Η ματωμένη Κυριακή του Έβερετ – 5 Νοέμβρη 1916
Τουλάχιστον πέντε συνδικαλιστές έπεσαν νεκροί σε ανταλλαγή πυροβολισμών με πολιτοφύλακες, που ήρθαν κατ’ εντολή των βιομηχάνων της πόλης να παρεμποδίσουν συγκέντρωσή τους υπέρ των απεργών σανιδοποΐας.
Η σφαγή του Έβερετ στην πολιτεία της Ουάσινγκτον, στις 5 Νοέμβρη 1916 πέρασε στην ιστορία ως η πιο ματοβαμμένη επετείους του εργατικού κινήματος στην ιστορία των νοτιοδυτικών πολιτειών των ΗΠΑ. Εκείνη τη μέρα, μια ομάδα συνδικαλιστών της οργάνωσης των «Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου» (IWW) γνωστοί στην καθομιλουμένη ως «Wobblies», είχαν ταξιδέψει από τη μεγαλύτερη πόλη της πολιτείας, το Σιάτλ, μέσω πλοίου για να μιλήσουν σε απεργούς της βιομηχανίας σανίδων του Έβερετ. Μια ομάδα πολιτοφυλάκων υπό την καθοδήγηση του τοπικού σερίφη Ντόναλντ ΜακΡάι τους απαγόρευσε να αποβιβαστούν. Ακολούθησαν μαζικοί πυροβολισμοί, που άφησαν στον τόπο τουλάχιστον 5 συνδικαλιστές και 2 πολιτοφύλακες.
Το Έβερετ ήταν μια πόλη που χτίστηκε από βιομηχάνους της ανατολικής ακτής των ΗΠΑ, ενώ στις αρχές του 20ου αιώνα βασικός πυλώνας της οικονομίας ήταν η βιομηχανία σανίδων που χρησιμοποιούνταν για την κάλυψη οροφών σε σπίτια. Αντίστοιχα ισχυρό ήταν και το συνδικαλιστικό κίνημα, που περιλάμβανε τις περισσότερες ειδικότητες των εργατών και επαγγελματιών της πόλης. Η συμμετοχή μάλιστα στα σωματεία ενισχύθηκε με την ενίσχυση του μεταναστευτικού ρεύματος την πρώτη δεκαετία του 20ου αιώνα. Οι εργάτες στο χώρο της σανιδοποΐας θεωρούνταν συγκριτικά καλοπληρωμένοι, με διπλάσιο ημερομίσθιο από άλλες ειδικότητες, όπως για παράδειγμα οι ξυλοκόποι. Ωστόσο το τίμημα ήταν πολύ ακριβό, καθώς καλούνταν να δουλέψουν 10 ώρες τη μέρα σε πολύ επικίνδυνες συνθήκες και με ανύπαρκτα μέτρα προστασίας. Τα εργατικά δυστυχήματα ήταν συνηθισμένα, ακόμα πιο συνηθισμένοι οι ακρωτηριασμοί, που έτειναν μάλιστα να γίνουν σήμα κατατεθέν των σανιδοποιών. Μεγάλο κίνδυνο αποτελούσε και η σκόνη από το ξύλο του κέδρου, που προσέβαλε τους πνεύμονες προκαλώντας το λεγόμενο «άσθμα του κέδρου», που για πολλούς εργάτες ισοδυναμούσε με έναν αργό κι επώδυνο θάνατο.
Η οικονομική κρίση του 1914-1915 οδήγησε σε πτώση των ημερομισθίων στον κλάδο, ενώ πολλοί εργάτες άρχισαν να ψάχνουν δουλειές χωρίς συνδικαλιστική κάλυψη, κάποιοι μάλιστα έφτασαν στο σημείο να αναζητούν τρόπους να φυλακιστούν ώστε να εξασφαλίσουν στέγη και τροφή. Το συνδικάτο των σανιδοποιών ανασυγκροτήθηκε και υπό τη διοίκηση του Έρνεστ Μαρς ζητούσε επιστροφή στα επίπεδα προ κρίσης, κάτι που συνέβη στις άλλες βιομηχανίες της πολιτείας της Ουάσινγκτον, με εξαίρεση το Έβερετ, όπου τα αφεντικά αρνήθηκαν ακόμα και να συνομιλήσουν με τους συνδικαλιστικούς εκπροσώπους. Την Πρωτομαγιά του 1916, οι σανιδοποιοί της πόλης ξεκίνησαν απεργία διαρκείας, με το Μαρς επικεφαλής της απεργιακής επιτροπής.
