Πώς φτάσαμε στη “Ματωμένη Κυριακή” και τα Δεκεμβριανά – Από το Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ
Αν τώρα τολμήσουν δυναμικές λύσεις, φανταστείτε τι θα τολμήσουν μεθαύριο, στην περίπτωση που θ’ αποστρατευόταν ο ΕΛΑΣ και θα παρέμεναν πάνοπλες οι δυνάμεις της Δεξιάς.
Τα Δεκεμβριανά δεν ήρθαν ως κεραυνός εν αιθρία, αλλά ως αποκορύφωμα της πολιτικής κρίσης στους κόλπους της κυβέρνησης “Εθνικής Ενότητας”, καθώς οι αστικές δυνάμεις και οι Βρετανοί απαιτούσαν τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, διατηρώντας όμως την Ορεινή Ταξιαρχία και τον Ιερό Λόχο, σφόδρα αντικομμουνιστικές αμφότερες, κατά παράβαση της -έτσι κι αλλιώς απόλυτα λανθασμένης – Συμφωνίας του Λιβάνου που προέβλεπε γενικό αφοπλισμό των ένοπλων σχηματισμών στην Ελλάδα. Το χρονικό που οδήγησε αρχικά στην αιματηρή καταστολή του ΕΑΜικού συλλαλητηρίου και στη συνέχεια στην έναρξη των εχθροπραξιών, η διστακτικότητα της ηγεσίας του ΕΑΜ και του ΚΚΕ σε αντιδιαστολή προς την απόλυτη εγρήγορση των αντιπάλων τους, αναδεικνύονται μέσα από το σχετικό απόσπασμα στον τόμο Β1 του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ, που καλύπτει την περίοδο 1939-1949:
Στα τέλη Νοέμβρη του 1944 η πολιτική κρίση στους κόλπους της κυβέρνησης “Εθνικής Ενότητας” έφτασε στο αποκορύφωμά της, με αιχμή τον αφοπλισμό του λαϊκού κινήματος, του ΕΛΑΣ. Από τη διάλυση όλων των ένοπλων σχηματισμών εξαιρούνταν η Ορεινή Ταξιαρχία και ο Ιερός Λόχος, παρότι προβλεπόταν από τη Συμφωνία του Λιβάνου ο αφοπλισμός όλων των στρατιωτικών δυνάμεων. Μάλιστα, στις 22 Νοέμβρη 1944, σχετική απόφαση του Γ. Παπανδρέου όριζε στο άρθρο 2 παράγραφος 2:
“Εις τους άνδρας της Ορεινής Ταξιαρχίας θα παρασχεθούν αόριστοι άδειαι δια τας εστίας των…”
Το βράδυ της 30ής του μήνα ο Γ. Παπανδρέου, παρακάμπτοντας τους υπουργούς του ΕΑΜ και τις ξεκάθαρα διατυπωμένες ενστάσεις τους, έδωσε στον Τύπο απόφαση, με την οποία όριζε για κάποιες περιοχές την 1η Δεκέμβρη ως μέρα παράδοσης του οπλισμού της Εθνικής Πολιτοφυλακής και ανάληψης της “τήρησης της τάξης” από τα υπό σύσταση Τάγματα Εθνοφυλακής. Όσοι δε συμμορφώνονταν, απειλούνταν με ποινικές διώξεις.
Το ίδιο βράδυ, ο Γ. Σιάντος απέστειλε τηλεγράφημα στο Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ που έλεγε ότι “η κατάσταση είναι κρίσιμη και πρέπει να βρισκόμαστε σε επιφυλακή”. Την επομένη (1 Δεκέμβρη), απευθυνόμενος στην ΚΕ του ΕΑΜ, ο Γ. Σιάντος τόνισε:
“Αν τώρα τολμήσουν δυναμικές λύσεις, φανταστείτε τι θα τολμήσουν μεθαύριο, στην περίπτωση που θ’ αποστρατευόταν ο ΕΛΑΣ και θα παρέμεναν πάνοπλες οι δυνάμεις της Δεξιάς. Αγωνιζόμαστε για την ομαλή δημοκρατική εξέλιξη, αλλά σε καμία περίπτωση δε θα παραδώσουμε το λαό στο έλεος των φασιστών. Έχουμε τη δύναμη να τους αντιμετωπίσουμε, όχι μόνο από τον ομαλό δρόμο, αλλά, αν το θελήσουνε, και δυναμικά”.
Ταυτόχρονα με τη δημοσιοποίηση της απόφασης του Γ. Παπανδρέου, εκδόθηκε από το Βρετανό στρατηγό Ρ. Σκόμπι Ημερήσια Διαταγή με την οποία αναγγελόταν η διάλυση της Εθνικής Πολιτοφυλακής από την 1η Δεκέμβρη και των ΕΛΑΣ και ΕΔΕΣ από τις 10-20 του ίδιου μήνα.
Στην προκήρυξη που εξέδωσε την ίδια μέρα ο στρατηγός Σκόμπι τόνισε:
“Στέκομαι σταθερά εις το πλευρόν της σημερινής συνταγματικής Κυβερνήσεως μέχρις ότου το Ελληνικόν Κράτος δυνηθή να αποκατασταθή με νόμιμον ένοπλον δύναμιν εις τας διαταγάς του, και να ημπορούν να γίνουν ελεύθεραι εκλογαί. Εάν όλοι μαζί δεν επιτύχωμεν αυτό, το νόμισμα ΔΕΝ θα κρατηθή σταθερόν και ο λαός ΔΕΝ θα τραφή. Εγώ θα προστατεύσω σας και την Κυβέρνησίν σας εναντίον οιασδήποτε απόπειρας πραξικοπήματος οποθενδήποτε προερχομένης ή άλλης πράξεως βιαίας και αντισυνταγματικής”.
Την ίδια μέρα οι υπουργοί του ΕΑΜ Α. Σβώλος, Γ. Ζέβγος, Μ. Πορφυρογένης, Ν. Ασκούτσης, Η. Τσιριμώκος και Α. Αγγελόπουλος υπέβαλαν τις παραιτήσεις τους από την κυβέρνηση “Εθνικής Ενότητας” σε ένδειξε διαμαρτυρίας (στις 4 Δεκέμβρη παραιτήθηκε και ο υφυπουργός Στρατιωτικών Πτολεμαίος Σαρηγιάννης).
Αψηφώντας τις διαταγές των Παπανδρέου και Σκόμπι η Εθνική Πολιτοφυλακή δεν παρέδωσε τον οπλισμό της, ενώ μαζικές και μαχητικές εκδηλώσεις ξέσπασαν σε όλη την Ελλάδα κατά του αφοπλισμένου ΕΛΑΣ.
Την ίδια στιγμή, η Ορεινή Ταξιαρχία ακροβολίστηκε στους λόφους του Υμηττού, μεταξύ των συνοικιών Ζωγράφου και Καισαριανής, ενώ ο Ναπ. έρβας αναχώρησε βιαστικά για την Ήπειρο, όπου βρισκόταν ο κύριος όγκος των δυνάμεων του ΕΔΕΣ.
Παίρνοντας υπόψη τα παραπάνω, το Α’ Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ εκπόνησε Σχέδιον Ενεργείας με σκοπό την αντιμετώπιση “παντός πραξικοπήματος της αντιδράσεως”. Το Σχέδιο εντόπιζε τις δυνάμεις που διέθετε ο αντίπαλος σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο (κατά κύριο λόγο τα στρατιωτικά τμήματα που ήταν συγκεντρωμένα στο Γουδή – Ορεινή Ταξιαρχία, Σχολή Χωροφυλακής, Γερμανοτσολιάδες και Ιερός Λόχος- και σε συνέχεια τα κατά τόπους αστυνομικά τμήματα, τις διάσπαρτες μονάδες της χωροφυλακής, τους Χίτες και άλλες “παρεμφερείς οργανώσεις”, τις δυνάμεις της Γενικής Ασφάλειας, του ανασυγκροτημένου Μηχανοκίνητου του Μπουραντά κλπ), χαράσσοντας ταυτόχρονα τις βασικές κατευθυντήριες γραμμές για την εξουδετέρωση – αντιμετώπισή τους.
Απέναντι σε μια εκτιμώμενη δύναμη 11.000 περίπου ανδρών, που είχε στη διάθεσή της τη δεδομένη στιγμή η αστική τάξη στην πρωτεύουσα (πλην των Βρετανών), ο ΕΛΑΣ μπορούσε σε πρώτη φάση να αντιπαρατάξει το Α” ΣΣ (1η και 2η Ταξιαρχία Αθηνών με 4 Συντάγματα, 50 Ανεξάρτητο Σύνταγμα Περιχώρων και 60 Ανεξάρτητο Σύνταγμα Πειραιά), καθώς και τη ΙΙ Μεραρχία (Αττικοβοιωτίας). Σύνολο δύναμης του ΕΛΑΣ: 10.350 μαχητές.
Στις 2 Δεκέμβρη το υπουργικό Συμβούλιο -δίχως πλέον τους ΕΑΜικούς αντιπροσώπους- υπέγραψε το Διάταγμα για τη διάλυση του ΕΛΑΣ, του ΕΛΑΝ, του ΕΔΕΣ “και πάσης άλλης τυχόν υφιστάμενης οργανώσεως”, κηρύσσοντας ταυτόχρονα την “επιστράτευσιν απάντων των εφέδρων αξιωματικών και οπλιτών”. Μέρα έναρξης της αποστράτευσης ορίστηκε η 10η Δεκέμβρη.
Η ΚΕ του ΕΑΜ σε μια ολονύκτια συνεδρίαση (30 Νοέμβρη – 1 Δεκέμβρη) είχε ήδη αποφασίσει: α) Να απευθύνει έκκληση προς τις συμμαχικές κυβερνήσεις της Βρετανίας, της ΕΣΣΔ και των ΗΠΑ. β) Να πραγματοποιηθεί παλλαϊκή συγκέντρωση στην Πλατεία Συντάγματος την Κυριακή 3 Δεκέμβρη. γ) Να κηρυχτεί παλλαϊκή απεργία τη Δευτέρα 4 Δεκέμβρη και δ) να ανασυγκροτηθεί η ΚΕ του ΕΛΑΣ.
H κυβέρνηση Παπανδρέου αρχικά έδωσε την άδεια για τη συγκέντρωση της Κυριακής. Λίγες ώρες αργότερα, ωστόσο, την ανακάλεσε. όπως ενημέρωσε το Βρετανό πρέσβη Ρ. Λίπερ ο υπουργός εφοδιασμού Θεμ. Τσάτσος, «το υπουργικό συμβούλιο αποφάσισε να δώσει εντολή στην αστυνομία να σταματήσει τη διαδήλωση ακόμα και με τα όπλα». Στις 2 Δεκέμβρη αποβιβάστηκαν στο Φάληρο 6000 Βρετανοί στρατιώτες και 2 ελληνικά τάγματα από την Αίγυπτο.
Από τη μεριά τους, οι δυνάμεις του ΕΑΜ και του ΚΚΕ είχαν ριχτεί στη μάχη για την επιτυχία του κυριακάτικου συλλαλητηρίου. Θα αψηφούσαν την απαγόρευση. Ο ΕΛΑΣ θα έπαιρνε μέρος, αλλά άοπλος, ενώ όλες οι κομματικές, ΕΑΜικές και ΕΛΑΣίτικες δυνάμεις θέτονταν σε επιφυλακή. Η Διοίκηση του Α’ Σώματος στρατού του ΕΛΑΣ μεταφέρθηκε στην Κυψέλη, δίπλα στην ΚΟΑ του ΚΚΕ για παν ενδεχόμενο.
Στις 3 Δεκέμβρη, από νωρίς το πρωί, χιλιάδες κόσμου άρχισαν να συρρέουν στις προσυγκεντρώσεις, που είχαν καθοριστεί σε κάθε λαϊκή συνοικία της Αθήνας και του Πειραιά. Σύντομα, τα δεκάδες ρυάκια λαού συνέκλιναν σε μια τεράστια λαοθάλασσα, με κατεύθυνση την πλατεία Συντάγματος. Καθώς η κεφαλή της πορείας πλησίαζε την πλατεία, οι δυνάμεις του Έβερτ, που ήταν παραταγμένες μπροστά στο κτήριο του αρχηγείου της αστυνομίας (γωνία Πανεπιστημίου και Βασιλίσσης Σοφίας), άνοιξαν πυρ στο άοπλο πλήθος. Οι πυροβολισμοί πύκνωσαν από διάφορες κατευθύνσεις, σκορπώντας το θάνατο. Ο απολογισμός αυτής της επίθεσης ήταν 21 νεκροί και 140 τραυματίες.
Στις 14.30 το Α’ ΣΣ του ΕΛΑΣ εξέδωσε «Διαταγή επιχειρήσεων», για την εφαρμογή του Σχεδίου Ενεργείας από την επόμενη το πρωί. Ακολούθως, οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ διατάχτηκαν να προχωρήσουν στον αφοπλισμό των αστυνομικών τμημάτων και της χωροφυλακής, αποφεύγοντας ταυτόχρονα κάθε εμπλοκή με τους Βρετανούς. Διατάχτηκε επίσης η κινητοποίηση της ΙΙ Μεραρχίας και του Μηχανοκίνητου τμήματος του ΕΛΑΣ. Η Διοίκηση του Α’ ΣΣ μεταφέρθηκε στη Νέα Φιλαδέλφεια.
Κατά τα μεσάνυχτα, ωστόσο, εκδόθηκε νέα διαταγή, η οποία ακύρωνε την προηγούμενη, περιορίζοντα τη δράση του ΕΛΑΣ στον αφοπλισμό της χωροφυλακής των προαστίων και τη συντριβή των Χιτών που βρίσκονταν συγκεντρωμένοι στο Θησείο. Είχε προηγηθεί σύσκεψη στελεχών της ΚΕ του ΕΛΑΣ με το Α’ ΣΣ, όπου συζητήθηκε ο συσχετισμός δυνάμεων στην πρωτεύουσα. Σε αυτή, αφού επισημάνθηκαν τα λάθη της Καζέρτα, τη μη συγκέντρωσης ανδρών και οπλισμού στην Αθήνα κλπ, καταλήχτηκε ότι στην παρούσα κατάσταση μια αναμέτρηση μεταξύ του ΕΛΑΣ και της εγχώριας Αντίδρασης θα είχε αναμφίβολα νικηφόρο αποτέλεσμα, ωστόσο, μια ενδεχόμενη εμπλοκή των Βρετανών θα ανέτρεπε εντελώς την ισορροπία δυνάμεων. Έπρεπε επομένως να προηγηθεί μια μεγαλύτερη συγκέντρωση δυνάεμων του ΕΛΑΣ στην πρωτεύουσα ως τις 10 Δεκέμβρη, οπότε έληγε και το τελεσίγραφο για τον αφοπλισμό του.
Αυτά, την ώρα που ο αντίπαλος δεν έδειχνε παρόμοια αναβλητικότητα. Το ίδιο βράδυ 2 τάγματα της Ορεινής Ταξιαρχίας κινήθηκαν ανενόχλητα και εγκαταστάθηκαν στα Παλιά Ανάκτορα, το Μετοχικό Ταμείο Στρατού και το Πανεπιστήμιο. Ο Τσόρτσιλ, από τη μεριά του, πίεζε το στρατηγό Ουίλσον (ανώτατο αρχηγό των Χερσαίων Συμμαχικών Δυνάμεων Μεσογείου) να αποσπάσει δυνάμεις από το ιταλικό μέτωπο και να τις αποστείλει άμεσα στην Αθήνα:
«Είμαι βέβαιος», τόνιζε σε σχετικό του τηλεγράφημα, «ότι βλέπετε την κατάσταση με στενό πνεύμα. Καταστροφή στην Ελλάδα λόγω ελλείψεως λίγων ταγμάτων θα ήταν λυπηρό πράγμα και θα είχε συνέπειες σε μεγάλη κλίμακα. Η καταστροφή στην Αθήνα δεν ισοσταθμίζετε με την κατάληψη της Μπολώνιας. Γνωστοποιείστε μου τι αποφασίζετε.
Η ακύρωση των επιχειρήσεων του ΕΛΑΣ άργησε να φτάσει στις μονάδες, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις δημιούργησε σύγχυση, απογοήτευση, ακόμα και αγανάκτηση.
Notice: Only variables should be assigned by reference in /srv/katiousa/pub_dir/wp-content/themes/katiousa_theme/comments.php on line 6
1 Trackback