Η πολιορκία του Λένινγκραντ – 900 μέρες αυτοθυσίας ενάντια στη φασιστική λιμοκτονία
Παρά την έκταση του λιμού, οι κάτοικοι ήταν αποφασισμένοι να επιζήσουν και να δείξουν πως αψηφούσαν τη ναζιστική απόπειρα εξόντωσης.
Ξεκίνησε σαν σήμερα ο αποκλεισμός του Λένινγκραντ, από γερμανικά, φινλανδικά και ισπανικά στρατεύματα, που διήρκεσε ως τις 27 Γενάρη 1944, ένα από τα μεγαλύτερα ναζιστικά εγκλήματα πολέμου. Στόχος του αποκλεισμού της πόλης ήταν η συστηματική λιμοκτονία του πληθυσμού ώστε να παραδοθεί η δεύτερη σημαντικότερη πόλη της ΕΣΣΔ στον κατακτητή. Η ομόθυμη απόφαση του λαού της πόλης να αντισταθεί, σε συνδυασμό με τις ηρωϊκές προσπάθειες του σοβιετικού στρατού να εξασφαλίσει μια έστω στοιχειώδη τροφοδοσία της πόλης και τελικά να εκδιώξει τις εχθρικές δυνάμεις, σήμανε το ναυάγιο των ναζιστικών σχεδιασμών. Το τίμημα ήταν βαρύ, καθώς 1,1 εκατομμύρια ανθρώπων έχασαν τη ζωή τους, κυρίως λόγω των συνεπειών του υποσιτισμού.
.
Εκτός από το χερσαίο αποκλεισμό, η πόλη είχε να αντιμετωπίσει και το συνεχές κύμα βομβαρδισμών, κυρίως τους πρώτους μήνες, αλλά κατά διαστήματα κι ως το τέλος της πολιορκίας το 1944. Συνολικά έπεσαν 102.000 εμπρηστικές και 3.500 συμβατικές βόμβες, από τις οποίες έχασαν τη ζωή τους 16.000 άνθρωποι και τραυματίστηκαν 33.000, ενώ μεγάλα τμήματα της πόλης καταστράφηκαν. Ενδεικτικό της δολοφονικής διάθεσης των Γερμανών ήταν η επίθεση στις αποθήκες Μπαντάγιεφ, όπου βρισκόταν αποθηκευμένο ένα μεγάλο τμήμα των προμηθειών σε τρόφιμα. 3000 τόνοι αλεύρι και 2500 τόνοι ζάχαρης κάηκαν, ενώ το χώμα στο οποίο είχε λιώσει η ζάχαρη πωλούνταν για βδομάδες στη μαύρη αγορά. Από τις 12 Σεπτέμβρη 1941 ο εφοδιασμός της πόλης πραγματοποιούνταν διά μέσου της λίμνης Λατόνγκα κάτω από τα πυρά του εχθρού και από τις 16 Νοέμβρη, με τη διακοπή της ναυσιπλοΐας, μόνο με αεροπλάνα της πολιτικής αεροπορίας. Ο υψηλόβαθμος ναζιστής Ρίχαρντ Χάιντριχ σε αναφορά του στις 20 Οκτώβρη 1941 επέκρινε τους “βραδείς ρυθμούς” με τους οποίους προχωρούσε ο “αφανισμός” του Λένινγκραντ, χαρακτηρίζοντας τις καταστροφές στην πόλη “ασήμαντες ακόμα”.
Η εξάντληση των αποθεμάτων στην πόλη σήμανε περιορισμού του δελτίου τροφίμων πέντε φορές κατά τη διάρκεια της πολιορκίας. Η έλλειψη δημητριακών σήμανε αντικατάστασή τους από ευτελέστερα υλικά, ωστόσο κι αυτό δεν αρκούσε για να καλύψει τις διατροφικές ανάγκες του πληθυσμού. Από τα μέσα Οκτώβρη ξεκίνησε ο λιμός στην πόλη και το χειμώνα του ’41-’42 υπολογίζεται πως οι άνθρωποι έχασαν το μισό σωματικό τους βάρος. Έχοντας εξαντλήσει κάθε δυνατότητα για καύση λίπους, οι άνθρωποι έκαιγαν πια μυϊκή μάζα, ενώ τα ζωτικά όργανα μίκραιναν, κι έτσι άρχισαν να προκαλούνται μαζικοί θάνατοι από πείνα, περίπου 470.000 ως τον Ιούνη του 1942.
Οι άνθρωποι έτρωγαν πια οποιοδήποτε οργανικής προέλευσης υλικό, όπως κόλλες και δέρματα που βράζονταν, ενώ το Νοέμβρη του 1941 δεν είχε μείνει ζωντανό στο Λένινγκραντ ούτε γάτα, ούτε σκύλος, ενώ ακόμα και τα κοράκια και οι αρουραίοι είχαν πρακτικά εξαφανιστεί. Οι σοβιετικές αρχές επέβλεπαν την τήρηση της τάξης, έχοντας διακηρύξει ως βασικό στόχο πλάι στον ανεφοδιασμό με τρόφιμα των πόλεμο κατά των λεηλασιών. Σύμφωνα με την NKVD ως τον Φλεβάρη είχαν καταγραφεί και 1025 περιπτώσεις κανιβαλισμού.
Ο μόνος τρόπος μεταφοράς πλέον ήταν τα έλκηθρα, για τη μεταφορά νερού, ψωμιού αλλά και των πτωμάτων που γέμιζαν τους δρόμους, αλλά και τα σπίτια, όπου πολλοί άνθρωποι κρατούσαν τους νεκρούς συγγενείς τους στα παγωμένα σπίτια, αδυνατώντας να τους μεταφέρουν λόγω σωματικής εξάντλησης. Ειδικές ομάδες νεαρών γυναικών της Κομσομόλ είχαν αναλάβει να διερευνούν τα σπίτια σε αναζήτηση ορφανών παιδιών, διαπιστώνοντας σε κάποιες περιπτώσεις ότι ολόκληρες οικογένειες είχαν ξεριζωθεί από την πείνα.
