Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: «Παπανδρέου παπατζή εμπατίρησες κι εσύ!»
“Από το βουητό και μόνο τους έπιασε τρόμος μη πέσουν στα χέρια του λαού και έκαναν ναύτες – ταγματαλήτες – προδότες και όλους που βρίσκονταν στα γύρω κτίρια να τρέξουν σαν τα ποντίκια να κρυφτούν μέσα στου Βάττη πίσω από τα εγγλέζικα άρματα μάχης, που άνοιξαν αμέσως τους προβολείς τους και άρχισαν να σκοπεύουν τα κανόνια τους δεξιά και αριστερά…”
Δεν είχαν συμπληρωθεί δύο μήνες από την ημέρα 12/10/1944, που ο ΕΛΑΣ είχε απελευθερώσει την Αθήνα και τον Πειραιά, είχε δοθεί νικηφόρα και αποτελεσματική μάχη της Ηλεκτρικής στο Κερατσίνι από τον εφεδρικό ΕΛΑΣ της περιοχής, με επικεφαλής τον καπετάνιο του 6ου Συντάγματος Πειραιά, συναγωνιστή Νίκανδρο Κεπέση («Αγαμέμνων»), που κατεύθυνε την επιχείρηση, να σωθεί το εργοστάσιο από την ανατίναξη και βυθιστεί όλη η Αττική στο σκοτάδι, την εξόντωση της δύναμης των φασιστών προτού πλησιάσουν το εργοστάσιο, την απώλεια 11 ΕΛΑΣιτών, μεταξύ τους ένας καπετάνιος λόχου, και άρχισαν οι προκλήσεις των εχθρών της ομαλότητας.
Να μην προχωρήσει η χώρα ομαλά και δημοκρατικά στη λύση των προβλημάτων που πρόβαλαν μετά την απελευθέρωση.
Προβλήματα που είχαν συμφωνηθεί να λυθούν αμέσως μεταξύ του ΕΑΜ που καθοδηγούσε το απελευθερωτικό κίνημα, με επικεφαλής το ΚΚΕ, εμπνευστή, οργανωτή και μεγάλο αιμοδότη αυτού του μεγαλείου που έμεινε στη συνείδηση του λαού (για το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) και της κυβέρνησης που είχε καταφύγει στην Αίγυπτο.
Ο λαός ελεύθερα με εκλογές και δημοψήφισμα να αποφασίσει για την κυβέρνηση και το πολίτευμα που ήθελε.
Όμως το παλιό πολιτικό σύστημα υπό την καθοδήγηση των Άγγλων ιμπεριαλιστών, που έβλεπαν το λαό συσπειρωμένο στο ΕΑΜ και το ΚΚΕ τον θεωρούσαν εμπόδιο στα σκοτεινά τους σχέδια. Και ανέθεσαν στον Γεώργιο Παπανδρέου (παπατζή όπως εύστοχα τον χαρακτήρισε ο λαός μας), συνειδητό όργανο των Άγγλων ιμπεριαλιστών – όπως αποδείχτηκε από τα γεγονότα που ακολούθησαν – το ρόλο του υπονομευτή των λαϊκών αιτημάτων.
Με την επιστροφή του από το Κάϊρο, πέντε μέρες μετά την απελευθέρωση της πρωτεύουσας και ενώ ήταν απόλυτη η κυριαρχία του ΕΛΑΣ και της πολιτοφυλακής, αντί να εξαγγείλει χρονοδιάγραμμα εφαρμογής των συμφωνημένων και ανοικοδόμησης της χώρας από τις καταστροφές που άφησε η ναζιστική κατοχή και να καλέσει το λαό σ’ αυτή την προσπάθεια, ο Γ. Παπανδρέου έφερε μέσα στις αποσκευές του τις εντολές και τα σχέδια πώς να προ-καλέσει και να φτάσει στη σύγκρουση.
