Οι δίκες των Κομμουνάρων και η λυσσαλέα επίθεση της γαλλικής αστικής τάξης και του κράτους της
Η επιμονή της αστικής τάξης της Γαλλίας να αναδειχθεί η Διεθνής Ενωση Εργατών ως ο βασικός υπαίτιος για την Παρισινή Κομμούνα αποτέλεσε τη δικαιολογητική βάση για την προώθηση των μέτρων που είχε ανάγκη προκειμένου όχι μόνο να αποκαταστήσει την εξουσία της που κινδύνευσε, αλλά και για να προχωρήσει γρήγορα η ανασυγκρότηση της καπιταλιστικής παραγωγής.
Το μεγαλείο της Κομμούνας του Παρισιού αποτυπώθηκε και μέσα από τη λυσσαλέα επίθεση που εξαπέλυσε εναντίον της η αστική τάξη της Γαλλίας, με επικεφαλής την κυβέρνηση της Τρίτης Γαλλικής Δημοκρατίας και τον Πρόεδρό της Α. Θιέρσο. Ολόκληρη η φρικαλεότητα αυτής της επίθεσης δεν καταγράφηκε ποτέ στις επίσημες κρατικές εκθέσεις, αλλά διασώθηκε και καταγγέλθηκε μέσα από το τεράστιο κύμα συμπαράστασης που εκδηλώθηκε σε παγκόσμιο επίπεδο και κάτω από την παρέμβαση της Διεθνούς Ενωσης των Εργατών, της Α’ Διεθνούς.
Το άρθρο θα προσπαθήσει να παρουσιάσει μια λιγότερο γνωστή πλευρά, την αντίδραση της αστικής τάξης μετά την ήττα της Κομμούνας, μέσα και από νέο υλικό, σε μια προσπάθεια να φωτιστούν το πραγματικό περιεχόμενο της δικτατορίας του κεφαλαίου και ειδικότερα σε συνθήκες αστικής δημοκρατίας, η αξιοποίηση διαχρονικά του αστικού κατασταλτικού νομοθετικού πλαισίου και της αστικής Δικαιοσύνης απέναντι στο εργατικό – λαϊκό κίνημα. Και από την άλλη πλευρά, να αναδειχθούν η σημασία της αλληλεγγύης από τους «προλετάριους όλων των χωρών», ο ηρωισμός της εργατικής τάξης ακόμα και σε συνθήκες ήττας, η δύναμη που πηγάζει μέσα από τη συνειδητοποίηση της ιστορικής της αποστολής, μέσα από την επαναστατική χειραφέτησή της.
Η συμμαχία της γαλλικής αστικής τάξης με τους Πρώσους
Η γαλλική αστική κυβέρνηση βρισκόταν σε συνεχή συνεννόηση με την πρωσική κυβέρνηση για να νικηθεί η Κομμούνα: Ο Θιέρσος ζήτησε από τον Μπίσμαρκ να του επιτρέψει να αυξήσει το στρατό της Γαλλίας από 80.000 σε 150.000 και να επιστρέψει γρήγορα τους Γάλλους στρατιώτες που είχαν αιχμαλωτιστεί στο Σεντάν και στο Μετς. Επίσης, οι Πρώσοι επέτρεψαν στον γαλλικό αστικό στρατό να περάσει από την απαγορευμένη – σύμφωνα με τους όρους ανακωχής – ζώνη στο βορινό μέρος της πόλης, και έτσι να επιτεθούν σε ένα ευρύ μέτωπο. Ενώ, από την Πέμπτη 25 Μάη, παρόλο που ο γαλλικός αστικός στρατός είχε ήδη τέσσερις μέρες μπει στο Παρίσι χωρίς να κάμψει την αντίσταση των Κομμουνάρων, 10.000 στρατιώτες του γερμανικού στρατού με 80 πολυβόλα μετακινήθηκαν αποκλείοντας πλήρως τη βόρεια πλευρά και καταλαμβάνοντας τη Βενσέν. (…)
«Το τουφέκι δεν σκότωνε πια αρκετά γρήγορα, γι’ αυτό οι νικημένοι εκτελούνταν μαζικά, κατά εκατοντάδες, με τα πολυβόλα»1.
Όμως η Κομμούνα συνέχιζε να αντιστέκεται, στήνονταν οδοφράγματα, μοιράζονταν όπλα, οι γυναίκες βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή με τους άντρες, από κοντά και τα παιδιά. Χρειάστηκαν 130.000 στρατιώτες και οκτώ μέρες, τη Ματωμένη Βδομάδα, 21 με 28 Μάη, για να κάμψουν την αντίσταση των Κομμουνάρων. Απαράμιλλα ήταν τα δείγματα ηρωισμού των μαχητών και μαχητριών για την υπεράσπιση των οχυρωμάτων, του Παρισιού, δρόμο το δρόμο, σπίτι το σπίτι. Το ίδιο αγέρωχη ήταν και η στάση μπροστά στα εκτελεστικά αποσπάσματα, όπου το «Ζήτω η Κομμούνα!» ακουγόταν τελευταίο πριν τη ριπή των όπλων.
Όλη αυτή τη βδομάδα ειδικό ρόλο έπαιξαν τα έκτακτα δικαστήρια. Οι αιχμάλωτοι σπρώχνονταν στα προαύλια των δημαρχείων, των στρατώνων και των δημοσίων κτιρίων, όπου έδρευαν τα έκτακτα δικαστήρια, και εκτελούνταν μαζικά. Την Κυριακή 28 Μάη έπεσε η τελευταία κανονιά των υπερασπιστών της Κομμούνας. Χιλιάδες αιχμάλωτοι οδηγούνται στις φυλακές Λα Ροκέτ, όπου από την Κυριακή μέχρι τη Δευτέρα εκτελέστηκαν 1.900 άτομα.
Η αστική Δικαιοσύνη «νομιμοποιεί» τη σφαγή
Απέναντι στους Κομμουνάρους κατασκευάστηκε ένα κατηγορητήριο που περιλάμβανε κατηγορίες για εμπρησμούς, φόνους, βιασμούς πλούσιων γυναικών, κλοπές, λεηλασία της Τράπεζας και των αρχείων του Δικαστικού Μεγάρου, των εκκλησιών κ.λπ. Τους μήνες Ιούνη και Ιούλη οι συλλήψεις ήταν κατά μέσο όρο 100 κάθε μέρα, ενώ στις συμπληρωματικές εκλογές του Ιούλη του 1871 ψήφισαν 100.000 άνθρωποι λιγότεροι απ’ ό,τι στις εκλογές του Φλεβάρη του 1871, δίνοντας μια τάξη μεγέθους των απωλειών.
Η αστική κυβέρνηση και η Εθνοσυνέλευση αδημονούσαν να περάσουν από δίκη τα 17 μέλη του Συμβουλίου της Κομμούνας που κρατούνταν, επιδιώκοντας αυτή η δίκη να αποτελέσει δίκη – πρότυπο, υπόδειγμα στη νομολογία των στρατοδικείων. Φυσικά, η αστική Δικαιοσύνη έδωσε τον καλύτερό της εαυτό: Ο εισαγγελέας Ντυφώρ (και υπουργός Δικαιοσύνης) και ο πρόεδρος του δικαστηρίου παρέπεμψαν τους κατηγορούμενους όχι για πολιτικά αλλά για βαριά ποινικά αδικήματα, αξιοποιώντας όλα τα «εργαλεία» της ποινικής διαδικασίας και κυρίως το γεγονός ότι μπορούσαν έτσι να τους καταδικάσουν με την ποινή του θανάτου. Επίσης, η υπόθεση παραπέμφθηκε στη στρατιωτική Δικαιοσύνη, αξιοποιώντας την «κατάσταση πολιορκίας» στην οποία είχε κηρύξει η γαλλική κυβέρνηση το Παρίσι από το Μάρτη του 1871. Βέβαια, στην έναρξη της δίκης ο στρατηγός Γκαβό ως δημόσιος κατήγορος διάβασε μια πολυσέλιδη έκθεση για τα γεγονότα που οδήγησαν στην Κομμούνα, προσπαθώντας να αποδώσει το σύνολο των ευθυνών στη Διεθνή Ενωση Εργατών.
Για όσους δεν εκτελούνταν, η αστική τάξη και το κράτος της επιφύλασσαν ειδική μεταχείριση: Οι αιχμάλωτοι, που είχαν πλημμυρίσει τις φυλακές και στοιβάζονταν κατά δεκάδες, μεταφέρονταν στα λιμάνια προκειμένου να διοχετευτούν σε «πλωτά κάτεργα», απομονωμένα οχυρά και ωκεάνια νησιά. Στα πλωτά κάτεργα επιτρέπονταν βάσει κανονισμού και τα βασανιστήρια. Δύο χιλιάδες άνθρωποι δολοφονήθηκαν πριν τη μεταγωγή τους στους τόπους εξορίας, χωρίς να μπορέσει να αποδειχτεί ποτέ το πραγματικό μέγεθος της θηριωδίας.
Παρόλο που τον Ιούνη του 1872 το μεγαλύτερο μέρος των δικών είχε ολοκληρωθεί, οι διώξεις δεν σταμάτησαν. Μετά τις εκλογές της 24ης Μάη 1873, οι διώξεις αυξήθηκαν. Τα στρατοδικεία ξανάνοιξαν τους παλιούς φακέλους, επικαλούμενα νέα στοιχεία για εγκλήματα που είχαν ήδη κριθεί από τα τακτικά δικαστήρια!
Η επίθεση ήταν ενιαία από όλα τα τμήματα της γαλλικής αστικής τάξης, από όλα τα αστικά κόμματα (ακόμα κι εκείνα που αυτοπροσδιορίζονταν ως «δημοκρατικά και φιλελεύθερα»).
Η έκθεση της επιτροπής του γαλλικού αστικού κοινοβουλίου για τα αίτια της Κομμούνας
Στην έκθεση της επιτροπής «για τη διερεύνηση των αιτιών της εξέγερσης της 18ης Μαρτίου και των σχετικών γεγονότων, σύμφωνα με το νόμο της 17ης Ιουνίου 1871», που δημοσιεύτηκε το 1872, δεσπόζει η ανάδειξη της Διεθνούς Ένωσης Εργατών ως της πρωταρχικής αιτίας που οδήγησε στην εξέγερση της 18ης Μάρτη 1871 και στην ανακήρυξη της Κομμούνας του Παρισιού. Συνέχιζε δηλαδή η αστική τάξη, σε συνθήκες αστικής δημοκρατίας, τη γραμμή που είχε χαράξει ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης, που μεταχειρίστηκε από την αρχή κιόλας τη Διεθνή σαν επικίνδυνο εχθρό.
Αναδεικνύονται βασικά μέτρα που πρέπει να λάβει άμεσα η αστική τάξη όχι μόνο για να αντιμετωπίσει τους ίδιους τους Κομμουνάρους, αλλά και για να απαντήσει στην κατακραυγή για τις θηριωδίες της αστικής τάξης και στο τεράστιο κύμα αλληλεγγύης στο επαναστατημένο προλεταριάτο από τις εργατικές τάξεις και τα λαϊκά κινήματα σε διεθνές επίπεδο. Τα μέτρα αποσκοπούσαν τόσο στην άμεση καταστολή και ολοκληρωτική εξόντωση των Κομμουνάρων, όσο και στη συντριπτική ιδεολογική επικράτηση της αστικής τάξης.
Η αμνηστία
Μόλις το Γενάρη του 1879 η αστική κυβέρνηση προχώρησε στην απονομή πολλαπλών χαρών σε Κομμουνάρους, για να σταματήσει τις εκκλήσεις για αμνηστία. Δεν ήταν τυχαία η επιμονή της αστικής τάξης στη Γαλλία για τη μη απονομή αμνηστίας. Η αμνηστία θα σήμαινε ουσιαστικά την αποποινικοποίηση της εξέγερσης της 18ης Μάρτη και της Παρισινής Κομμούνας, στερώντας ένα πολύτιμο εργαλείο από την αστική τάξη για να συνεχίσει τις διώξεις απέναντι στο κομμουνιστικό και εργατικό κίνημα.
Η Εθνοσυνέλευση αναγκάστηκε τελικά να προχωρήσει σε καθολική αμνηστία τον Ιούλη του 1880. Πλήθος εργαζομένων και λαϊκών στρωμάτων υποδέχτηκαν τους εξόριστους στα λιμάνια και ένα τεράστιο κύμα αλληλεγγύης ξεδιπλώθηκε για τη στήριξή τους: Συγκεντρώνονταν χρήματα για την ενίσχυση των επαναπατρισθέντων Κομμουνάρων, τους έδιναν ρουχισμό, προσπαθούσαν να τους βρουν δουλειά και προσωρινά καταλύματα.
Ορισμένα συμπεράσματα
Μέσα από τη μελέτη των γεγονότων που ακολούθησαν την ήττα της Κομμούνας αποκαλύπτεται ο ταξικός χαρακτήρας του αστικού Δικαίου, της αστικής Δικαιοσύνης γενικά, μέσω της διαχρονικής αξιοποίησής του ιδιαίτερα για την καταστολή του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Γι’ αυτό και απέναντι στην Κομμούνα αξιοποιήθηκαν διατάξεις από όλες τις προηγούμενες περιόδους συγκρότησης του γαλλικού αστικού κράτους, είτε σε συνθήκες συνταγματικής δικτατορίας είτε αστικής δημοκρατίας. Είναι ενδεικτικό δε ότι ο νόμος για την κατάσταση πολιορκίας στη Γαλλία, που θεσμοθετήθηκε το 1878, διατηρήθηκε μέχρι το 2004!
Πόσο μάλλον που, όπως αποδείχθηκε, η αστική τάξη, σε συνθήκες που απειλείται πραγματικά η εξουσία της, δεν διστάζει να συμμαχήσει ακόμα και με αστικές τάξεις με τις οποίες μέχρι πρότινος έλυνε τις διαφορές της με τα όπλα. Αποτυπώθηκε έτσι ότι η αστική τάξη, σε όλες τις συνθήκες, δεν χάνει από το στόχο της τον βασικό αντίπαλό της, την εργατική τάξη και την πρωτοπορία της. Η επιμονή της αστικής τάξης της Γαλλίας να αναδειχθεί η Διεθνής Ενωση Εργατών ως ο βασικός υπαίτιος για την Παρισινή Κομμούνα αποτέλεσε τη δικαιολογητική βάση για την προώθηση των μέτρων που είχε ανάγκη προκειμένου όχι μόνο να αποκαταστήσει την εξουσία της που κινδύνευσε, αλλά και για να προχωρήσει γρήγορα η ανασυγκρότηση της καπιταλιστικής παραγωγής.
Κυρίως όμως, μέσα και από το μέγεθος της επίθεσης που εξαπέλυσε το αστικό κράτος, το σύνολο των ιδεολογικών και κατασταλτικών μηχανισμών του, ενάντια στην Παρισινή Κομμούνα, αποκαλύφθηκε η σημασία του τσακίσματός του ως απαραίτητου όρου για τη νίκη της προλεταριακής επανάστασης, η ανάγκη αντικατάστασής του από την εξουσία της εργατικής τάξης, τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Εγραψε ο Κ. Μαρξ: «Ο πολιτισμός και η δικαιοσύνη του αστικού καθεστώτος ξεπροβάλλουν στο αληθινό δυσοίωνο φως του κάθε φορά που στο καθεστώς αυτό οι σκλάβοι και οι είλωτες ξεσηκώνονται ενάντια στους αφεντάδες τους. Τότε αυτός ο πολιτισμός και αυτή η δικαιοσύνη φανερώνονται σαν απροκάλυπτη αγριότητα και άνομη εκδίκηση»2.
Σημειώσεις:
1. Κ. Μαρξ, «Ο Εμφύλιος Πόλεμος στη Γαλλία», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2009, σελ. 17
2. ό.π., σελ. 93.
Από 902.gr