Η συντεταγμένη υποχώρηση
Η πρόκληση τέτοιας έκτασης απωλειών στους επιτιθέμενους, σε συνδυασμό με τη συγκροτημένη υποχώρηση των μονάδων του ΔΣΕ και το μικρό αριθμό παραδοθέντων υπογραμμίζουν το γεγονός ότι η τελευταία μάχη του ΔΣΕ δεν πιστοποίησε την καταστροφή του. Πιστοποίησε μόνο την αδυναμία συνέχισης του πολέμου με τέτοιο συσχετισμό δυνάμεων.
Σαν σήμερα, το 1949, ολοκληρώθηκαν οι βασικές στρατιωτικές επιχειρήσεις στο μέτωπο του Γράμμου, που έθεσαν ουσιαστικά τέλος στον Εμφύλιο Πόλεμο και την τριετή εποποιία του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας. Με αφορμή αυτήν την επέτειο, αντιγράφουμε μερικά αποσπάσματα από το δεύτερο τόμο της “ιστορίας του Ελληνικού εμφύλιου πολέμου”, του ιστορικού, Γιώργου Μαργαρίτη. Τα αποσπάσματα αναφέρονται στην άνιση αλλά ηρωική τελευταία μάχη που έδωσαν οι πολεμιστές του ΔΣΕ, αλλά και στον καταλυτικό ρόλο που έπαιξε η χρήση βομβών Ναπάλμ, με τις οποίες ενίσχυσαν οι ΗΠΑ τον “Εθνικό Στρατό”.
Παρά τη γρήγορη κατάρρευση των αμυντικών γραμμών του Δημοκρατικού Στρατού στη διάρκεια των επιχειρήσεων “Πυρσός Γ'”, δηλαδή στην τελική επίθεση των κυβερνητικών δυνάμεων προς το Γράμμο, η προέλασή τους κάθε άλλο παρά αναίμακτη ήταν. Οι μεγάλες κυβερνητικές μονάδες που βρέθηκαν στην πρώτη γραμμή των επιχειρήσεων υπέστησαν σημαντική αιμορραγία. Η Ι μεραρχία, παραδείγματος χάρη, μέσα σε μόλις πέντε μέρες επιχειρήσεων -24 έως 29 Αυγούστου- είχε νεκρούς δύο αξιωματικούς και 48 οπλίτες, ενώ τραυματίες 31 αξιωματικούς και 327 οπλίτες. Η ΙΙΙ μεραρχία καταδρομών, η οποία, όπως έχουμε προαναφέρει, περιλάμβανε σχεδόν το σύνολο των τμημάτων καταδρομών και χρησιμοποιήθηκε ως βασικό σώμα κρούσης, είχε, στο ίδιο διάστημα, 35 νεκρούς (οι τέσσερις αξιωματικοί) και 166 τραυματίες (οι εννέα αξιωματικοί).
Το σύνολο των απωλειών του Α’ Σώματος Στρατού στη διάρκεια της ολιγοήμερης μάχης δεν ήταν ασήμαντο. Οι απώλειες των αξιωματικών ήταν 15 νεκροί και 107 τραυματίες ενώ των οπλιτών ανήλθαν σε 228 νεκρούς, 1.345 τραυματίες και 11 αγνοούμενους. Το σύνολο έφτανε τους 1.706 εκτός μάχης, δηλαδή στους 340 για κάθε μέρα επιχειρήσεων. Η τελευταία μάχη κάθε άλλο παρά εύκολη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Οι απώλειες της άλλης πλευράς υπολογίστηκαν από τους επιτιθέμενους σε 922 νεκρούς, 765 συλληφθέντες και μόλις 179 παραδοθέντες. Ανεξάρτητα από την αξιοπιστία των συγκεκριμένων εκτιμήσεων, εντύπωση προκαλεί ο σχετικά μικρός αριθμός των μαχητών του ΔΣΕ που παραδόθηκαν ή έπεσαν ζωντανοί στα χέρια των αντιπάλων τους. Το μεγαλύτερο ποσοστό των συλληφθέντων ήταν είτε τραυματίες είτε πολιτικό προσωπικό και άμαχοι που δεν μπόρεσαν να ακολουθήσουν τα πολύ πιο ευέλικτα στρατιωτικά τμήματα. Οπωσδήποτε η ιδέα των επιτελών της κυβερνητικής πλευράς για εγκλωβισμό σημαντικών τμημάτων του ΔΣΕ φαίνεται ότι απέτυχε ολοκληρωτικά.
Το είδος των απωλειών προσέθετε τη δική του μαρτυρία για την ένταση και τα χαρακτηριστικά των συγκρούσεων. Τα τραύματα των 2.366 αξιωματικών και οπλιτών του Α’ Σώματος Στρατού που περιέθαλψε η υγειονομική υπηρεσία τον Αύγουστο του 1949 -1.452 τραυματίες στον “Πυρσό Γ'” και οι υπόλοιποι στο διάστημα ως τις 25 του ίδιου μήνα- προήλθαν από τις ακόλουθες αιτίες (συγκριτικά παρατίθενται και οι αντίστοιχες αιτίες των τραυματισμών που σημειώθηκαν στη διάρκεια της επίθεσης του ΔΣΕ στην ίδια περιοχή τον Απρίλιο του 1949).
Τραύματα βολίδος τυφεκίου 31% (Απρ. 1949) 12,1% (Αύγ. 1949)
Τραύματα όλμου 50% (Απρίλης) 51,9% (Αύγουστος)
Τραύματα πυροβολικού 7% (Απρίλης), 12% (Αύγουστος)
Τραύματα νάρκης 2% (Απρίλης) – 16% (Αύγουστος)
Τραύματα χειροβομβίδος 4% (Απρίλης) – 6% (Αύγουστος)
Τραύματα αντιαρματικού γρόνθου 5% (Απρίλης) – 2,5% (Αύγουστος)
Εκτός από τις διαφορές που προκύπτουν ανάμεσα στις δύο περιόδους και οφείλονται στο γεγονός ότι στην πρώτη, του Απριλίου, οι κυβερνητικές δυνάμεις δέχτηκαν επίθεση από το ΔΣΕ ενώ στη δεύτερη, του Αυγούστου, εκείνες ήταν οι επιτιθέμενες – διαφορές που φαίνονται κυρίως στα θύματα των ναρκοπεδίων και στους τραυματισμούς από σφαίρες τυφεκίου, είναι δυνατό να διατυπωθούν μερικές πρόσθετες παρατηρήσεις. Το ποσοστό των τραυματισμών από πυρά πυρβόλων και όλμων οφείλεται όχι μόνο στην καλή οργάνωση των πυρών, αλλά και στη σωστή εκτέλεσή τους στη διάρκεια της μάχης, δηλαδή στην πιστή εφαρμογή των σχεδίων άμυνας, παρά την πίεση που δέχονταν οι αμυνόμενοι από την αεροπορική κυριαρχία του εχθρού -με τον αιφνιδιασμό που είχε προακλέσει η εμφάνιση των ΧΕΛΝΤΑΪΒΕΡΣ και η χρήση βομβών ΝΑΠΑΛΜ- και από τα υπέρτερα πυρά του πυροβολικού του τελευταίου. Για να επιτευχθεί τέτοιο αποτέλεσμα, μπορούμε οπωσδήποτε να υποθέσουμε ότι απουσίαζε ο πανικός και η διάθεση εγκατάλειψης του αγώνα ενώ μάλλον περίσσευε το πείσμα. Η πρόκληση τέτοιας έκτασης απωλειών στους επιτιθέμενους, σε συνδυασμό με τη συγκροτημένη υποχώρηση των μονάδων του ΔΣΕ και το μικρό αριθμό παραδοθέντων υπογραμμίζουν το γεγονός ότι η τελευταία μάχη του ΔΣΕ δεν πιστοποίησε την καταστροφή του. Πιστοποίησε μόνο την αδυναμία συνέχισης του πολέμου με τέτοιο συσχετισμό δυνάμεων.
Το κυριότερο τμήμα του μετώπου βρισκόταν μπροστά στην Ι μεραρχία. Στην απέναντι αμυντική διάταξη του ΔΣΕ δέσποζε το ύψωμα Τσάρνο, το οποίο οι ίδιες κυβερνητικές δυνάμεις είχαν αποτύχει να καταλάβουν στις αρχές Αυγούστου. Το ύψωμα αποτελούσε το κλειδί της όλης αμυντικής τοποθεσίας και είχε οργανωθεί ανάλογα. Πολυβολεία, νάρκες και παγιδευσεις στις προσβάσεις, ορύγματα για το πεζικό, συρματοπλέγματα σε ορισμένες ζώνες και γενικά όλο το οπλοστάσιο του ΔΣΕ είχε ταχθεί στην υπεράσπιση του σημείου αυτού. Την άμυνα ενίσχυαν με τα πυρά τους τα περισσότερα από τα πυροβόλα που διέθετε ο ΔΣΕ στο Γράμμο, καθώς και σημαντικός αριθμός όλμων.
Ενάντια σε αυτόν το στόχο, το Α’ ΣΣ και η Ι μεραρχία αποφάσισε να εφαρμόσουν μεθόδους ανάλογες με εκείνες που δοκιμάστηκαν στο Βίτσι. Μετά την κατάληψη επίκαιρων θέσεων των επιτιθέμενων μονάδων, της 52ης ταξιαρχίας ειδικότερα, γύρω από το ύψωμα κατά τη διάρκεια της νύχτας, μόλις ξημέρωσε άρχισε ένας καταιγισμός βομβαρδισμών από το σύνολο του πυροβολικού που βρισκόταν στην ανατολική πλευρά του Γράμμου και φυσικά την αεροπορία. Η τελευταία μάλιστα μπορούσε να δοκιμάσει εκεί τα τελευταία της αποκτήματα.
Οι βομβαρδισμοί στο Τσάρνο ξεκίνησαν την προηγούμενη ημέρα της εναντίον του επίθεσης, στις 24 Αυγούστου. Ξεκίνησαν μάλιστα με τον πλέον εντυπωσιακό τρόπο. Δεκαοκτώ από τα καινούργια αεροπλάνα της αεροπορίας, τα ΧΕΛΝΤΑΪΒΕΡΣ, έριξαν βόμβες των 227 κιλών, με ακρίβεια άγνωστη ως τότε, στο ύψωμα. Τα αποτελέσματα, όπως τα περιέγραψαν οι παρατηρητές και όπως τα κατέγραψαν την επόμενη ημέρα όσοι επισκέφτηκαν το ύψωμα, ήταν περισσότερο από εντυπωσιακά. Οι εικόνες της καταστροφής και οι νέες δυνατότητες της αεροπορίας έγιναν θέμα των προπαγανδιστικών επίκαιρων και προκάλεσαν μεγάλο ενθουσιασμό στους επιτελείς. Με τέτοιο όπλο ο εθχρός δεν μπορούσε να έχει καμία ελπίδα: “Η εμφάνισις των αεροπλάνων καθέτου εφορμήσεως εις τον αγώνα, συνετέλεσε τα μέγιστα εις την πτώσιν του ηθικού του Κ.Σ.”, ανέφερε ο διοικητής της Ι μεραρχίας, ταξίαρχος Θεμιστοκλής Κετσέας. “Τα αποτελέσματα, τα υλικά, των ΧΕΛΝΤΑΪΒΕΡΣ, ήσαν τρομακτικά, δημιουργούνα κρατήρας 8-10 μέτρων διαμέτρου και 3-4 μέτρων βάθους, καταστρέφοντα παν πολυβολείον. Αι βόμβαι αυτών, των 500 κιλών, είναι το καταστρεπτικώτατον μέσον κατά πολυβολείων και τούτο πρέπει να είναι εις γνώσιν της Ανωτάτης του Στρατού Διοικήσεως”.