Οι Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου στήριξαν την απεργία, αποστέλλοντας στην πόλη έναν από τους δεινότερους ρήτορές τους, τον Τζέιμς Ρόαν, που συγκέντρωσε ένα μεγάλο πλήθος στην ομιλία του στις 31 Ιούλη. Ο σερίφης της κομητείας του Σνοχόμις, Ντόναλντ ΜακΡάε, πρώην σανιδοποιός ο ίδιος, έβλεπε με καχυποψία τη δράση των «Wobblies», λειτουργώντας ως μακρύ χέρι των αφεντικών του Έβερετ. Ο ΜακΡάε κατέβασε τον Ρόαν από την εξέδρα, τον οδήγησε στο κρατητήριο, αφήνοντάς τον ελεύθερο με προειδοποίηση. Εκείνος αγνόησε τις συστάσεις, επέστρεψε στην ομιλία και οδηγήθηκε στη φυλακή, απ’ όπου απελευθερώθηκε ξανά, γυρνώντας στο Σιάτλ.
Τους επόμενους μήνες η δράση των “Wobblies” συνεχίστηκε αμείωτη, το ίδιο και η καταστολή από πλευράς σερίφη, με τις ευλογίες των βιομηχάνων της πόλης.
Η ένταση κορυφώθηκε όταν το βράδυ της 30ης Οκτώβρη κατέφτασαν ορισμένοι Wobblies με στόχο να μιλήσουν σε διασταύρωση λεωφόρων του Έβερετ. Περίπου 200 πολιτοφύλακες τους περίμεναν για να τους υποδείξουν ότι μπορούσαν να μιλήσουν μόνο μακριά από το κέντρο της πόλης, κάτι που οι συνδικαλιστές αρνήθηκαν, με αποτέλεσμα κάποιοι από αυτούς να ξυλοκοπηθούν στο λιμάνι. Στη συνέχεια οι πολιτοφύλακες φόρτωσαν τους συνδικαλιστές σε φορτηγά και αμάξια και τους οδήγησαν σε δασώδη περιοχή εκτός πόλης, όπου τους ξυλοφόρτωσαν με όπλα, κλομπ και λάστιχα.
Τα γεγονότα προκάλεσαν οργή στους κατοίκους της πόλης και σχηματίστηκε εξεταστική επιτροπή με τη συμμετοχή και του Έρνεστ Μαρς. Οι “Wobblies” ήταν αποφασισμένοι να επιστρέψουν στην πόλη, κάτι που έκαναν την Κυριακή 5 Νοέμβρη. 300 συνδικαλιστές κατέφτασαν με ατμόπλοια στην πόλη, με στόχο να πραγματοποιήσουν διαδήλωση στο κέντρο της πόλης. Όταν έδεσε το πρώτο πλοίο, ο σερίφης ΜακΡάε ρώτησε «Ποιος είναι ο αρχηγός σας», για να λάβει την απάντηση «Είμαστε όλοι αρχηγοί». Ακούστηκε ένας πυροβολισμός, αδιευκρίνιστο αν ήταν από το λιμάνι ή από το πλοίο, για να ακολουθήσει βροχή από σφαίρες. Το δεύτερο πλοίο, βλέποντας τα τεκταινόμενα, δεν προσπάθησε καν να δέσει. Πέντε συνδικαλιστές, ηλικίας από 22 ως 30 ετών έπεσαν νεκροί, μαζί με δυο πολιτοφύλακες, υπολογίζεται ωστόσο ότι συνολικά οι Wobblies που σκοτώθηκαν ανέρχονταν στους 12. Ανάμεσα στους 27 τραυματίας ήταν και ένας άσχετος με τους συνδικαλιστές επιβάτης, ο Όσκαρ Κάρλσον, που πυροβολήθηκε έντεκα φορές και αργότερα μήνυσε χωρίς επιτυχία την πλοιοκτήτρια εταιρεία για τα τραύματά του.
Όταν τα δυο πλοία επέστρεψαν στο Σιάτλ, 74 συνδικαλιστές συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν στην κομητειακή φυλακή του Έβερετ. Η πόλη βρέθηκε σε κλοιό αστυνομοκρατίας, αφού κλήθηκαν ακόμα κι άντρες της Εθνικής Φρουράς από το Σιάτλ, ενώ αστυνομικοί περιπολούσαν για μέρες στους δρόμους του Έβερετ.
Ο πρώτος που οδηγήθηκε σε δίκη ήταν ο συνδικαλιστής Τόμας Τρέισι, κατηγορούμενος για τη δολοφονία του πολιτοφύλακα Τζέφερσον Μπερντ. Μετά από μια δραματική δίκη, ο Τρέισι τελικά αθωώθηκε, ενώ σύντομα απελευθερώθηκαν και οι υπόλοιποι 73 κρατούμενοι, για τους οποίους είχαν συλλεχθεί μεγάλα ποσά από την Επιτροπή Υπεράσπισης που σχηματίστηκε.
Στο πέρασμα των χρόνων, η σφαγή του Έβερετ υπήρξε πηγή έμπνευσης για θεατρικά έργα, τραγούδια, ντοκιμαντέρ και ακαδημαϊκές μελέτες, με σημαντικότερη εκείνη του ιστορικού Νόρμαν Κλαρκ με τίτλο «Milltown. Μια κοινωνική ιστορία του Έβερετ», που εξετάζει την ιστορία της πόλης από την ίδρυσή της ως τα γεγονότα της 5ης Νοέμβρη 1916.