Ναός του Σωτήρος Χριστού – Το τάμα που έγινε χουντικό θαύμα και σκάνδαλο εκατομμυρίων
Πάντως και οι πιο ολιγόπιστοι θαύμασαν το γεγονός ότι με εντελώς κανονικό τρόπο αναλώθηκε ολόκληρο το τεράστιο αυτό ποσόν των 406 εκατ. δρχ. για ένα έργο του οποίου ακόμα δεν κατάφεραν οι υπεύθυνοι να έχουν ούτε το σχέδιο.
Σαν σήμερα, το 1969, ανακοινώθηκε επίσημα πως το “τάμα του έθνους”, που είχε αποφασιστεί από τη Δ’ Εθνοσυνέλευση του Άργους το 1829, θα κατασκευαστεί στα Τουρκοβούνια, και πως για την ανέγερσή του είχαν ήδη συγκεντρωθεί 100 εκατομμύρια δραχμές από δωρεές, που αυξάνονταν συνεχώς από δωρεές. Τα χρήματα αυτά δε θα έβρισκαν ποτέ τον αρχικό προορισμό τους, θα ζέσταιναν όμως κάποιες άλλες τσέπες και θα εξελίσσονταν σε ένα από τα μεγαλύτερα σκάνδαλα της (τάχα αδιάφθορης) χούντας. Θεωρήσαμε λοιπόν σκόπιμο να αντιγράψουμε και να δημοσιεύσουμε όσα γράφει σχετικά ο Διονύσης Ελευθεράτος στο ενδιαφέρον κι αποκαλυπτικό (για τα έργα και το ποιόν της χούντας) βιβλίο του “Λαμόγια στο χακί” που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τόπος.
Δεκέμβριος 1968. Στις αρχές του μήνα, οι απεσταλμένοι της Unesco στην Αθήνα διαπίστωσαν ότι η ατμοσφαιρική ρύπανση είχε φθείρει σε ανησυχητικό βαθμό τον Παρθενώνα. Μικρό το κακό. Εκείνες ακριβώς τις ημέρες η χούντα αποφάσιζε να οικοδομήσει ένα νέο “Παρθενώνα”, το Ναό του Σωτήρος Χριστού. Τη σύγκριση αποτόλμησε η “Ηχώ των Ενόπλων Δυνάμεων” μερικά χρόνια αργότερα, τον Ιούνιο του 1973: “Θα αποτελέσει [Σ.τ.Σ.: ο ναός], μετά την οικοδόμησίν του, το τρίτο αρχιτεκτονικό οικοδόμημα των Αθηνών, μετά τον κλασικό Παρθενώνα και το Βυζαντινό Λυκαβηττό”…
Όλα άρχισαν το Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 1968. Ανακοινώνοντας τις κυβερνητικές προτεραιότητες κατά το επερχόμενο έτος, ο Παπαδόπουλος μνημόνευσε μια εκκρεμότητα του 1829. Θυμήθηκε ότι η Δ’ Εθνοσυνέλευση είχε υποσχεθεί -με ειδικό ψήφισμα- στο θεό την ανέγερση ναού, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για την απελευθέρωση. Το 1969 θα συμπληρωνόταν “στρογγυλή” επέτειος (140 χρόνια) και η “εθνοσωτήριος” ήταν αποφασισμένη να τερματίσει το κοντέρ της ντροπής. Τα λόγια του δικτάτορα άρμοζαν σε μια “Ελλάδα Ελλήνων Χριστιανών”, ευγνωμόνων, συνεπών: “Δεν είναι ελληνική συνέπεια η τοιαύτη θέσις και δη προ του Θεού. Κατά το 1969, ο ελληνικός λαός θα αρχίσει την εκτέλεσιν του Τάματος”.
Αργότερα θα ανακοινωνόταν και η τοποθεσία: Ο ναός του Σωτήρος θα ανεγειρόταν στα Τουρκοβούνια, ανάμεσα στο Γαλάτσι και το Ψυχικό. Μπορεί το τοπωνύμιο να μην ταίριαζε απολύτως σε ένα Τάμα για την απελευθέρωση από το ζυγό της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά τι να γίνει, αυτή η περιοχή κρίθηκε κατάλληλη. Υπερυψωμένο το σημείο, άρα ο τεράστιος -όπως τον σχεδίαζαν- ναός θα ήταν ορατός ακόμη και από τη θάλασσα. Ό,τι ακριβώς υπαγόρευε η χουντική μεγαλομανία.
