“Ούτε οι γιατροί, ούτε καμιά ανθρώπινη τέχνη μπορούσε να βοηθήσει” – Ο λοιμός των Αθηνών
Η ταυτότητα της επιδημίας αποτελεί μέχρι και σήμερα ένα αρχαιολογικό αίνιγμα, αφού ούτε ένα, ούτε δύο, αλλά τριάντα πιθανά παθογόνα έχουν προταθεί για να εξηγήσουν τη φύση της ασθένειας.
“Αμέσως μετά την αρχή του επόμενου καλοκαιριού, οι Πελοποννήσιοι και οι υπόλοιποι σύμμαχοι, με τα δύο τρίτα των δυνάμεών τους, όπως και την πρώτη φορά, υπό την αρχηγία του βασιλιά των Λακεδαιμονίων Αρχίδαμου, γιου του Ζευξιδάμου, εισέβαλαν στην Αττική, όπου αφού στρατοπέδευσαν άρχισαν να λεηλατούν την περιοχή. Και πριν περάσουν πολλές μέρες από την εισβολή, παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα ένας λοιμός, ο οποίος λέγεται ότι είχε ενσκήψει και σε πολλά άλλα μέρη νωρίτερα, και στη Λήμνο και σε άλλες περιοχές, αλλά πουθενά δεν αναφέρθηκε λοιμώδης ασθένεια τέτοιας έκτασης, ούτε τόσο πολλοί θάνατοι ανθρώπων. Γιατί ούτε οι γιατροί, οι οποίοι, μην ξέροντας τη φύση της ασθένειας, επιχειρούσαν πρώτη φορά να την θεραπεύσουν, αλλά πέθαιναν περισσότερο ο ίδιοι, αφού έρχονταν περισσότερο σε επαφή μαζί της, ούτε καμία άλλη ανθρώπινη τέχνη μπορούσε να βοηθήσει. Σε ό,τι αφορά εξάλλου τις παρακλήσεις στους θεούς και τις επικλήσεις στα μαντεία και άλλα τέτοια παρόμοια, όλα ήταν ανώφελα και τελικά οι άνθρωποι, τσακισμένοι από το κακό, τα παράτησαν.”
Κάπως έτσι περιγράφει με το γνώριμο “στεγνό” και ακριβές του ύφος ο Θουκυδίδης την αρχή του λοιμού στην Αθήνα, που μόλυνε και τον ίδιο, επιτρέποντάς του όμως να αναρρώσει και να παραδώσει στην ανθρωπότητα το “κτήμα εσαεί” όπως χαρακτήριζε της “Ιστορίες” του, την καταγραφή δηλαδή του Πελοποννησιακού Πολέμου από τα “προεόρτιά” του ως και το 411π.Χ, λίγα χρόνια πριν τη λήξη του υπέρ των Σπαρτιατών. Ο ίδιος ο λοιμός δεν ήταν παρά μια παράπλευρη συνέπεια αυτής της θανάσιμης για τον κλασικό κόσμο σύγκρουσης των “αιώνιων αντιπάλων”, αφού ξέσπασε το 430 π.Χ, ένα χρόνο μετά την έναρξη των εχθροπραξιών, ακριβώς με τον τρόπο που περιγράφεται παραπάνω από τον ιστορικό. Τα στρατόπεδα και οι πολεμικές συρράξεις θα απέβαιναν εξάλλου και άλλες φορές μοιραίοι καταλύτες πανδημιών στην ιστορία, από το “Μαύρο θάνατο” ως και την ισπανική γρίπη, που εξαπλώθηκε ταχύτατα μεταξύ των στρατιωτών, οι οποίοι στη συνέχεια μετέφεραν τον ιό επιστρέφοντας από τα θέατρα του Α’ Παγκοσμίου πολέμου που τελείωνε. To αξιοπερίεργο στο λοιμό των Αθηνών είναι ωστόσο ότι οι ίδιοι οι Σπαρτιάτες δε φαίνεται να εκδήλωναν συμπτώματα της νόσου, που περιλάμβαναν μεταξύ άλλων υψηλό πυρετό, ρίγη, διάρροια, μυαλγίες και σε βαρύτερες περιπτώσεις αιμορραγίες και παραισθήσεις. Ο Θουκυδίδης περιγράφει πως από τον πυρετό πολλοί άρρωστοι δεν άντεχαν ούτε ρούχο πάνω τους και προτιμούσαν να παραμένουν βυθισμένοι στο νερό. Η ασίγαστη δίψα και η αϋπνία βασάνιζαν επίσης τους ασθενείς, που σε πιο προχωρημένα στάδια της νόσου πάθαιναν παραμορφώσεις στα γεννητικά τους όργανα, και τα δάχτυλα χεριών και ποδιών. Τα πτώματα φαίνεται να ήταν μολυσματικά ακόμα και για τα όρνεα και άλλα ζώα, που είτε τα αποστρέφονταν, είτε πέθαιναν καταναλώνοντάς τα.
