“Με ποιους είστε; Με τους εργάτες ή με τους καπιταλιστές;” – Η Ουκρανική εκστρατεία και η δράση των Ελλήνων κομμουνιστών στο πλευρό των μπολσεβίκων
«Πού πηγαίνετε βρε αδέλφια, καλύτερα μην πάτε στο μέτωπο γιατί οι μπολσεβίκοι είναι πάρα πολλοί και είμαστε και είσαστε χαμένοι».
«Τότε ο διοικητής μας οργισμένος βγάζει το περίστροφό του και σκότωσε το παλληκάρι μπροστά στα μάτια όλων μας. Κρίμα. Αυτός είναι ο Γεώργιος Κονδύλης»
Αυτές τις μέρες συμπληρώνονται 100 χρόνια από την ιμπεριαλιστική εκστρατεία στρατών 14 αστικών κρατών ενάντια στη νεοσύστατη σοβιετική εξουσία στη Ρωσία. Είχαν μεσολαβήσει μόλις 15 μήνες από την επικράτηση της Μεγάλης Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης που «συγκλόνισε τον κόσμο» και την οποία ο καπιταλιστικός συνασπισμός επιχειρούσε να ανατρέψει. Στην εκστρατεία πήρε μέρος και ο Ελληνικός Στρατός.
Η κυβέρνηση Βενιζέλου είχε συνδέσει την εκστρατεία με την επίτευξη «εθνικών στόχων», προβάλλοντας το χαρακτηριστικό «ο δρόμος για την Μικρά Ασία περνά από την Ουκρανία» (Κώστας Αυγητίδης, «Η στρατιωτική επέμβαση των καπιταλιστικών χωρών ενάντια στη σοβιετική Ρωσία και η Ελλάδα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1999, σελ. 106). Τόσο με τη συμμετοχή του Ελληνικού Στρατού στο πλευρό της Αντάντ στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο όσο και με τη συμμετοχή του στην ουκρανική εκστρατεία, ο Βενιζέλος επεδίωκε το «δέσιμο» της συμμαχίας με τις άλλες αστικές δυνάμεις ενόψει της ελληνικής εκστρατείας στη Μ. Ασία. Ετσι, την περίοδο Γενάρη – Μάη 1919, ο Ελληνικός Στρατός βρέθηκε να παίρνει μέρος στην ουκρανική εκστρατεία για τα συμφέροντα της ελληνικής αστικής τάξης. Κι αμέσως μετά ελληνικά στρατεύματα αποβιβάστηκαν στη Σμύρνη (2/15 Μάη 1919).
Στέλνοντας τον Ελληνικό Στρατό στην επαναστατημένη Ουκρανία, η ελληνική αστική τάξη «δεν μπορούσε βέβαια να πει στους Ελληνες φαντάρους ότι πρέπει να σκοτωθούν και να σκοτώσουν τους Ρώσους αδερφούς τους, γιατί το ελληνικό χρηματιστικό κεφάλαιο έχει απόλυτη ανάγκη από το Βιλαέτι της Σμύρνης και γιατί οι διωγμένοι γραικοί έμποροι, τραπεζίτες, βιομήχανοι και σπεκουλιάντες της Νότιας Ρωσίας έπρεπε να ξανακαθίσουν στο σβέρκο του εργαζόμενου λαού». Τους παραμύθιαζαν λοιπόν πως είχαν «ιερό καθήκον» να συνδράμουν την ομόδοξη Ρωσία στην αποκατάσταση της διαταραχθείσας «νομιμότητας», να «σώσουν» τους ομογενείς – και τον «πολιτισμένο κόσμο» γενικότερα – από τη «βαρβαρότητα των μπολσεβίκων» κ.ο.κ. («Ριζοσπάστης», 18/7/1935).
