Οδός Νιόβης 4 – Υπόθεση Σορίν Ματέι: Το χρονικό μιας μη αναπόφευκτης τραγωδίας
Τίποτε δεν ήταν μοιραίο εκείνο το βράδυ της 23ης Σεπτέμβρη του 1998. Όλα υπήρξαν αποτέλεσμα μιας αδιανόητης αλυσίδας εγκληματικών επιλογών μιας στρεβλά διαμορφωμένης προσωπικότητας, της μιντιακής ασυδοσίας και μιας αστυνομικής αβελτηρίας αποκαλυπτικών διαστάσεων.
Η οδός Νιόβης είναι ένας σκοτεινός και στενός δρόμος στα Κάτω Πατήσια, που σε τίποτε δεν ξεχωρίζει σε μουντάδα και βρωμιά από τους υπόλοιπους του ευρύτερου κέντρου της Αθήνας, που δεκαετίες τώρα περιφέρει τη στάμπα του “υποβαθμισμένου”, ωσάν να πρόκειται για κάποια φυσική κι αέναη κατάσταση.
Την πρώτη φορά που χρειάστηκε, πριν αρκετά χρόνια, να περπατήσω κατά μήκος αυτής της καθέτου για να βγω στην Αχαρνών, μη γνωρίζοντας καθόλου από την πρωτεύουσα τότε, αναρωτιόμουν αν αυτή η Νιόβης ήταν η ίδια που είχα πρωτακούσει σε παιδική ηλικία, ως κομμάτι της έκφρασης “το διαμέρισμα της οδού Νιόβης”, στον αριθμό 4. Αριθμό που προσπέρασα γρήγορα, δίχως καν να κοιτάξω ούτε φευγαλέα την πολυκατοικία, που θα αποφύγω να αποκαλέσω “μοιραία” κατά το δημοσιογραφικό κλισέ. Κι αυτό γιατί τίποτε δεν ήταν μοιραίο εκείνο το βράδυ της 23ης Σεπτέμβρη του 1998. Όλα υπήρξαν αποτέλεσμα μιας αδιανόητης αλυσίδας εγκληματικών επιλογών μιας στρεβλά διαμορφωμένης προσωπικότητας, της μιντιακής ασυδοσίας και μιας αστυνομικής αβελτηρίας αποκαλυπτικών διαστάσεων.
Η φωτογραφία της Αμαλίας Γκινάκη πάντα με στοίχειωνε, η σκέψη του απόλυτου τρόμου στον οποίο πέρασε τις τελευταίες ώρες της ζωής της, η οργή για το ότι θυσιάστηκε τόσο άδικα στο βωμό του θεάματος, αλλά και της επιτελικής ανικανότητας ενός κράτους για το οποίο επί δεκαετίες (αλλά και σήμερα ακόμα, έστω σε άλλη κλίμακα) η προτεραιότητα βρισκόταν στην αντιμετώπιση του “εχθρού λαού” και όχι στην προστασία των πολιτών από το έγκλημα, ιδιαίτερα δε των πιο “ασυνήθιστων” για τη χώρα μας εκφάνσεων.
Αν και μαθήτρια δημοτικού τότε, θυμάμαι αρκετά έντονα τη στιγμή που διακόπηκε το πρόγραμμα του ΣΚΑΪ για να βγει ζωντανά ο Σορίν Ματέι στον αέρα του δελτίου με το Νίκο Ευαγγελάτο, εγκαινιάζοντας ένα τετράωρο σκηνικό που έμοιαζε βγαλμένο από αμερικανικό θρίλερ, ήταν όμως μια πραγματικότητα που τα σουρεαλιστικά της χαρακτηριστικά δεν αλλοίωναν σε τίποτε την τραγωδία που προμηνυόταν.