Τρόπος θεραπείας δεν υπήρχε, ωστόσο όσοι επιζούσαν αποκτούσαν ανοσία, φροντίζοντας για άλλους ασθενείς, που κατά τα άλλα έμεναν συχνά στην τύχη τους λόγω της υψηλής μεταδοτικότητας. Η ασθένεια επέστρεψε άλλες δυο φορές, το 429 π.Χ και ξανά το χειμώνα του 427/26 π.Χ στοιχίζοντας τη ζωή χιλιάδων κατοίκων, κατά κάποιους υπολογισμούς το 1/3 ή 1/4 του πληθυσμού της πόλης, με διασημότερο θύμα φυσικά τον ηγέτη της Αθήνας Περικλή. Η αρρώστεια, που φαίνεται να είχε ως πύλη εισόδου της τον Πειραιά, τότε όπως και τώρα το μεγαλύτερο εμπορικό λιμάνι του ελλαδικού χώρου, και προέλευση την υποσαχάρια Αφρική, εξαπλώθηκε και σε άλλες περιοχές της Μεσογείου ως τη Ρώμη, χωρίς πουθενά να προκαλέσει τις ίδιες τραγικές συνέπειες όπως στην Αθήνα. Αρχικά μάλιστα, οι Αθηναίοι πίστεψαν πως οι Σπαρτιάτες δηλητηρίασαν τα πηγάδια τους, αντίδραση που θυμίζει αρκετά εκείνες πολλών Ευρωπαίων το 1348, όταν έσπευσαν να φορτώσουν αντίστοιχες κατηγορίες για το ξέσπασμα της πανώλης στις εβραϊκές κοινότητες.
Χωρίς το Θουκυδίδη θα ήταν αμφίβολο αν θα υπήρχε καταγραφή του συμβάντος, αφού αποτελεί τη μοναδική σωζόμενη πηγή του γεγονότος που αναφέρεται στο λοιμό. H πρώτη αρχαιολογική επιβεβαίωση της επιδημίας ήρθε μόλις το 1995, όταν ανασκαφή στον Κεραμεικό έφερε στο φως έναν μαζικό τάφο, πρόχειρα και βιαστικά φτιαγμένο, με λιγοστά κτερίσματα σε μορφή αγγείων, των οποίων η χρονολόγηση μαζί με τη γενικότερη εικόνα του τάφου παρέπεμπε στα χρόνια του λοιμού.
Η ταυτότητα της επιδημίας αποτελεί μέχρι και σήμερα ένα αρχαιολογικό αίνιγμα, αφού ούτε ένα, ούτε δύο, αλλά τριάντα πιθανά παθογόνα έχουν προταθεί για να εξηγήσουν τη φύση της ασθένειας. Πριν λίγα χρόνια, το 2005, επιστημονική ομάδα του πανεπιστημίου Αθηνών υπό τον δρ. Μανώλη Παπαγρηγοράκη, εξέτασε τον πολφό, δηλαδή τον εσωτερικό ιστό δοντιών από την ανασκαφή του Κεραμεικού, διαπιστώνοντας την ύπαρξη του βακτηρίου Salmonella enterica, που προκαλεί τυφοειδή πυρετό. Η ανακάλυψη αυτή γνώρισε μεγάλη δημοσιότητα, χωρίς ωστόσο να συναντήσει πλήρη αποδοχή μεταξύ των ειδικών και η διαμάχη συνεχίζεται ως σήμερα, περιλαμβάνοντας ιδέες που ξεκινούν από τον τύφο, την ιλαρά και τη νόσο του άνθρακα, ως και τον ιό του έμπολα, λόγω της ομοιότητας κάποιων συμπτωμάτων και της φερόμενης προέλευσης του λοιμού από την Αφρική. Δε λείπουν και οι ερευνητές που κατηγορούν για αναξιοπιστία των Θουκυδίδη, χωρίς ιδιαίτερη τεκμηρίωση ωστόσο, αλλά κι εκείνοι που θεωρούν ότι εφόσον το σύνολο των συμπτωμάτων δεν αντιστοιχεί σε καμία γνωστή σήμερα ασθένεια, ίσως ο λοιμός να προήλθε από συνδυασμό παραγόντων ή απλά το υπεύθυνο παθογόνο να μεταλλάχθηκε στα σχεδόν 2500 χιλιάδες χρόνια που ακολούθησαν σε μια πιο οικεία σε μας μορφή.
Οι κοινωνικές συνέπειες τις πανδημίας είναι αρκετά δύσκολο να αποτιμηθούν. Ο άμεσος αντίκτυπος στη συμπεριφορά των ανθρώπων θυμίζει εκείνων αντίστοιχα και περισσότερο θανατηφόρων επιδημιών σε άλλες εποχές, δηλαδή έναν συνδυασμό απόγνωσης, κυνισμού, δεισιδαιμονίας και ηδονισμού. Ήδη έγινε λόγος για την εγκατάλειψη άρρωστων συγγενών, αλλά και την προχειρότητα των ταφών, σε αντίθεση με τα πατροπαράδοτα έθιμα φροντίδας των νεκρών. O Θουκυδίδης αναφέρει ότι η ευσέβεια προς τους θεούς ατόνησε, χέρι – χέρι ωστόσο με την πρόληψη ότι ο θεός Απόλλωνας είχε ταχθεί στο πλευρό της Σπάρτης. Ο ιστορικός συνδέει τη χαλάρωση των θρησκευτικών ηθών με μια γενικότερη τάση ανυπακοής στους νόμους, χωρίς να μπορεί να διαπιστωθεί πόσο αντανακλά αυτή η διαπίστωση πραγματική εκτράχυνση των Αθηναίων ή είναι σύμπτωμα “ηθικού πανικού”, γνώριμου σε αντίστοιχες περιόδους κρίσης. Ο λοιμός δε φαίνεται να προκάλεσε μακροπρόθεσμες κοινωνικοοικονομικές ανακατάταξεις αντίστοιχες με εκείνες του Μαύρου Θανάτου το Μεσαίωνα για παράδειγμα, παρά μόνο να άλλαξε απροσδόκητα την τύχη μεμονωμένων φτωχών Αθηναίων, που κληρονόμησαν πλουσιότερους συγγενείς τους που χάνονταν από το λοιμό. Ενδέχεται ωστόσο να είχε μόνιμη επίπτωση στη θέση των μετοίκων, που είδαν να στενεύουν ακόμα περισσότερο τα περιθώρια ανάδειξής τους στο ήδη κλειστό κλαμπ των Αθηναίων πολιτών για τον επόμενο αιώνα. Όσο για τις συνέπειες του λιμού στον Πελοποννησιακό πόλεμο, είναι δύσκολο να καθοριστούν με ακρίβεια. Δημογραφικά το πλήγμα υπήρξε σίγουρα μεγάλο και η εσωστρέφεια που προκάλεσε η επιδημία δεν μπορούσε παρά να επιδράσει στην πολεμική ικανότητα των Αθηναίων. Δεν είναι τυχαίο ότι η επόμενη σημαντική επιθετική πρωτοβουλία της πόλης έρχεται μόλις το 415 π.Χ., έντεκα χρόνια μετά τον τελευταίο επιδημικό κύκλο του λιμού, και δεν ήταν άλλη από την καταστροφική Σικελική εκστρατεία. H τελική ήττα ωστόσο ήρθε το 404 π.Χ., με τη ναυμαχία στους Αιγός ποταμούς, οπότε έμμεσα και σε περιορισμένο βαθμό μόνο επηρέασε αυτή την έκβαση ο λοιμός που είχε προηγηθεί πάνω από ένα τέταρτο του αιώνα πριν.
Το λοιμό της Αθήνας με τη σημερινή πανδημία ήρθε να συνδέσει μια εικόνα πριν λίγες βδομάδες, με συνεργείο του δήμου να απολυμαίνει το άγαλμα του Περικλή, δημιουργώντας ενδόμυχα διάφορα – ανώφελα πλην γοητευτικά ή και τρομαχτικά – ερωτήματα για το τι θα γινόταν αν υπήρχε αυτή η γνώση και τεχνολογία στον καιρό του, αλλά και πώς θα αντιδρούσαμε εμείς σήμερα σε μια επιδημία αντίστοιχης φονικότητας.