Ο «εκπολιτιστικός» χαρακτήρας της ουκρανικής εκστρατείας δεν άργησε να φανεί στην πράξη. Τα ελληνικά στρατεύματα χρησιμοποιήθηκαν επανειλημμένα για τη «συνέτιση» – καταστολή των ντόπιων εργαζομένων αλλά και των «απείθαρχων» Γάλλων συμπολεμιστών τους. Το σοβαρότερο περιστατικό συνέβη στη Σεβαστούπολη, όταν ο Ελληνικός Στρατός άνοιξε πυρ κατά των ντόπιων εργατών και Γάλλων ναυτών που διαδήλωναν μαζί υπέρ της σοβιετικής εξουσίας και κατά της επέμβασης. Δώδεκα ναύτες και έξι εργάτες έπεσαν νεκροί, προκαλώντας τη μήνη και κατακραυγή μεταξύ του ντόπιου πληθυσμού αλλά και του γαλλικού στόλου, όπου φούσκωνε το ρεύμα υπέρ της Επανάστασης. Πολλά πλοία μάλιστα θα σηκώσουν αργότερα κόκκινη σημαία, αναγκάζοντας τη γαλλική αστική κυβέρνηση να αποσύρει – μη εμπιστευόμενη πλέον – τα στρατεύματά της συνολικά από τη Νότια Ουκρανία (Αντρέ Μαρτί, «Το έπος της Μαύρης Θάλασσας», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2013).
Πριν ακόμα από την πραγματοποίηση της ιμπεριαλιστικής εκστρατείας, το ΣΕΚΕ τάχθηκε εναντίον της συμμετοχής του Ελληνικού Στρατού. Πρόκειται για υποδειγματική διεθνιστική προλεταριακή πολιτική στάση, παρά τη νηπιακή ηλικία του ΣΕΚΕ (από το 1924 ΚΚΕ). Στις 29 Νοέμβρη (12 Δεκέμβρη) 1918, ο βουλευτής του Αρ. Σίδερις, τοποθετούμενος στο πλαίσιο σχετικής Επερώτησής του στη Βουλή, τόνιζε πως δεν έπρεπε «…να αναμιχθώμεν εις τα εσωτερικά άλλου λαού» και υποστήριξε πως ο πραγματικός στόχος της ουκρανικής εκστρατείας ήταν η «υποστήριξις των συμφερόντων εκείνων οι οποίοι είναι συνδεδεμένοι με οικονομικά χρηματιστικά συμφέροντα».
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του είπε: «Εγώ, όμως δεν δύναμαι να ακολουθήσω εις τούτο την πλειοψηφίαν και δηλώ ότι διαμαρτύρομαι κατά της εκστρατείας αυτής, διότι την ευρίσκω και άδικον και ασύμφορον προς το συμφέρον του Κράτους και του Εθνους» («Ριζοσπάστης», 17-11-1978).
Στις 2/15 Γενάρη 1919, το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα, με επικεφαλής τον στρατηγό Κ. Νίδερ, ξεκίνησε για την Ουκρανία. Τα πρώτα τμήματά του αποβιβάστηκαν στην Οδησσό της «Μεσημβρινής Ρωσίας» (Ουκρανίας), στις 7/20 Γενάρη 1919. «Η συνολική δύναμη του ελληνικού Εκστρατευτικού Σώματος που αποφασίστηκε να σταλεί ενάντια στη Σοβιετική Ρωσία ανερχόταν σε 35 χιλιάδες άνδρες, όμως δεν πρόλαβαν να μεταφερθούν και να πάρουν μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις παρά 23.351 στρατιώτες και αξιωματικοί» (Κώστας Αυγητίδης, «Η στρατιωτική επέμβαση των καπιταλιστικών χωρών ενάντια στη σοβιετική Ρωσία και η Ελλάδα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα 1999, σελ. 135).
Οι στρατιώτες και οι αξιωματικοί του Σώματος είχαν επιλεχθεί αυστηρά, ενώ είχαν καταταχθεί και εθελοντές απ’ όλες τις μονάδες του Ελληνικού Στρατού. Ο Γιάννης Κορδάτος αναφέρει ότι οι αξιωματικοί που επιλέγονταν έπρεπε να είναι αφοσιωμένοι στο βενιζελικό κόμμα:
«…με εμπιστευτική εγκύκλιο ρωτήθηκαν ορισμένοι αξιωματικοί αν θέλουν να πάρουν μέρος στην εκστρατεία της Ουκρανίας. Οι πρώτοι που δήλωσαν πως θέλουν να πάρουν μέρος ήταν ο Γ. Κονδύλης, ο Ν. Πλαστήρας και ο Νεόκοσμος Γρηγοριάδης» (Γιάννης Κορδάτος, «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τόμ. ΧΙΙΙ, εκδ. «20ός Αιώνας», Αθήνα, 1959, σελ. 521).
