Το ιστορικό πλαίσιο της ανακήρυξης του ψευδοκράτους και η τουρκοκυπριακή κοινότητα
Η επέτειος ανακήρυξης του ψευδοκράτους καθιστά εξαιρετικά επίκαιρο έναν ουσιαστικό προβληματισμό γύρω από τα γεγονότα που οδήγησαν στη δημιουργία του παράνομου καθεστώτος στα κατεχόμενα, τόσο σε σχέση µε τις διεθνείς εξελίξεις της εποχής και τις επιρροές που είχαν στην Τουρκία, όσο και σε σχέση µε την τουρκοκυπριακή κοινότητα στην Κύπρο.
Μια ενδιαφέρουσα ιστορική ανάλυση από τη σελίδα της ΕΔΟΝ, της νεολαίας του ΑΚΕΛ, με αφορμή την επέτειο της ανακήρυξης του ψευδοκράτους, που υπηρετούσε το σχέδιο της διχοτόμησης στην Κύπρο.
Η επέτειος ανακήρυξης του ψευδοκράτους καθιστά εξαιρετικά επίκαιρο έναν ουσιαστικό προβληματισµό γύρω από τα γεγονότα που οδήγησαν στη δημιουργία του παράνομου καθεστώτος στα κατεχόμενα. Ο προβληματισµός αυτός πρέπει να γίνει τόσο σε σχέση µε τις διεθνείς εξελίξεις της εποχής και τις επιρροές που είχαν στην Τουρκία, όσο και σε σχέση µε την τουρκοκυπριακή κοινότητα στην Κύπρο. Με αυτό τον τρόπο θα κατανοηθούν τα αίτια που οδήγησαν στην ανακήρυξη του ψευδοκράτους, ενώ την ίδια στιγμή θα φωτιστεί και μια λιγότερο γνωστή πτυχή του θέματος που είναι η κατάσταση στην τουρκοκυπριακή κοινότητα την συγκεκριμένη ιστορική περίοδο.
Διεθνείς εξελίξεις και Τουρκία στα τέλη της δεκαετίας του 1970 – αρχές της δεκαετίας του 1980
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, πολλές και σύνθετες διαδικασίες λαμβάνουν χώρα στα πλαίσια του ιµπεριαλισμού, οι οποίες σχετίζονται µε τις εσωτερικές του αντιθέσεις. Η ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής βρίσκεται στο επίκεντρο των αντιθέσεων αυτών και των επιδιώξεων, ιδιαίτερα του ΝΑΤΟ, για περαιτέρω έλεγχο και κυριαρχία επί της περιοχής. Θα μπορούσε να λεχθεί ότι οι αιτίες που οδήγησαν στην ένταση των ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων εναντίον της Κύπρου, οι οποίες κορυφώθηκαν µε το φασιστικό πραξικόπημα και την τουρκική εισβολή το 1974, όχι µόνο δεν εξαλείφθηκαν αλλά αντίθετα επιδεινώθηκαν. Ως αποτέλεσμα, ήταν το «κυνήγι» για ενίσχυση του ελέγχου της Μέσης Ανατολής από τις δυνάμεις του ιμπεριαλισμού, τις ΗΠΑ και τους συμμάχους της.
Μια σηµαντική εξέλιξη που επηρέασε καθοριστικά το ισοζύγιο δυνάµεων στην περιοχή της Μέσης Ανατολής ήταν η ανατροπή του φιλοαµερικάνικου καθεστώτος του Σάχη στο Ιράν, από την λεγόµενη «ισλαµική επανάσταση» του Αγιατολλάχ Χοµεϊνί, το 1979. Η εξέλιξη αυτή, από τη µια «αφαίρεσε» από τις ΗΠΑ ένα υποτελές καθεστώς, ενώ από την άλλη επηρέασε την ανάπτυξη των κινηµάτων του πολιτικού Ισλάµ στην περιοχή. Την ίδια περίοδο, η επιρροή της Σοβιετικής Ένωσης και των προοδευτικών κινηµάτων ενδυναµώνεται διαµέσου του Αφγανιστάν σχεδόν σε ολόκληρη τη νοτιο – δυτική Ασία, γεγονός που ενοχλεί το στρατόπεδο του ιµπεριαλισµού.
