Η σοβιετική υποχώρηση από το Αφγανιστάν 1989 – Μια μεγάλη ήττα για την ΕΣΣΔ, μια μεγαλύτερη ήττα για την ανθρωπότητα

Τρεις δεκαετίες από το οριστικό τέλος του “Σοβιετικού Βιετνάμ”.

Ήταν ένα ηλιόλουστο πρωινό της 15ης Φλεβάρη του 1989, όταν οι Σοβιετικοί πολίτες έβλεπαν ζωντανά στους τηλεοπτικούς τους δέκτες την επιστροφή των σοβιετικών τανκς από το Αφγανιστάν μέσω Ουζμπεκιστάν, με τα άρματα να περνάνε από μια γέφυρα που λίγα μόλις χρόνια πριν είχαν χτίσει οι Σοβιετικοί. Η γέφυρα ήταν στολισμένη με κόκκινες σημαίες, οι στρατιώτες κρατούσαν κόκκινα γαρύφαλλα στα χέρια. Τελευταίος διέσχισε τη γέφυρα – πεζός – ο στρατηγός Μπόρις Γκρόμοφ, διοικητής της 40ης στρατιάς. Ακολούθησε το βράδυ συναυλία πατριωτικών ύμνων του συνθέτη Αλεξάντερ Ρόζενμπαουμ στον «Οίκο του Αξιωματικού». Έτσι έκλειναν εννιά χρόνια και δυο μήνες στρατιωτικών επιχειρήσεων της ΕΣΣΔ στο Αφγανιστάν, του μεγαλύτερου σε διάρκεια πολέμου στον οποίο συμμετείχε ποτέ η χώρα των σοβιέτ και η πρώτη και τελευταία άμεση στρατιωτική της ήττα, τις συνέπειες της οποίας εξακολουθεί εμμέσως να βιώνει ο κόσμος μας σήμερα.

Σε αντίθεση με την κυρίαρχη προπαγάνδα, η σοβιετική ηγεσία είχε επέμβει στον αφγανικό εμφύλιο μεταξύ της κοσμικής φιλοσοβιετικής κυβέρνησης και των ισλαμιστών φονταμενταλιστών μάλλον απρόθυμα. Ναι μεν η χώρα είχε συνάψει διπλωματικές σχέσεις με την τότε μοναρχία αμέσως μετά την Οχτωβριανή Επανάσταση, οι διαβόητα αντίξοες γεωγραφικές συνθήκες του Αφγανιστάν και το καταστροφικό οικονομικό και κοινωνικό της επίπεδο δεν την καθιστούσαν στρατηγικό στόχο πρώτης σημασίας για την ΕΣΣΔ.

Είναι χαρακτηριστική η απάντηση του Βιατσεσλάβ Μολότοφ στον Τσώρτσιλ το φθινόπωρο του 1941, όταν εκείνος πρότεινε στην ΕΣΣΔ να καταλάβει τη χώρα, για να την προστατέψει από γερμανική επίθεση, φοβούμενος προφανώς πως σε μια τέτοια περίπτωση θα ήταν ευκολότερη η γερμανική προέλαση στη βρετανική αποικία των Ινδιών. Ο υπουργός εξωτερικών της ΕΣΣΔ ήταν κατηγορηματικός: «Ο πόλεμος κατά συμμοριών και λευκοφρουρών στο Αφγανιστάν θα σήμαινε πρόκληση πολέμου στην κεντρική Ασία. Απ’ αυτό θα ωφελούνταν μόνο η Γερμανία και η Ιαπωνία. Αυτό θα υπέσκαπτε το κύρος μας στην Ανατολή και θα αποσταθεροποιούσε τα μετόπισθεν του Κόκκινου Στρατού».

 

 

Ακόμα και της δεκαετία του ’70, 9 στους 10 Αφγανούς ήταν αναλφάβητοι, ενώ σε ολόκληρη τη χώρα υπήρχαν μόλις 3600 νοσοκομειακές κλίνες. Πέραν από τα αστικά κέντρα, στα οποία διαβίωνε μια μικρή μειοψηφία, κυριαρχούσε ένα μείγμα φυλετικής και φεουδαρχικής κοινωνικής οργάνωσης. Το 75% των γεωργών ήταν ακτήμονες που καλλιεργούσαν τα χωράφια μεγαλογαιοκτημόνων. Σύμφωνα με μελέτες σοβιετικών επιστημόνων, μόνο ένα έκτο της παραγωγής κατέληγε στις οικογένειες των παραγωγών, που συχνά ήταν βυθισμένοι στα χρέη. Δεδομένης μάλιστα της χαμηλής παραγωγικότητας η εξαθλίωση της υπαίθρου ήταν τραγική. Βιομηχανικό προλεταριάτο απουσίαζε, λόγω της πρακτικής ανυπαρξίας δευτερογενούς τομέα. Παρόλαυτα, στη διάρκεια της δεκαετίας του ’60 μια ομάδα διανοουμένων με καταγωγή από τα αναδυόμενα εμπορικά αστικά στρώματα των πόλεων δημιούργησε το πρώτο κομμουνιστικό κόμμα της χώρας. Το όνομά του ήταν «Δημοκρατικό Λαϊκό Κόμμα Αφγανιστάν», και ιδρύθηκε στο διαμέρισμα του συγγραφέα Νουρ Ταράκι στην Καμπούλ. Σύντομα δημιουργήθηκαν δυο ομάδες εντός κόμματος, η «Σαλκ» και η «Παρτσάμ», με την πρώτη να θεωρείται πιο «λενινιστική» και φίλα προσκείμενη στην ΕΣΣΔ, με τους αξιωματούχους τους να είναι πάντως γενικά επιφυλακτικοί απέναντι στο θεωρητικό επίπεδο του ΔΛΚΑ και να επικρίνουν τις συχνά προσωπικού χαρακτήρα διαμάχες μέσα στο κόμμα.

Όταν το 1973 ένας συγγενής του βασιλιά Ζαχίρ τον εκθρόνισε, εγκαθιδρύοντας τυπικά τον κοινοβουλευτισμό, κάλεσε το ΛΔΚΑ στον κυβερνητικό συνασπισμό. Σύντομα οι κομμουνιστές εκδιώχθηκαν από την κυβέρνηση, πιθανόν μετά από πίεση των ΗΠΑ και της Σαουδικής Αραβίας, ενώ τα περισσότερα στελέχη του κόμματος είτε συνελήφθησαν είτε πήραν το δρόμο της πολιτικής εξορίας στην ΕΣΣΔ. Ο πυρήνας ωστόσο που είχε παραμείνει στη χώρα διοργάνωσε εξέγερση, που επικράτησε στις 27 Απρίλη 1978. Η νέα κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Ταράκι και επικεφαλής στρατού και μυστικών υπηρεσιών τον Αμίν διακήρυξε τη δημιουργία της «Λαϊκής Δημοκρατίας Αφγανιστάν» με στόχο το σοσιαλισμό. Οι Σοβιετικοί δεν είχαν αυταπάτες για το χαρακτήρα της εξέγερσης και την εμβέλεια των συμμάχων τους στην αφγανική κοινωνία εκείνη την περίοδο. Οι αναφορές της KGB έκαναν λόγο για «ανακτορικό πραξικόπημα με στήριξη του στρατού και μιας μερίδας των μικροαστών».

Οι Αφγανοί κομμουνιστές πάντως ήταν αποφασισμένοι να επιτύχουν τον εκσυγχρονισμό της χώρας τους το ταχύτερο δυνατό. Αμέσως υπήρξε αναδιανομή γης, διαγραφή χρεών των αγροτών, εξίσωση της θέσης των γυναικών, υποχρεωτική και καθολική εκπαίδευση, απαγόρευση των γάμων για κορίτσια κάτω των 16 καθώς και της προίκας ή της εξαγοράς νυφών που συνηθιζόταν επί αιώνας.

 

 

Όπως είναι φυσικό οι μεταρρυθμίσεις αυτές έγιναν δεκτές με επιφύλαξη αρχικά και πλήρη απόρριψη στη συνέχεια από μεγάλα τμήματα του βαθιά οπισθοδρομικού πληθυσμού της χώρας. Τη θέση της κυβέρνησης επιδείνωνε και η οικονομική αποτελεσματικότητα της αναδιανομής γης, που δημιούργησε πολυάριθμους κλήρους ελάχιστης έκτασης που υπονόμευαν την ήδη φτωχή παραγωγικότητα των αγροτικών καλλιεργειών. Η επιλογή που της στοίχισε περισσότερο ωστόσο, ήταν η μετωπική αντιθρησκευτική της καμπάνια, με κλείσιμο πολλών τζαμιών και διώξεις, ενίοτε ακόμα και εκτελέσεις μουλάδων. Σε αυτό το έδαφος οι ισλαμικές οργανώσεις – που να σημειωθεί ότι προϋπήρχαν της ανόδου του Ταράκι στην εξουσία – ξεκίνησαν ένοπλο αγώνα στην ύπαιθρο, ξεσηκώνοντας τους χωρικούς κατά των «απίστων». Ταυτόχρονα, ισλαμιστές που είχαν καταφύγει στο Πακιστάν και το Ιράν επέστρεψαν στη χώρα ως αντικυβερνητικοί μαχητές, ενώ και τα επόμενα χρόνια συνεχίστηκε μαζικά η εισαγωγή μισθοφόρων από το εξωτερικό, δήθεν με το μανδύα του πρόσφυγα.