Επίσης, είχε γίνει και ανάλογη ιδεολογική «κατήχηση» ενάντια στους μπολσεβίκους. Η προπαγάνδα συνεχιζόταν φυσικά και στο ρωσικό έδαφος. Ο αρχιμανδρίτης Φωστίνης, που ακολουθούσε τα ελληνικά στρατεύματα, «γύριζε από τάγμα σε τάγμα και από λόχο σε λόχο, βγάζοντας πύρινους λόγους ενάντια στους μπολσεβίκους και καλώντας τους στρατιώτες να μη στασιάσουν» (Ορφέας Οικονομίδης, «H Ουκρανική Εκστρατεία και οι Ελληνες φαντάροι», «Κομμουνιστική Επιθεώρηση», τχ. 11/1977, σελ. 56).
Η απόβαση του ελληνικού εκστρατευτικού σώματος έγινε χωρίς να συναντήσει αντίσταση. Οταν όμως προχώρησαν προς το εσωτερικό για να καταλάβουν τις θέσεις που θα γίνονταν βάσεις για τις επιχειρήσεις τους ενάντια στους μπολσεβίκους, οι Ελληνες στρατιώτες συνάντησαν μεγάλη αντίσταση. Ο μπολσεβίκος Αταμάνος Γριγόριεφ επιτέθηκε με τις δυνάμεις του και ανάγκασε το ελληνικό σώμα να υποχωρήσει. Επίσης συνέταξε προκηρύξεις για να μοιραστούν στον Ελληνικό Στρατό, που ανάμεσα σε άλλα ανέφεραν:
«Ελληνες αξιωματικοί και οπλίτες! Δεν γνωρίζομε να εγένετο καμία εχθρική πράξη εκ μέρους του ρωσικού λαού εναντίον της χώρας σας (…) ο ρωσικός λαός εξηγέρθη κατά των τυράννων του και όχι μόνο ανέτρεψε το δεσποτικό μοναρχικό καθεστώς του τσάρου, αλλά και ίδρυσε νέα πολιτεία στηριζομένη όχι μόνο στην πολιτική ισότητα, αλλά και στην κοινωνική και οικονομική. Λυπούμεθα, λοιπόν, διότι σας βλέπουμε παρά το πλευρόν των Γάλλων κεφαλαιοκρατών και ιμπεριαλιστών (…) σας προειδοποιούμε ότι αν πολεμήσετε εναντίον μας, θα είναι σκληρή η τιμωρία σας» (Γιάννης Κορδάτος, «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τόμ. ΧΙΙΙ, εκδ. «20ός Αιώνας», Αθήνα, 1959, σελ. 520-521).
Η εξέλιξη των μαχών δημιούργησε στο ελληνικό εκστρατευτικό σώμα ψυχολογία ηττοπάθειας και τρόμου. Είναι αξιοσημείωτη η μαρτυρία Ελληνα στρατιώτη, ο οποίος κάθε άλλο παρά είχε σχέση με τους μπολσεβίκους και την κομμουνιστική ιδεολογία. Εγραψε στο ημερολόγιό του το εξής περιστατικό, που συνέβη με συνάδελφό του, ο οποίος είπε σε στρατιώτες:
«Πού πηγαίνετε βρε αδέλφια, καλύτερα μην πάτε στο μέτωπο γιατί οι μπολσεβίκοι είναι πάρα πολλοί και είμαστε και είσαστε χαμένοι».
«Τότε ο διοικητής μας οργισμένος βγάζει το περίστροφό του και σκότωσε το παλληκάρι μπροστά στα μάτια όλων μας. Κρίμα. Αυτός είναι ο Γεώργιος Κονδύλης» (Χρήστος Καραγιάννης, «Το ημερολόγιον Χρήστου Καραγιάννη 1918-1922», εκδ. «Απόστολος Αποστολόπουλος», Αθήνα, 1976, σελ. 51).
Ταυτόχρονα, η επίδραση του μπολσεβικισμού έφτασε και σε Ελληνες στρατιώτες. Σε αυτό καταλυτικό ρόλο έπαιξαν οι Ελληνες κομμουνιστές της επαναστατημένης Ρωσίας. Σχεδόν σε όλες τις περιοχές που είχαν συμπαγές ελληνικό στοιχείο – Νότια Ουκρανία, Καύκασος – είχαν συγκροτηθεί ελληνικά τμήματα του Κόμματος των Μπολσεβίκων (Αναστάσης Γκίκας, «Οι Ελληνες στη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2007, σελ. 32-40).