Ο “Ρουμάνος κακοποιός”, όπως έκτοτε βαφτίστηκε στα εγχώρια ΜΜΕ, -τι κι αν είχε Ελληνίδα μητέρα που τον μεγάλωσε πρακτικά μόνη της, έχοντας χάσει σε τροχαίο τον άντρα και τα άλλα παιδιά της-, ήταν παλιός γνώριμος της ΕΛ.ΑΣ, καθώς από την εφηβεία του μπλέχτηκε σε ολοένα και πιο βαριές μορφές παραβατικότητας, έχοντας αποκτήσει το προσωνύμιο “Πεταλούδας” για την ευχέρειά του στις δραπετεύσεις. Μετά από ένα ακόμα ανθρωποκυνηγητό μεταξύ Αθηνών και Λαρίσης, η αστυνομία θεωρούσε πως είχε έρθει επιτέλους η ώρα να πιάσει τον Ματέι, εισβάλλοντας στο ισόγειο της οδού Νιόβης 4, όπου ο κακοποιός επισκέφτηκε τη φίλη του Πηνελόπη Αθανασοπούλου η οποία συμπτωματικά(;) τύγχανε αδελφή αστυνομικών (η ίδια χρόνια αργότερα αρνούνταν ότι είχε οποιαδήποτε εμπλοκή στην κατάδοση του Ματέι, τον οποίο ισχυρίζεται ότι γνώριζε μόλις για 24 ώρες), για να κάνουν μαζί χρήση ηρωίνης. Αν και χτυπημένος από λαβή όπλου και υπό την επήρεια των ναρκωτικών, ο Ματέι διέφυγε από το φωταγωγό μπαίνοντας στο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου, όπου βρισκόταν η Σουλτάνα Γκινάκη με τα δυο παιδιά της Βαγγέλη και Αμαλία, όπως και ο αρραβωνιαστικός της κοπέλας, Απόστολος Μακρινός.
Αφού έδεσε την Αμαλία Γκινάκη με κορδόνια παπουτσιών μεταξύ του ίδιου και του μνηστήρα της, κρατώντας μια απασφαλισμένη χειροβομβίδα στα χέρια, ο Ματέι τηλεφώνησε στο ΣΚΑΪ ζητώντας να βγει στον αέρα. O τότε διευθυντής ειδήσεων Σταμάτης Μαλέλης – μυρίζοντας αίμα – αποφάσισε να βγάλει ζωντανά στο δελτίο ειδήσεων του σταθμού τον κακοποιό, με τον παρουσιαστή Νίκο Ευαγγελάτο να αναλαμβάνει το ρόλο του διαπραγματευτή για τις επόμενες τέσσερις ώρες, που ο χαρακτηρισμός “δραματικές” είναι πολύ τετριμμένος για να τις αποδώσει. Όπως καθένας γνωρίζει, η διαπραγμάτευση σε συνθήκες ομηρείας είναι ένα ιδιαίτερα λεπτό πόστο για το οποίο προβλέπονται ειδικά εκπαιδευμένοι αστυνομικοί ή συνεργάτες τους, όχι όμως και για την ΕΛ.ΑΣ εκείνη την εποχή. Μάλιστα, ο παρουσιαστής ήταν για αρκετή ώρα εντελώς μόνος του στη συζήτηση με τον Ματέι, ο οποίος ζητούσε 500.000 δολάρια για να διαφύγει, δηλώνοντας παράλληλα ότι βρίσκεται υπό την επήρεια ουσιών, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για την ψυχική του κατάσταση και τα αντανακλαστικά του με τη χειροβομβίδα στα χέρια.