Το 1980 ξεκίνησε ο πόλεµος µεταξύ Ιράν και Ιράκ, ο οποίος είχε ως κύρια αιτία τον ανταγωνισµό των δύο χωρών για την κυριαρχία στα πετρέλαια της περιοχής Σατ Ελ Αράµπ. Ο πόλεµος Ιράν – Ιράκ σηµατοδότησε µια γενικότερη σύρραξη στην περιοχή και ενίσχυσε τις συνθήκες αποσταθεροποίησης της, κάτι που οδήγησε τις ΗΠΑ και τους συµµάχους της στο να εντείνουν τους σχεδιασµούς για έλεγχο και «επιτήρηση» της περιοχής. Ήδη το πρόβληµα του πετρελαίου µετά τις συνεχόµενες πετρελαϊκές κρίσεις στις αρχές της δεκαετίας του 1970, απασχολούσε έντονα τους ∆υτικούς οι οποίοι εξακολουθούσαν να τροφοδοτούν το 40% περίπου των αναγκών τους σε «µαύρο χρυσό» από τις πηγές της Μέσης Ανατολής. Επιπρόσθετα, οι ανακατατάξεις επηρέασαν και την ανάπτυξη του κουρδικού εθνικού κινήµατος, µια εξέλιξη ιδιαίτερα σηµαντική για τις χώρες που είχαν έντονη παρουσία κουρδικών πληθυσµών όπως η Τουρκία, το Ιράν και το Ιράκ.
Όλα τα πιο πάνω γεγονότα συνιστούσαν ένα «εκρηκτικό» σκηνικό µέσα στο οποίο κορυφώθηκαν οι προσπάθειες των ιµπεριαλιστικών χωρών για ενίσχυση της κυριαρχίας τους στη Μέση Ανατολή. Ενώπιον αυτών των ανακατατάξεων, οι ΗΠΑ αλλά και οι νατοϊκοί της σύµµαχοι θα δώσουν τελικά µια νέα αναβαθµισµένη θέση στην Τουρκία, ως της «καταλληλότερης» χώρας για να παίξει το ρόλο χωροφύλακα του ιµπεριαλισµού και εξυπηρέτησης των οικονοµικών και πολιτικών του συµφερόντων.
Για να µπορέσει όµως η Τουρκία να ηγηθεί της εξυπηρέτησης των νατοϊκών συµφερόντων στη Μέση Ανατολή, θα έπρεπε να προχωρήσει σε περαιτέρω αντιδραστικές αλλαγές και στο εσωτερικό της. Με λίγα λόγια θα έπρεπε να υιοθετήσει το νεοφιλελευθερισµό περιθωριοποιώντας πλήρως κάθε αριστερή και προοδευτική φωνή, εξέλιξη που θα της επέτρεπε να ενσωµατωθεί περαιτέρω στο δυτικό κεφάλαιο και να διασφαλίσει την εξυπηρέτηση των επεκτατικών του βλέψεων.
«Εµπνευστής» των βίαιων και αντιδραστικών αλλαγών που θα ακολουθούσαν στην Τουρκία, ήταν οι ΗΠΑ. Χαρακτηριστικά, στις 8 Ιανουαρίου 1980 φτάνει στην Άγκυρα ο Matthew Nimetz αξιωµατούχος του αµερικάνικου Υπουργείου Εξωτερικών, µε σκοπό να οριστικοποιήσει τους όρους της νέας Αµερικανο – Τουρκικής «Συµφωνίας Συνεργασίας και Άµυνας». Ο αµερικανός αξιωµατούχος οµολογεί στη συνέχεια ότι ο τότε Πρωθυπουργός της Τουρκίας Σουλεϊµάν Ντεµιρέλ, δεν είχε «κατανοήσει» αρκετά τις ανακατατάξεις στη Μέση Ανατολή. Έφθασε µάλιστα στο συµπέρασµα ότι η Τουρκία, κάτω από την τότε κυβέρνησή της, δεν θα µπορούσε να αναλάβει µε επιτυχία το ρόλο που τις προόριζαν οι ΗΠΑ.
Ήταν µέσα σε αυτό τα πλαίσια που πραγµατοποιήθηκε το φασιστικό πραξικόπηµα στην Τουρκία, στις 12 Σεπτεµβρίου 1980, υπό τη χούντα του στρατηγού Κενάν Έβρεν. Πραγµατοποιώντας το τρίτο πραξικόπηµα µέσα σε είκοσι χρόνια και σε πλήρη συνεννόηση µε τις ΗΠΑ, οι Τούρκοι στρατιωτικοί επέβαλαν ένα στυγνό δικτατορικό καθεστώς, του οποίου το κύριο χαρακτηριστικό ήταν η καταστολή της τουρκικής Αριστεράς. Φυσικά, ο σημαντικότερος στόχος του πραξικοπήματος του 1980 ήταν η δημιουργία ενός πολιτικού συστήματος στην Τουρκία που να εξυπηρετεί τα νατοϊκά συµφέροντα στην περιοχή, ενάντια στη Σοβιετική Ένωση. Το πολιτικό Ισλάμ της εποχής, ο θρησκευτικός φανατισμός και ο εθνικισμός ήταν για μια ακόμη φορά στοιχεία, τα οποία εκμεταλλεύτηκαν οι δυνάµεις του ιµπεριαλισµού για να διασφαλίσουν τα επεκτατικά στους σχέδια στη Μέση Ανατολή.