Προτού εκπνεύσει το έτος, το καθεστώς επιδόθηκε σε ένα όργιο προπαγάνδας υπέρ της οικονομικής ενίσχυσης του μελλοντικού έργου. Θερμά συγχαρητήρια έδωσε ο Παπαδόπουλος σε ένα δημόσιο υπάλληλο, ο οποίος, κατά τις τελευταίες ημέρες του 1968 προσέφερε -έτσι τουλάχιστον ανακοινώθηκε- για το Τάμα ολόκληρο το εφάπαξ του, ύψους 109.455 δραχμών!
Αρχές Ιανουαρίου 1969, το Τάμα αναγγέλθηκε επισήμως ύστερα από συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, στο οποίο παρευρέθηκε κι ο αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος. Τάμα του Έθνους ήταν, υπό κορυφαία εθνική επιτήρηση τέθηκε. Το Μάιο του 1969 συγκροτήθηκε ανώτατη επιτροπή, με πρόεδρο τον πρωθυπουργό και μέλη τους υπουργούς Εσωτερικών (Στ. Παττακό), Συντονισμού (Ν. Μακαρέζο), Παιδείας (Θ. Παπακωνσταντίνου), Δημοσίων Έργων (Κ. Παπαδημητρίου), καθώς και τον υφυπουργό Προεδρίας, Κ. Βοβολίνη. Μέλος και ο αρχιεπίσκοπος -ο Μάρτης δε λείπει ποτέ από τη Σαρακοστή.
Πλάι στην επιτροπή, ανέλαβε να προσδώσει επιστημονικό κύρος στο εγχείρημα ένα γνωμοδοτικό συμβούλιο που το απάρτιζαν καθηγητές πανεπιστημίου και στο οποίο συμμετείχ και ο δήμαρχος Αθηναίων, Δημήτρης Ρίτσος. Όλος ο καλός ο κόσμος δηλαδή. Αρνήθηκε πάντως να συμμετάσχει στο Γνωμοδοτικό Συμβούλιο ο τότε (1969) πρόεδρος της Ακαδημίας Αθηνών, Αμίλκας Αλιβιζάτος. Σε επιστολή του προς τον Παπαδόπουλο έγραψε:
“Λυπούμαι ότι δεν είναι δυνατόν να αποδεχθώ τον ως άνω διορισμόν, διότι η προσωπική μου αντίληψις διά το τάμα είναι απολύτως αντίθετος, εφόσον, αφενός μεν το έθνος εξεπλήρωσεν τούτο διά της ανεγέρσεως εν Αθήναις του Μητροπολιτικού Ναού της Ευαγγελίστριας, αφετέρου δε ο Κύριος και ο Απόστολος Παύλος καταδικάζουν τους χειροποίητους ναούς (Πραξ. 7.48, 17.24) εξαίροντες τον αληθινόν ναόν του Θεού, ο οποίος είναι άνθρωπος και τον οποίον ο Απόστολος Παύλος ονομάζει Ναόν Θεού Ζώντος”.
Ο Παπαδόπουλος αιφνιδιάστηκε από αυτήν την άρνηση και συνάμα θεολογική ρελάνς, την οποία αργότερα, τον Απρίλιο του 1975, έμελλε να επικαλεστεί η Ακαδημία Αθηνών, σε επιστολή της προς τη Βουλή, ως ένα από τα (ελάχιστα, είναι αλήθεια) στοιχεία που μπορούσαν να σταθούν απέναντι στην εναντίον της αιτίαση, ότι απέφυγε επιμελώς να δυσαρεστεί τη χούντα.
Μπορεί η άρνηση του Αμίλκα Αλιβιζάτου να ήταν για το καθεστώς μια επιμέρους δυσάρεστη έκπληξη, αλλά κατά τα άλλα πολυ καλά εξελισσόταν η καμπάνια. Ίσως ποτέ άλλοτε δεν έγινε τόσο πελώρια εκστρατεία για μια τέτοια μινιατούρα μεγάλης ιδέας.
Βεβαίως, για να υλοποιηθεί το Τάμα, θα έπρεπε να γεμίσει το ειδικό Ταμείο που είχε συσταθεί γι’ αυτόν το λόγο. Πιστοί κατέθεταν τον οβολό τους. Ομοίως και τράπεζες, δημόσιες και μη. Η Αγροτική Τράπεζα έδωσε 10 εκατ. δραχμές. Τα τετραπλάσια κατέθεσε ο Ανδρεάδης, αποσπώντας τα από δύο δικές του τράπεζες, την Ιονική και την Εμπορική. Φορείς, επαγγελματικές ενώσεις πιέζονταν, ωμά ή διακριτικά, να συνεισφέρουν. Τυχόν αρνητική απάντηση εκλαμβανόταν ως “θέσις κατά της εθνικής επαναστασεως”, με ό,τι μπορούσε να σημάνει αυτό το στίγμα, κατά περίπτωση. Σύμφωνα με το Ιστορικά Λεύκωμα της “Καθημερινής”, το Τάμα προσέφερε το αναγκαίο πρόσχημα ώστε επί της ουσίας να θεσπιστεί ειδική “έμμεση φορολόγηση του συνόλου σχεδόν του πληθυσμού”.