Η δράση των ΧΕΛΝΤΑΙΒΕΡΣ
Σύνδεσμοι ΓΕΣ παρά των Τ.Σ./Α’ Σ.Σ. εγνώρισαν ημίν τα κάτωθι:
α) Αι ριφθείσαι βόμβαι 500 λιβ. επί ΤΣΑΡΝΟ έσχον ως αποτέλεσμα να αλλάξη μορφήν ή κορυφή του υψοδείκτη, να εξουδετερωθώσιν τα σοβαρότερα πολυβολεία και να κονιορτοποιήσωσι αριθμόν πολυβολείων μη εξακριβωμένων λόγω της αλλαγής του εδάφους.
β) Άνοιξαν κρατήρα 3Χ3
γ) Πολλαί ΝΑΠΑΛΜ κατέπεσαν επί των πολυβολείων και είχον κατακαύσει την περιοχήν.
δ) Ευρέθησαν 158 νεκροί ΚΣ και συνεχώς εξευρίσκονται και έτεροι υπό τα πολυβολεία.
ε) Ελήφθησαν φωτογραφίαι τούτων και παρεκλήθη να σταλώσιν και υμίν.
στ) Συμπέρασμα τούτου ότι το ΤΣΑΡΝΟ κατελήφθη χάρις εις την έγκαιρον επέμβασιν των HELLDRIVERS (sic).
ζ) Η ακρίβεια των βομβών είναι πρωτοφανής.
η) Τα ανωτέρω είναι διασταύρωσις πληροφοριών και εκ καταθέσεων αιχμαλώτων.
Παρά τον ενθουσιασμό και την ευφορία από την εντυπωσιακή είσοδο των νέων όπλων στον αγώνα ενάντια στους κομμουνιστές, το Τσάρνο δεν είχε πέσει ακόμη. Το σφυροκόπημα των υπερασπιστών του χρειάστηκε να ξαναρχίσει την επόμενη ημέρα.
Παρά την κόλαση που δημιούργησαν στις θέσεις των αμυνομένων οι βομβαρδισμοί και ιδιαίτερα οι πυρκαγιές που προκάλεσαν οι βόμβες ΝΑΠΑΛΜ, οι διαδοχικές επιθέσεις του πεζικού της 52ης ταξιαρχίας, που ακολούθησαν ευθύς αμέσως, δεν έφεραν κανένα αποτέλεσμα. Με σοβαρές απώλειες, οι επιτιθέμενοι κατάφεραν να καταλάβουν ορισμένες εξωτερικές θέσεις της αμυντικής περιμέτρου και να καθηλωθούν εκεί. Η κατάσταση επέβαλλε τη διακοπή των αδιάκοπων επιθέσεων του πεζικού και το νέο βομβαρδισμό του υψώματος, για περίπου μία ώρα. Δεκαοκτώ ΣΠΙΤΦΑΪΡ έριξαν και πάλι ρουκέτες και βόμβες ΝΑΠΑΛΜ στο ύψωμα ενώ άλλα τέσσερα κάλυψαν από κοντά τις νέες απόπειρες του πεζικού. Τελικά χρειάστηκαν νέοι σκληροί αγώνες του πεζικού, διάρκειας περίπου δύο ωρών, ώστε να καταληφθεί επιτέλους το ύψωμα το μεσημέρι της 15ης Αυγούστου. Υπερασπιστές και επιτιθέμενοι είχαν σοβαρότατες απώλειες στη μάχη αυτή.