Οπως και στην υπόλοιπη Ρωσία, οι Ελληνες κομμουνιστές ήταν οργανωμένοι είτε στις (συνήθως πολυεθνικές) Κομματικές Οργανώσεις των Μπολσεβίκων, είτε στα «εθνικά τμήματα» του κόμματος που συγκροτήθηκαν σε μια πορεία.
Πολλοί κομμουνιστές και πρωτοπόροι αγωνιστές έλαβαν μέρος στην ένοπλη πάλη, είτε πολεμώντας μέσα από τις γραμμές του Κόκκινου Στρατού, είτε δρώντας μέσα από τις παράνομες ένοπλες οργανώσεις των μπολσεβίκων στις πόλεις.
Στο πλαίσιο της ειδικής δουλειάς που απαιτούνταν στις γραμμές των ξένων στρατευμάτων, τα οποία είχαν σταλεί για την κατάπνιξη της Επανάστασης, συγκροτήθηκαν από τον Δεκέμβρη του 1918 μια σειρά από «Επιτροπές Διαφώτισης» των ξένων στρατιωτών. Στην Οδησσό η σχετική Επιτροπή διέθετε 10 επιμέρους «εθνικά» τμήματα (Κώστας Αυγητίδης, ό.π., σελ. 254-255, Ορφέας Οικονομίδης, ό.π., σελ. 53).
Η ζύμωση στους φαντάρους γινόταν με διάφορους τρόπους, είτε με άμεση επαφή (όπου αυτό ήταν δυνατό) είτε με τη διακίνηση προκηρύξεων (στις οποίες γράφονταν μεταξύ άλλων: «Με ποιους είστε: με τους εργάτες ή με τους καπιταλιστές;», «Αν είστε εργάτες, οφείλετε να είστε μαζί μας, γιατί κι εμείς είμαστε εργάτες», «Πολεμάμε για να σταματήσουμε την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο… για να ξυπνήσουμε τους εργαζόμενους όλης της Γης, να καταργήσουμε τους στρατούς και τους πολέμους… για ένα καλύτερο μέλλον, δικό σας και των παιδιών σας!»). Αντίστοιχα, σημαντική ήταν η διαφωτιστική δουλειά που γινόταν με τον επαναστατικό Τύπο. Η εφημερίδα «Κομμουνιστής», η οποία τυπωνόταν και στα Ελληνικά, εκδιδόταν κάθε 10 μέρες σε 5.000-10.000 αντίτυπα, ενώ σύμφωνα με τον αντεπαναστάτη στρατηγό Σούλγκιν, βρισκόταν «σε κάθε γωνιά της Οδησσού» (Κώστας Αυγητίδης, ό.π., σελ. 238-239, 241, 244).
Στη Σεβαστούπολη «δύο Έλληνες μπολσεβίκοι, οι Βάσσια Πασσάς και Φέντια Αλούρδος, ανέλαβαν να κοινωνήσουν στους συμπατριώτες τους του εκστρατευτικού σώματος επαναστατικές ιδέες μέσω προκηρύξεων. Επιπλέον, αρκετοί απλοί κάτοικοι ήρθαν σε επικοινωνία με τις ελληνικές μονάδες και κατάφεραν να τους πείσουν να αλλάξουν στρατόπεδο». Τον Απρίλη, μάλιστα, «εμφανίστηκαν στην επαναστατική επιτροπή της Σεβαστούπολης πενήντα Έλληνες του εκστρατευτικού σώματος οι οποίοι εξέφρασαν την επιθυμία τους να προσχωρήσουν στον Κόκκινο Στρατό» (Δημήτρης Καταϊφτσής, «Ελληνες στην Κριμαία του ρωσικού εμφυλίου πολέμου (1918-1921)», στο «Ιστορικά Θέματα», τ.119, σελ. 75). Στη Σεβαστούπολη, τέλος, είχε έρθει σε επαφή με την Κόκκινη Φρουρά της πόλης και ένας Έλληνας ναύτης, ο οποίος τους προσέγγισε αρχικά σφυρίζοντας τη «Διεθνή» (όπως αναφέρει ο ίδιος, την είχε μάθει στο Σοσιαλιστικό Κέντρο Πειραιά). Ο ναύτης αυτός, μάλιστα, έστειλε σχετική ανταπόκριση στον «Ριζοσπάστη» (23 Γενάρη 1919).
Η Ελληνική Κομμουνιστική Ομάδα Οδησσού, απ’ τις πρώτες μέρες της εγκατάστασης των Ελλήνων στρατιωτών στην πόλη, κυκλοφόρησε προκήρυξη γραμμένη στα Ελληνικά, που βρήκε απήχηση ανάμεσα στους στρατιώτες και το περιεχόμενό της συζητιόταν πλατιά.
Αναφέρεται μάλιστα πως «μάταια οι αξιωματικοί τους ζήτησαν να τους παραδοθούν όλα τα αντίτυπα για να τα κάψουν. Οι φαντάροι έκρυβαν τις προκηρύξεις και τις διάβαζαν κρυφά»(Ορφέας Οικονομίδης, «H Ουκρανική Εκστρατεία και οι Ελληνες φαντάροι», «Κομμουνιστική Επιθεώρηση», τχ. 11/1977, σελ. 56).
Η άμεση επαφή των Ελλήνων στρατιωτών με τους μπολσεβίκους επιβεβαιώνεται και από την επιστολή που έστειλε ο Γάλλος υποστράτηγος Μπουρύ (ή Μπούριους) στον Ελληνα συνταγματάρχη Χρ. Τσολακόπουλο – Ρέμπελο, όπου αναφερόταν:
«Το γραφείον πληροφοριών του στρατηγείου μου επληροφορήθη ασφαλώς ότι οι Ελληνες στρατιώται έχουν έλθει εις συμφωνίαν με τους Μπολσεβίκους και όχι μόνο δεν θα πολεμήσουν εναντίον των, όταν αυτοί επιτεθούν, αλλά θα ενωθούν μετ’ αυτών. Σας παρακαλώ να λάβητε σύντομα μέτρα προς πρόληψιν και ματαίωσιν των σχεδίων τούτων του εχθρού» (Ορφέας Οικονομίδης, «H Ουκρανική Εκστρατεία και οι Ελληνες φαντάροι», «Κομμουνιστική Επιθεώρηση», τχ. 11/1977, σελ. 56-57 και «Ριζοσπάστης», 19-7-1929).
Τον Φλεβάρη του 1919, η «Ισβέστια» του Χάρκοβο έγραψε πως 70 Έλληνες στρατιώτες και ένας υπαξιωματικός πέρασαν στον Κόκκινο Στρατό (Αχιλλέας Μπλάνας, «H φιλία ανάμεσα στο Σοβιετικό και Ελληνικό λαό», «Κομμουνιστική Επιθεώρηση», τχ. 11/1977, σελ. 43).
Η προσχώρηση Ελλήνων στρατιωτών στους μπολσεβίκους επιβεβαιώνεται και απ’ τον αντισυνταγματάρχη Νεόκοσμο Γρηγοριάδη, διοικητή του ΙΙ Συντάγματος ΠΖ του Εκστρατευτικού Σώματος. Ο Γρηγοριάδης όχι μόνο παραδέχεται τη λιποταξία ενός δεκανέα και δύο στρατιωτών, αλλά αποκαλύπτει πως «σκηνοθέτησε» τη… δολοφονία τους, για να μην ακολουθήσουν και άλλοι το παράδειγμά τους!
Γράφει: «Τρόμαξα μια μέρα, που μου ανάφεραν στη Σεβαστούπολη, πως ελιποτάκτησεν ένας δεκανέας και δυο στρατιώτες – είναι κολλητικό το παράδειγμα – τους εξελόγιασεν η μπολσεβίκικη προπαγάνδα. Επρεπε να κοπεί το κακό στην αρχή του. Φωνάζω τον αξιωματικό Καραδήμα, των πληροφοριών, και του λέγω κρυφά, χωρίς να πάρει κανείς άλλος είδηση, να ματώσει ένα χιτώνιο κι ένα πουκάμισο, αφού τους βάλει τον αριθμό μητρώου του δεκανέα λιποτάκτη και να κρύψει τη νύχτα με καμιά εξάρτυση (λουριά φυσιγγιοθηκών) σε κανένα απόμερον ακατοίκητο σπίτι. Να κάνει όμως καλά την ηθοποιία του – να μου τα φέρει λαχανιασμένος, τάχα βρίσκοντάς τα το πρωί, σε πολλούς μπροστά, φωνάζοντας, πως είχε πληροφορίες, ότι οι Μπολσεβίκοι κρατούσαν τον δεκανέα και τους δυο άνδρες σ’ ένα παλιόσπιτο, πήγε με συνοδεία, και να τι βρήκε – τους εσκότωσαν οι άτιμοι!» (Π. Α. Ζάννας (επιμ.), «Εκστρατεία στη Μεσημβρινή Ρωσία 1919», «Ερμής», Αθήνα, 1982, σ. 151-152).
Η δυσφορία και η αγανάκτηση που λίγο-λίγο κυρίευαν το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα φαίνεται ότι άγγιξαν και αξιωματικούς του. Έγραψε στο ημερολόγιό του ο στρατιώτης Χρ. Καραγιάννης: «…είναι μετανοιωμένοι που δήλωσαν να ακολουθήσουν την εκστρατεία στη Ρωσία. Γιατί οι αξιωματικοί ρωτήθηκαν αν ήθελαν να πάνε στη Ρωσία (…) κι όσοι δήλωσαν ν’ ακολουθήσουν την εκστρατεία κατά των Ρώσων Μπολσεβίκων τους έδωσε το κράτος 1.000 δραχμές αμοιβή επιπλέον του τακτικού των μισθού. Τώρα έχουν όλοι μετανοιώσει (…) Μεταχειρίζονται τους στρατιώτες, που δεν τους ρώτησε κανείς, όλο με το καλό» (Χρήστος Καραγιάννης, «Το ημερολόγιον Χρήστου Καραγιάννη 1918-1922», εκδ. «Απόστολος Αποστολόπουλος», Αθήνα, 1976, σελ. 71).
Η συμμετοχή της Ελλάδας στην ιμπεριαλιστική επέμβαση κινητοποίησε υπέρ της σοβιετικής εξουσίας Έλληνες που κατοικούσαν στη Ρωσία, αλλά και άλλους στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ορισμένοι από αυτούς έμελλε να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας. Ανάμεσα σε όσους προπαγάνδιζαν τις θέσεις της νεαρής σοβιετικής εξουσίας συγκαταλέγονταν οι Ιωαννίδης (δεν πρόκειται για το μετέπειτα μέλος του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, Γιάννη Ιωαννίδη) και Μαμέντος, αλλά και ο Ωρίων Αλεξάκης. Ακόμα, Ελληνες συμμετείχαν στη «Διεθνή Πανεργατική Ενωση» της Κωνσταντινούπολης, που τύπωνε και κυκλοφορούσε προπαγανδιστικό υλικό στα Γαλλικά, στα Αγγλικά, στα Ελληνικά, στα Ρουμάνικα, στα Ιταλικά κ.λπ. Ανάμεσα στα μέλη της ομάδας βρίσκονταν οι Σεραφείμ Μάξιμος, Ηλίας Ζαχαριάδης, Στέφανος Παπαδόπουλος, Νίκος Ζαχαριάδης, Κώστας Σκλάβος κ.ά. (Αλέκος Κουτσούκαλης, «Η πρώτη δεκαετία του ΚΚΕ (1918-1928)», Αθήνα, 1979, σελ. 77-78).
Στην Ελλάδα, μεγάλο βάρος της διαφωτιστικής δράσης κατά της ιμπεριαλιστικής εκστρατείας στη Ρωσία ανέλαβε ο «Ριζοσπάστης», που κυκλοφορούσε καθημερινά. Οι δημοσιεύσεις του αφορούσαν τις αντιδράσεις του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος της Ευρώπης μέσω και της αναδημοσίευσης άρθρων του ευρωπαϊκού Τύπου («Ριζοσπάστης», 11-2-1919, 13-2-1919, 4-3-1919, 21-3-1919, 7-4-1919 κ.ά.),την αποκάλυψη της συμμετοχής ελληνικών στρατευμάτων στην εκστρατεία («Ριζοσπάστης», 20-2-1919), τη δημοσιοποίηση των απωλειών τους («Ριζοσπάστης», 21-3-1919), την καταγραφή της πορείας των επιχειρήσεων («Ριζοσπάστης», 25-2-1919 κ.ά.), τις συνεντεύξεις με Ελληνες που εγκατέλειψαν την περιοχή («Ριζοσπάστης», 1-4-1919) και τέλος τη δημοσίευση των απόψεων της εφημερίδας («Ριζοσπάστης», 24-3-1919.). Ετσι, παρά την εκτεταμένη λογοκρισία, ο «Ριζοσπάστης»κατόρθωσε να αναδείξει στους αναγνώστες του την ταξική υπόσταση της νέας εξουσίας και τους πραγματικούς σκοπούς της εκστρατείας, συμβάλλοντας στη διάδοση του προλεταριακού διεθνισμού.