Το χρήμα μαζευόταν εν αφθονία, αλλά το “έργο” τελούσε εν ακινησία. Κάποιες αρχικές μελέτες εγκρίθηκαν το Σεπτέμβριο του 1971, αλλά παρέμεναν στα συρτάρια. Τι συνέβαινε;
Όχι, δεν ήταν ένα νέο ιδιότυπο Γεφύρι της Άρτας. Ποτάμι της… μάσας ήταν! Την 19η Ιανουαρίου 1974 δημοσιεύτηκαν στην “Εστία” τα στοιχεία του Ταμείου. Είχαν εισρεύσει συνολικά 453, 3 εκατ. δρχ. Τα 45,5 προέρχονταν από τον κρατικό προϋπολογισμό, τα 230 από τα δάνεια, τα υπόλοιπα από δωρεές, οικειοθελείς ή… αναγκαστικές. Από τα 453,3 όμως είχαν παραμείνει μόνον 47,3 εκατομμύρια. Τα υπόλοιπα “ανελήφθησαν εις τους ουρανούς” ή μάλλον παρελήφθησαν από τους χουντικούς “αποστόλους” που έλεγχαν και επόπτευαν το όλο εγχείρημα. Ποιος ξέρει με τι ποσοστό ο καθένας…
Η τυπική εξήγηση ήταν για γέλια: Το εξαφανισμένο ποσό, δηλαδή το 89,6% του συνολικού, είχε διατεθεί -όλο- σε δαπάνες “μελετών”, “διοικήσεως και λειτουργίας”, απαλλοτριώσεων, “προπαρασκευαστικών έργων”. Είχαν “φύγει” στην… προθέρμανση της ανέγερσης 406 εκατομμύρια. Ποσό ίσο με το 44,4% των άμεσων φόρων που εισπράχθηκαν απ’ όλες τις Ανώνημες Εταιρίες της χώρας κατά το 1969, και οι οποίοι ανέρχονταν σε 915 εκατ. δρχ.
Για να είμαστε ακριβοδίκαιοι: Ορισμένα από τα “ξαφρισμένα” λεφτά πιθανότατα δεν είχαν καταλήξει στις τσέπες στελεχών της χούντας, ούτε -κατ’ ανάγκη- ανθρώπων του ευρύτερου περίγυρου, φιλικού και συγγενικού, της “Ελλάδος Ελλήνων Κολλητών”. Όλο και κάποιος ξέμπαρκος αρχιτέκτονας θα έλαβε τα χρήματα που αντιστοιχούσε στον έπαινο, τον οποίο απένειμε η χούντα σε όσους συμμετείχαν στους τρεις διαδοχικούς, σχετικούς διαγωνισμούς.
