως της Δρέσδης «είχε απογοητευτικά» και «πενιχρά αποτελέσματα» από στρατιωτική άποψη (Παρνέλ, «Ιστορία του 20ού αιώνος», «Χρυσός Τύπος», τόμος 5).
Μήπως, όμως, η εκτίμηση ότι «στη Δρέσδη έγινε ένα έγκλημα ήταν μια φτηνή «λαϊκιστική προπαγάνδα» στην οποία επιδόθηκε λίγα χρόνια μετά τον Πόλεμο η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας και η οποία «έπιασε»;
Αν είναι έτσι τότε πώς εξηγείται ότι ακόμα και οι πατενταρισμένοι αντικομμουνιστές συγγραφείς, όπως ο Ρεμόν Καρτιέ («Ιστορία του Δεύτερου Παγκόσμιου Πολέμου», τόμος δεύτερος, εκδόσεις «Πάπυρος») σημειώνουν ότι το έγκλημα ήταν τόσο ειδεχθές, ώστε αμέσως μετά το βομβαρδισμό (και όχι λίγα χρόνια αργότερα) από τους ίδιους τους Βρετανούς (και όχι από τη ΓΛΔ) καλείται «στη Βουλή των Κοινοτήτων ο υπουργός Αεροπορίας σερ Αρτσιμπαλ Σίνγλερ (και) υποχρεώνεται να απαντήσει σε δριμύτατες ερωτήσεις» για το δολοφονικό έργο της ΡΑΦ;
Πώς εξηγείται ο ίδιος αντικομμουνιστής συγγραφέας να σημειώνει ότι κύριος «στόχος των 650.000 εμπρηστικών βομβών είναι το κέντρο της πόλεως», να παραδέχεται ότι «η ΡΑΦ διογκώνει τη βιομηχανική σημασία της Δρέσδης για να δικαιολογηθεί» και να αποκαλύπτει ότι από τη στρατιωτική πλευρά του βομβαρδισμού «η αποτυχία είναι πλήρης», καθώς ακόμα και τα μέσα μεταφοράς «ξαναρχίζουν να κυκλοφορούν από τις 15 Φλεβάρη», δηλαδή μια μέρα μετά το βομβαρδισμό;
Η εξήγηση είναι ότι το έγκλημα της Δρέσδης είναι τόσο αναίτιο από στρατιωτικής άποψης που αφενός δεν κρύβεται, αφετέρου είναι τόσο ειδεχθές που επιχειρείται να χρεωθεί σε αυτούς που δε συμμετείχαν στην Καζαμπλάνκα (απόφαση για βομβαρδισμούς γερμανικών πόλεων), δηλαδή στους… Σοβιετικούς: «…ο βομβαρδισμός είχε ζητηθεί από τους Ρώσους…» υποστηρίζει ο Καρτιέ το 1965 (σ.σ.: είναι ο ίδιος γκεμπελισμός που ακούγεται και σήμερα, 70 χρόνια μετά).
Συμπέρασμα:
1.Αν υπήρχε προπαγάνδα αυτή προερχόταν από τους Δυτικούς, που μπροστά στην αδυναμία να υπερασπιστούν ένα τόσο μεγάλο έγκλημα, προσπάθησαν να το χρεώσουν στους Σοβιετικούς. Τότε όμως, το 1965, υπήρχε ακόμα η ΕΣΣΔ και συνεπώς το ψέμα είχε κοντά ποδάρια.
2.Η αντιμετώπιση της αναβίωσης του φασισμού στην Ευρώπη και των νεο-ναζί, που αξιοποιούν την υπόθεση της Δρέσδης για την εμετική τους προπαγάνδα, δε γίνεται με το ξαναγράψιμο της Ιστορίας στα μέτρα του Τσόρτσιλ και του Τρούμαν.
Η παραχάραξη της Ιστορίας δεν θα περάσει!
Με αφορμή τις προσπάθειες ξαναγραψίματος της ιστορίας που εκδηλώνονται με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση, αποτελεί χρέος των κομμουνιστών, κάθε προοδευτικού ανθρώπου, κάθε επιστήμονα που σέβεται την αλήθεια, κάθε εργαζόμενου, να αποκρούσει αποφασιστικά: ΤΗΝ ΠΑΡΑΧΑΡΑΞΗ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ. Την κατευθυνόμενη από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα επιχείρηση «αποϊδεολογικοποίησης» της ιστοριογραφίας. Τη συκοφαντική ταύτιση του κομμουνισμού με το φασισμό, του Στάλιν με τον Χίτλερ, παρότι γνωρίζουν την πραγματικότητα.
Ένα από τα μεγαλύτερα ιστορικά γεγονότα του 20ού αιώνα, ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος (1939-1945), σφραγίστηκε με τη νίκη των λαών κατά του φασιστικού ιμπεριαλιστικού μπλοκ Γερμανίας – Ιαπωνίας – Ιταλίας και των συμμάχων τους. Στη μεγάλη λαϊκή νίκη ήταν αποφασιστική, καθοριστική, η συμβολή της Σοβιετικής Ένωσης. Η προσφορά του λαού της, του σοβιετικού κράτους και των Ενόπλων της Δυνάμεων έχει καταγραφεί ως αθάνατη εποποιία.