Σε αυτό το πλαίσιο δεν ήταν καθόλου τυχαίο το γεγονός της εµφάνισης µιας νέας «τουρκικής ιδεολογίας», της «Τουρκο – ισλαµικής Σύνθεσης», η οποία είχε σκοπό από τη µια να καταστείλει την τουρκική Αριστερά και από την άλλη να ενισχύσει τη συνεργασία της Τουρκίας µε τα κινήµατα του πολιτικού Ισλάµ στην περιοχή ενάντια στο λεγόµενο «κοµµουνιστικό κίνδυνο». Χαρακτηριστικό γεγονός που αποκαλύπτει τους στόχους του πραξικοπήµατος στην Τουρκία σε σχέση µε τη Μέση Ανατολή, ήταν και ο διορισµός του στρατηγού Χαϊνταρ Σαλτίκ ως Γενικού Γραµµατέα του πανίσχυρου Συµβουλίου Εθνικής Ασφαλείας της Τουρκίας. Ο στρατηγός είχε διατελέσει υπεύθυνος των σχέσεων µε το ΝΑΤΟ του τουρκικού Γενικού Επιτελείου Στρατού και ήταν γνωστός για τις καλές του σχέσεις µε το ντόπιο και ξένο κεφάλαιο.
Οι αρνητικές επιπτώσεις του πραξικοπήµατος του 1980 στην Τουρκία, ήταν καθοριστικές και για τις εξελίξεις που ακολούθησαν στο Κυπριακό πρόβληµα. Οι επεκτατικές βλέψεις του ιµπεριαλισµού για ενίσχυση του ελέγχου της Μέσης Ανατολής, θα επηρεάσουν καθοριστικά την Κύπρο και το λαό της.
Οι εξελίξεις στην τουρκοκυπριακή κοινότητα
Αποκαλυπτικό των αρνητικών συνεπειών που είχαν οι εξελίξεις αυτές στο Κυπριακό, ήταν και το δηµοσίευµα της αµερικάνικης εφηµερίδας New York Times στις 18 Σεπτεµβρίου 1980. Η συγκεκριµένη εφηµερίδα λίγες µέρες µετά το πραξικόπηµα του Εβρέν στην Τουρκία, έγραφε: «Η Τουρκία, ένα µέλος του ΝΑΤΟ, βρίσκεται σε στρατηγική θέση, από την άποψη των συµφερόντων των ΗΠΑ στην Ανατολική Μεσόγειο». ∆εν ήταν τυχαίο λοιπόν, ότι από το 1980, αυξήθηκαν οι παρεµβάσεις της Άγκυρας στα κατεχόµενα κυπριακά εδάφη. Οι παρεµβάσεις αυτές φτάνουν µάλιστα σε τέτοιο σηµείο που έχουν ως στόχο να µετατρέψουν τα κατεχόµενα σε ένα πλήρως ελεγχόµενο «τουρκικό έδαφος», διασφαλίζοντας έτσι την υποτέλεια του στα ιµπεριαλιστικά συµφέροντα.
Όπως ήταν αναµενόµενο, η εντατικοποίηση των τουρκικών παρεµβάσεων στα κατεχόµενα και η επιδείνωση των πολιτικών και οικονοµικών συνθηκών άρχισαν να προκαλούν την αντίδραση των αριστερών και προοδευτικών οργανωµένων συνόλων των Τουρκοκυπρίων. Με αφορµή το 8ο Συνέδριο της Ε∆ΟΝ που έγινε στις 22-24 Φεβρουαρίου 1980 στη Λευκωσία, η Επαναστατική Ένωση Νεολαίας (DGD – νεολαία του Ρεπουµπλικανικού Τουρκικού Κόµµατος) απέστειλε χαιρετισµό στον οποίο µεταξύ άλλων ανέφερε: « Το τωρινό χωρισµένο κράτος στο νησί µας δεν έφερε στην κοινότητά µας τίποτε άλλο παρά καταστροφή… η σοβινιστική προπαγάνδα στο Βορρά έχει ενταθεί. Οι φασίστες που εισήχθησαν από την Τουρκία, είναι εδώ για να κρατήσουν τους αντιδραστικούς στην εξουσία, ενώ οι νατοϊκές δυνάµεις προσπαθούν να επιβάλουν µια λύση στο κυπριακό που να εξυπηρετεί τους σκοπούς τους Οι προοδευτικές δυνάµεις των δύο κοινοτήτων πρέπει να αντισταθούν σε τέτοιες λύσεις και πρέπει να αγωνιστούν για µια ανεξάρτητη, αδέσµευτη, δικοινοτική οµόσπονδη Κύπρο, χωρίς ξένες βάσεις».
Σχεδόν αµέσως µετά το πραξικόπηµα της 12ης Σεπτεµβρίου 1980, η κατάσταση στα κατεχόµενα κυπριακά εδάφη αποκτά όλα τα κύρια χαρακτηριστικά των συνθηκών που προκάλεσε η χούντα του Εβρεν στην Τουρκία. Η εξαρτηµένη από την Τουρκία οικονοµία των κατεχοµένων ήταν σε κακή κατάσταση. Η έλλειψη επενδύσεων, η µείωση της αγροτικής παραγωγής σε συνδυασµό µε τη ραγδαία αύξηση της ανεργίας, συνιστούσαν τα κύρια χαρακτηριστικά της πολιτικής και οικονοµικής καταπίεσης ενάντια στους Τουρκοκύπριους. Επιπρόσθετα, τα µεγάλα κύµατα εποικισµού συνέβαλαν στη δηµιουργία µιας εκρηκτικής κοινωνικής κατάστασης, όπου για πρώτη φορά και µε τόσο ξεκάθαρο τρόπο αµφισβητήθηκε η κυπριακή πολιτιστική ταυτότητα της Τουρκοκυπριακής κοινότητας.
Μέσα σε αυτά τα πλαίσια, διεξήχθηκαν οι ταυτόχρονες «εκλογές» στα κατεχόµενα για την ανάδειξη «Προέδρου» και «Κοινοβουλίου» στις 28 Ιουνίου 1981. Ο Ραούφ Ντεκτάς αναδείχθηκε «Πρόεδρος» του «Οµόσπονδου Κράτους» (που δηµιουργήθηκε παράνοµα το 1975) µε ποσοστό 53%. Όµως το ντενκτασικό Κόµµα Εθνικής Ενότητας (ΚΕΕ), το οποίο κέρδισε 18 «έδρες», έχασε την απόλυτη πλειοψηφία και δεν µπόρεσε να σχηµατίσει αυτοδύναµη «κυβέρνηση» όπως έγινε στη προηγούµενη ψηφοφορία. Το Ρεπουµπλικανικό Τουρκικό Κόµµα (ΡΤΚ) κέρδισε 6 «έδρες», το Κόµµα Κοινοτικής Απελευθέρωσης (ΚΚΑ) 13 «έδρες» και το ∆ηµοκρατικό Λαϊκό Κόµµα (∆ΛΚ) 2 «έδρες». Το νεοσύστατο Κόµµα Τουρκικής Ενότητας (ΚΤΕ) των εποίκων κέρδισε 1 «έδρα». Με βάση αυτά τα αποτελέσµατα, για πρώτη φορά αµφισβητήθηκε η απόλυτη κυριαρχία Ντενκτάς. Τα τρία κόµµατα της προοδευτικής αντιπολίτευσης µπορούσαν να σχηµατίσουν «κυβέρνηση» αποτελούµενη από ευρύτερες δηµοκρατικές δυνάµεις.
Όµως, ενώπιον µιας τέτοιας προοπτικής και µε στόχο την άµεση αποτροπή της, το κατεστηµένο της Άγκυρας επενέβη δυναµικά. Συγκεκριµένα, ο τότε Υπουργός Εξωτερικών της πραξικοπηµατικής κυβέρνησης της Τουρκίας Ιλτέρ Τουρκµέν, επισκέφθηκε τα κατεχόµενα και συναντήθηκε µε τους ηγέτες των αντιπολιτευόµενων κοµµάτων. Στις συναντήσεις αυτές ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών έκανε ξεκάθαρο ότι δε θα επιτρεπόταν σε πολιτικές δυνάµεις που εξέφραζαν θέσεις ενάντια στην τουρκική πολιτική για το κυπριακό, να σχηµατίσουν «κυβέρνηση συνασπισµού». Τελικά, µετά τις πιέσεις και τις απειλές οι δύο «βουλευτές» του ∆ΛΚ απέκλεισαν την προοπτική συνεργασίας µε το ΡΤΚ και το ΚΚΑ και σχηµάτισαν «κυβέρνηση» µε τα ΚΕΕ και ΚΤΕ. Βέβαια, οι απρόκλητες αυτές ενέργειες εναντίον της τουρκοκυπριακής Αριστεράς, ενέτειναν την αντιπαράθεση στο δηµόσιο πολιτικό χώρο της κοινότητας.
Χαρακτηριστικά, ο τότε ηγέτης του ΡΤΚ, Οζγκιέρ Οζγκιούρ στο βιβλίο του «Η µελαγχολία της ∆ηµοκρατίας στην Κύπρο», γράφει: «Ελπίζουµε, οι ιστορικοί να µην αγνοήσουν το τι λέχθηκε στη συνάντηση του Υπουργού Εξωτερικών της Τουρκίας Ιλτέρ Τουρκµέν µε τους αρχηγούς των κοµµάτων, εκτός του ΚΕΕ, στη Villa Firtina τον Αύγουστο του 1981 ». Η σηµαντικότερη ιδιαιτερότητα της προκλητικής παρέµβασης της χουντικής κυβέρνησης της Τουρκίας, ήταν ότι µετέφερε όλα τα χαρακτηριστικά της αντίληψης του κατεστηµένου της Άγκυρας έναντι της πολιτικής ζωής. ∆ηλαδή, την επιδίωξη δηµιουργίας ενός απόλυτα εξαρτηµένου και ελεγχόµενου καθεστώτος που να εξυπηρετεί τα ευρύτερα ιµπεριαλιστικά σχέδια.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, ο στόχος ήταν πλέον ξεκάθαρος: Η εδραίωση διχοτοµικών δεδοµένων στην Κύπρο και η ενίσχυση της προοπτικής δηµιουργίας ενός ξεχωριστού «κρατικού µορφώµατος» στα κατεχόµενα. Κάτι τέτοιο µπορούσε να υπηρετήσει το στόχο για έλεγχο στην Ανατολική Μεσόγειο. Η γενικότερη στασιµότητα στο Κυπριακό, ήταν παράγοντας που τελικά βοήθησε στην επιβολή των διχοτοµικών αυτών σχεδίων. Έτσι, την εποχή αυτή εµφανίζονται για πρώτη φορά στο προσκήνιο, συζητήσεις περί «της αναγκαιότητας πλήρους ανεξαρτητοποίησης των Τουρκοκυπρίων». Το µεγαλύτερο εµπόδιο στην εφαρµογή ενός τέτοιου σχεδίου ήταν η προοδευτική αντιπολίτευση του ΡΤΚ
και του ΚΚΑ.
Ο Ντενκτάς εξοικειωµένος πλήρως µε τους συνωµοτικούς κανόνες και την παρακρατική δραστηριότητα, στόχευε στο να ελέγξει τα δύο κυριότερα κόµµατα της Αριστερής και της Κεντροαριστερής αντιπολίτευσης. Έθεσε ως στόχο του να επηρεάσει την πολιτική τους γραµµή, µε τη µέθοδο του «χαφιεδισµού» και τοποθέτησε ανθρώπους της εµπιστοσύνης του και της δικής του ιδεολογικής αντίληψης σε αυτά τα κόµµατα. Σταδιακά, αυτή του η κίνηση προκάλεσε έντονες συζητήσεις εντός των συλλογικών οργάνων του ΡΤΚ και του ΚΚΑ, για την προοπτική δηµιουργίας «ανεξάρτητου τουρκοκυπριακού κράτους». Με αυτό το τρόπο, σχηµατίζονται συγκεκριµένες οµάδες – φράξιες σε αυτά τα κόµµατα που, παρά την διαφορετική κοµµατική γραµµή, υποστηρίζουν τη δηµιουργία ξεχωριστού Κράτους (Στο Ρεπουµπλικανικό Τουρκικό Κόµµα πρωταγωνιστής αυτής της προσπάθειας ήταν ο Ντογάν Χαρµάν -αποχώρησε το 1983- και στο Κόµµα Κοινοτικής Απελευθέρωσης ήταν ο Φουάτ Βεζίρογλου).
Αυτές οι φράξιες, χρησιµοποίησαν µάλιστα επιχειρήµατα υπέρ της δηµιουργίας δεύτερου κράτους στη Κύπρο µέσα από µια «αριστερή» ρητορική. Το κύριο επιχείρημά τους ήταν το «δικαίωμα αυτοδιάθεσης» που είχαν οι Τουρκοκύπριοι ως «ξεχωριστός λαός» στη Κύπρο.
Παράλληλα, την ίδια περίοδο παρατηρείται µια γενικότερη σκλήρυνση των τουρκικών θέσεων στο Κυπριακό. Προς το τέλος του 1982, αυξήθηκαν οι τουρκικές απειλές για στρατιωτική επέµβαση ενάντια στις ελεύθερες περιοχές µε τον προσχηµατικό ισχυρισµό ότι στα εδάφη της Κυπριακής ∆ηµοκρατίας λειτουργούσαν στρατόπεδα εκπαίδευσης µελών του «Αρµενικού Απελευθερωτικού Στρατού» (ΑΣΑΛΑ).
Μπροστά στα νέα αδιέξοδα στο Κυπριακό, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, στις 13 Μαΐου 1983, ενέκρινε το ψήφισµα 37/253 µε το οποίο απαίτησε την απόσυρση όλων των κατοχικών στρατευµάτων, διακήρυξε το δικαίωµα του κυπριακού λαού και της ∆ηµοκρατίας για πλήρη κυριαρχία και χαιρέτησε την πρόταση Κυπριανού για πλήρη αποστρατικοποίηση της νήσου. Παράλληλα, υποστήριξε τις Συµφωνίες Κορυφής 1977 και 1979 σαν βάση για λύση του κυπριακού και όρισε την έναρξη νέων διακοινοτικών συνοµιλιών στις 31 Μαΐου 1983.
Παρόλο που τα ίδια τα Ηνωµένα Έθνη έκαναν λόγο για επανέναρξη των συνοµιλιών στο Κυπριακό, γεγονός που θα µπορούσε να βελτιώσει το πολιτικό κλίµα, εντούτοις κάτι τέτοιο δεν έγινε. Αντίθετα, οι συνθήκες στην Κύπρο χειροτέρευαν καθηµερινά. Ήδη από τις αρχές Ιουνίου 1983 υπήρχαν έντονες φήµες για προσπάθειες του κατοχικού καθεστώτος που είχαν να κάνουν µε ανακήρυξη «ανεξάρτητου τουρκοκυπριακού κράτους». Τελικά, στις 17 Ιουνίου του 1983, η «νοµοθετική συνέλευση» στα κατεχόµενα, διακηρύττει σε απόφαση της «το αναπαλλοτρίωτο και µη δυνάµενο να καταργηθεί δικαίωµα της αυτοδιάθεσης του τουρκικού λαού της Κύπρου». Γίνονταν επίσης έντονες αναφορές για τη δράση της ΕΟΚΑ και το πραξικόπηµα της ΕΟΚΑ Β, του οποίου στόχος ήταν η δηµιουργία ενός απόλυτα ελληνικού κράτους. Στο ντοκουµέντο αυτό επαναβεβαιώθηκε για πολλοστή φορά «η σωτήρια» για τους Τουρκοκύπριους «επέµβαση» της Τουρκίας, ενάντια στην επιδίωξη των Ελληνοκύπριων για Ένωση µε την Ελλάδα.
Επιπρόσθετα µε τα πιο πάνω, η Άγκυρα προχώρησε σε ακόµα ένα βήµα εµβάθυνσης της διχοτόµησης, επιβάλλοντας την τουρκική λίρα ως το επίσηµο νόµισµα των κατεχοµένων, ενώ δηµιούργησε επίσης την λεγόµενη «Κεντρική Τράπεζα». Με αυτό τον τρόπο συνέβαλε στην περαιτέρω ενσωµάτωση των κατεχοµένων.
Ενώπιον αυτού του σκηνικού και των συνεχόµενων πληροφοριών περί ανακήρυξης ανεξάρτητου τουρκοκυπριακού κράτους, το ΑΚΕΛ εντατικοποίησε τις αναφορές του στη σηµασία της επαναπροσέγγισης και του κοινού αντιϊμπεριαλιστικού αγώνα Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων σαν βασική προϋπόθεση για την επίλυση του κυπριακού. Μάλιστα, το ΑΚΕΛ επαναλάµβανε «φορτικά» ότι ήταν καταστροφική η στάση των Ελληνοκύπριων σοβινιστών, οι οποίοι, «δεν ήθελαν να εννοήσουν ότι οι Τουρκοκύπριοι είναι αδελφοί µας».
Μέσα σε αυτή την εκρηκτική κατάσταση, ο νέος ΓΓ του ΟΗΕ γνωστός από τη προηγούµενη του θητεία στη Κύπρο Perez de Cuellar, υπέβαλε στα δύο µέρη διαµέσου του ειδικού του απεσταλµένου, το έγγραφο – προτάσεις, γνωστές σαν «δείκτες» – «indicators». Από ελληνοκυπριακής πλευράς, το έγγραφο παρέλαβε στις 8 Αυγούστου 1983, ο τότε Υπουργός Εξωτερικών Νίκος Ρολάνδης και την επόµενη µέρα από τουρκοκυπριακής πλευράς ο Ντενκτάς.
Ο τότε Πρόεδρος της Κυπριακής ∆ηµοκρατίας, Σπύρος Κυπριανού εµφανίστηκε από την αρχή διστακτικός σε αυτή την πρωτοβουλία και από τις 24 Αυγούστου του 1983, μετέβηκε στην Αθήνα για εντατικές διαπραγµατεύσεις µε τον Παπανδρέου και τον Καραµανλή. Ο Κυπριανού δεν απάντησε εντός των χρονικών περιθωρίων του ΟΗΕ, γεγονός που βάρυνε περισσότερο το κλίµα και διευκόλυνε τις µετέπειτα αρνητικές εξελίξεις. Στο διάστηµα µέχρι την επίσηµη απάντηση Κυπριανού ο τότε Υπουργός Εξωτερικών Νίκος Ρολάνδης παραιτήθηκε διότι θεωρούσε λάθος την διστακτικότητα που παρουσίαζε ο Πρόεδρος της ∆ηµοκρατίας. Τελικά, στις 30 Σεπτεµβρίου 1983 επέδωσε γραπτώς την επίσηµη θέση της ελληνοκυπριακής πλευράς σε συνάντηση που είχε στη Νέα Υόρκη µε τον ΓΓ του ΟΗΕ.
Η απάντηση Κυπριανού παρόλο που δεν ήταν απόλυτα αρνητική, εντούτοις κατά την εκτίµηση του ΑΚΕΛ, έµµεσα απέρριπτε την πρωτοβουλία του ΟΗΕ και τους «δείκτες» σαν πλαίσιο διαπραγµάτευσης. Συγκεκριµένα, ο Κυπριανού απάντησε ότι αποδέχεται την προσωπική πρωτοβουλία του Γ.Γ του ΟΗΕ και τη µεθοδολογία του, όµως ουσιαστικά δεν απάντησε καθόλου στα συγκεκριµένα ερωτήµατα που έθεσε ο Perez de Cuellar προς τις πλευρές. Με αυτή την δήλωση από πλευράς Κυπριανού, η πρωτοβουλία του ΓΓ του ΟΗΕ δε µπορούσε πλέον να θεωρείται ούτε δεσµευτική, αλλά ούτε και αρκετά ισχυρή να καθορίσει τις παραπέρα εξελίξεις στο διάλογο.
Με αφορµή την πρωτοβουλία Cuellar και το έγγραφο των «δεικτών», ο Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας Τουρκµέν, το καλοκαίρι του 1983 επισκέφθηκε τα κατεχόµενα. Στόχος της επίσκεψης ήταν η συζήτηση των «δεικτών» και η ανταλλαγή απόψεων µε τον Τουρκοκύπριο ηγέτη, ο οποίος άφησε ξεκάθαρα να νοηθεί ότι προτιµούσε τη «λύση» πλήρους «ανεξαρτητοποίησης» της τουρκοκυπριακής κοινότητας.
Στις 14 Νοεµβρίου 1983, οι δηλώσεις, πληροφορίες και φήµες, πήραν τη µορφή γεγονότος. Μεταφερόµενος σε ένα εντελώς συνωµοτικό – αντιδραστικό πλαίσιο ο Ντενκτάς κάλεσε όλους τους «βουλευτές» της «νοµοθετικής συνέλευσης» σε δείπνο την νύχτα της 14ης Νοεµβρίου. Εκεί τους ανακοίνωσε την πρόθεση του για ανακήρυξη της «ανεξαρτησίας», την επόµενη µέρα το πρωί, φροντίζοντας µάλιστα να διακόψει όλες τις επικοινωνίες στις περιοχές των κατεχόµενων. Με αυτό τον τρόπο διασφάλισε ότι τουλάχιστον τα «επικίνδυνα» κόµµατα ΡΤΚ και ΚΚΑ δεν θα μπορούσαν να επικοινωνήσουν µε τον οποιοδήποτε. Η ανακοίνωση της πρόθεσης του Ντενκτάς, συνοδεύτηκε και µε την ξεκάθαρη απειλή ότι οποιοδήποτε κόµµα αντιστεκόταν και καταψήφιζε τη σχετική απόφαση δηµιουργίας ξεχωριστού κράτους, δε θα µπορούσε να υπάρχει στο νέο πολιτικό σύστηµα του «ανεξάρτητου τουρκοκυπριακού κράτους».
Έτσι, κάτω από τις εκβιαστικές απειλές, κατά τις πρωινές ώρες προς τη 15η Νοεµβρίου, το ΡΤΚ καθόρισε τη θέση του µε απόφαση του Πολιτικού Γραφείου. Το κόµµα αποφάσισε µε μια µικρή πλειοψηφία να στηρίξει τη δηµιουργία της «Τ∆ΒΚ», ούτως ώστε να ελαχιστοποιήσει τις πιθανότητες πολιτικής του εξόντωσης και να µπορέσει να λειτουργήσει και στη νέα τάξη πραγµάτων. Παρόµοιο σκηνικό επικράτησε και στο ΚΚΑ. Ουσιαστικά, τα δύο αυτά κόµµατα προτίµησαν να αποδεχτούν την αποσχιστική ενέργεια µε το σκεπτικό ότι τουλάχιστον θα διασφάλιζαν την ύπαρξη τους και άρα την προοπτική να δοθούν αγώνες στη συνέχεια. Χαρακτηριστικά επί τούτου είναι τα λόγια του ίδιου του Ντενκτάς στις 15 Νοεµβρίου στη σχετική συνεδρία της «νοµοθετικής συνέλευσης» οπόταν και ανέφερε ότι «κάποιοι σήµερα ψήφισαν µε το χέρι τους αλλά όχι µε την καρδιά τους».
Η παράνοµη ανακήρυξη έγινε σε πλήρη συντονισµό και µε την επίσηµη έγκριση του στρατιωτικού κατεστηµένου της Τουρκίας. Πολλοί Τούρκοι αξιωµατούχοι παραδέχθηκαν ότι ετοίµασαν από κοινού µε τον Ντενκτάς την ανακήρυξη του ψευδοκράτους, ενώ το γεγονός ότι ο ίδιος ο Ντενκτάς περίµενε την γραπτή οδηγία της Άγκυρας µέχρι και τη νύχτα της 14ης Νοεµβρίου, υπογραµµίζει ακριβώς την προέλευση και τους στόχους της ενέργειας αυτής. Αποκαλυπτικός των βαθύτερων στόχων της ανακήρυξης του ψευδοκράτους ήταν και ο αρχηγός της τουρκικής χούντας, στρατηγός Έβρεν. Στην προσπάθεια του να περιγράψει την «αναγκαιότητα» ύπαρξης της «Τ∆ΒΚ» για τη συνεργασία ΗΠΑ – Τουρκίας, ισχυρίστηκε ότι η ίδρυσή της θα εµπόδιζε την άνοδο του κοµµουνισµού στην Τουρκοκυπριακή κοινότητα και ως εκ τούτου τη συνεργασία τους µε τους Ελληνοκύπριους κοµµουνιστές. Ένα τέτοιο ενδεχόµενο, τόνιζε ο Έβρεν, θα ήταν ευνοϊκό για τη Σοβιετική Ένωση και άρα θα έπρεπε να εµποδιστεί.
Το ΑΚΕΛ αντέδρασε άµεσα στην αποσχιστική ενέργεια του τουρκικού κατεστηµένου και κάλεσε τον κυπριακό λαό σε πατριωτική ενότητα δράσης. Η εκτίµηση του Κόµµατος για τους στόχους της παράνοµης ανακήρυξης του ψευδοκράτους καταγράφηκαν στην απόφαση του Πολιτικού Γραφείου στις 25 Νοεµβρίου 1983. Συγκεκριµένα, το ΑΚΕΛ εκτίµησε ότι: «Η παράνοµη αυτή ενέργεια αποσκοπεί στην οριστική διχοτόµηση της Κύπρου και δηµιουργεί συνθήκες για προώθηση γραµµής διπλής Ένωσης που θα οδηγήσει στην πλήρη κατάκτηση της από την Τουρκία και στη µετατροπή της σε βάση του Αµερικανό – νατοϊκου ιµπεριαλισµού Επιδίωξη του ιµπεριαλιστικού παράγοντα είναι η πρόκληση συγκρούσεων και αναταραχής στην Κύπρο, ώστε να του παρασχεθεί η ευκαιρία να εµφανιστεί σαν «πολυεθνική ειρηνευτική δύναµη» όπως έγινε και στην περίπτωση του Λιβάνου, επεµβαίνοντας έτσι στα εσωτερικά της Κύπρου».
Στις 18 Νοεµβρίου 1983, το Συµβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, καταδίκασε ως παράνοµη την ανακήρυξη της «Τ∆ΒΚ», και κάλεσε όλα τα κράτη – µέλη του Οργανισµού να µην αναγνωρίσουν άλλη ∆ηµοκρατία εκτός από την Κυπριακή, µε το ψήφισµα 541. Από τότε µέχρι και σήµερα το συγκεκριµένο ψήφισµα του Συµβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, αποτελεί ένα από τα σηµαντικότερα, στην προσπάθεια θωράκισης της Κυπριακής ∆ηµοκρατίας ενάντια στην προοπτική αναγνώρισης της «Τ∆ΒΚ» και οριστικής διχοτόµησης της πατρίδας µας.