Οι Άγγλοι μπορούσαν τιμητικά να στείλουν ένα εκστρατευτικό σώμα να τιμήσουν την επιστροφή του ως προέδρου της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας. Αντί γι’ αυτό έστειλαν και τον συνοδεύσαν ισχυρότατες στρατιωτικές δυνάμεις πεζικού, πυροβολικού, αρμάτων μάχης που απέσυραν από τα μέτωπα της Ευρώπης και της Αφρικής μόνο και μόνο για να δείξουν ότι είναι δίπλα του και ταυτόχρονα να πατήσουν πόδι στην πατρίδα μας. Ήταν η μοναδική ευκαιρία να δικαιολογήσουν την παρουσία τους, ερχόταν σε ελεύθερη χώρα πια, δεν χρειαζόταν τόσος στρατός, αυτοί όμως προετοίμαζαν την ένοπλη επέμβαση.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας και το ΕΑΜ τήρησαν και σεβάστηκαν απόλυτα τις συμφωνίες που υπέγραψαν.
Τους θεωρούσαν συμμάχους στον αντιφασιστικό αγώνα, πως θα σεβαστούν και αυτοί τις συμφωνίες που υπέγραψαν.
Γι’ αυτό και η υποδειγματική τάξη και ηρεμία που ανέφερα στο πενθήμερο. Δεν επέτρεψαν σε κανέναν, ακόμα και στα χαροκαμένα θύματα των κατακτητών και των συνεργατών τους, να προβούν σε δικαιολογημένες και απόλυτα ανθρώπινες αντιδράσεις και βιαιοπραγίες εναντίον των ταγματαλητών προδοτών και μασκοφόρων με τις γερμανικές στολές, που υπέδειξαν στα μπλόκα αγωνιστές της Εθνικής Αντίστασης και εκτελέστηκαν επιτόπου. Είχαν παραδώσει πατριώτες στους κατακτητές και κλείστηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. Πίστεψε ο λαός ότι όλοι θα τιμωρηθούν ανάλογα με τα εγκλήματά τους, από δικαστήρια που θα δημιουργηθούν και θα λειτουργήσουν σε βάρος των συνεργατών του κατακτητή.
Αντί να γίνουν αυτά που περίμενε ο λαός, άρχισαν οι προκλήσεις η μια χειρότερη από την προηγούμενη, βάζουν σε προβληματισμό τους ΕΑΜικούς υπουργούς που συμμετέχουν στην κυβέρνηση, που το πάει; Τι επιδιώκει; αναρωτιούνται.
Ο Παπατζής βιάζεται, δεν αργεί να βγάλει το προσωπείο, να προκαλέσει ανοιχτά και να φτάσει εκεί που υπολογίζει αυτός και τα αφεντικά του. Ότι ο λαός δεν θα δεχθεί την υποταγή του, θα αντιδράσει, θα αντισταθεί και αυτοί θα τον συντρίψουν στρατιωτικά.
Απροσχημάτιστα και τελεσιγραφικά ζητά να αφοπλιστεί ο ΕΛΑΣ μέχρι τις 10 Δεκεμβρίου, γιατί τέτοιο στρατό δεν χρειάζεται πλέον η Ελλάδα και να μείνει συμβολικά ένα τμήμα 1.000 ανδρών, έναντι 1000 ανδρών του ΕΔΕΣ του Ζέρβα, 1000 ανδρών της Ορεινής Ταξιαρχίας, που τον ακολούθησε στην επιστροφή του, 1000 ανδρών της ταξιαρχίας του Ρίμινι που έφεραν από την Ιταλία, 1000 ανδρών του Ιερού Λόχου και 1000 ανδρών της χωροφυλακής.
