«Οι Ηπειρώτες μαχητές πολεμούν υπέρ βωμών και εστιών και δεν είναι διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν…»
Απέναντι στην περήφανη στάση του ελληνικού λαού ενάντια στη φασιστική επίθεση, που πολέμησε για τη λευτεριά κερδίζοντας τον παγκόσμιο θαυμασμό, ο δικτάτορας Μεταξάς και ο αρχιστράτηγος Παπάγος ανησυχούσαν για την «υπεραισιόδοξο κοινή γνώμη» και ξεστόμιζαν χωρίς ντροπή φράσεις όπως «θα ρίξωμεν μερικές τουφεκιές διά την τιμή των όπλων»…
Απέναντι και κόντρα στην περήφανη στάση του ελληνικού λαού ενάντια στη φασιστική επίθεση, που πολέμησε για τη λευτεριά κερδίζοντας τον παγκόσμιο θαυμασμό, ο δικτάτορας Μεταξάς και αρχιστράτηγος Αλ. Παπάγος ανησυχούσαν για την «υπεραισιόδοξο κοινή γνώμη», ο πρώτος, και ξεστόμιζαν χωρίς ντροπή φράσεις όπως «θα ρίξωμεν μερικές τουφεκιές διά την τιμή των όπλων», ο δεύτερος.
Μετά την ανακοίνωση από το Γενικό Επιτελείο Στρατού το πρωί της 28ης του Οκτώβρη για την επίθεση της φασιστικής Ιταλίας, ο λαός διαδήλωσε σε κάθε γωνιά της Αθήνας με κεντρικό σύνθημα «Θάνατος στο φασισμό», ενώ οι έφεδροι κατακλύζαν τα κέντρα επιστράτευσης. Η ίδια εικόνα επικρατούσε σε όλη την Ελλάδα, καθώς η αγωνιστική σκυτάλη των πολεμιστών του 1821 περνούσε στα χέρια των Ελλήνων φαντάρων και στη συνέχεια των αγωνιστών της Αντίστασης.
Ο Γιαννάκος (Γιάννης) Μαστρογιάννης γεννήθηκε το 1914 στους Μελισσουργούς Άρτας. Από μαθητής οργανώθηκε στην Οργάνωση Κομμουνιστικών Νεολαιών Ελλάδος (ΟΚΝΕ). Αργότερα έγινε μέλος του ΚΚΕ. Το 1940 πήρε μέρος στον πόλεμο εναντίον των Ιταλών και ως διακριθείς στάλθηκε τον Δεκέμβρη του 1940 στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών, στην Καβάλα. Μετά την εκπαίδευσή του επέστρεψε στο μέτωπο με το βαθμό του ανθυπολοχαγού. Μετά την κατάρρευση του μετώπου, ως φοιτητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, συμμετείχε στον αντιφασιστικό αγώνα. Το 1943 βγήκε στο βουνό, στο ένοπλο τμήμα του ΕΑΜ, στον ΕΛΑΣ.
Τα όσα μας αφηγείται, για πρόσωπα και γεγονότα στο βιβλίο του «Χρονικό – Το λαϊκό κίνημα στο νομό Άρτας (1931-1945)» (εκδ. Πέτρα, 2004), είναι αυθεντικές μαρτυρίες. Παραθέτουμε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του.
Τα σύγνεφα του επερχόμενου παγκόσμιου πολέμου ήταν τώρα ορατά και στην Ελλάδα, ο Ιταλικός φασισμός χτύπησε απροειδοποίητα το φθινόπωρο 1935 και κατέλαβε την ειρηνική Αβησσυνία και τη μετέβαλε σε αποικία της, ο Γερμανικός ναζισμός προσάρτησε την Αυστρία, κονιορτοποίησε, μετά την επαίσχυντη συμφωνία του Μονάχου το 1938, την Τσεχοσλοβακία, την Ισπανία, την Πολωνία και κηρύχτηκε στη συνέχεια, την 1-9-1939, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος. Η φασιστική Ιταλία την άνοιξη του 1939 κατέλαβε τη μικρή γειτονική μας χώρα, την Αλβανία, και τη μετέβαλε σε Ιταλική αποικία και πολεμικό οχυρό και άρχισε να κατασκευάζει στρατιωτικούς δρόμους, αεροδρόμια και πολεμικές εγκαταστάσεις και ν’ αποβιβάζει στρατεύματα σ’ αυτή. Όλα τα πιο πάνω γίνονταν με κατεύθυνση τα σύνορα προς την Ελλάδα.
Για προληπτικούς λόγους έγινε τοπική επιστράτευση στην Ήπειρο στις 25-8-1939 αρκετών ηλικιών και ενισχύθηκε η φύλαξη των συνόρων προς την Αλβανία, από ενδεχόμενη Ιταλική εισβολή, αλλά προς αποφυγή παρεξηγήσεων και για να μη δοθεί αφορμή στους Ιταλούς για επέμβαση έγινε αποστράτευση μετά δύο μήνες και επανήλθαν οι έφεδροι στα σπίτια τους. Με την επελθούσα κατάρρευση της Γαλλίας, το καλοκαίρι 1940, άρχισε την ίδια περίοδο να κινείται επιθετικά και η φασιστική Ιταλία με στόχο την Ελλάδα.
Τον 15Αύγουστο του ’40 Ιταλικό υποβρύχιο τορπίλισε το πολεμικό πλοίο «ΕΛΛΗ», στην Τήνο, και στη συνέχεια τα χαράματα της 28 Οκτώβρη 1940 επιτέθηκε απροειδοποίητα κατά της Ελλάδας και από την πλευρά των Ελληνοαλβανικών συνόρων. Εισέβαλαν στο ελληνικό έδαφος, με μεγάλες δυνάμεις οι Ιταλοί στην ξηρά, στον αέρα και στη θάλασσα και πολεμούσαν με τις ελληνικές δυνάμεις που υπερασπίζονταν το πάτριο έδαφος. Η VIII Μεραρχία δέχτηκε ανελέητα χτυπήματα, αλλά συγκράτησε τα προελαύνοντα με δυσκολία Ιταλικά στρατεύματα στην οχυρωμένη περιοχή Καλπακίου-Βελλάς, 30 χιλιόμετρα προς βορρά των Ιωαννίνων. Πανικόβλητη η βασιλομεταξική κυβέρνηση μαζί και με τον αρχιστράτηγο Αλ. Παπάγο, έδωκε Διαταγή στο Διοικητή της VIII Μεραρχίας στρατηγό Κατσιμήτρο να συμπτυχθούν οι μαχόμενες δυνάμεις της Μεραρχίας και να καταλάβουν την αριστερή όχθη του ποταμού Αράχθου, αλλά προς τιμή του στρατηγού και του επιτελείου του που απάντησαν στην ηττοπαθή και πανικόβλητη αυτή διαταγή με το «οι Ηπειρώτες μαχητές πολεμούν υπέρ βωμών και εστιών και δεν είναι διατεθειμένοι να εγκαταλείψουν τις οικογένειες, τα σπίτια και τα υπάρχοντά των», είχε ως αποτέλεσμα την αναστολή της αψυχολόγητης αυτής Διαταγής του Ελληνικού Γενικού Επιτελείου. Επί 4-5 μέρες πολέμησαν σκληρότατα οι αγωνιζόμενες Ελληνικές Δυνάμεις, συγκράτησαν τους Ιταλούς, τους προξένησαν σοβαρότατες ζημιές σε νεκρούς, αιχμαλώτους και πολεμικά λάφυρα. Μετά δε επακολούθησε γενική αντεπίθεση επί ολόκληρου του πολεμικού μετώπου, με αποτέλεσμα να ανατραπούν τα Ιταλικά στρατεύματα, να γυρίσουν τα νώτα τους και να καταδιώκονται από τα προελαύνοντα ελληνικά στρατεύματα και μετά παρέλευση έξι μηνών πολέμου η γραμμή του Μετώπου ν’ αρχίζει από τα Ακροκεραύνια, Τεπελένι-Τρεμπεσίνα-Σεντέλι-Τρία Αυγά-Οχρίδα λίμνη.
Ο Ιταλικός φασισμός, με τις 8.000.000 λόγχες, όπως διακήρυσσε ο φανφαρόνος Μουσολίνι, είχε ηττηθεί στα Αλβανικά βουνά από τα ελληνικά όπλα και η ψευτοθεωρία του περί του αήττητου του φασιστικού στρατού του, που διατυμπάνιζε σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης, με τα μέσα της προπαγάνδας του, διαγράφτηκε παντοτινά από τους χάρτες, από τη λόγχη του Έλληνα φαντάρου και την ανδρειοσύνη του ελληνικού λαού- αλλά στάθηκε τυχερός ο Μουσολίνι και ο φασισμός του, γιατί τους έσωσε τελευταία στιγμή από την ολοσχερή κατάρρευσή τους η επέμβαση των χιτλερικών στρατιών τον Απρίλη 1941 με το κτύπημα των ελληνικών οχυρών και την είσοδο αυτών στο ελληνικό έδαφος, μέσω Δοϊράνης, μετά την κατάρρευση της Γιουγκοσλαβίας και την επακολουθήσασα συνθηκολόγηση με τους Γερμανούς, με την υπογραφή της σχετικής συμφωνίας, από τους επίορκους και προδότες στρατηγούς Τσολάκογλου, Μπάκο, Δεμέστιχα κ.λπ. και το μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα.
Με τη συμφωνία της συνθηκολόγησης, τα ελληνικά στρατεύματα ήταν υποχρεωμένα να παραδώσουν τον οπλισμό τους σε ορισμένους χώρους που τους όριζε η συνθήκη και μετά την παράδοσή του, άοπλοι οι φαντάροι μετακινούνταν με ό,τι μέσο εύρισκαν για τις εστίες τους. Υπηρετούσα τότε ως διμοιρίτης στο 11ο Σύνταγμα Πεζικού στο κεντρικό μέτωπο και η Μεραρχία μου παρέδωσε τον οπλισμό της στο Καστράκι-Ιωαννίνων και μετά πεζή και σε φάλαγγα κατ’ άνδρα κατέβαιναν οι φαντάροι το δημόσιο δρόμο Γιαννίνων-Άρτας-Αντιρρίου, γιατί έπρεπε ο δρόμος να είναι πάντοτε ελεύθερος, καθ’ όσον ταυτόχρονα κατέβαιναν με μεγάλη ταχύτητα και οι μηχανοκίνητες Γερμανικές μονάδες για να προλάβουν να φράξουν το δρόμο στους υποχωρούντες προς την Πελοπόννησο Αγγλοαυστραλούς. Στην κάθοδό τους αυτή τα βλέμματα των Γερμανών ήταν διαρκώς σχεδόν στραμμένα προς τους πεζοπορούντες Έλληνες φαντάρους, τους ταλαιπωρημένους και άυπνους επί μέρες ολόκληρες και τους ατένιζαν με θαυμασμό, θεωρούντες αυτούς γενναίους πολεμιστές που έδωσαν τα πάντα για την ελευθερία, την ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα της φίλτατης πατρίδας τους, και όχι ως αιχμαλώτους.
Ως Αρτινός, παρέμεινα στην πόλη και δεν ακολούθησα τη Μεραρχία μου. Η μικρή πόλη της Άρτας είχε βομβαρδιστεί ανελέητα από τα Γερμανικά αεροπλάνα το Μέγα Σάββατο και τη μέρα του Πάσχα (19 και 20 Απρίλη 1941), που έριχναν τις βόμβες τους αδιάκριτα, με αποτέλεσμα να είναι πάνω από 400 οι νεκροί και αρκετές εκατοντάδες οι τραυματίες από τον άμαχο πληθυσμό της πόλης και των χωριών, που είχαν έλθει στην πόλη για ψώνια, λόγω του Πάσχα, και έπεσαν θύματα των απρόσμενων βομβαρδισμών. Πολλές οικοδομές κατέρρευσαν και από τις επακολουθήσασες πυρκαγιές προξενήθηκαν ανυπολόγιστες ζημιές. Έντρομοι οι κάτοικοι από τους μεγάλους βομβαρδισμούς εγκατέλειψαν την πολιτεία και τα υπάρχοντά τους και κατέφυγαν στους γύρω συνοικισμούς για να σωθούν. Έγιναν και μικρολεηλασίες σε κατεστραμμένα καταστήματα και αποθήκες με εφόδια του Στρατού, από μερικούς επιτήδειους, που κάνουν συνήθως την εμφάνισή τους, σε τέτοιες συμφορές. Χρειάσθηκαν αρκετές μέρες για να καθαρίσει κάπως η πόλη και να ενταφιασθούν τα πτώματα των σκοτωμένων. Η ολοκληρωτική, σχεδόν, καταστροφή της ανυπεράσπιστης πόλης, συντάραξε και συγκίνησε την οικουμένη, που καταριόταν τους βάρβαρους και αδίστακτους ναζίδες καταχτητές. Ο πρωθυπουργός της Αγγλίας Τσώρτσιλ από του βήματος του Αγγλικού Κοινοβουλίου, παρομοίασε την καταστροφή της Άρτας, από τους βομβαρδισμούς, με την καταστροφή της Γκουέρνικα της Ισπανίας.
Ο Γιαννάκος Μαστρογιάννης ήταν παρών στην τελευταία πολιτική ομιλία του Άρη Βελουχιώτη στους Μελισσουργούς Άρτας, τον Μάη του 1945. Στο βιβλίο του μας δίνει μια σημαντική προσωπική μαρτυρία για όσα είπε ο πρωτοκαπετάνιος του ΕΛΑΣ, λίγο πριν από το θάνατό του.
Το 1947 επιστρατεύτηκε και τον οδήγησαν στο στρατόπεδο της Μακρονήσου. Αρνούμενος να υπογράψει δήλωση βασανίστηκε και οδηγήθηκε στον «κλωβό αμετανόητων – σύρμα». Από ανθυπολοχαγό τον έκαναν απλό στρατιώτη.
Το 1950 εξορίστηκε στον Αη Στράτη. Το 1952 ως αδειούχος εξόριστος εγκαταστάθηκε στην Άρτα, όπου εργάστηκε ως δικηγόρος. Το 1965 κατήλθε υποψήφιος Δήμαρχος Άρτας. Η δικτατορία του 1967 τον εξόρισε στα Γιούρα.
Μετά τη μεταπολίτευση ο Γιαννάκος Μαστρογιάννης εκλέχτηκε δυο φορές Δημοτικός Σύμβουλος Άρτας. Το 1977 ήταν υποψήφιος βουλευτής Άρτας του ΚΚΕ. Διετέλεσε μέλος της Διοικούσας Επιτροπής του Παραρτήματος Άρτας της Πανελλήνιας Επιτροπής Αγωνιστών Εθνικής Αντίστασης (ΠΕΑΕΑ). Έφυγε από τη ζωή στις 10 του Οκτώβρη 1995.