Φήμη με κάθε κόστος – Όταν ο Ηρόστρατος πυρπολούσε το ναό της Αρτέμιδας στην Έφεσο
Ιστορία και θρύλοι γύρω από το διασημότερο εμπρησμό της αρχαίας ιστορίας
Ήταν ένα καλοκαιρινό βράδυ του 356 π.Χ, όταν οι φλόγες κατάπιναν με την καυτή τους ανάσα ένα ναό που προκαλούσε δέος στους συγχρόνους, το Αρτεμίσιο της Εφέσου. Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο χώρος, ιερός ήδη από την Εποχή του Χαλκού, γνώριζε την καταστροφή. Ο προηγούμενος ναός της Αρτέμιδας είχε κι αυτός καταστραφεί κατά τον 7ο π.Χ αι. Στη συνέχεια, ο ηγεμόνας της Λυδίας, ο γνωστός μας Κροίσος, αποφάσισε να ανακατασκευάσει μεγαλοπρεπέστερα το ναό το 560 π.Χ, καλώντας τον περίφημο αρχιτέκτονα Χερσίφρονα από την Κρήτη. Ωστόσο, το έργο χρειάστηκε 120 χρόνια για να ολοκληρωθεί, εντυπωσιάζοντας με τις διαστάσεις και τον πλούσιο γλυπτό του διάκοσμο, όπως και το λατρευτικό άγαλμα της θεάς. Σε αντίθεση με όσα πιστεύει πολύς κόσμος, δε θεωρούνταν ακόμα ένα από τα “Επτά θαύματα του κόσμου”, αφού η πρώτη καταγραφή αυτών ανάγεται στα ελληνιστικά χρόνια, το 2ο π.Χ αιώνα, ενώ η τελική λίστα παγιώνεται μόλις κατά την Αναγέννηση, πάνω από μιάμιση χιλιετία αργότερα.
Λιγότερο από έναν αιώνα μετά την ολοκλήρωσή του, το Αρτεμίσιο χάθηκε στην πυρκαγιά που έβαλε κάποιος Ηρόστρατος. Ελάχιστα γνωρίζουμε για το διασημότερο εμπρηστή της ιστορίας, που συνήθως περιγράφεται ως ξένος (τουλάχιστον όχι πολίτης της Εφέσου), δούλος ή γενικότερα άτομο χαμηλής κοινωνικής καταγωγής, μολονότι αυτά ίσως αντικατοπτρίζουν περισσότερο τις προκαταλήψεις των αρχαίων και μεταγενέστερων συγγραφέων παρά την ιστορική πραγματικότητα.
Συνελήφθη αμέσως και βασανίστηκε στον τρόχο, όπου φέρεται να ομολόγησε πως στόχος της πράξης του ήταν να περάσει στην ιστορία. Για το λόγο αυτό, όχι απλά εκτελέστηκε, αλλά του επιβλήθηκε κι αυτό που οι Ρωμαίοι αργότερα ονόμασαν “damnatio memoriae”, δηλαδή την καταδίκη της μνήμης, με την απάλειψη κάθε αναφοράς στο όνομά του επί ποινή θανάτου. Προφανώς ο στόχος αυτός απέτυχε πλήρως, αφού ο Ηρόστρατος, σε αντίθεση με τους δικαστές του, είναι γνωστός μέχρι σήμερα. Αν ποτέ υπήρξε σχετική απαγόρευση, είχε ήδη ατονήσει από την αρχαιότητα, αφού το όνομα του εμπρηστή αναφέρεται από τον ιστορικό Θεόπομπο ήδη τον 4ο π.Χ αιώνα, ενώ αργότερα επανεμφανίζεται και στο έργο του μεγάλου γεωγράφου της αρχαιότητας Στράβωνα τον 1ο π.Χ αιώνα.
Από τα τέλη του Μεσαίωνα και μετά, οι αναφορές στον Ηρόστρατο πληθαίνουν, όπως στην ποίηση του σπουδαίου Άγγλου ποιητή του 14ου αιώνα, Τζέφρυ Τσώσερ, κι αργότερα, τον 1615 στο Δον Κιχώτη του Θερβάντες, όπου το όνομά του σχολιάζεται πλάι σε εκείνα του Ιουλίου Καίσαρα και του Ερνάν Κορτές. Ο Χέρμαν Μέλβιλ, γνωστός ως δημιουργός του Μόμπι Ντικ, αναφέρει σε άλλο του έργο του 1849 το όνομα του εμπρηστή, ενώ το ίδιο κάνει και ο Γιάσροσλαβ Χάσεκ στο εμβληματικό αντιπολεμικό του μυθιστόρημα “Ο καλός στρατιώτης Σβέικ”, όπου ο πρωταγωνιστής αντιπαραβάλλεται προς τον Ηρόστρατο. Για προπαγανδιστικούς λόγους έκανε μνεία σε αυτόν και ο Αδόλφος Χίτλερ, σε ομιλία του στο Ράιχσταγκ στις 6 Οκτώβρη 1939, συγκρίνοντας το “εβραϊκό διεθνές κεφάλαιο και δημοσιογραφία” με τον εμπρηστή.
Το 1967 γυρίστηκε ομώνυμη ταινία στη Βρετανία, όπου ο πρωταγωνιστής προσλαμβάνει εταιρεία για να μετατρέψει σε θέαμα την επικείμενη αυτοκτονία του, πηδώντας από ένα ψηλό κτίριο. Ο Γάλλος φιλόσοφος και συγγραφέας Ζαν – Πολ Σαρτρ του αφιέρωσε ένα διήγημα, ενώ o Σοβιετικός δραματουργός εμπνεύστηκε από εκείνον το θεατρικό “Ξεχάστε τον Ηρόστρατο!”. Στη σοβιετική τέχνη, ο Ηρόστρατος απαντά ξανά ως αναφορά στο διάσημο “Στάλκερ” του Αντρέι Ταρκόφσκι. Τέλος, αρκετές είναι και οι μουσικές αναφορές στο όνομά του, ενώ πιο πρόσφατα, στην ταινία Assasination Nation (2018), ένας χάκερ με κωδικό όνομα “ErOstr4tus” διαρρέει τις προσωπικές πληροφορίες του μισού πληθυσμού του Σάλεμ, προκαλώντας κύμα βίας στην πόλη.
Ως Ηρόστρατος χαρακτηρίζεται μέχρι σήμερα κάποιος που θέλει να γίνει διάσημος ακόμα και με εγκληματικές ενέργειες, ενώ υπό μορφή επιθέτου έχει περάσει και στην αγγλική γλώσσα (herostratic) με την ίδια σημασία.
Όσο για το διάσημο ναό, ξαναχτίστηκε λίγες δεκαετίες αργότερα, ενώ οι Εφέσιοι λέγεται πως αρνήθηκαν πρόταση του Μεγάλου Αλεξάνδρου να χρηματοδοτήσει εκείνος την επανοικοδόμηση. Κατά την παράδοση που παραδίδει ο Πλούταρχος, η γέννηση του μεγάλου στρατηλάτη συνέπιπτε με την πυρπόληση του ναού στις 21 Ιούλη, καθώς η Άρτεμη ήταν πολύ απασχολημένη με τον τοκετό του για να προσέξει το ναό της. Η επανακατασκευή του φαίνεται να ήταν πολύ μεγαλοπρεπής και τότε είναι που ο Αντίπατρος ο Σιδώνιος τον περιέλαβε στο γνωστό κατάλογο των επτά θαυμάτων. Ο ναός έπεσε θύμα επιδρομής των Γότθων το 268 μ.Χ, φαίνεται όμως πως επισκευάστηκε, μέχρι να κλείσει με την επικράτηση του χριστιανισμού, πιθανόν στις αρχές του 5ου αιώνα. Αρχιτεκτονικά του στοιχεία χρησιμοποιήθηκαν στην οικοδόμηση άλλων κτιρίων, ενώ αγάλματα μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, όπως και κίονες που κόσμησαν αργότερα την Αγία Σοφία. Ο χώρος ανασκάφηκε εκ νέου το 19ο αιώνα από ομάδα του Βρετανικού Μουσείου, που μετέφερε και συναρμολόγησε εκεί όσα σπαράγματα είχαν απομείνει, όπως και έναν από τους αρχαιότερους νομισματικούς θησαυρούς του κόσμου, που ήταν θαμμένος στη βάση του αρχαϊκού ναού. Σήμερα, στον αρχαιολογικό χώρο λίγο έξω από το Σελτζούκ στην επαρχία της Σμύρνης, στέκει μόνο ένας κίονας, που αναστυλώθηκε από λείψανα που βρέθηκαν στην περιοχή, καθώς και διάσπαρτοι ή μερικά αναστυλωμένοι σπόνδυλοι κιόνων στο χώρο.