Όλοι τους εφοδιασμένοι από τους Άγγλους με σύγχρονο βαρύ οπλισμό. Δηλαδή 1000 ΕΛΑΣίτες με αραβίδες και αυτόματα μόνο, έναντι 5000 μισθοφόρων δηλωμένων βασιλοφρόνων και εχθρών του λαϊκού κινήματος, πλαισιωμένοι από αξιωματικούς των ταγμάτων ασφαλείας που γύρισαν «απελευθερωτές» της πατρίδας μετά την απελευθέρωση της από τον ΕΛΑΣ. Αξιωματικοί που είχαν φυγαδευτεί στη Μέση Ανατολή με την έγκριση της κυβέρνησης του προδότη και δοσίλογου πρωθυπουργού Ράλλη και συμφωνία με τις Αγγλικές μυστικές υπηρεσίες.
Ο Παγκόσμιος Πόλεμος συνεχιζόταν, η ηγεσία του ΕΑΜικού κινήματος είχε ζητήσει επίσημα και είχε γίνει αποδεκτό, ο ΕΛΑΣ να παραμείνει και να λειτουργεί στη δομή και αποστολή που είχε δημιουργηθεί μέχρι να αποκατασταθεί και μπει σε ειρηνικό ρυθμό η χώρα μετά τις εκλογές και το δημοψήφισμα. Αυτός τώρα απαιτούσε τον αφοπλισμό και τη διάλυσή του.
Υπολόγισε ότι αν έμενε στρατιωτικά ακάλυπτο και άοπλο το λαϊκό κίνημα, θα ήταν εύκολη βορρά στα σχέδια των αποικιοκρατών και της ντόπιας αντίδρασης, που εκφραζόταν πλέον ανοιχτά στην επιστροφή του βασιλιά χωρίς δημοψήφισμα, διαιώνιση της παλιάς κατάστασης, το λαό πεταμένο στη γωνία ανήμπορο σε κάθε αντίσταση και τη γη μας ορμητήριο, «αεροπλανοφόρο» των Βρετανών κατά των Αραβικών χωρών και των πετρελαίων της περιοχής.
Η Κυριακή, 3 Δεκέμβρη ορίστηκε ημέρα απάντησης και απαίτησης του λαού να εκφράσει τη συμπαράστασή του, ο ΕΛΑΣ να παραμείνει Λαϊκός Στρατός, με συλλαλητήριο στην πλατεία Συντάγματος, κάτω από τα γραφεία της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ.
Οι Παπανδρέου – Εγγλέζοι βρήκαν την ευκαιρία που ζητούσαν. Έδωσαν διαταγές και οι δολοφόνοι με επικεφαλής τον Άγγελο Έβερτ, πράκτορα της Ιντέλιτζεντ Σέρβις, διευθυντή της κατοχικής Αστυνομίας, τον είχαν κρατήσει ακόμα στη θέση του, πήραν θέσεις για το αιματοκύλισμα που θα ακολουθούσε. Χτύπησαν με πολυβόλα τον άοπλο λαό που διαδήλωνε ειρηνικά τα αιτήματά του πάνω στην πλατεία από τα κεραμίδια της Βουλής και τις ταράτσες των γύρω κτιρίων που είχαν αναρριχηθεί.
Δεκάδες οι σκοτωμένοι και εκατοντάδες οι τραυματίες, ο λαός στη φονική πρόκληση, επέλεξε τον ένοπλο αγώνα και όχι τα δεσμά που του ετοίμαζαν.
Έτσι αρχίζει ο ηρωικός Δεκέμβρης των 33 ημερών.
Όλες οι ΕΑΜικές οργανώσεις εντάχθηκαν αμέσως στην λειτουργία της αντίστασης.
Τη λευτεριά που κέρδισε ο λαός με αγώνες διώχνοντας τους κατακτητές χάνοντας δεκάδες χιλιάδες αγωνιστές δεν θα την παρέδιδε τώρα στους Άγγλους, τον Παπανδρέδου και στους πρώην συνεργάτες των χιτλερικών, δοσίλογους, που βρήκαν τώρα νέους προστάτες να συνεχίσουν το έργο τους, που τόλμησαν και σήκωσαν κεφάλι εξαιτίας της πολιτικής του παπατζή.
