Οι Δίκες μαγισσών του Σάλεμ – Μια μαζική παράκρουση με κοινωνικό υπόβαθρο
Στην ασταθή και ανασφαλή Νέα Αγγλία του όψιμου 17ου αιώνα, η συμμαχία με το διάβολο ήταν μια βολική εξήγηση για μια σειρά δεινά που ταλάνιζαν τις κοινότητές της, σε μια εποχή έντονου κοινωνικού και οικονομικού μετασχηματισμού που θα οδηγούσε στην καθιέρωση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής στις μετέπειτα Ηνωμένες Πολιτείας της Αμερικής.
Μπορεί το κυνήγι μαγισσών να φέρνει στο μυαλό μας σκοτεινές σκηνές «Μεσαίωνα», στην πραγματικότητα όμως η υπόθεση της μαζικής καταδίωξης γυναικών – και δευτερευόντως – ανδρών για μαγεία δεν ξεκινά πριν τον όψιμο μεσαίωνα, γύρω στο 14ο και δεν κορυφώνεται παρά την πρώιμη νεότερη εποχή (η τελευταία γνωστή εκτέλεση για μαγεία έγινε το 1782 στην Ελβετία), μια εποχή κοσμογονικών αλλαγών, που δεν άφησαν μόνο θετικό αποτύπωμα σε κοινωνίες που μετασχηματίζονταν. Ενώ στην Ευρώπη η μαζική υστερία είχε κορυφωθεί στα τέλη του 16ου και τις πρώτες δεκαετίες του 17ου αιώνα, αφήνοντας πίσω τους περίπου 40 με 60000 νεκρούς, ο Νέος Κόσμος, που μόλις είχε αρχίσει να εποικίζεται εκείνη την εποχή, στις αρχές του 17ου αιώνα στο βόρειο κομμάτι του, άργησε κάπως να παρακολουθήσει τις εξελίξεις της γηραιάς ηπείρου. Ο ασταθής κόσμος στον οποίο ζούσαν ωστόσο, αποδείχθηκε ιδανικό έδαφος για τη διασημότερη ίσως δίκη μαγισσών, διασημότητα βέβαια που οφείλεται κατά πολύ και στην εκλαϊκευση της υπόθεσης μέσω λιγότερο ή περισσότερο βασισμένων στα πραγματικά γεγονότα λογοτεχνικών, θεατρικών, κινηματογραφικών, τηλεοπτικών και ραδιοφωνικών μεταφορών.
Όταν μιλάμε για Σάλεμ στα τέλη του 17ου αιώνα, εννοούμε δύο κοντινές κοινότητες, πολύ διαφορετικές μεταξύ τους. Ένα εμπορικό λιμάνι στη Μασαχουσέτη, το σημερινό Σάλεμ, καθώς και το χωριό του Σάλεμ, περίπου 16 χλμ., με 500 κατοίκους κυρίως αγρότες. Παρά το μικρό αριθμό κατοίκων, οι κοινωνικές διαιρέσεις στο χωριό ήταν έντονες, με συχνές διαμάχες ιδιοκτησιακού χαρακτήρα, αλλά και την έντονη αντιπαλότητα μεταξύ της οικογένειας Πόρτερ, που είχε στενές σχέσεις με την αναδυόμενη αστική τάξη της πόλης του Σάλεμ και της οικογένειας Πάτναμ, προσανατολισμένης στην αγροτική παραγωγή.
To 1689, κατόπιν ενεργειών της οικογένειας Πάτναμ, διορίστηκε ιεροκήρυκας της αυστηρά πουριτανικής κοινότητας ο Σάμιουελ Πάρις, ο οποίος στα κηρύγματα του έθετε την πάλη μεταξύ του περιούσιου λαού και του Σατανά. Ο Πάρις έφερε μαζί του στο χωριό τη γυναίκα του, τα τρία παιδιά τους, μια ανιψιά του και δυο σκλάβους από τα νησιά Μπαρμπέιντος, τον Τζον και την Τιτούμπα, είτε αφροκαραϊβικής είτε ινδιανικής καταγωγής.
Σύντομα η κοινότητα διχάστηκε από την παρουσία του Πάρις, ο οποίος ήγειρε ολοένα υψηλότερες οικονομικές απαιτήσεις, ενώ απαιτούσε παράλληλα μη μέλη της δικής του ενορίας να εγκαταλείπουν την εκκλησία πριν τη Θεία Λειτουργία. Στον πυρήνα αυτής της αντιπαράθεσης βρίσκονταν ακριβώς τα διαφορετικά κοινωνικοοικονομικά συμφέροντα των δυο βασικών μερίδων του χωριού: Από τη μια όσοι υποστήριζαν τα “αποσχιστικά” σχέδια του Πάρις, που επιδίωκε τη δημιουργίας μιας διοικητικά αυτόνομης κοινότητας, χωρίς δεσμούς με την “άθεη” πόλη, κι από την άλλη όσοι επιθυμούσαν την παραμονή υπό την αιγίδα της πόλης του Σάλεμ, τροφοδοτώντας τους εμπόρους και το λιμάνι της με τα προϊόντα τους. Αντικατοπτριζόταν φόβος δηλαδή των πιο “παραδοσιακών” και κατά κανόνα φτωχότερων αγροτών, προσανατολισμένων σε μια αυτάρκη γεωργική οικονομία, έναντι της διασύνδεσης με τις ανερχόμενες δυνάμεις της αγοράς, από τις οποίες ωστόσο επωφελούνταν όσοι διέθεταν αρκετό παραγωγικό περίσσευμα προς διάθεση ή είχαν ήδη στραφεί κι οι ίδιοι στο εμπόριο ως μεσάζοντες του χωριού με την πόλη.
Από τις αρχές του 1692, οι δυο κόρες του πάστορα, Μπέτι και Άμπιγκεϊλ, 11 και 12 ετών αντίστοιχα, άρχισαν να επιδεικνύουν ολοένα και πιο παράξενη συμπεριφορά, βγάζοντας παράξενους ήχους, έχοντας σπασμούς στο σώμα, πετώντας πράγματα, ενώ έκανε παράπονα πως ένιωθαν να τις δαγκώνουν και να τις τσιμπούν. Σύμφωνα με απόψεις επιστημόνων που διατυπώθηκαν αργότερα, η συμπεριφορά των κοριτσιών ήταν αποτέλεσμα ενός συνδυασμού άσθματος, εγκεφαλίτιδας, επιληψίας, ψύχωσης, κακοποίησης ή να ήταν αποτέλεσμα κατανάλωσης ψωμιού ή δημητριακών μολυσμένα με ερυσίβη, ένα μύκητα από τον οποίο αργότερα προήλθε και το παραισθησιογόνο LSD. Μια τέτοια εξήγηση ωστόσο δεν εξηγεί όμως την εξάπλωση των συμπτωμάτων σε άλλα μέλη της κοινότητας ακριβώς την ίδια περίοδο.
Κανένας γιατρός δεν μπορούσε να εξηγήσει τι συμβαίνει, μέχρι που ο δρ. Γουίλιαμ Γκριγκς έβγαλε τη «διάγνωση» πως τα κορίτσια είχαν καταληφθεί από το διάβολο. Η εξήγηση αυτή ικανοποίησε ιδιαίτερα τον Πάρις, που άρχισε να κηρύττει πως όλη η πόλη είχε καταληφθεί από το Σατανά, ενώ ένας στρατός από διαβόλους ήταν έτοιμος να εισβάλλει στον οικισμό.
Ο Πάρις και άλλα μέλη της κοινότητας άρχισαν να πιέζουν τα κορίτσια, αλλά και άλλες γυναίκες του χωριού να κατονομάσουν τους ενόχους που τους είχαν κάνει μάγια. Αρχικά ενοχοποιήθηκαν τρεις γυναίκες, η Τιτούμπα, οικιακή σκλάβα του Πάρις, η Σάρα Γκουντ, γνωστή ζητιάνα της πόλης με ψυχολογικά προβλήματα, και η Σάρα Όσμπορν, μια κατάκοιτη γυναίκα, για την οποία λεγόταν πως είχε χαρίσει την περιουσία της στο νέο της σύζυγο, αφήνοντας άκληρα τα παιδιά της. Όλες τους ήταν με τον ένα ή άλλο τρόπο «ξένα» ή περιθωριακά στοιχεία της κοινότητας, που εύκολα υιοθέτησε τις κατηγορίες.
Την πρώτη Μάρτη 1692 οι γυναίκες συνελήφθησαν, αλλά ο κύκλος των κατηγορουμένων άρχισε σύντομα να αυξάνεται, περιλαμβάνοντας σταδιακά άντρες, ένα παιδί τεσσάρων ετών, αλλά ακόμα κι ένα σκύλο. Στη διάρκεια της προφυλάκισης η Σάρα Όσμπορν και το νεογέννητο παιδί της Σάρα Γκουντ πέθαναν, ενώ άλλοι κρατούμενοι αρρώστησαν μέσα στη φυλακή.
Στα τέλη του Μάη ξεκίνησαν οι δίκες, που διήρκησαν για πολλούς μήνες. Σχεδόν όλοι όσοι κατηγορήθηκαν για μαγεία καταδικάστηκαν σε θάνατο, ενώ ενθαρρύνονταν οι αλληλοκατηγορίες και το κλίμα μαζικής καχυποψίας από την πρακτική του δικαστηρίου να απαλλάσσει από την εκτέλεση όσους καταδικασμένους κατονόμαζαν άλλα μέλη της κοινότητας ως ενόχους. Έξι από τους εκτελεσμένους ήταν άντρες, ενώ η πλειονότητά τους ήταν φτωχές, κατά βάση ηλικιωμένες γυναίκες. Παρά το σαφές κοινωνικό και ταξικό στίγμα των θυμάτων, η εξάπλωση της μαζικής υστερίας σήμαινε πως επηρεάζονταν και προβεβλημένα μέλη της κοινότητας, ανάμεσά τους ένας ιερέας και ένας χωροφύλακας, που αρνήθηκε να συλλάβει άλλους υπόπτους για μαγεία. Σε πολλές περιπτώσεις επίσης, κατηγορήθηκαν σύζυγοι εύπορων εμπόρων, αντανακλώντας τις αναδυόμενες ταξικές αντιθέσεις στην κοινότητα για τις οποίες έγινε λόγος προηγουμένως.
Από άλλους ερευνητές έχει επίσης επισημανθεί το γεγονός της αυξανόμενης παρουσίας γυναικών στη Νέα Αγγλία (όπου ανήκε η Μασαχουσέτη), που διεκδικούσαν δικαστικά να έχουν αποκλειστική διαχείριση της κληρονομιάς τους, κάτι που προκαλούσε τριγμούς σε μια αυστηρά πατριαρχική κοινωνία. Έχει επίσης υποστηριχθεί ότι οι περισσότεροι κατηγορούμενοι για μαγεία, αλλά και οι κατήγοροι είχαν στενές κοινωνικές ή προσωπικές σχέσεις με θύματα επιθέσεων Ινδιάνων που επί χρόνια ταλαιπωρούσαν τις κοινότητες των εποίκων. Οι έποικοι της Βόρειας Αμερικής, είχαν αποκοπεί από την Αγγλία μετά την Ένδοξη Επανάσταση του 1688, κάτι που σήμαινε ότι έπρεπε να αντιμετωπίσουν μόνοι τους τις συχνές εξεγέρσεις των Ινδιάνων, με σημαντικότερη εκείνη του 1675, όταν υπολογίζεται πως ένας στους δέκα εποίκους έχασε τη ζωή του. Οι επιθέσεις συνεχίζονταν αμείωτες τα επόμενα 15 χρόνια, συμβάλλοντας σε ένα αίσθημα γενικευμένης ανασφάλειας και απειλής μεταξύ των εποίκων. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο πιθανότατα ότι Ινδιάνοι – που από παλιά είχαν συσχετιστεί από πουριτανούς ιερείς για μαγεία και συμμαχία με το διάβολο – φαίνεται να πρωταγωνιστούν στις αφηγήσεις των κατηγόρων: Συχνή είναι η εικόνα του «μαύρου άνδρα», των συναντήσεων Ινδιάνων με μάγισσες και βασανιστήρια κι απαγωγές από Ινδιάνους
Ο 80χρονος αγρότες Ζιλ Κόρεϊ αρνήθηκε να καταθέσει, για το λόγο αυτό δεν κρεμάστηκε, όπως οι υπόλοιποι, αλλά εκτελέστηκε δια λιθοβολισμού. Οι δίκες των μαγισσών δεν προκάλεσαν μόνο πλήρη διάρρηξη του ήδη εύθραυστου κοινωνικού ιστού του Σάλεμ, αλλά έφεραν το χωριό και στα πρόθυρα της οικονομικής κατάρρευσης. Στη διάρκεια των δικών, η σοδειά δε μαζευόταν, το εμπόριο παρέλυσε, τα κοπάδια παραμελούνταν κι οι μύλοι δε δούλευαν, είτε επειδή ή ιδιοκτήτες τους αγνοούνταν, είτε επειδή οι εργάτες τους ήταν φυλακισμένοι ή θεατές στις δίκες.
Στις 22 Σεπτέμβρη 1692 εκτελέστηκαν τα τελευταία οχτώ άτομα δι’απαγχονισμού, ενώ στις 3 Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς ιερείς από τη Βοστώνη κατέθεσαν ένσταση κατά των δικών, σημειώνοντας πως ήταν καλύτερο να γλιτώσουν δέκα ύποπτοι για μαγεία, από το να καταδικαστεί ένα αθώο άτομο. Στις 12 Οκτώβρη ο τοπικός κυβερνήτης της Μασαχουσέτης Γουίλιαμ Φιπς παρενέβη ζητώντας τη διακοπή των δικών, καθώς οι κατηγορίες για μαγεία περιλάμβαναν πλέον και τη σύζυγό του.
Τελικά οι δίκες ξεκίνησαν πάλι, ωστόσο από τους 56 κατηγορούμενους, μόνο 3 καταδικάστηκαν, αλλά κανείς δεν εκτελέστηκε, καθώς ο Φιπς απένειμε χάρη. Το Μάη του 1693 οι δίκες σταμάτησαν εντελώς, αφήνοντας πίσω τους 19 εκτελεσμένους και άλλους πέντε νεκρούς που είχαν αποβιώσει στη διάρκεια της προφυλάκισης.
Τα αμέσως επόμενα χρόνια άρχισαν να υπάρχουν δημόσια παραδοχές για το πόσο άδικη είχε υπάρξει η όλη διαδικασία. Το Γενάρη του 1697 το Γενικό Δικαστήριο της Μασαχουσέτης ανακοίνωσε μέρα νηστείας και περισυλλογής για τα θύματα των δικών, ενώ τον ίδιο μήνα ο Σάμιουελ Σούολ, ένας από τους δικαστές, παραδέχτηκε δημόσια τις ενοχές του για το ρόλο τους στις δίκες μαγισσών. Το 1702 το Γενικό Δικαστήριο ανακοίνωσε πως οι δίκες ήταν παράνομες κι ως το 1711 22 από τους 33 καταδικασθέντες απαλλάχθηκαν από τις κατηγορίες, ενώ οι οικογένειές τους έλαβαν αποζημίωση από την Κοινοπολιτεία της Μασαχουσέτης.
Πέρασαν ωστόσο πολλοί αιώνες μέχρι να παραδεχτεί δημόσια η μετέπειτα πολιτεία της Μασαχουσέτης το λάθος και να απολογηθεί για τις δίκες, μόλις το 1957. Χρειάστηκαν επίσης ακόμα 44 χρόνια, μέχρι να απαλλαγούν τα τελευταία 11 θύματα από κάθε κατηγορία.