Την ίδια στιγμή στο κυβερνών κόμμα οι αντιπαλότητες συνεχιζόταν με αμείωτο ρυθμό. Οι προτροπές των σοβιετικών στον Ταράκι για αυτοσυγκράτηση και διαλλακτικότητα με τους αντιπάλους του έπεσαν στο κενό. Όταν το Μάρτη του 1979 σημειώθηκε στάση του στρατού στη βορειοδυτική πόλη Χεράτ, ο Ταράκι κάλεσε την ΕΣΣΔ να επέμβει άμεσα με στρατιωτική βοήθεια. Η διστακτικότητα των Σοβιετικών προκύπτει από τον τηλεφωνικό διάλογο Ταράκι και του πρωθυπουργού Αλεξέι Κοσίγκιν:

Ταράκι: Σας παρακαλούμε για πρακτική βοήθεια με τεχνολογία και ανθρώπους

Κοσίγκιν: Αυτό είναι πολύ δύσκολο ζήτημα

Ταράκι: Διαφορετικά οι εξεγερμένοι θα προελάσουν προς την Κανταχάρ και την Καμπούλ

Κοσίγκιν: Αυτό θα το μάθει όλος ο κόσμος αμέσως και τότε θα πουν, πως επιτεθήκαμε στον αφγανικό λαό…Πρέπει να συσκεφτούμε

Ταράκι: Ενώ συσκέπτεστε, το Χεράτ θα πέσει κι οι δυσκολίες θα μεγαλώσουν όχι μόνο για μας, αλλά και για σας…

Κοσίγκιν: Κι αν σας στείλουμε για λίγο τεθωρακισμένα θα βρείτε ειδικούς να χειριστούν τα όπλα;

Ταράκι: Πολύ λίγους

Κοσίγκιν: Πόσους;

Ταράκι: Αυτό δεν το ξέρω ακριβώς. Ρωτήστε τους σοβιετικούς συμβούλους που είναι εδώ.

Την ίδια μέρα το πολιτικό γραφείο στη Μόσχα πραγματοποίησε έκτακτη συνεδρίαση. Η απόφαση ήταν ομόφωνη: Καμία επέμβαση. Ο Γιούρι Αντρόποφ, επικεφαλής της KGB ιδιαίτερα ήταν ιδιαίτερα αρνητικός, λέγοντας πως η χώρα δεν ήταν προετοιμασμένη για σοσιαλιστική επανάσταση και πως η διάσωσή της μέσω σοβιετικών όπλων ήταν πολύ επισφαλής».

Τι μεσολάβησε λοιπόν μέχρι την αλλαγή στάσης των Σοβιετικών λίγους μήνες μετά; Φαίνεται πως σημείο καμπής υπήρξε το πραξικόπημα του αντιπροέδρου του ΛΔΚΑ Χαφιζουλάχ Αμίν το Σεπτέμβρη του 1979 και η απόφαση του να δολοφονήσει τον Ταράκι. Η πληροφορία της KGB πως ο Αμίν είχε συναντηθεί με τον Αμερικανό πρέσβη στην Καμπούλ ήταν αυτό που έκανε την ΕΣΣΔ να υποψιαστεί πως ο Αφγανός ηγέτης ήταν όργανο της CIA. Αν και οι ΗΠΑ, τουλάχιστον σύμφωνα με αναφορές του πρέσβη τους, δεν εμπιστεύονταν τον Αμίν, σαφέστατα διέβλεπαν, χάρη και στις εργώδεις προσπάθειες του συμβούλου ασφαλείας του Τζίμι Κάρτερ, Ζμίγκνιεφ Μπρεζίνκσι, την ευκαιρία να μετατρέψουν τη χώρα σε «σοβιετικό Βιετνάμ», μέσω της στήριξης στους φονταμενταλιστές εξεγερμένους. Είναι χαρακτηριστικό πως ακόμα και σήμερα, ένα μεγάλο σημείο των αναφορών σχετικά με τη βοήθεια που παρείχε τουλάχιστον από τον Ιούλη του 1979 η αμερικανική κυβέρνηση στους μουτζαχεντίν παραμένει απόρρητο.