Η ΕΠΟΝίτικη οργάνωση του κεντρικού Πειραιά συμμετέχοντας στην καθολική αντίσταση, έκανε καταμερισμό των δυνάμεών της και κάλυψε τις ανάγκες που δημιουργήθηκαν από τη νέα κατάσταση.
Όλοι ζήτησαν να τοποθετηθούν σε μάχιμα τμήματα πλάι στον ΕΛΑΣ και να σταλούν στην πρώτη γραμμή. Ορισμένοι όμως έπρεπε να χρησιμοποιηθούν ως σύνδεσμοι από την Κομματική Οργάνωση Βάσης (ΚΟΒ).
Η 4η ΚΟΒ του Κέντρου ανήκε στην 6η Αχτίδα της ΚΟΠ.
Η κάθε ΚΟΒ ήταν σταθμός διοίκησης της περιοχής της και επαφής με το λόχο, το τάγμα του ΕΛΑΣ και την Αχτίδα.
Ο 3ος λόχος πήρε θέσεις στην Μπουμπουλίνας στην Β’ Μεραρχία από Πασαλιμάνι, κήπο Τερψιθέας μέχρι την Τούμπα, με μέτωπο το μέγαρο Βάττη, γωνία Μπουμπουλίνας – Αγιου Σπυρίδωνος (Γιαχνί Σοκάκι) και πεζοδρόμιο λιμανιού.
Καθήλωσε μέσα σ’ αυτούς που έφεραν από τη Μέση Ανατολή ναύτες και άλλους, τους ταγματαλήτες και όλο το βούρκο της κατοχής που πρόλαβε να κρυφτεί, προστατευόμενοι από αγγλικά άρματα μάχης που πήραν θέσεις γύρω -γύρω από το κτίριο. Από αυτά 3 έκλεισαν σε διπλές σειρές το πλάτος της Μπουμπουλίνας με μέτωπο τη Σωκράτους (σημερινή Ηρώων Πολυτεχνείου) που ήταν τα γραφεία της ΚΟΠ και της Ραδιοναυτικής Εταιρείας.
Άλλα 2 σε διπλή σειρά και αυτά έκλεισαν την Αγίου Σπυρίδωνος με μέτωπο της Β’ Μεραρχίας (Τρούμπα)
Μια μονάδα αγγλικού στρατού από 150 άνδρες περίπου ήταν στρατοπεδευ-μένοι στην σχολή Αρχιμήδης) Β’ Μεραρχίας Κουντουριώτου – Πραξιτέλους με όλο τον οπλισμό τους που παρακολουθούσε τι γινόταν γύρω τους χωρίς να επεμβαίνουν.
Ο ΕΛΑΣ δεν προέβαινε στον αφοπλισμό τους. Ήταν μια εστία στα νώτα του μετώπου που εγκυμονούσε αμέσως τους κινδύνους.
Από την άλλη πλευρά της πόλης με τον 4ο Λόχο της Καστέλας κρατούσε τη γραμμή και γύρω από την πλατεία Αλεξάνδρας.
Άλλα τμήματα κρατούσαν τον Προφήτη Ηλία, Ευαγγελίστρια, Γούβα και Βάβουλα, Τροχιοδρόμων μέχρι τα παλιατζίδικα (πλατεία Ιπποδάμειας)
Ο σύνδεσμος θεωρήθηκε υποτιμητική επιλογή κατά τη γνώμη τους και δυσανασχέτησαν.
Σε 2-3 μέρες συντρίφτηκε τελείως η αντίδραση που πρόβαλαν αντίσταση, επικράτησε ο ΕΛΑΣ και ελευθερώθηκε η πόλη. Μοναδικά ερείσματα παρέμειναν το μέγαρο Βάττη και η Σχολή Δοκίμων, που δεν μπορούσαν να εξουδετερωθούν γιατί οι Άγγλοι από τη θάλασσα τροφοδοτούσε με εφεδρείες και Πολεμικό υλικό τους καθηλωμένους στα δυο κτίρια.
Στου Βάττη μάλιστα προέβαιναν σε αντεπιθέσεις και απωθούσαν τα τμήματα του εφεδρικού ΕΛΑΣ που σήκωνε μέχρι εκείνη την ώρα, το βάρος της μάχης μέχρι την Σωκράτους και την Κολοκοτρώνη στα νότια του κήπου της Τερψιθέας, παρέμεναν λίγο και το σούρουπο υποχωρούσαν και κρύβονταν πίσω από τα τανκς.
(Η δύναμη ήταν με το μέρος τους γιατί διέθεταν βαριά μυδράλια και κάθε τύπο αυτόματα, που η πυκνότητα πυρός έφτανε (10-1 2 προς 1, ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερη).
Την τρίτη μέρα και μετά το μεσημέρι το κέντρο του Πειραιά πλημμύρισε από χιλιάδες λαού. Στην πλατεία Κοραή έγινε σύντομη ενημερωτική ομιλία για την κατάσταση και όλη η διαδήλωση κατευθύνθηκε στο σημείο της μάχης. Με ορμή και οργή σαν να συμμετείχαν στον πόλεμο σήκωσαν το οχυρό, φωνάζοντας συνθήματα κατά του Παπανδρέου και του Σκόμπυ: «Ο ΕΛΑΣ είναι του λαού στρατός – Παπανδρέου παπατζή εμπατίρησες κι εσύ», κ.α.. Ο παράγοντας ΛΑΟΣ έπαιξε τον καταλυτικό του ρόλο, στον ξεσηκωμό και κατέβασμα του στο δρόμο σαρώνει τα πάντα.
Από το βουητό και μόνο τους έπιασε τρόμος μη πέσουν στα χέρια του λαού και έκαναν ναύτες – ταγματαλήτες – προδότες και όλους που βρίσκονταν στα γύρω κτίρια να τρέξουν σαν τα ποντίκια να κρυφτούν μέσα στου Βάττη πίσω από τα εγγλέζικα άρματα μάχης, που άνοιξαν αμέσως τους προβολείς τους και άρχισαν να σκοπεύουν τα κανόνια τους δεξιά και αριστερά. Από αυτή την ημέρα αρχίζουν το δολοφονικό τους έργο και οι «ελεύθεροι σκοπευτές», ελεύθεροι δολοφόνοι.
Τότε αποδείχτηκε πόσους κινδύνους έκρυβε κάθε αποστολή των συνδέσμων, όλη την ημέρα στους δρόμους ακάλυπτος, εκτεθειμένος στους δρόμους και τ’ αεροπλάνα, μεταφέροντας τα μηνύματα και τις εντολές. Σε κάθε έξοδο από τον σταθμό διοίκησης έπαιξε με τη ζωή του, το καθήκον όμως επέβαλε το μήνυμα να φτάσει το συντομότερο στον προορισμό του. Οι Εγγλέζοι με τον Σκόμπυ βλέποντας ότι τίποτε δεν μπορεί να αντισταθεί στον ΕΛΑΣ και θα χαθούν τα πάντα γι’ αυτούς, έφεραν βαριά άρματα μάχης, άρματα που τρυπούσαν τριώροφα σπίτια και έβγαιναν στους απέναντι δρόμους.
Τ’ αποβίβασαν στη Σχολή Δοκίμων και ία έριξαν κατά του λαού που υπερασπιζόταν τη λευτεριά και την ανεξαρτησία της πατρίδας του δεύτερη φορά μετά την χιτλερική κατοχή, τώρα από τους «συμμάχους Βρετανούς» στα οδοφράγματα δίπλα στον ΕΛΑΣ.
Αυτά σε σχηματισμό μάχης βγήκαν από τη Σχολή, με μαζικά πυρά που ισοπέδωναν τα οδοφράγματα που έβρισκαν μπροστά τους και κάμπτοντας τις δυνάμεις της αντίστασης που με μειωμένο και μοναδικό οπλισμό αραβίδες – Μάουζερ – αυτόματα και μπουκάλια με βενζίνη και πετρέλαιο, έδωσε μάχες δρόμο – δρόμο και σπίτι με σπίτι, τους καθυστέρησε να φτάσουν στου Βρυώνη. Εκεί σταμάτησαν σχηματίζοντας κύκλο με μέτωπο τους γύρω δρόμους, περιμένοντας τα θωρακισμένα οχήματα με στρατό (όλοι αποικιακοί στρατιώτες από Ασία και Αφρική). Δέκα -Δώδεκα απ’ αυτά κατηφόρισαν δεξιά στην Αφεντούλη και Χαριλάου Τρικούπη, έφτασαν και κατέλαβαν στην Φρεαττύδα το Ναυτικό Νοσοκομείο, αφήνοντας πίσω τους το Ζάννειο, περιμένοντας πάλι τους Ινδούς και τους άλλους στρατιώτες, που μετά από πολλές απόπειρες και σοβαρές απώλειες, κατόρθωσαν ν’ αποβιβαστούν στα βράχια σε όλο το μήκος της Πειραϊκής.
Δεύτερη ομάδα αρμάτων κατέβηκε τη Σαχτούρη, φτάνοντας στον Άγιο Νικόλαο και το λιμάνι του Πειραιά ακολουθούμενα από στρατό κατόρθωσαν να ενωθούν με τους έγκλειστους στου Βάττη.
Μ’ αυτόν τον τρόπο έκλεισαν σε κλοιό τις ΕΑΜικές και ΕΛΑΣίτικες δυνάμεις που δεν πρόλαβαν να υποχωρήσουν προς την Τερψιθέα και το Πασαλιμάνι που είχε δημιουργηθεί γραμμή άμυνας.
Σ’ αυτό το σημείο να τονίσω ότι δεν αναφέρω ονόματα συναγωνιστών γιατί το θεωρώ αυτονόητο ότι όλοι είμαστε εθελοντές στρατιώτες του λαϊκού κινήματος και κάναμε το καθήκον μας. Τίποτε λιγότερο, τίποτε περισσότερο. Ένα μόνο πρέπει να αναφερθεί είναι του ΙΣΑΑΚ (πραγματικό όνομα) για το θάρρος και την προσωπική παλικαριά που επέδειξε, ήταν αυθόρμητη και παραδειγματική.
Όταν του ανακοινώθηκε το πρόβλημα, τι αποστολή αναλαμβάνει να εκτελέσει, χωρίς να σκεφτεί η να διστάσει, απάντησε: «Ναι, θα πάω».
Τις πληροφορίες που συγκέντρωσε η Αχτίδα και βεβαιώθηκε για την κατάσταση, πως ο σταθμός διοίκησης της ΚΟΒ Καλλίπολης – Χατζηκυριακείου εγκλωβίστηκε πίσω από τα τανκς και οι χίτες θ’ άρχιζαν το δολοφονικό τους έργο, αποφάσισε αμέσως με κάθε τρόπο και μέσον να έρθει σε επαφή μαζί τους.
Εγχείρημα επικίνδυνο γιατί δεν ήταν γνωστό που βρίσκονταν ακριβώς οι δυνάμεις του εχθρού, ποιους δρόμους ελέγχουν και βασικό εμπόδιο η απόσταση, να φτάσεις από το κέντρο και να κυκλοφορήσεις σε δρόμους κατειλημμένης περιοχής.
Μετά από σύσκεψη προκρίθηκε πιο πρόσφορος και σύντομος δρόμος, το πέρασμα από τη θάλασσα και μόνο νύχτα, αλλά πώς και με τι τρόπο; Πάλι μίλησε η πίστη και αφοσίωση στο Κόμμα, «θα περάσω κολυμπώντας», δηλώνει κοφτά ο Ισαάκ.
Άρχισαν οι ετοιμασίες γιατί οι εξελίξεις ήταν ραγδαίες, δεν χωρούσαν καθυστερήσεις.
Το ίδιο απόγευμα, το σούρουπο, έγινε από το χώρο της Αγίας Αικατερίνης στην πλατεία Αλεξάνδρας ανίχνευση της απέναντι πλευράς, αν έχουν καταλάβει και το τμήμα Μεταγωγών (βρισκόταν τότε στον παραλιακό δρόμο της Φρεαττύδας) και που είναι ανεπτυγμένοι οι αποικιακοί στρατιώτες. Βρέθηκε το πέρασμα πού θα πέσει και πού θα βγει, απόσταση 100 μ. περίπου, το σημείο υποδείχθηκε από τον συναγωνιστή που γνώριζε καλά και τις δύο πλευρές.
Η μία ήταν το «τραπεζάκι» με το παλιό όνομα όπως το ξέρουν οι παλιοί Πειραιώτες, στην πλατεία Αλεξάνδρας.
Η άλλη η σκάλα των ψαράδων στην Φρεαττύδα και 30-50 μ. αριστερά στους βράχους που δημιουργούν κρυψώνες και μπορούσες να ελέγχεις την περιοχή γύρω σου.
Η ώρα μέχρι να σκοτεινιάσει καλά, να τον κρύψει η νύχτα ατελείωτη δεν περνούσε με τίποτε. Δύο συναγωνιστές μαζί ίου να τον βοηθήσουν να ετοιμαστεί.
Έφτασε η στιγμή, κατεβαίνουν στο «τραπεζάκι», του δένουν γερά σφιχτά τα ρούχα και τα παπούτσια στο κεφάλι, με μοναδικό εφόδιο ένα μισοκαδιάρικο μπουκάλι οινόπνευμα μόλις βγει, να κάνει εντριβές στο σώμα, να συνέλθει από την παγωνιά της θάλασσας.
Η εντολή ήταν: Μία ώρα από την στιγμή που θα πέσει, πρέπει να γυρίσει, αν όχι, άγνωστο τι θα είχε συμβεί.
Στον χαιρετισμό των συναγωνιστών απάντησε «Ψυχή βαθειά» και έφυγε.
Μετά την περιπλάνηση τριών – τεσσάρων σημείων που μπορούσε να βρίσκονται, τους εντόπισε στο εκκλησάκι του Ζαννείου που κατέφυγαν στην προσπάθειά τους να περάσουν προτού τους προλάβουν τα τανκς.
Οι οδηγίες που δόθηκαν και έπρεπε να εφαρμοστούν ήταν να χωριστούν σε δυάδες και προσωπική ευθύνη να κάνουν την προσπάθεια ν’ απεγκλωβιστούν.
Πράγματι, σ’ ένα κενό που υπήρχε στο γυμναστήριο του Πειραϊκού Συνδέσμου (σημερινό Μουσείο Πειραιά) το ίδιο βράδυ πέρασαν όλοι χωρίς απώλειες στην ελεύθερη περιοχή.
Η αγωνία της ώρας στην αναμονή της επιστροφής δεν περιγράφεται, κάθε πυροβολισμός που ακουγόταν στην απέναντι μεριά, το μυαλό πετούσε ότι πάνε κατά πάνω του.
Εκατομμύρια φορές να είσαι πρωταγωνιστής, παρά θεατής και καθηλωμένος στην αναμονή.
Η συνάντηση και το σφιχταγκάλιασμα από την επιτυχία της αποστολής ήταν συγκλονιστική.
Το χαμόγελο του διακρινόταν μέσα στη θάλασσα όσο πλησίαζε και μόλις έπιασε τα χέρια των συναγωνιστών του είπε: «τους βρήκα, είναι όλοι καλά. Στους δρόμους να φτάσουν να μεταφέρουν το αποτέλεσμα πετούσαν δεν έτρεχαν.
Στο σταθμό διοίκησης, ενώ έπινε το ένα τσάι μετά το άλλο, άρχισαν να καταφτάνουν οι απελευθερωμένοι δυο – δυό.
Μετά από 1 7 ημερών ηρωικής αντίστασης, τόσο κράτησε ο κεντρικός Πειραιάς, δόθηκαν άνισες μάχες, σε κάθε δρόμο, σπίτι με σπίτι, μεγάλο κτίριο και σημείο της πόλης, πολλές φορές από τα δέκα μέτρα απόσταση, όπως τα χαρακώματα της πλατείας Πασαλιμανιού και τη σκάλα του ρολογιού που προσπαθούσαν ν’ αποβιβάσουν χωρίς επιτυχία αποικιακά στρατεύματα με δεκαπλάσιες και πολλές φορές εικοσαπλάσιες δυνάμεις, με άρματα μάχης το πολεμικό πλοίο Κ40, κρυμμένο πίσω από το νησάκι Κουμουνδούρου με τα κανόνια του και όλμους να βομβαρδίζει από την πρώτη ημέρα που άρχισε η επέμβαση των Άγγλων την πόλη συνεχώς, κατόρθωσαν ν’ αποβιβάσουν στα μπάνια του Παρασκευά (Βοτσαλάκια) στρατό ν’ ανηφορίσουν και να καταλάβουν τον Προφήτη Ηλία.
Τότε αναγκάστηκε ο ΕΛΑΣ να υποχωρήσει από το κέντρο και μέσω Καμινίων όλες οι ΕΑΜικές δυνάμεις να συγκεντρωθούν στην Κοκκινιά.
Οι ΕΠΟΝ ίτες καταλήξαμε στο Γυμνάσιο που είναι στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου.
Στο προσκλητήριο που ακολούθησε είμαστε όλοι παρόντες, υπήρχαν πέντε -έξι τραυματίες και αυτοί όχι σοβαρά.
Αποφασίστηκε να μείνουμε στα μετόπισθεν, να ξεκουραστούμε από την εξάντληση των δυόμιση εβδομάδων που είχαμε κοιμηθεί ελάχιστες ώρες. Ένα πρωινό δεχτήκαμε αεροπορική επιδρομή, μόλις προλάβαμε να απομακρυνθούμε, η επιμονή των αεροπλάνων να πολυβολούν μόνο το σχολείο μέχρι την ολοσχερή καταστροφή της κεραμοσκεπής και τους τοίχους να τους κάνουν σουρωτήρι έδειξε ότι μας είχαν επισημάνει.
Οι μάχες συνεχίζονταν στην περιοχή γύρω από το εργοστάσιο Παπαστράτου και το κτίριο του Ηλεκτρικού Σταθμού του τρένου.
Κώστας Ξένος
“ΕΠΟΝίτικες αναμνήσεις από τον ηρωικό Δεκέμβρη 1944”, του αγωνιστή Κώστα Ξένου. Από το περιοδικό «Εθνική Αντίσταση» της ΠΕΑΕΑ-ΔΣΕ (τ. 168-2015)
«Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ». Κάθε δεύτερη Τρίτη (εναλλάξ με τη μουσική στήλη «Τα χρόνια περνούν, τα τραγούδια όχι»), η στήλη θα παρουσιάζει πτυχές από γνωστά και λιγότερο γνωστά γεγονότα, θα φιλοξενεί αναμνήσεις αγωνιστών και θα καταγράφει μικρές και μεγάλες στιγμές, που χαράχτηκαν με αίμα στις χρυσές σελίδες της Εθνικής μας Αντίστασης και του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας.
Σελίδες απ’ την Εθνική Αντίσταση και τον ΔΣΕ: Δείτε τις όλες εδώ.