Η Guernica των Βαλκανίων – 80 χρόνια από τη ναζιστική εισβολή στη Γιουγκοσλαβία
Το στρατιωτικό επιτελείο του Φύρερ αποφάσισε την ταυτόχρονη εισβολή σε Ελλάδα και Γιουγκοσλαβία, διαθέτοντας για το “διπλό χτύπημα” δυνάμεις που προορίζονταν για τη σχεδιαζόμενη επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης.
Εκτός από την επιχείρηση Μαρίτα, που αφορούσε την κατάκτηση της ηπειρωτικής Ελλάδας, και την επιχείρηση Ερμής, με στόχο την κατάκτηση της Κρήτης, την ίδια μέρα, στις 6 Απρίλη 1941, το Γ’ Ράιχ σχεδίασε και την Επιχείρηση 25 κατά της Γιουγκοσλαβίας, ανήμερα της Κυριακής των Βαΐων για τους ορθόδοξους πληθυσμούς της χώρας. Εκείνο το πρωί, περίπου 500 αεροπλάνα της Λουφτβάφε επιτέθηκαν χωρίς καμία προειδοποίηση στο Βελιγράδι, βυθίζοντας την πρωτεύουσα του βασιλείου στη στάχτη και μετατρέποντάς την σε “Γκερνίκα των Βαλκανίων” με απώλειες αμάχων που κυμαίνονται από 1500 ως 3000 ανθρώπους.
Η Γιουγκοσλαβία του μεσοπολέμου ήταν μια καθαρά αγροτική χώρα, όπου μεταξύ 75% και 79% του πληθυσμού ζούσε από τη γεωργία, ενώ το ποσοστό αναλφαβητισμού ξεπερνούσε το 50%, στις φτωχότερες περιοχές μάλιστα, όπως ήταν η σημερινή Βόρεια Μακεδονία, άγγιζε το 84%. Το πλούσιο υπέδαφος της χώρας δε μεταφραζόταν σε βιομηχανική ανάπτυξη, με εξαίρεση κάποιες περιοχές της Κροατίας και της Σλοβενίας. Το κράτος των Σέρβων, Κροατών και Σλοβένων ήταν ένα πολύ νεαρό κρατικό μόρφωμα, που είχε προκύψει το 1918, στον απόηχο της διάλυσης της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας μετά τον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Ο εύθραυστος κοινοβουλευτισμός που εγκαθιδρύθηκε τερματίστηκε το Γενάρη του 1929, όταν ο βασιλιάς Αλέξανδρος διέλυσε τη βουλή, απαγόρευσε τα κόμματα και οικειοποιήθηκε δικτατορικές εξουσίες, μετονομάζοντας τη χώρα παράλληλα σε “Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας”. Iδιαίτερα στοχοποιημένοι ήταν οι Γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές, που κάποιες φορές δολοφονούνταν ακόμα κι αμέσως μετά τη σύλληψή τους από τη μυστική αστυνομία, ή υποβάλλονταν σε φριχτά βασανιστήρια στα κρατητήρια.
Παρά το συγκεντρωτικό και αυταρχικό χαρακτήρα της εξουσίας του Αλεξάνδρου, η πολιτική αστάθεια παρέμεινε στη χώρα, ενώ στις 9 Οκτώβρη 1934 ο βασιλιάς δολοφονήθηκε στη Μασσαλία, από τους εθνικιστές τρομοκράτες της κροατικής Ουστάσε. Στη Γιουγκοσλαβία υπήρξε μερική αποκατάσταση του κοινοβουλευτισμού, χωρίς να αλλάζει ουσιαστικά ο αντιδημοκρατικός χαρακτήρας του πολιτικού καθεστώτος. Μέχρι το 1939 κυριαρχούσε στο πολιτικό σκηνικό ο πρωθυπουργός Μίλαν Στογιαντίνοβιτς, που προσέγγισε τη φασιστική Ιταλία και την ναζιστική Γερμανία.
Ο Χίτλερ και το επιτελείο του προφανώς και δεν ενδιαφέρονταν για κάποιου είδους “ισότιμη” συμμαχία με το βαλκανικό βασίλειο, αλλά από νωρίς είχαν βάλει στο μάτι τα πλούσια αποθέματά του σε χαλκό, χρώμιο, βωξίτη, μόλυβδο και μαγγάνιο, ενώ ενδιαφέρονταν και για την προμήθεια αγροτικών προϊόντων. Μέσα σε λίγα χρόνια, η Γερμανία έγινε ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος της Γιουγκοσλαβίας, ως αποδέκτης του 45,9% των εξαγωγών της χώρας. Ο οικονομικός εναγκαλισμός πήγαινε χέρι – χέρι με τις πολιτικές πιέσεις, με αποκορύφωμα το καλοκαίρι του 1940, όταν η Γερμανία απαίτησε υπό μορφή τελεσιγράφου την προσχώρηση της Γιουγκοσλαβίας στις δυνάμεις του Άξονα, η οποία επισφραγίστηκε στις 25 Μαρτίου 1941 με πομπώδη τελετή στο βιενέζικο παλάτι του Μπελβεντέρε.
Η απόφαση αυτή προκάλεσε την αγανάκτηση των λαών της Γιουγκοσλαβίας, αλλά εξόργισε και ένα μεγάλο μέρος της σερβικής ιδίως αστικής ελίτ, της οποίας τα συμφέροντα παραδοσιακά συνδέονταν περισσότερο με εκείνα της Αγγλίας και της Γαλλίας. Στις λαϊκές αντιδράσεις πρωτοστάτησε με μαζικές διαδηλώσεις στις πόλεις το Κομμουνιστικό Κόμμα Γιουγκοσλαβίας, ενώ στο αστικό στρατόπεδο η κινητικότητα εκφράστηκε με την ανατροπή, στις 27 Μαρτίου, της φιλοναζιστικής κυβέρνησης του Ντράγκιζα Τσβέτκοβιτς, από ομάδα φιλοβρετανών αξιωματικών της αεροπορίας υπό τον Ντούσαν Σίμοβιτς.
Τα νέα της γιουγκοσλαβικής ανυπακοής προκάλεσαν κύματα οργής στο Βερολίνο, με το Χίτλερ να διατάσσει το “τσάκισμα” της Γιουγκοσλαβίας ως κρατικής οντότητας και να αναβάλλει για το λόγο αυτό “ως τέσσερις βδομάδες” την έναρξη της επιχείρησης Μπαρμπαρόσα κατά της ΕΣΣΔ, απόφαση με όχι ασήμαντες συνέπειες, όπως αποδείχτηκε στην πορεία. Στα πλαίσια αυτά, το στρατιωτικό επιτελείο του Φύρερ αποφάσισε την ταυτόχρονη εισβολή σε Ελλάδα και Γιουγκοσλαβία, διαθέτοντας για το “διπλό χτύπημα” δυνάμεις που προορίζονταν για τη σχεδιαζόμενη επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης.
Μαζί λοιπόν με το αεροπορικό σφυροκόπημα του Βελιγραδίου, 33 μεραρχίες της Βέρμαχτ με συνολικά 680.000 στρατιώτες εισέβαλαν στις δύο βαλκανικές χώρες. Όπως και στην ελληνική περίπτωση, οι γιουγκοσλαβικές δυνάμεις αποδείχτηκαν ισχνές μπροστά στην επέλαση της πανίσχυρης πολεμικής μηχανής των ναζί, εξωθώντας τη χώρα σε συνθηκολόγηση στις 17 Απρίλη.
Ο στόχος του Χίτλερ για διαγραφή της Γιουγκοσλαβίας από το χάρτη φαινόταν να γίνεται πραγματικότητα, καθώς η Γερμανία προσάρτησε τη βόρεια Σλοβενία και έθεσε υπό στρατιωτική διοίκηση τη Σερβία, η Ιταλία έλαβε τη νότια Σλοβενία, τη Δαλματία στις κροατικές ακτές και το Μαυροβούνιο. Η φασιστική Ουστάσε, με αρχηγό τον πιστό σύμμαχο των ναζί Άντε Πάβελιτς, έλαβε ως “δώρο” τη δημιουργία ενός τυπικά ανεξάρτητου, στην πραγματικότητα δορυφορικού προς το Γ’ Ράιχ, κροατικού κράτους. Τέλος, το Κόσοβο και το δυτικό τμήμα της Β. Μακεδονίας πέρασαν στην Αλβανία, ουσιαστικά δηλαδή την Ιταλία, που από το 1939 ήλεγχε ως προτεκτοράτο τη γειτονική χώρα, ενώ την υπόλοιπη περιοχή μοιράστηκαν η Βουλγαρία (σημερινή ανατολική Βόρεια Μακεδονία) και Ουγγαρία (περιοχή Βοϊβοδίνας στη Σερβία).
Στην επικράτεια των Ουστάσε ξεκίνησε αμέσως το σχέδιο εθνοκάθαρσης, με στόχο ένα “εθνικά καθαρό” κροατικό κράτος. Από τα 6,3 εκ. κατοίκους του “Ανεξάρτητου Κροατικού Κράτους”, λίγο πάνω από τους μισούς ήταν Κροάτες, 2 εκ. Σέρβοι, 700.000 μουσουλμάνοι, 150.οοο Γερμανοί και άλλες, μικρότερες μειονότητες. Με ιδιαίτερο μίσος αντιμετωπίστηκαν οι Εβραίοι και οι Σέρβοι, που έπρεπε να φορούν μια μπλε κορδέλα για να ξεχωρίζουν. Στόχος του καθεστώτος του Πάβελιτς ήταν να εξοντωθούν περίπου οι μισοί Σέρβοι και οι υπόλοιποι να προσχωρήσουν στον καθολικισμό, για να γίνουν “καλοί Κροάτες”. Ένοπλες συμμορίες Ουστάσε έσφαζαν με μαχαίρια, τσεκούρια και βαριοπούλες τα θύματά τους, τους έβαζαν φωτιά ή τους έριχναν στο γκρεμό ζωντανά. Διαβόητο ήταν και το στρατόπεδο συγκέντρωσης του Γιασένοβατς, όπου έχασαν τη ζωή τους τουλάχιστον 90.000 άνθρωποι. Μια συντηρητική εκτίμηση υπολογίζει τα θύματα των Ουστάσε σε πάνω από μισό εκατομμύριο.
Η δράση των παρτιζάνων εντάθηκε μετά την εισβολή στην ΕΣΣΔ, για την οποία οι Γιουγκοσλάβοι κομμουνιστές είχαν ενημερώσει τους σοβιετικούς, όταν αντιλήφθηκαν τη μετακίνηση γερμανικών μονάδων με κατεύθυνση προς Μόσχα από τα τέλη Απρίλη. Στις 4 Ιούλη 1941 το ΚΚΓ κάλεσε το λαό σε ένοπλη εξέγερση. Κεντρικό σύνθημα των παρτιζάνων ήταν το “Αδελφότητα και Ενότητα”, με το βλέμμα στραμμένο στον πολυεθνικό χαρακτήρα της χώρας, δεδομένου ότι οι κατακτητές αξιοποιούσαν τις εθνοτικές διαφορές στη Γιουγκοσλαβία για τον προσεταιρισμό τμημάτων του πληθυσμού και την αποδυνάμωση του αντιστασιακού μετώπου.
Η απρόσμενη για τους ναζί αντίδραση του γιουγκοσλαβικού λαού στην κατοχή, τους έκανε να αναθεωρήσουν τον αρχικό τους σχεδιασμό, πως θα αρκούσαν περίπου 30.000 στρατιώτες για τη διατήρηση της τάξης. Χαρακτηριστικό είναι πως ο αριθμός των σταθμευμένων στρατιωτών της Βέρμαχτ έφτασε στους 250.000 το διάστημα 1943/44, χωρίς όμως να μπορεί να καταστείλει το γιγάντιο πια αντάρτικο κίνημα, που συνέβαλε καθοριστικά στην εκδίωξη των ναζί από τη χώρα. Για το σκοπό αυτό έδωσαν τη ζωή τους περίπου 350.000 μέλη των παρτιζάνων και συνολικά της αντίστασης, ενώ 400.000 ήταν οι τραυματίες.
Με πληροφορίες από jungewelt.de