Στο σημείο αυτό οφείλω να πω ότι, αν και το είδος δημοσιογραφίας που ασκεί διαχρονικά ο εν λόγω μου είναι απεχθές, δεν ξέρω αν κάποιος άλλος θα τα κατάφερνε απαραίτητα καλύτερα από τον – εμφανώς τρομοκρατημένο – Ευαγγελάτο εκείνο το βράδυ. Το ίδιο δεν μπορεί να ειπωθεί για τον Μαλέλη, ο οποίος χρόνια αργότερα περίπου ανοιχτά καμάρωνε σε εκπομπή για το θέμα της ομηρείας, ότι “το 80% των ιδιοκτητών τηλεόρασης στην Ελλάδα μπήκε να δει λίγο ή περισσότερο ΣΚΑΪ” σημειώνοντας “ένα από τα μεγαλύτερα ποσοστά τηλεθέασης στην Ελλάδα”.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι η καθ’ ύλην αρμόδια ηγεσία της ΕΛ.ΑΣ, που κατέφτασε μετά από τουλάχιστον μια ώρα on air διαλόγου για να συνδράμει στις διαπραγματεύσεις, έκανε λάθη που θα αποτελούσαν υλικό αστυνομικής παρωδίας, αν δεν αφορούσαν ανθρώπινες ζωές. Εκεί που η λογική σήκωσε κυριολεκτικά τα χέρια εκείνο το βράδυ, ήταν όταν στην παράκληση του βαριά μαστουρωμένου Ματέι να του χορηγηθούν αμφεταμίνες για να μην του πέσει η χειροβομβίδα από τα χέρια, η απάντηση της ΕΛ.ΑΣ ήταν να του στείλει… υπνοστεντόν. Η ιδιοφυής αυτή σύλληψη βασιζόταν σε δύο υποθέσεις: α) ότι ένας χρήστης ναρκωτικών δε θα μπορούσε να ξεχωρίσει υπνωτικά χάπια από αμφεταμίνες και β) ότι η χειροβομβίδα ήταν ψεύτικη, άρα θα μπορούσαν άφοβα να κοιμήσουν τον Ματέι με τα υπνοστεντόν προκειμένου να λήξει με εύκολη σύλληψή του η ομηρεία της οικογένειας Γκινάκη. Η δεύτερη υπόθεση ήταν πεποίθηση προσωπικά του αρχηγού τότε της ΕΛΑΣ, Αθανασίου Βασιλόπουλου, που είχε μεταβεί στην πολυκατοικία κι είχε ανακρίνει την υπό την επήρεια ηρωίνης Αθανασοπούλου, κρίνοντας από τα λεγόμενά της ότι η χειροβομβίδα ήταν όντως ψεύτικη. Ο υπαρχηγός του, Θεόδωρος Πλάκας, φέρεται να διαφωνούσε με την απόφαση, αλλά εκμυστηρεύτηκε τις επιφυλάξεις του στον… Μαλέλη, αποδεικνύοντας για άλλη μια φορά το συγκλονιστικό επίπεδο συντονισμού και επιχειρησιακής οργάνωσης της ΕΛ.ΑΣ εκείνο το βράδυ.
Η αρχή του τέλους ήρθε με την απόφαση εισβολής της αστυνομίας, με επικεφαλής τον Βασιλόπουλο προσωπικά, στο διαμέρισμα του πρώτου ορόφου. Η εισβολή έγινε τη στιγμή που ο Ματέι άφηνε ελεύθερη τη Σουλτάνα Γκινάκη, ενώ λίγες ώρες πριν είχε συμφωνήσει με την παρότρυνση του Ευαγγελάτου να αφήσει και το μικρότερο γιο της, Βαγγέλη Γκινάκη. Ο Βασιλόπουλος είχε διώξει τις κάμερες λίγο πριν την εισβολή, ενώ είχε δοθεί εντολή διακοπής της ζωντανής σύνδεσης, η οποία ωστόσο επανήλθε, άγνωστο με τίνος την πρωτοβουλία, λίγο αργότερα, μεταδίδοντας τις φωνές μέσα στο διαμέρισμα, αλλά και τη στιγμή που εξερράγη η χειροβομβίδα. Οι αστυνομικοί είχαν κόψει το σκοινί του αρραβωνιαστικού της Αμαλίας Γκινάκη, η οποία όμως παρέμενε δεμένη με τον ένα της καρπό με τον Ματέι. Κατά την επίσημη εκδοχή της ΕΛ.ΑΣ, ο Ματέι τότε έριξε τη χειροβομβίδα στα ρούχα της Αμαλίας, ενώ κατά την οικογένεια η χειροβομβίδα έπεσε στο έδαφος κατόπιν προτροπής των αστυνομικών, με αποτέλεσμα να σκάσει πίσω από τα πόδια της κοπέλας που κυριολεκτικά κομματιάστηκε στα δύο, ξεψυχώντας μετά από 17 μέρες στο νοσοκομείο. Από την έκρηξη τραυματίστηκαν αρκετοί αστυνομικοί μεταξύ των οποίων – ελαφρά – ο Βασιλόπουλος, ενώ σε φορείο βγήκε από το διαμέρισμα ο Σορίν Ματέι, που μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο των φυλακών του Κορυδαλλού. Αν και σε σοβαρή κατάσταση, φαινόταν να είναι πιθανότατα εκτός κινδύνου, ωστόσο εντοπίστηκε νεκρός την άλλη μέρα. Ο γιατρός των φυλακών Κούτρας, που είχε βάρδια το επόμενο πρωί μετά τη διακομιδή του Ματέι, δήλωνε χαρακτηριστικά αργότερα πως η δόση φαρμάκων που είχε χορηγηθεί στον Ματέι “δεν ήταν για άνθρωπο, αλλά για ελέφαντα”, ενώ οι ιατροδικαστές που όρισε η οικογένεια του Ματέι έκαναν λόγο για σοβαρά τραύματα στο κεφάλι, “που προκλήθηκαν σε διαφορετικούς χρόνους”, τα οποία σε συνδυασμό με την καταστολή οδήγησαν στο θάνατό του. Η προσπάθεια της μητέρας του Ματέι να ρίξει περισσότερος φως στις συνθήκες θανάτου του γιου της έπεσαν στο κενό.
