Φάννυ Καπλάν – η “Σοσιαλεπαναστάτρια” που αποπειράθηκε να δολοφονήσει το Λένιν
Ο Λένιν αρνήθηκε να μπει σε νοσοκομείο, φοβούμενος πως τον περίμεναν κι άλλοι εκτελεστές, και δέχτηκε ιατρική περίθαλψη μόνο κατ’ οίκον. Τελικά κατόρθωσε να αναρρώσει, παρά τη βαρύτητα των τραυμάτων του, είναι όμως σχεδόν βέβαιο πως η περιπέτεια αυτή συνέβαλε στο ανεπανόρθωτο κλονισμό της υγείας του, που θα τον καθιστούσε σταδιακά ανίκανο προς εργασία και τελικά θα τον σκότωνε το 1924.
Συμπληρώνεται σήμερα ένας αιώνας από τη δολοφονική απόπειρα κατά του Βλαδίμηρου Λένιν από τη Φάννυ Καπλάν, μέλος των Σοσιαλεπαναστατών (Εσέρων) που θεωρούσε τον ηγέτη των μπολσεβίκων “προδότη”. Η απόπειρα αυτή, σε συνδυασμό με τη δολοφονία του Λαϊκού Επιτρόπου Εσωτερικών, Μωυσή Ουρίτσκι, θορύβησε ιδιαίτερα την ηγεσία των μπολσεβίκων, προκαλώντας σκλήρυνση των μέτρων καταστολής κατά των ποικιλώνυμων υπονομευτών της νέας κυβέρνησης.
Η Καπλάν (Βέρα Φίνγκελ) καταγόταν από πολύτεκνη εβραϊκή οικογένεια και σε ηλικία 16 ετών έγινε μέλος αναρχικής ομάδας στο Κίεβο, όπου έλαβε το ψευδώνυμό της. Συνελήφθη όταν έσκασε στο δωμάτιό της η βόμβα που προοριζόταν για τον τσαρικό κυβερνήτη. Καταδικάστηκε σε ισόβια καταναγκαστική εργασία στη Σιβηρία, έχοντας χάσει ένα μεγάλο μέρος της όρασής της. Έλαβε αμνηστία μετά την ανατροπή του τσάρου Νικόλαου Β’ κατά την επανάσταση του Φλεβάρη το 1917 κι έγινε μέλος των σοσιαλεπαναστατών.
Οι τριβές μεταξύ των εσέρων (που με τη σειρά τους διασπάστηκαν σε δεξιούς κι αριστερούς, με την Καπλάν να ανήκει στους πρώτους) ήταν διαρκείς με τους μπολσεβίκους που κυριαρχούσαν στα Σοβιέτ, ενώ οι Εσέροι εξέλεξαν δικό τους πρόεδρο στη Συντακτική Συνέλευση το Γενάρη του 1918, προκαλώντας τη διάλυσή της από το Λένιν. Οι εσέροι απάντησαν με την οργάνωση συνωμοσίας κατά του μεγάλου επαναστάτη, αναθέτοντας την εκτέλεσή του στην Καπλάν.
Στις 30 Αυγούστου 1918 ο Λένιν είχε ομιλία στο εργοστάσιο όπλων “Σφυροδρέπανο” στη νότια Μόσχα. Βγαίνοντας από το κτίριο και πριν μπει στο αυτοκίνητο, η Καπλάν του φώναξε κι όταν εκείνος γύρισε προς το μέρος της, τον πυροβόλησε τρεις φορές με ένα πιστόλι “Μπράουνινγκ”. Μια σφαίρα τον βρήκε στο παλτό, αλλά οι άλλες δύο τον τραυμάτισαν στο λαιμό, έχοντας πρώτα τρυπήσει τον αριστερό πνεύμονα, ενώ άλλη μία καρφώθηκε στον αριστερό του ώμο.
Ο Λένιν αρνήθηκε να μπει σε νοσοκομείο, φοβούμενος πως τον περίμεναν κι άλλοι εκτελεστές, και δέχτηκε ιατρική περίθαλψη μόνο κατ’ οίκον. Τελικά κατόρθωσε να αναρρώσει, παρά τη βαρύτητα των τραυμάτων του, είναι όμως σχεδόν βέβαιο πως η περιπέτεια αυτή συνέβαλε στο ανεπανόρθωτο κλονισμό της υγείας του, που θα τον καθιστούσε σταδιακά ανίκανο προς εργασία και τελικά θα τον σκότωνε το 1924.
Παρότι αρκετοί υποστήριξαν αργότερα ότι η Καπλάν δε θα μπορούσε να είναι η παρολίγον δολοφόνος λόγω της περιορισμένης της όρασης, η ίδια κατά τη σύλληψη και ανάκρισή της από την Τσε-κα, ανέλαβε πλήρως και αποκλειστικά την ευθύνη για την απόπειρα, αρνούμενη να εμπλέξει τους συνενόχους της. Η Καπλάν εκτελέστηκε κατόπιν διαταγών του Γιάκομπ Σβερντλόφ στις 3 Σεπτέμβρη 1918, με την εντολή να μη μείνει ίχνος από το πτώμα της. Την εκτέλεση ανέλαβε ο Πάβελ Μάλκοφ, ναύτης του στόλου της Βαλτικής που αργότερα αφηγούνταν: “η εκτέλεση ενός ανθρώπινου πλάσματος, ειδικά μιας γυναίκας, δεν είναι εύκολο πράγμα. Ήταν μια βαριά, πολύ βαριά ευθύνη. Αλλά ποτέ μου δε διατάχτηκα να φέρω σε πέρας μια ποινή τόσο δίκαιη, όσο αυτή”.
Την εκτέλεση επιδοκίμασε σύσσωμη η ηγεσία των μπολσεβίκων, ανάμεσά τους και ο Στάλιν, που μαθαίνοντας για την απόπειρα, τηλεγράφησε στο Σβερντλόφ καλώντας τον σε “ανοιχτή και συστηματική τρομοκρατία κατά της μπουρζουαζίας” και των πρακτόρων της, όσο και ο Τρότσκι που το 1930 σημείωνε στην αυτοβιογραφία του πως “δεν μπορούσαμε να κλείσουμε τα μάτια μας στον κίνδυνο που απειλούσε την επανάσταση, αν επιτρέπαμε στους εχθρούς μας να σκοτώσουν έναν-έναν όλη την ηγετική ομάδα του κόμματός μας”.
Να σημειωθεί πως ήταν η δεύτερη απόπειρα κατά της ζωής του Λένιν μέσα σε επτά μήνες, ενώ λίγες μέρες πριν είχε δολοφονηθεί ο Ουρίτσκι. Η σύλληψη 800 Εσέρων που εκτελέστηκαν λίγους μήνες μετά την απόπειρα, καθώς και η επαναφορά της θανατικής ποινής που είχε επίσημα καταργηθεί στις 28 Οκτώβρη 1917, δεν εντάσσονταν λοιπόν σε κάποια εγγενή αιμοδιψή τάση των μπολσεβίκων, αλλά υπήρξε μια αμυντική αντίδραση ενάντια σε μια πολύ πραγματική απειλή: αυτήν της κατάπνιξης της επανάστασης στα πρώτα της βήματα.