Τα ελληνικά και γαλλικά στρατεύματα είχαν εκατοντάδες νεκρούς και αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την πόλη Χερσώνα, οπισθοχωρώντας άτακτα προς την Οδησσό (Κώστας Αυγητίδης, «Η στρατιωτική επέμβαση των καπιταλιστικών χωρών ενάντια στη σοβιετική Ρωσία και η Ελλάδα», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 1999, σελ. 154).
Ο Ελληνικός Στρατός άφησε στα πεδία των μαχών 141 νεκρούς (3 αξιωματικούς και 138 στρατιώτες) (Γιάννης Κορδάτος, «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδος», τόμ. ΧΙΙΙ, εκδ. «20ός Αιώνας», Αθήνα, 1959, σελ. 522).
Χαρακτηριστική είναι η περιγραφή του ΓΕΣ για την εγκατάλειψη της Σεβαστούπολης: «(…) Η κατά της Σεβαστουπόλεως εξαπολυθείσα επίθεσις των Ερυθρών, ήτις ενεφάνισε στρατόν ωργανωμένον, πειθαρχούντα και μαχόμενον μετά φανατισμού υπέρ της ανεξαρτησίας της χώρας του, εν συνδυασμώ προς την εξέγερσιν του πλείστου μέρους των κατοίκων της πόλεως κατά των ξένων, έπεισαν τους Συμμάχους ότι έπρεπε να επισπεύσωσι την εκκένωσιν της πόλεως. Η απόφασίς των αύτη εστηρίχθη επί της πλήρους ανεπαρκείας των διατιθεμένων Στρατιωτικών Δυνάμεων, προς καταπολέμησιν του ολονέν ογκουμένου Μπολσεβικικού χειμάρρου, όστις ηπείλει να παρασύρη και εξαφανίση εν τη δίνη του την εν Κριμαία δράκα των Συμμαχικών Δυνάμεων» (ΓΕΣ/ΔΙΣ, «Το ελληνικόν εκστρατευτικόν σώμα εις Μεσηβρινήν Ρωσίαν (1919)», εκδ. ΔΙΣ, Αθήνα, 1955, σελ. 241).
Καθώς οι θέσεις των αντεπαναστατικών δυνάμεων έπεφταν η μία μετά την άλλη μπροστά στην ορμητική προέλαση του Κόκκινου Στρατού, στις 5-6 Απρίλη 1919 ήρθε και η σειρά της Οδησσού. Οι Ελληνες όμως στρατιώτες αρνήθηκαν να πολεμήσουν: «Οι αξιωματικοί ξελαρυγγιάζονται να φωνάζουν: στα όπλα!… Ομως κανείς μας δεν κινείται. Αν δεν μπορούμε να ενωθούμε με τον Κόκκινο Στρατό, όμως δεν θα τον χτυπήσουμε. Θα βοηθήσουμε με την παθητικότητά μας, με το σαμποτάζ, να νικήσει ο Κόκκινος Στρατός του Προλεταριάτου. Και το κάναμε αυτό! Εξω γινόντανε μάχες. Κανείς μας δεν κινήθηκε να χτυπήσει τους Μπολσεβίκους. Και οι περισσότεροι φαντάροι των Συμμαχικών στρατευμάτων κάνανε το ίδιο… Οι μάχες διήρκεσαν όλη τη νύχτα στα οδοφράγματα. Οι ηρωικοί Μπολσεβίκοι, στήθος με στήθος πολεμώντας με τους αντεπαναστάτες, νικούσαν ως που πήραν όλη την πόλη στα χέρια τους με τη βοήθεια των εργατών που είχαν εξεγερθεί…
Ξημέρωσε. Οι μάχες έχουν σταματήσει στους δρόμους. Μια νύχτα μόνο άρκεσε για να μεταβληθεί η όψη της πόλης. Ως χτες το απόγευμα κυμάτιζαν οι σημαίες των καπιταλιστικών κρατών. Τούτο όμως το πρωί η πόλη βρίσκεται στολισμένη με κόκκινες σημαίες που μετριούνται σε χιλιάδες… Αυθόρμητα όλοι μας, φωνάζουμε στο πλήθος που περνά: Ζήτω η Επανάσταση!» («Ριζοσπάστης», 19/7/1929).