Αρχικά οι Σοβιετικοί ήλπιζαν σε περιορισμένης κλίμακας επέμβαση, στέλνοντας αρχικά ένα «μουσουλμανικό τάγμα» από κατοίκους ασιατικών ΣΔ για φύλαξη του προεδρικού μεγάρου, ενώ στη συνέχεια ανέλαβε τη φύλαξη των αεροδρομίων Καμπούλ και Μπαγκράμ επίλεκτη ομάδα Σοβιετικών αλεξιπτωτιστών. Το Δεκέμβρη του 1979 οι Σοβιετικοί ανέτρεψαν κι εκτέλεσαν τον Αμίν, τον οποίο διαδέχτηκε ο Μπαμπράκ Καρμάλ, μέλος της «μετριοπαθούς» πτέρυγας του ΛΔΚΑ. Η αντίσταση εκτός πόλεων όμως, χάρη και στην αμέριστη βοήθεια των ΗΠΑ, συνεχιζόταν, οδηγώντας τους Σοβιετικούς να παρατάξουν 150000 στρατιώτες.

Οι σοβιετικές απώλειες μεγάλωναν διαρκών, ενώ οι θάνατοι αμάχων τροφοδοτούσαν την αντικομμουνιστική προπαγάνδα στο εσωτερικό της χώρας και διεθνώς. Ήδη από το 1982 η σοβιετική πλευρά προσπάθησε να έρθει σε διάλογο με τους αντικαθεστωτικούς, οι οποίοι όμως δεν είχαν κανένα κίνητρο για συμβιβασμό όσο οι σύμμαχοί τους γενναιόδωρα συνέχιζαν τη στήριξη σε όπλα, χρήμα και μιντιακή υποστήριξη διεθνώς. Στα μέσα της δεκαετίας του ’80, η σοβιετική αιμορραγία πολλαπλασιάστηκε, καθώς πλέον η ΕΣΣΔ έχανε την υπεροχή της στον αέρα, λόγω του εξοπλισμού των Μουτζαχεντίν με αμερικανικές φορητές αντιαεροπορικές ρουκέτες «Στίνγκερ». Το ηθικό των στρατιωτών σημείωσε μεγάλη κάμψη, όπως αποδεικνύει η αύξηση των κρουσμάτων αλκοολισμού και τοξικοεξάρτησης στις τάξεις τους.

Η απόφαση για την αποχώρηση των σοβιετικών στρωμάτων ελήφθη αρχικά το 1987 από τον Γκορμπατσόφ, υλοποιήθηκε ωστόσο τέσσερα χρόνια μετά. Το τεράστιο κόστος του πολέμου έδωσε ένα ακόμα χτύπημα στην ήδη τσακισμένη και απορρυθμισμένη από τις αγοραίες μεταρρυθμίσεις σοβιετική οικονομία. Πέρα από τις χιλιάδες νεκρούς, ο πόλεμος άφησε πίσω του ακόμα περισσότερους τραυματίες κι ανάπηρους πολέμου, τους οποίους με μεγάλη μόνο δυσκολία κατάφερνε να περιθάλψει το σε αποσύνθεση σοβιετικό κράτος. Η διάλυση της ΕΣΣΔ ήταν το τελειωτικό χτύπημα γι’αυτούς τους ανθρώπους, με το μετρό της Μόσχας να κατακλύζεται από επαίτες βετεράνους.

Για την ίδια την αφγανική κοινωνία, που έχασε – ανάλογα με τις διαφορετικές εκτιμήσεις – από μισό ως δύο εκατομμύρια ανθρώπους στη διάρκεια του πολέμου, η απόσυρση των σοβιετικών δεν ισοδυναμούσε φυσικά με «εθνική νίκη». Η αφγανική κυβέρνηση προσπάθησε μόνη της να συνεχίσει τον πόλεμο ως το 1992, όταν και οι μουτζαχεντίν επικράτησαν, για να ξεσπάσει στη συνέχεια νέος εμφύλιος, στον οποίο επικράτησαν οι Ταλιμπάν το 1996. Οι παλιοί αυτοί σύμμαχοι των ΗΠΑ στη διάρκεια του αφγανοσοβιετικού πολέμου μετατράπηκαν σε εχθρούς μετά την 11 Σεπτέμβρη του 2001. Η κυβέρνηση – μαριονέτα του Καρζάι και των διαδόχων  μετά την αμερικανική επέμβαση δεν έδωσαν καμία σταθερότητα στη χώρα, που αντίθετα εξακολούθησε να είναι ένα απέραντο πεδίο μαχών μεταξύ κυβερνητικών κι αμερικανικών δυνάμεων και των ταλιμπάν, που μοιάζουν πιο κοντά από ποτέ στην επανάκτηση της εξουσίας ή τουλάχιστον στη συμμετοχή στη κυβέρνηση.

Με στοιχεία από το άρθρο του Reinhard Lauterbach, “In die Falle gelockt”

Δύσκολες Νύχτες

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: