Οι “ταραχές του Μάρτη” στο Βερολίνο 1919 – Η άγνωστη σφαγή 1200 απεργών από τη γερμανική σοσιαλδημοκρατία

Λίγο καιρό μετά την αιματηρή κατάπνιξη της εξέγερσης των Σπαρτακιστών, η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση της Γερμανίας έδωσε για άλλη μια φορά τα διαπιστευτήριά της στην αστική τάξη, δολοφονώντας μαζικά απεργούς που διεκδικούσαν κατάργηση των παραστρατιωτικών σωμάτων και κοινωνικοποίηση των μεγάλων επιχειρήσεων.

Είναι Μάρτης του 1919 στη Γερμανία, η επανάσταση των Σπαρτακιστών έχει τσακιστεί, οι ηγέτες του ΚΚΓ Ρόζα Λούξεμπουργκ και Καρλ Λίμπκνεχτ έχουν δολοφονηθεί. Οι πρωτοπόροι εργάτες όμως «δεν παραδέχτηκαν την ήττα» και συνέχιζαν τους αγώνες. Από τα μέσα Φλεβάρη, μεγάλα τμήματα βιομηχανικών περιοχών, όπως στην Άνω Σιλεσία, την Κεντρική Γερμανία και τη Ρηνανία – Βεστφαλία βρίσκονται σε διαρκείς κινητοποιήσεις πολιτικών απεργειών. Από τις 3 Μάρτη μπαίνει στο χορό και το Βερολίνο. Οι εργάτες παλεύουν για την εξουσία των συμβουλίων τους και την κοινωνικοποίηση των μεγάλων επιχειρήσεων, οι αστοί ζητούν επίμονα την αποκατάσταση της «τάξης», με τη συνδρομή του κυβερνώντος Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, που ήδη έχει βουτήξει επανειλημμένα τα χέρια της στο αίμα εργατών. Το κύρος του ανάμεσα στο προλεταριάτο βρίσκεται στον ναδίρ. Η κυβέρνηση της Βαϊμάρης, μιας μικής πόλης καλά προστατευμένης από τα Φράικορπς του στρατηγού Μέρκερ, ντεφάκτο όμως ήταν αποκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμος εξαιτίας των απεργιών στην Κεντρική Γερμανία. Η δυσαρέσκεια ήταν τόσο μεγάλη, που επεκτάθηκε και στο «Κεντρικό Συμβούλιο της Γερμανικής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας», το οποίο στην πραγματικότητα αποτελούνταν μόνο από μέλη πιστά στο SPD. Μετά την ανακήρυξη του καγκελάριου Έμπερτ σε πρόεδρο της χώρας από την Εθνοσυνέλευση και το σχηματισμό συγκυβέρνησης σοσιαλδημοκρατών και αστικών κομμάτων υπό το Φίλιπ Σάιντεμαν, τα μέλη του συμβουλίου αμφισβητούσαν το δικαίωμα των Έμπερτ και Σάιντεμαν «να λέγονται σοσιαλιστές», χαρακτηρίζοντάς τους «εντελώς εθνικοφιλελεύθερους».

Την 1η Μάρτη το συμβούλιο αυτό αναγκάστηκε να συγκαλέσει το δεύτερο εθνικό συνέδριο συμβουλίων, κατόπιν πίεσης του Συμβουλίου Εργατών και Στρατιωτών του Βερολίνου. Ο ηγέτης του, Ρίχαρν Μίλερ είχε επισημάνει πως ολόκληρη η Γερμανία βρίσκεται «σε επαναστατικό αναβρασμό», την ώρα που η κυβέρνηση αρνούνταν με οποιοδήποτε τρόπο να αναγνωρίσει την ύπαρξη αυτών των συμβουλίων. Προϋπόθεση για τη λήξη της απεργίας, πρόσθετε ο Μίλερ, ήταν να «δημιουργηθεί ένα σύστημα σοσιαλιστικών συμβουλίων». Στο τέλος του συνεδρίου εμφανίστηκε μια αντιπροσωπεία του εργοστασίου της AEG στο Χένιγκσντορφ, ζητώντας την κήρυξη γενικής απεργίας με αίτημα την αναγνώριση των συμβουλίων και την κοινωνικοποίηση των μεγάλων επιχειρήσεων. Ο Μίλερ, που έπαιξε πολλές φορές περίεργο ρόλο εκείνες τις μέρες, δήλωσε πως δεν υπήρχε πια χρόνος για κάτι τέτοιο, γιατί ο χώρος έπρεπε να αδειάσει λόγο προγραμματισμένης δεξίωσης(!). Στο νέο συμβούλιο πληρεξουσιών που εξελέγη, οι Σοσιαλδημοκράτες έλαβαν από έξι έδρες, όπως και οι Ανεξάρτητοι Σοσιαλδημοκράτες (USPD), που είχαν διασπαστεί από την πλειοψηφία το 1917 λόγω των αντιπολεμικών τους θέσεων, ενώ οι κομμουνιστές κατέλαβαν δύο έδρες.

Η κυβέρνηση εξήγγειλε κοινωνικοποιήσεις στους κλάδους της ενέργειας και των ορυχείων για να κερδίσει χρόνο σε βάρος των εργατών, προειδοποιώντας πως «άτακτες κοινωνικοποιήσεις θα πατάσσονταν αδίστακτα». Το όργανο του SPD Vorwärts πανηγύριζε μάλιστα πως «σύντομα θα καταργούνταν η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο». Παράλληλα οι πόλεις με τους «ανήσυχους» εργάτες γέμισαν αφίσες με συνθήματα όπως «Αυτό είναι σοσιαλισμός» και «Η κοινωνικοποίηση έφτασε». Ένα τμήμα ταλαντευόμενων υποστηρικτών του SPD φάνηκε να πείθεται από αυτές τις ψευδεπίγραφες εξαγγελίες, που έρχονταν σε πλήρη αντίθεση με επίσημες δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών πριν λίγους μήνες, που διακήρυσσαν πως η «κοινωνικοποίηση είναι λάθος» και αυτό που επιδιώκεται είναι απλώς ο «κρατικός έλεγχος» της δραστηριότητας των μεγάλων εταιρειών.

Παράλληλα, ο υπουργός άμυνας Γκούσταβ Νόσκε ετοίμαζε σιωπηρά και μεθοδικά τη στρατιωτική καταστολή της αναμενόμενης γενικής απεργία στο Βερολίνο, κινητοποιώντας εκτεταμένες μονάδες του στρατού. Στις αρχές Μάρτη του 1919 32.000 άντρες ήταν έτοιμοι για άμεση εισβολή στην πόλη. Παράλληλα, στις 28 Φλεβάρη ο διοικητής της πόλης Άλμπερτ Κλαβούντε απαγόρευσε όλες τις υπαίθριες συναθροίσεις στο Βερολίνο. Ως τις 3 Μάρτη ωστόσο, ήδη μια σειρά μεγάλων εταιρειών βρίσκονταν σε απεργία, χωρίς να έχει ληφθεί ακόμα κεντρική απόφαση. Εκείνο το πρωί, η «Κόκκινη Σημαία», όργανο του ΚΚΓ, εμφανίστηκε με πρωτοσέλιδο που καλούσε σε γενική απεργία με σύνθημα «Κάτω οι Έμπερτ – Σάιντεμαν – Νόσκε, οι δολοφόνοι, οι προδότες! Κάτω η Εθνοσυνέλευση! Όλη η εξουσία στα εργατικά συμβούλια!». Από την άλλη η εφημερίδα προειδοποιούσε τους εργάτες να μην ακολουθήσουν όσους καλούσαν εδώ και τώρα σε ένοπλη εξέγερση. Την ίδια μέρα το όργανο του SPD προσπαθούσε να καθησυχάσει τα πνεύματα, υποστηρίζοντας πως τα αιτήματα των εργατών θα ικανοποιούνταν και δεν υπήρχε λόγος απεργίας, ενώ οι Ανεξάρτητοι Σοσιαλιστές που εκείνες τις μέρες είχαν συνέδριο, τήρησαν στάση θεατή, διακηρύσσοντας μεν τη «θερμή τους συμπάθεια» προς τους απεργούς, αρνούμενοι όμως να συμμετάσχουν οργανωτικά στην απεργία ή να καλέσουν σε επέκτασή της σε όλη τη Γερμανία.

Τελικά το Συμβούλιο των πληρεξουσίων αποφάσισε την ίδια μέρα να προκηρυχθεί η απεργία, έντονη όμως ήταν η προσπάθεια των σοσιαλδημοκρατών συνδικαλιστών να αναλάβουν την ηγεσία της. Με διάφορες μεθοδεύσεις τα κατάφεραν, ωθώντας τους κομμουνιστές σε αποχώρηση από το Συμβούλιο και σχηματισμό μιας δικής τους απεργιακής επιτροπής. Το ίδιο βράδυ πραγματοποιήθηκε επίθεση στον εκδοτικό του οίκο και το τυπογραφείο της εφημερίδας του με χειροβομβίδες. Παραστρατιωτικά σώματα εξαπέλυσαν ανθρωποκυνηγητό κατά των κομμουνιστών, με αποτέλεσμα να πέσει στα χέρια τους στις 10 Μάρτη ο ηγέτης του ΚΚΓ της εργατικής συνοικίας Νοϊκέλν, ο Λέο Γιόγκιχες, παλιός σύντροφος της Ρόζας, και να δολοφονηθεί την ίδια μέρα.

Παράλληλα οι διαθέσεις των εργατών ριζοσπαστικοποιούνταν, ενώ στην απεργία άρχισαν να συμμετέχουν και μικροεπιχειρήσεις, όπως και εργαζόμενοι στις συγκοινωνίες και στα τυπογραφεία, εμποδίζοντας την κυκλοφορία των αστικών εφημερίδων. Ένα εκατομμύριο εργαζόμενοι συμμετείχαν σε αυτή τη μεγαλειώδη απεργία, η οποία ωστόσο υπονομεύτηκε τόσο από τους σοσιαλδημοκράτες της πλειοψηφίας, όσο και από το USPD.

Στο μεταξύ η κυβέρνηση από τις 3 Μάρτη είχε κηρύξει το Βερολίνο σε κατάσταση πολιορκίας, ψάχνοντας μια αφορμή για επέμβαση του στρατού. Αυτή δόθηκε με τα επεισόδια στην πλατεία Αλεξάντερπλατς το απόγευμα της ίδιας μέρας, ενώ είναι άγνωστο πόσα από αυτά οφείλονταν σε γνήσια οργή των εργατών και πόσα σε προβοκάτσιες.

Παρά την απαγόρευση των διαδηλώσεων, χιλιάδες άνθρωποι είχαν κατακλύσει την κεντρική αυτή πλατεία της πόλης και τους δρόμους στα πέριξ. Σύντομα ξεκίνησαν συγκρούσεις με την αστυνομία με νεκρούς κι από τις δυο πλευρές. Τη νύχτα έγιναν πολλές, συντονισμένες προφανώς επιθέσεις σε αστυνομικά τμήματα, 32 τον αριθμό. Η κυβέρνηση εξέλαβε τις επιθέσεις, που ακόμα και το USPD χαρακτήρισε προβοκάτσιες, ως πρόσχημα για να μιλήσει για απόπειρα εξέγερσης των σπαρτακιστών και να δημοσιοποιήσει την επιβολή κατάστασης πολιορκίας. Η προσπάθεια να ενοχοποιηθεί «Η Κόκκινη Ένωση Στρατιωτών», που συνδεόταν με το ΚΚΓ, για τις επιθέσεις στους αστυνομικούς έπεσε στο κενό, αφού στη δίκη που πραγματοποιήθηκε τον Ιούλη του 1919 και οι 90 κατηγορούμενοι αθωώθηκαν.

Στις 4 Μάρτη οι διαδηλώσεις συνεχίστηκανμ παρουσία ισχυρών δυνάμεων του στρατού. Σε μια ανακοίνωσή του, το ΚΚΓ προσπαθούσε να προλάβει τις προβοκάτσιες: «Μην μπαίνετε σε άσκοπες ανταλλαγές πυροβολισμών, για τις οποίες αδημονεί ο Νόσκε, για να χύσει νέο αίμα. Μείνετε μαζί στους χώρους εργασίας, για να είστε ικανοί για δράση ανά πάσα στιγμή!»

Όταν στρατιώτες από την Αλεξάντερπλατς άρχισαν να πυροβολούν στο πλήθος, απάντησαν ένοπλοι από τα παρακείμενα σπίτια και στο τέλος της μέρας υπήρξαν 13 νεκροί. Το ίδιο βράδυ ένα φράικορπς που βρήκε φιλοξενία ανατολικά του Βερολίνου σε ιδιοκτησία του μεγιστάνα Βίλχελμ φον Ζίμενς, προχώρησε προς το κέντρο της πόλης και κατέλαβε κτίρια της αστυνομίας και ένα τεχνικό λύκειο, οδηγώντας σε πλήρη εκτράχυνση των συγκρούσεων. Οι άντρες του πρώην «ΛαΪκού Ναυτικού» έλαβαν εντολή να εκκενώσουν την πλατεία και τότε πέρασαν με το μέρος των εργατών, παραδίδοντάς τους τα όπλα και προσπαθώντας να καταλάβουν αποτυχημένα και με πολλούς νεκρούς το αρχηγείο της αστυνομίας. Ναύτες και εργάτες έστησαν οδοφράγματα, χωρίς να υπάρχει κάποιο σχέδιο. Στα οδοφράγματα βρίσκονταν κομμουνιστές και μέλη του USPD, αναρχικοί κι αναρχοσυνδικαλιστές, ακόμα και μέλη του κυβερνώντος κόμματος στον κοινό αγώνα κατά των μιλιταριστών.

Η εντολή ο στρατός να μην παίρνει αιχμαλώτους, αλλά να σκοτώνει επιτόπου κάθε ένοπλο που θα συλλάμβανε, δόθηκε στις 9 Μάρτη, μετά την ψευδή είδηση πως 60 αστυνομικοί είχαν δολοφονηθεί από Σπαρτακιστές. Ήδη επί μέρες διαδίδονταν από το σοσιαλδημοκρατικό και αστικό τύπο  κατασκευασμένα νέα για εκατοντάδες νεκρούς αστυνομικούς. Μεταξύ 9 και 16 Μάρτη οι άντρες του Νόσκε εγκατέστησαν ένα απερίγραπτο καθεστώς τρόμου. 1200 ήταν μόνο οι επίσημοι καταγεγραμμένοι νεκροί, ενώ πολλά πτώματα που δεν ταυτοποιήθηκαν απλά πετάχτηκαν στο ποτάμι της πόλης. Στις όχθες του Σπρεε ξεβράζονταν για βδομάδες πτώματα εργατών. Πολλά από τα θύματα ήταν γυναίκες, παιδιά, αλλά και ηλικιωμένοι, που κατηγορούνταν όχι για άμεση συμμετοχή στις συγκρούσεις, αλλά απλώς για το ότι συμμετείχαν σε εργατικά κόμματα ή για «ύποπτη συμπεριφορά», ενώ κάποιες δολοφονίες ήταν έργο καταδοτών.

Στις 13 Μάρτη, όταν κορυφωνόταν το κύμα τρομοκρατίας στις εργατογειτονιές της πρωτεύουσας, ο Νόσκε δήλωσε στην Εθνοσυνέλευση πως έκανε το καθήκον του και πως «δε φοβόταν την ετυμηγορία του έθνους». Η κατάσταση πολιορκίας διατηρήθηκε για μήνες ακόμα, ως τα τέλη του 1919, ενώ μια εξεταστική επιτροπή που ιδρύθηκε εντελώς προσχηματικά για να εξετάσει τις «ταραχές» του Μαρτίου, διαλύθηκε στις αρχές του 1920 χωρίς να συντάξει καν πόρισμα.

Με στοιχεία από το άρθρο του Leo Schwarz, “Rueckkehr zur Ordnung.

Facebook Twitter Google+ Εκτύπωση Στείλτε σε φίλο

Κάντε ένα σχόλιο: