Πώς πήρε το όνομά του ο Ε.Λ.Α.Σ, – Μια μαρτυρία του Πολύδωρου Δανιηλίδη για τον χαρακτήρα και την ονομασία του
Οι αξιωματικοί μας ήξεραν πολύ καλά τη δουλειά τους. Έβαζαν στην πραγματικότητα το πιο κεντρικό πολιτικό ζήτημα: πού θα τραβούσαμε μετά την απελευθέρωση. Εκείνοι που δεν καταλάβαιναν ήταν τα μέλη του ΠΓ. Δεν είχαν σαφή πολιτικό προσανατολισμό για τους γενικότερους σκοπούς του κινήματος. Δεν ήταν σε θέση να φαντασθούν πώς θα μπορούσαν να φτάσουν στην εξουσία.
Μια ενδιαφέρουσα και χρήσιμη μαρτυρία για τον χαρακτήρα και το όνομα του θρυλικού ΕΛΑΣ, από τον Πολύδωρο Δανιηλίδη, μέλος τότε της ηγεσίας του ΚΚΕ και υπεύθυνος της ΚΕ της Στρατιωτικής Οργάνωσης. Η μαρτυρία αυτή, που δείχνει τις αντιφάσεις και τους ορίζοντες της πολιτικής ηγεσίας -που δεν έφταναν ως το ζήτημα της εξουσίας- περιλαμβάνεται στο βιβλίο “Ο Πολύδωρος θυμάται” που κυκλοφόρησε αρχικά από τις “Ιστορικές Εκδόσεις” για να επανακυκλοφορήσει πριν λίγα χρόνια από τις εκδόσεις “Εκτός των Τειχών”.
Μες στο Γενάρη, λοιπόν, συνεχίσαμε δραστήρια τη στρατολόγηση των αξιωματικών. Σε μια σύσκεψη που είχα με το Μακρίδη και τον Παπασταματιάδη, εγώ -σύμφωνα με τη θέση του ΕΑΜ και τις οδηγίες που μου είχαν δοθεί από το κόμμα- τους είπα ότι σκεφτόμασταν να κάνουμε ένα στρατό τέτοιο που τότε θ’ αγωνίζονταν ενάντια στους κατακτητές και αργότερα θα ήταν σε θέση να εμποδίσει ενδεχόμενα πραξικοπήματα από οποιουσδήποτε υποψήφιους δικτάτορες που θα απειλούσαν την ελευθερία του Ελληνικού λαού.
“Αυτό δε λέει τίποτα” μου απάντησαν μ’ ένα στόμα οι δυο αξιωματικοί. Ο στρατός είναι ένα όργανο που πρέπει να έχει μια συγκεκριμένη αποστολή, ένα συγκεκριμένο σκοπό. Απ’ αυτό θα εξαρτηθεί και η οργανωτική του συγκρότηση. Ανάλογα με το σκοπό θα δράσει. Δε γίνεται στρατός χωρίς σκοπό. “Όπως με του ράφτη τα εργαλεία δεν μπορείς να φτιάσεις παπούτσια, κι όπως με του τσαγκάρη δε φτιάνεις κοστούμι, έτσι κι ο στρατός μπορεί να κάνει αυτό μόνο, για το οποίο έχει δημιουργηθεί. Γι’ αυτό από τώρα πρέπει να μας πείτε για ποιο σκοπό τον θέλετε τον στρατό, ώστε να τον φτιάξουμε ανάλογα”.
Καταναλώσαμε δυο μέρες συζητώντας. Δεν πείθονταν οι δυο στρατιωτικοί. Μου δήλωσαν, δε, πως αν από έλλειψη εμπιστοσύνης δε θέλαμε να τους πούμε το σκοπό του στρατού, μπορούσαμε να αναθέσουμε σ’ άλλους αυτή την αποστολή.
Πέρασαν κι άλλες μέρες κι ο Σιάντος δεν εννοούσε να εξηγήσει τι ακριβώς γύρευε από το νέο στρατό. Με κατσάδιασε μάλιστα που άρχισαν να σκοντάφτω από τα πρώτα βήματα και δεν εξήγησα στους δύο αξιωματικούς το πρόγραμμα του ΕΑΜ. Του απάντησα πως εγώ είχα δώσει τις εξηγήσεις μου, αλλά εκείνοι δεν πείθονταν. Ήθελαν συγκεκριμένες οδηγίες για να ξέρουν τι θα κάνουν και τι σκαριά θα βάλουν για το νέο στρατό που θα φτιάξουν. Δήλωσε πως θα ‘ρχοταν ο ίδιος να τους μιλήσει.
Ορίσαμε μια σύσκεψη κι ήρθαν ο Τζήμας, ο Ρούσσος κι ο Σιάντος. (Ο Ιωαννίδης δεν είχε φύγει ακόμα από την Πέτρα). Κι αυτοί ανέπτυξαν με τη σειρά τους το πρόγραμμα του ΕΑΜ στους δύο αξιωματικούς. Και πάλι εκείνοι τους απάντησαν πως αυτό δεν τους έλεγε τίποτε και ξαναπρόβαλαν τα επιχειρήματά τους. Επειδή δεν καταλήξαμε σε συνεννόηση, ορίσαμε κι άλλη συνάντηση. Και βρεθήκαμε πάλι μπροστά στο αμείλικτο ερώτημα των δύο αξιωματικών: μια κυβέρνηση θα κληθεί να ανατρέψει ο νέος στρατός ή ένα ολόκληρο σύστημα; Οι αξιωματικοί μας ήξεραν πολύ καλά τη δουλειά τους. Έβαζαν στην πραγματικότητα το πιο κεντρικό πολιτικό ζήτημα: πού θα τραβούσαμε μετά την απελευθέρωση. Εκείνοι που δεν καταλάβαιναν ήταν τα μέλη του ΠΓ. Δεν είχαν σαφή πολιτικό προσανατολισμό για τους γενικότερους σκοπούς του κινήματος. Δεν ήταν σε θέση να φαντασθούν πώς θα μπορούσαν να φτάσουν στην εξουσία. Και γι’ αυτό τους ήταν αδύνατο να δώσουν σαφή απάντηση στο ερώτημα των αξιωματικών.
Μετά από λίγες μέρες και πολλές συζητήσεις υποχώρησαν οι δυο στρατιωτικοί, δηλώνοντας πως θα έφτιαχναν αυτό που ήθελε το ΠΓ, αλλά δε θα ήταν εκείνο που θα τους χρειαζόταν.
Αφού πήραμε, λοιπόν, αυτή την απόφαση, αρχίσαμε -με βάση αυτές τις ασαφείς οδηγίες- να φτιάνουμε ένα, μεσοβέζικο από το ξεκίνημά του, στρατό. Ένα στρατό που δε θα ήταν όπως τον ήθελαν οι αξιωματικοί μας. Και τούτο, γιατί το κόμμα το ίδιο δεν είχε ξεκαθαρισμένο τον πολιτικό του σκοπό. Κι η μεγαλύτερη απόδειξη στάθηκε το ότι δεν μπορέσαμε μέχρι το τέλος ν’ αντιμετωπίσουμε τους Εγγλέζους και τ’ άλλα εμπόδια που έμπαιναν.
Χαρακτηριστικά γράφει ο Θ. Χατζής: “Η αντίληψη τότε ήταν να δημιουργηθεί δίπλα στις κομματικές οργανώσεις μια στρατιωτική οργάνωση, με σκοπό να χρησιμοποιηθεί σε κατάλληλη στιγμή από το κόμμα, όταν θα έμπαινε το πρόβλημα της εξουσίας. Οι στρατιωτικοί μας διαφωνούσαν πάνω σ’ αυτό κι επέμεναν ότι δεν μπορεί νάναι αξιόλογη καμιά δύναμη, όταν κρατιέται στο ράφι, αλλά πρέπει να ριχτεί στον πόλεμο. Μόνο έτσι θα δοκιμαστεί, θα αναπτυχθεί και θα μαχητικοποιηθεί, και το κόμμα θα ξέρει σίγουρα τι δύναμη διαθέτει.
Η δημιουργία του νέου στρατού άρχισε με βάση τη γενική απόφαση της 8ης Ολομέλειας ότι πρέπει να φτιάξουμε στρατό για να μπορέσουμε να πολεμήσουμε τον κατακτητή. Κι είναι τούτο χαρακτηριστικό για την Ελλάδα: ότι μέχρι το Γενάρη του 1942, μέχρι που να πάρει, δηλαδή, η 8η Ολομέλεια αυτή την απόφαση, δεν υπήρχε καμιά προηγούμενη σχετική απόφαση. Η 6η Ολομέλεια είχε θίξει το θέμα του στρατού, αλλά γενικά και αόριστα. Εστίες αντιστασιακές μεμονωμένες υπήρχαν. Πχ στη Μακεδονία δρούσε μια ομάδα με τ’ όνομα “Οδυσσέας Ανδρούτσος”. Ήταν η ομάδα του Λαζάνη. Επίσης, δρούσε η ομάδα του Μόσχου “Αθανάσιος Διάκος”. Μ’ αυτές τις ομάδες εμείς δεν είχαμε συνδέσεις. Γιατί, ήδη από το Δεκέμβρη του 1941, ο Άρης προοριζόταν για το αντάρτικο. Εμείς, βέβαια -μολονότι Κεντρική Επιτροπή της Στρατιωτικής Οργάνωσης του ΕΑΜ- δεν είχαμε καμιά συμμετοχή σ’ αυτά από την αρχή. Τα θέματα αυτά τα διαχειρίζονταν το ΠΓ, που ούτε το ίδιο είχε πολλές πληροφορίες ούτε εμάς μας έδινε.
Και για τα γεγονότα της Δράμας, την παράκαιρη δηλαδή εξέγερση ενάντια στους Βουλγάρους, τον Αύγουστο με Σεπτέμβρη του 1941, το ίδιο ισχύει. Εμείς τα πληροφορηθήκαμε πολύ αργότερα. Τα συζητήσαμε, βέβαια, και είχαμε την άποψη πως ήταν ένα ανώριμο ξέσπασμα, ανοργάνωτο, και γι’ αυτό είχε αυτές τις συνέπειες. Δεν είχε γίνει καμιά σωστή εκτίμηση και καμιά προοπτική από νωρίτερα. Έπρεπε οι οργανώσεις μας εκεί να αποφύγουν κάθε χτύπημα πριν συνδεθούν καλά με τον λαό. Έτσι μόνον θα μπορούσαν ν’ αντιμετωπίσουν τους Βουλγάρους, που επιδίωξαν μια πρόωρη πρόκληση, για να μπορέσουν να χτυπήσουν οριστικά το κίνημα. Κι αυτό έκαναν. Τότε, ακόμα και μεμονωμένοι άνθρωποι έπαιρναν το όπλο τους κι έβγαιναν στο βουνό, γιατί τους κυνηγούσαν οι Ιταλοί. Π.χ. στην Πελοπόννησο, οι δυο αδελφοί αξιωματικοί, οι Κανελλόπουλοι.
Οργανωμένη δουλειά, όμως, μπορεί να θεωρηθεί αυτή που άρχισε μετά την 8η Ολομέλεια, γιατί τότε ορίσθηκαν και τα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής της Στρατιωτικής Οργάνωσης του ΕΑΜ, που κατόπιν ονομάσθηκε ΚΕ του ΕΛΑΣ. Βέβαια, από τη μια, η εσωτερική κατάσταση του κόμματος βάραινε πολύ, από την άλλη, η επιλογή των προσώπων σε θέσεις-κλειδιά δεν ήταν και τόσο πετυχημένη. Ήσαν άνθρωποι που δεν είχαν ιδέα τι θα φτιάξουν. Από το άλλο μέρος, δεν υπήρχε καμιά σύνδεση με το μπολσεβίκικο κόμμα.
Από τα πρώτα βήματα άρχισε να μας απασχολεί η ονομασία του στρατού που θα φτιάχναμε. Τις τελευταίες μέρες του Γενάρη πήρα ένα σημείωμα από το Γ. Σιάντο, στο οποίο ανέφερε ότι το ΠΓ πρότεινε να ονομασθεί ο νέος στρατός Ε.Λ.Σ. -δηλαδή Ελληνικός Λαϊκός Στρατός- και ζητούσε να πούμε κι εμείς, σα μέλη της ΚΕ, τη γνώμη μας πάνω σ’ αυτό.
Είναι θετικό σημείο υπέρ του Σιάντου το ότι ήθελε να γίνει κάτι ξεχωριστό ο στρατός και να έχει τη δική του ονομασία. Γι’ αυτό και μας κάλεσε να κάνουμε ειδική συνεδρίαση, στην οποία θα έπαιρναν μέρος: 1) Ο γραμματέας του ΕΑΜ, Θ. Χατζής, 2) ο κομματικός γραμματέας της Οργάνωσης Αθήνας, Α. Τζήμας, 3) ο υπεύθυνος της Κ.Ε. της Στρατιωτικής Οργάνωσης, δηλαδή εγώ και 4) ο υπεύθυνος της Στρατιωτικής Οργάνωσης Αθήνας, Σπ. Κωτσάκης (Νέστορας).
Θυμάμαι ήταν η 2η του Φλεβάρη του 1942. Έπεφτε μια τρομερή, κατακλυσμιαία βροχή, απ’ αυτές τις αθηναϊκές βροχές που, όταν πιάνουν, πλημμυρίζουν τα πάντα, και ιδίως τις φτωχογειτονιές. Ξεκινήσαμε και οι τέσσερίς μας, εγώ από το συνοικισμό της Ν. Ελβετίας, ο Κωτσάκης από το τέρμα Πατησίων, ο Τζήμας από το Γαλάτσι και ο Χατζής από το Βύρωνα. Χωρίς αδιάβροχα, μα και χωρίς παλτό, ντυμένοι και ποδεμένοι με τ’ απομεινάρια απ’ τις φυλακές και τις εξορίες, ξεκινήσαμε να δώσουμε το όνομα του στρατού που θα έφερνε τη Λευτεριά στον τόπο μας και θα γινόταν θρύλος. Λόγω αυτής της κατακλυσμιαίας βροχής -κι όπως ήταν κατοχή και σκοτάδι, κι ο κόσμος πεινούσε και κρύωνε και κλείνονταν στα σπίτια του- δεν έβλεπες άνθρωπο στο δρόμο. Από τη Ν. Ελβετία ίσαμε τη Στέγη Πατρίδος -3-4 χιλιόμετρα απόσταση- δε συνάντησα ούτε έναν άνθρωπο. Μόνο στη Στέγη Πατρίδος συνάντησα έναν, κι αυτός ήταν δικός μας, ο Β. Μαρκεζίνης, που πήγαινε κι αυτός σε κομματική δουλειά. “Μόνον κομμουνιστές κυκλοφορούνε με τέτοιον καιρό”, του είπα όταν χαιρετηθήκαμε.
Όταν έφτασα στη λεωφόρο Αλεξάνδρας και προχώρησα στον πρώτο δρόμο μετά το γήπεδο του Παναθηναϊκού, πριν φτάσουμε στις φυλακές Αβέρωφ, βρήκα τον Σπύρο Κωτσάκη στο σημείο του ραντεβού μας να στέκεται με μια ομπρέλα κάτω από την προεξοχή ενός σπιτιού. Σε λίγο έφτασαν και οι άλλοι δύο -ο Θανάσης Χατζής και ο Ανδρέας Τζήμας- και καταμουσκεμένοι πήγαμε σ’ ένα σπίτι- του Φλούλη του δικηγόρου θαρρώ πως ήτανε- που δούλευε στην Αλληλεγγύη και τον έπιασαν μετά και τον τουφέκισαν. Στο σπίτι δεν ήταν κανείς, αλλά είχε τα κλειδιά ο Θ. Χατζής και μπήκαμε. Ο υπεύθυνος του ΕΑΜ σε λίγο έφυγε, γιατί είχε συναντήσεις άλλες με πολιτικά πρόσωπα, και μείναμε τρεις.
Όταν ήρθε το θέμα της ονομασίας της Στρατιωτικής Οργάνωσης, ένας από μας πρότεινε να προστεθεί μεταξύ του Λ και το Σ το γράμμα Α και αντί ΕΛΣ να γίνει ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός). Την προσθήκη αυτή την διεκδικεί ο τότε υπεύθυνος της Στρατιωτικής Οργάνωσης Αθήνας, Σπύρος Κωτσάκης. Κανείς μας δεν σκέφθηκε να του αμφισβητήσει την τιμή αυτή, εκτός από ‘κείνους που θέλουν να πλαστογραφούν την ιστορία.
Το πετυχημένο όνομά του σκόρπισε ενθουσιασμό στις γραμμές των αγωνιστών. Σε συνέχεια, η θαρραλέα δράση του ενάντια στους χιτλεροφασίστες, στα βουνά και μέσα στις πόλεις, σκορπούσε τον ενθουσιασμό, τη χαρά και την ελπίδα σ’ όλο το λαό, που άρχισε να τον περιβάλλει μ’ αγάπη και φροντίδα, ενώ κατά χιλιάδες τα παιδιά του περνούσαν εθελοντικά στις γραμμές του και πολεμούσαν τραγουδώντας το “Εμπρός ΕΛΑΣ για την Ελλάδα”.