Παρά την έκταση του λιμού, οι κάτοικοι ήταν αποφασισμένοι να επιζήσουν και να δείξουν πως αψηφούσαν τη ναζιστική απόπειρα εξόντωσης. Παρότι όπως είναι λογικό οι περισσότερες επιχειρήσεις και εργοστάσια έκλεισαν το φοβερό εκείνο χειμώνα, τα δύο μεγαλύτερα εργοστάσια της πόλης όπως και το ναυπηγείο της συνέχισαν να λειτουργούν. Ανοιχτά παρέμειναν επίσης τα πανεπιστήμια και τα ερευνητικά ινστιτούτα και 2500 φοιτητές κατόρθωσαν να αποφοιτήσουν την χρονιά εκείνη. 39 σχολεία της πόλης παρέμειναν ανοιχτά δίνοντας απολυτήρια μέσης εκπαίδευσης σε 532 μαθητές. Ακόμα και η καλλιτεχνική ζωή συνεχίστηκε με διαλέξεις, συναυλίες και παραστάσεις, έστω και σε περιορισμένο βαθμό. Μια τέτοια στιγμή ήταν η παρουσίαση της συγκλονιστικής 7ης Συμφωνίας του Ντμίτρι Σοστακόβιτς το καλοκαίρι 1942.
Στις 20 Νοέμβρη 1941 στρατιώτες και εθελοντές πολίτες κατόρθωσαν με υπεράνθρωπες προσπάθειες να διανοίξουν δρόμο πάνω στην παγωμένη λίμνη Λαντόγκα, το λεγόμενο “Δρόμο της ζωής”. Μπορεί ο δρόμος αυτός να μην αρκούσε για την αποκατάσταση της τροφοδοσίας, παρά τη σχετική βελτίωση, ωστόσο συνέβαλε καθοριστικά στον απεγκλωβισμό ενός περίπου εκατομμυρίου πολιτών της πόλης. Τους καλοκαιρινούς μήνες του 1942 η τροφοδοσία από την ίδια δίοδο πραγματοποιούνταν με πλοία ενώ τον επόμενο χειμώνα ο αυτοκινητόδρομος συμπληρώθηκε κι από έναν σιδηρόδρομο πάνω στον πάγο. Ο διάδρομος αυτός παρέμεινε σε χρήση ως το τέλος της πολιορκίας, παρότι το Γενάρη του 1943 έγινε εφικτή η διάνοιξη ενός στενού χερσαίου διαδρόμου στη νότια όχθη της λίμνης.
Η αντεπίθεση του σοβιετικού στρατού και η διαρκής εξασθένιση της Βέρμαχτ σήμανε τη σταδιακή αποδυνάμωση της πολιορκίας, η οποία λύθηκε οριστικά στις 27 Γενάρη 1944, όταν τα γερμανικά στρατεύματα εκδιώχθηκαν σε απόσταση ως 100 χιλιομέτρων από το Λένινγκραντ. Μετά από 900 μέρες ο στόχος είχε επιτευχθή: Οι ναζί δεν πάτησαν ποτέ το πόδι τους στην πόλη της Επανάστασης. Ήδη από το τέλος του 1942 είχε καθιερωθεί από το Ανώτατο Σοβιέτ το μετάλλιο για την “Άμυνα του Λένινγκραντ”, το οποίο απονεμήθηκε σε συνολικά 930.000 άτομα. Ένας μεγάλος αριθμός θυμάτων, 470.000 άτομα, τάφηκαν στο κοιμητήριο Πισκαργιόφσκογιε. Το 1945 το Λένινγκραντ έγινε η πρώτη πόλη στην οποία απονεμήθηκε ο τίτλος της “Ηρωϊκής Πόλης”.
Μια από τις πιο συγκλονιστικές μαρτυρίες της πολιορκίας είναι οι λιγοστές σελίδες από το ημερολόγιο της μικρής Τάνιας Σαβίτσεβα, 11χρονών όταν ξεκίνησε η πολιορκία, όπου καταγράφει τους θανάτους των μελών της οικογένειάς της. Η ίδια εκκενώθηκε από την πόλη μαζί με 140 παιδιά το καλοκαίρι του 1942, ήταν όμως αργά πια για εκείνη, καθώς η υγεία της είχε κλονιστεί ανεπανόρθωτα. Έφυγε από τη ζωή την 1η Ιούλη 1944. Το ημερολόγιο της χρησιμοποιήθηκε ως τεκμήριο εγκλημάτων πολέμου στη δίκη της Νυρεμβέργης. Αποτελείται από λίγες φράσεις, κάθε σελίδα αφιερωμένη και σε έναν νεκρό:
Η Σένια πέθανε στις 28 Δεκέμβρη 1941 στις 12 το μεσημέρι.
Η γιαγιά πέθανε στις 25 Γενάρη 1942, στις 3 το απόγευμα
Ο Λιόκα πέθανε στις 17 Μάρτη 1942 στις 5 το πρωί
Ο θείος Βάσια πέθανε στις 13 Απρίλη 1942 στις 2 μετά τα μεσάνυχτα
Ο θείος Λιόσα στις 10 Μάη στις 4 το απόγευμα
Η μαμά στις 13 Μάη στις 7.30 το πρωί.
Οι Σαβίτσεφ πέθαναν
Όλοι πέθαναν
Μόνο η Τάνια έμεινε