Εν μέσω γενικής απροθυμίας των αρχιτεκτόνων, οι λίγοι πρόθυμοι έπρεπε να επιβραβευτούν: “Διανεμήθηκαν λοιπόν σε επαίνους 3.650.000 δρχ. κι εμείς εικάζουμε -καλή τη πίστη- ότι δεν εισέπραξαν μόνον ημέτεροι. Τι στην ευχή, κάποια νότα κοινωνικής πολιτικής με τον επιστημονικό κόσμο θα την κάλυψε το ιλιγγιώδες ποσό των 406 εκατομμυρίων δραχμών…
Τρεις διαγωνισμοί έγιναν από το 1970 έως το 1973, συνολικά υποβλήθηκαν 73 προτάσεις, καμία δεν κρίθηκε ικανοποιητική. Στο φύλλο του Σαββάτου 26 Ιανουαρίου 1974, η στήλη “Το 7ήμερο του Ποπολάρου” της εφημερίδας “Τα Νέα” σχολίαζε:
“Πάντως και οι πιο ολιγόπιστοι θαύμασαν το γεγονός ότι με εντελώς κανονικό τρόπο αναλώθηκε ολόκληρο το τεράστιο αυτό ποσόν (Σ.τ.Σ. τα 406 εκατ. δρχ.) για ένα έργο του οποίου ακόμα δεν κατάφεραν οι υπεύθυνοι να έχουν ούτε το σχέδιο. Αυτά τουλάχιστον τα πράγματα και θαύματα μας πληροφορεί ο νέος Προέδρος του Ειδικού Ταμείου Ανεγέρσεως του Ιερού Ναού του Σωτήρος, ο κ. Αριστείδης Σκυλίτσης [Σ.τ.Σ. ο δήμαρχος Πειραιά], ο οποίος, έκθαμνος από τη διαπίστωση ότι είναι άδειο το ταμείο του Ταμείου, έσπευσε να ανακοινώσει προς το πανελλήνιο τον καταπληκτικό ισολογισμό του, που αποδεικνύει ότι είναι περίπου πανί με πανί και με χρέος προς το Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων 230 εκατομμυρίων. […] Αφού λεφτά δεν υπάρχουν πια, αφού ούτε καν τα σχέδια του Ναού δεν έχουν γίνει ακόμη, κι αφού κατά τη ντοκουμενταρισμένη διαβεβαίωση της Πολιτικής Ιστορίας του κ. Μαρκεζίνη, το Τάμα του Έθνους έχει ήδη εκπληρωθεί με την ανέγερση της Μητροπόλεως Αθηνών, η υπόθεση αυτή θα πρέπει να λήξει εδώ και όλοι θα φροντίσουμε να ξεχασθεί”.
Είναι βέβαιο ότι ο απολογισμός-σκάνδαλο του Ταμείου του Τάματος δε θα έβγαινε στη φόρα πριν από την κατάρρευση της χούντας, εάν δεν είχε προηγηθεί η αλλαγή φρουράς στην ηγεσία ης. Είναι όμως επίσης κατανοητό πως ο Ιωαννίδης, όσο κι αν απολάμβανε το στιγματισμό των προκατόχων του, δεν επιθυμούσε μια δίκη που είτε θα ήταν καταφανώς χαλιναγωγημένη, σε σημείο γελοιοποίησης, είτε θα καταρράκωνε την ηθική υπόσταση ολόκληρου του δικτατορικού οικοδομήματος.
Μια τέτοια δίκη θα απειλούσε να εξευτελίσει τελικά την εθνικόφορνα στρατοκρατία συνολικά, αλλά και να εκθέσει πρόσωπα που πλέον υπηρετούσαν την τάξη πραγμάτων του νέου δικτάτορα. Διότι, όταν ανοίγεις τον ασκό του Αιόλου, τα πάντα και οι πάντες μπορούν να πάνε κατά διαόλου. Ακόμα και αυτά (ή αυτοί) που δε θα ‘θελες.
Παράδειγμα: Ο Ιωαννίδης όρισε πρωθυπουργό τον Αδαμάντιο Ανδρουτσόπουλο, ο οποίος διετέλεσε υπουργός Οικονομικών από την επομένη του πραξικοπήματος του 1967 μέχρι τον ανασχηματισμό του Αυγούστου 1971, και στη συνέχεια υπουργός Εσωτερικών έως και τις πρώτες ημέρες Μαρτίου 1973. Μια δίκη για το Τάμα, ακόμη κι αν δεν αποκάλυπτε απτά στοιχεία επιβαρυντικά για τον ίδιο, θα συντηρούσε το ερώτημα: “Ήξερε και σιωπούσε ή ήταν τόσο αφελής και δεν είχε πάρει χαμπάρι τίποτα, υπουργός άνθρωπος, επί έξι χρόνια, σε τέτοια πόστα;”
Το Τάμα, λοιπόν, επιβεβαίωσε ένα καθεστωτικό διαχρονικό αξίωμα: Τα μεγάλα σκάνδαλα δεν πρέπει να τα σκαλίζεις πολύ. Ας λερωθούν από τα χώματα ένας-δυο, ας “θαφτούν” εν ανάγκη, αλλά μην προκύψει και καμιά χαράδρα από το πολύ σκάψιμο, διότι δεν ξέρεις τι και πόσοι θα πέσουν μέσα. Αν δεν επιδιώκεις τεκτονικές αλλαγές, χειρίσου με αρχιτεκτονική μαεστρία το θέμα.
Αντί επιλόγου, εμείς από την πλευρά μας θα προσθέσουμε πως το “όνειρο” της “εκπλήρωσης του τάματος” παραμένει ζωντανό για κάποιους, όπως μπορεί να διαπιστώσει ακολουθώντας πχ αυτόν και αυτόν το σύνδεσμο…