Στο ίδιο κενό κατέληξαν και οι όποιες ελπίδες για έστω και στοιχειώδη απόδοση δικαιοσύνης σε βάρος των υπεύθυνων του φιάσκο. Το σύνολο των εμπλεκόμενων στην επιχείρηση ανδρών της ΕΛ.ΑΣ κατηγορήθηκε μεν για ανθρωποκτονία και πρόκληση σωματικών βλαβών εξ αμελείας, ωστόσο λίγα χρόνια μετά κι ενώ τα φώτα της δημοσιότητας είχαν σβήσει, όλοι ανεξαιρέτως απαλλάγησαν με βούλευμα του Τριμελούς Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθήνας, τον Μάη του 2000. Ακόμα και ο ιθύνων νους της επιχείρησης, Βασιλόπουλος, αν και μετά την αυτονόητη παραίτησή του καταδικάστηκε πρωτόδικα σε 12 μήνες με αναστολή λόγω της κακής του εκτίμησης για την αυθεντικότητα της χειροβομβίδας, εντέλει αθωώθηκε κατά πλειοψηφία από το 5μελές Εφετείο Πλημμελημάτων Αθηνών, τον Απρίλη του 2005. Oύτε λόγος για απόδοση πολιτικών ευθυνών στην τότε κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη, ο οποίος περιορίστηκε στην αποστολή τηλεγραφήματος(!) στη χαροκαμένη Σουλτάνα Γκινάκη. Πολύ αργότερα επιδικάστηκε στην οικογένεια το ποσό των 300.000 ευρώ ως αποζημίωση για ηθική βλάβη, πολύ μικρότερο από εκείνο που αρχικά διεκδικήθηκε από το ελληνικό δημόσιο κι ανερχόταν στα 700 εκ. δραχμές. Όσο για το σταθμό ΣΚΑΪ, κλήθηκε να πληρώσει 50 εκ. αποζημίωση ως πρόστιμο από το ΕΣΡ, ποσό προφανώς μηδαμινό μπροστά στα κέρδη της “ιστορικής τηλεθέασης” για την οποία, όπως είπαμε, σχεδόν απροκάλυπτα περηφανευόταν ο εμπνευστής της ζωντανής κάλυψης της ομηρείας, Μαλέλης. Άλλου είδους νομικές συνέπειες για το κανάλι και τους εμπλεκόμενους δεν υπήρξαν, λόγω νομοθετικού κενού. Χρειάστηκε κυριολεκτικά να χυθεί αίμα για να ψηφιστούν κατόπιν εορτής νόμοι που περιόριζαν τη ζωντανή τηλεοπτική μετάδοση σε ανάλογες περιστάσεις.
Η υπόθεση Σορίν Ματέι υπενθυμίζει πως δεν υπήρξαν ποτέ χρόνια “της αθωότητας” στην ιδιωτική τηλεόραση – χωρίς αυτό να εξιδανικεύει προφανώς την περίοδο του ραδιοτηλεοπτικού κρατικού μονοπωλίου -, αλλά κι ότι η αστυνομική ατιμωρησία, με προφανή πολιτική κάλυψη, αποτελεί μια διαχρονική σταθερά του ελληνικού αστικού κράτους, κι όχι κάποιου είδους εμμονή του ενός ή άλλου διαχειριστή της εξουσίας μέσα σε αυτό.