Βασική δύναμη του τιτάνιου αγώνα, ψυχή και καθοδηγητής ήταν τα Κομμουνιστικά Κόμματα, με πρωτοπόρο το Κομμουνιστικό Κόμμα των Μπολσεβίκων της ΕΣΣΔ. Εκατομμύρια κομμουνιστές και κομμουνίστριες έδωσαν και τη ζωή τους για έναν καλύτερο κόσμο.
Μετά τη νίκη της αντεπανάστασης στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες (1989-1991), ξεκίνησε μια πιο συντονισμένη παγκόσμια προσπάθεια αναθεώρησης της ιστορίας του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, ενταγμένη σε γενικότερο σχεδιασμό ιδεολογικής επίθεσης που διαρκεί.
Επιχειρεί να μειώσει ή και να σβήσει την προσφορά του Κομμουνιστικού Κινήματος στους λαούς όλου του κόσμου. Επιδιώκει να δηλητηριάσει τη συνείδηση των νεότερων γενεών, να τις καταστήσει ευάλωτες στη μαύρη προπαγάνδα. Να χειραγωγήσει μαζικά τις νεότερες γενιές στα σημερινά εγκλήματα της ιμπεριαλιστικής τάξης. Κυρίως, αποτελεί παγκόσμια ιδεολογική και πολιτική δράση των δυνάμεων του κεφαλαίου, προκειμένου να υψωθούν αξεπέραστα τείχη, για να μη βγει ο κόσμος από το πισωγύρισμα που τον έφερε η αντεπανάσταση του 1989-1991.
Τα «κέντρα» της «αναθεώρησης της ιστορίας» συγκαλύπτουν συνειδητά ότι οι άδικοι πόλεμοι ξεπηδούν από τη φλέβα του καπιταλιστικού συστήματος. Ότι δεν οφείλονται σε κάποιους μανιακούς, όπως διάφοροι παρουσιάζουν τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι. Οι πόλεμοι γίνονται, επειδή υπάρχει η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Σήμερα, στην εποχή της παγκόσμιας καπιταλιστικής βαρβαρότητας, στα κράτη της ΕΕ, κυρίως της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, η ιδεολογική και πολιτική τρομοκρατία εκφράζεται με την αναστήλωση των χιτλερικών συμβόλων, οι διώξεις κομμουνιστών και διακρίσεις σε βάρος τους βρίσκονται σε άμεση προτεραιότητα.
Εξέχοντα ρόλο στο σβήσιμο της ιστορικής μνήμης παίζει η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Πρωτοστατώντας στην αντικομμουνιστική υστερία καθιέρωσε την 9η Μαΐου ως «Ημέρα της Ευρώπης», απαλείφοντας την «Ημέρα της Νίκης των Λαών»!
Τις μέρες των βομβαρδισμών της Δρέσδης τα σοβιετικά στρατεύματα βρίσκονταν σε απόσταση αναπνοής από την πόλη. Στη Δρέσδη δεν υπήρχαν πια οργανωμένα χιτλερικά στρατεύματα, καμιά οργανωμένη αντίσταση. Το αντίθετο, μάλιστα, οι χιλιάδες πρόσφυγες από τις ανατολικές επαρχίες του καταρρέοντος Ράιχ είχαν κατακλύσει την πόλη και οι αρχές, υπό το βάρος των προβλημάτων, την είχαν ήδη εγκαταλείψει. Σε τι, λοιπόν, μπορούσε να βοηθήσει ο μαζικός βομβαρδισμός μιας μεγαλούπολης, που βρισκόταν σ’ αυτή την κατάσταση, χωρίς την παραμικρή στρατηγική σημασία και χωρίς ίχνος ουσιαστικής αντίστασης, είτε την προέλαση του Κόκκινου Στρατού, είτε, πολύ περισσότερο, την τελική και γρηγορότερη έκβαση του πολέμου; Στο ερώτημα δε χωράνε πολλές απαντήσεις. Και σίγουρα, η λογική, ότι «ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος χαρακτηρίστηκε από τη σύγκρουση των δυνάμεων της ελευθερίας με τις δυνάμεις της τυραννίας», δεν προσφέρεται ως ασφαλής βάση, για σωστές εξηγήσεις, τόσο του συγκεκριμένου γεγονότος, όσο και αρκετών άλλων αυτής της περιόδου.
Άλλωστε όπως καλά γνωρίζουμε, οι ίδιες «δυνάμεις της ελευθερίας», με αυτές που βομβάρδισαν τη Δρέσδη, οργάνωσαν τα Δεκεμβριανά, ματοκύλισαν την Αθήνα και επέβαλαν το μεταδεκεμβριανό καθεστώς στη χώρα μας και ό,τι επακολούθησε. Και, μάλιστα, την ίδια χρονική περίοδο…
Πρόκειται για τα ίδια «κέντρα» που έφτασαν να επικρίνουν ακόμη και τον Τσόρτσιλ, επειδή συμμάχησε με τον Στάλιν!
Η παραχάραξη της ιστορίας, απ’ οποιαδήποτε κέντρα αναθεώρησης κι αν προέρχονται, δε θα περάσει!».
Σημείωση ΣΕ – Ο σύντροφος Θανάσης Γεωργίου γεννήθηκε την Πρωτοχρονιά του 1914 στους Αγίους Θεοδώρους Κορινθίας, δεύτερος από 4 παιδιά, αδερφός του κομμουνιστή δημοσιογράφου και λογοτέχνη Βάσου Γεωργίου, που πέθανε το 2003.
Πολέμησε ως πυροβολητής ενάντια στον ιταλικό φασισμό και τραυματίστηκε στην περιοχή του Αμυνταίου τον Απρίλη του 1941 κατά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα. Στην Κατοχή δούλεψε ως δημοσιογράφος στον παράνομο Τύπο του ΕΑΜ, στο κεντρικό δημοσιογραφικό όργανό του «Ελεύθερη Ελλάδα». Την περίοδο αυτή γνωρίστηκε με τον ήρωα κομμουνιστή δημοσιογράφο Κώστα Βιδάλη, που δολοφόνησε η συμμορία του Σούρλα το 1946 στη Θεσσαλία.
Μετά το Δεκέμβρη του 1944 καταδιώχθηκε από το αντιδραστικό αστικό καθεστώς, αντιμετώπισε στημένες κατηγορίες και εξορίστηκε στον Εύδηλο της Ικαρίας. Το 1947 έγινε μέλος του ΚΚΕ, τίτλο που τίμησε μέχρι την τελευταία του πνοή. Μετά από μια «μερική αμνηστεία» πήγε στον Πειραιά, απ’ όπου, το Γενάρη του 1948, απέδρασε μαζί με άλλους αγωνιστές και μέσω Ιταλίας και Τσεχοσλοβακίας επέστρεψε στην Ελλάδα για να παλέψει στις γραμμές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Ήταν πολεμικός ανταποκριτής του ΔΣΕ, με δράση κυρίως στην περιοχή του Γράμμου και του Βίτσι. Τον Οκτώβρη του 1948 στάλθηκε από το Βίτσι, με εντολή του Κόμματος, στην Πράγα και από εκεί στη Γερμανία, στη Σοβιετική Ζώνη, τη μετέπεπα Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία. Εκεί, το Γενάρη του 1949, συνόδευσε αντιπροσωπεία της Προσωρινής Δημοκρατικής Κυβέρνησης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, που, με επικεφαλής τον Πέτρο Κόκκαλη, έκανε εικοσαήμερη περιοδεία. Συμμετείχε ως εκπρόσωπος του Κόμματος στην Επιτροπή Αλληλεγγύης για την Ελεύθερη Ελλάδα, που δημιουργήθηκε από τη ΓΛΔ, και παρακολουθούσε ως υπεύθυνος την πορεία των παιδιών που κατέφταναν από την Ελλάδα κατά τη διάρκεια της εποποιίας του ΔΣΕ. Κατά τα τέλη του 1949 εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο, όπου εργάστηκε στο Πρακτορείο Ειδήσεων της ΓΛΔ και ως δημοσιογράφος του «Ριζοσπάστη». Εκεί γνώρισε και τη συντρόφισσα στη ζωή του, Γκέρντρουντ, μέλος του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος, με την οποία απόκτησε τρία παιδιά, την Ειρήνη, τον Αλέξανδρο και τη Χριστίνα. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας δούλεψε για ένα διάστημα στην εφημερίδα «Ελεύθερη Πατρίδα» στο Λονδίνο ως αρχισυντάκτης, με διευθυντή τον κομμουνιστή δημοσιογράφο και συγγραφέα Τάκη Αδάμο.
Ο σύντροφος Θανάσης πάλεψε από το μετερίζι του δημοσιογράφου για τη διατήρηση των κομμουνιστικών χαρακτηριστικών του Κόμματος, για την υπεράσπιση του σοσιαλισμού στη Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία. Υπήρξε ακούραστος, οξυδερκής και πάντα στρατευμένος στην πάλη για τη νίκη του σοσιαλισμού-κομμουνισμού. Στους αναγνώστες του «Ριζοσπάστη», με τη συμβολή του για δεκαετίες ως ανταποκριτής της εφημερίδας στη Γερμανία, έμεινε γνωστός με το ψευδώνυμο «Θανάσης Βόρειος».
Πηγές:
1.Θανάσης Γεωργίου, Ριζοσπάστης: 13/3/2005, 3/6/2005,
2.Νίκος Κυρίτσης: Παρουσίαση βιβλίου του ρώσου συγγραφέα Ίλια’Ερενμπουργκ «Το χρονικό της αντρειοσύνης».
3.https://ru. Wikipedia, org/wiki/ ΒοΜόαράυροβκα_ffpe3dena (στα ρώσικα).