“Βουλγαρία θα γινόμασταν” – Το τέλος του εμφυλίου και ο διαρκής εφιάλτης των αστών
Μπορεί τα οράματα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, σε συνέχεια και εμβάθυνση εκείνων της εαμικής αντίστασης, να μην εκπληρώθηκαν, και μόνο η ανάμνηση της στιγμής που βρέθηκαν όσο ποτέ κοντά στην πραγματοποίησή τους αρκεί ωστόσο για να στοιχειώνει ακόμα κάθε προέλευσης και απόχρωσης απολογητές του κοινωνικού συστήματος των νικητών
Σαν σήμερα έπεφτε η αυλαία από το τέλος της επιχείρησης “Πυρσός” και μαζί της τελείωνε ο τρίχρονος εμφύλιος πόλεμος που είχε ξεκινήσει συμβολικά την 31η Μάρτη 1946 με την επίθεση ανταρτών στο σταθμό χωροφυλακής του Λιτόχωρου και πιο επίσημα στις 28 Οκτώβρη της ίδιας χρονιάς με τη συγκρότηση του Γενικού Αρχηγείου Ανταρτών. Ο αγώνας του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας μεταξύ κομμουνιστών, ιδιαίτερα σε επετειακές εκδηλώσεις και έντυπες εκδόσεις συνηθίζεται να αποκαλείται “εποποιία”, χαρακτηρισμός που στους “αμύητους” ειδικά μπορεί να φαντάζει πομπώδης και υπερβολικός. Μια απλή μάτια όμως σε βασικά στοιχεία αυτής της αναμέτρησης αρκεί για να καταδείξει πως είναι ο μόνος ακριβοδίκαιος χαρακτηρισμός όσων έδωσαν τα πάντα, ακόμα και το αίμα τους, για μια καλύτερη κοινωνία απέναντι σε έναν συντριπτικά υπέρτερο αριθμητικά και υλικά αντίπαλο, τη ζωή του οποίου δεν έπαψαν να κάνουν δύσκολη ως το τέλος.
Απολύτως δικαιολογημένοι ήταν λοιπόν οι πανηγυρισμοί του αστικού Τύπου, τόσο του “Δεξιού” όσο και του “Κεντρώου” για το τελος των πολεμικών επιχειρήσεων. “Τα κατεχόμενα υπό τον εχθρόν υψώματα περιήλθαν εις τας χείρας των ημετέρων. Από της στιγμής ταύτης ουδεμία αντίστασις υφίσταται εις τον Γράμμον” έγραφε η Μεσημβρινή ενώ η “φιλελεύθερη” “ΕΛΕΥΘΕΡΊΑ” προανήγγειλε σε θριαμβευτικό τόνο όσους μαχητές του ΔΣΕ δεν κατόρθωσαν να περάσουν τα ελληνοαλβανικά συνορα: “Μετά τον Γράμμον δεν υπάρχει πλέον επί ελληνικού εδάφους οργανωμένος εχθρός. Υπάρχουν διάσπαρται ολιγομελείς και απέλπιδες ομάδες, καταδικασμέναι σε βέβαιον “εξόντωσιν”.
Ο κλοιός γύρω από το ΣΤΕ είχε αρχίσει οριστικά να στενεύει από τις αρχές του 1949, με εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των κυβερνητικών δυνάμεων σε Στερεά, Θεσσαλία και Πελοπόννησο. Με τον τρόπο αυτό, ο ΕΣ είχε τη δυνατότητα να συγκεντρώσει τις δυνάμεις του στο Μέτωπο του Γράμμου για να εξαπολύσει την τελική επίθεση. 8 Μεραρχίες, 2 ανεξάρτητες Ταξιαρχίες με ελαφρά Τάγματα Πεζικού και πολυάριθμα πυροβόλα, τεθωρακισμένα, άρματα μάχης και αεροπλάνα αντιπαρατέθηκαν με λίγες χιλιάδες άσχημα εξοπλισμένων ανταρτών χωρίς αεροπορία, χωρίς εφεδρείες και με λιγοστά πυρομαχικά. Οι εκτιμήσεις για τον αριθμό των ανδρών του ΕΣ κυμαίνονται μεταξύ 100.000 και 200.000 ανδρών απέναντι σε συνολικά 15.000 περίπου μαχητές σε Γράμμο και Βίτσι.
Η πρώτη φάση της επιχείρησης “Πυρσός” ξεκίνησε τη νύχτα της 2ης προς 3ης Αυγούστου με τις δυνάμεις του Θρασύβουλου Τσακαλώτου μα καταλαμβάνουν κρίσιμα για τη μετέπειτα εξέλιξη της μάχης υψώματα. Μια βδομάδα μετά, κατά τη δεύτερη φάση, ο κυβερνητικός στρατός διέσπασε τις γραμμές των ανταρτών, αναγκάζοντάς τους να υποχωρήσουν σε θέση μεταξύ της Μικρής και της Μεγάλης Πρέσπας, εκτεθειμένοι σε αεροπορικές επιθέσεις. Κατόρθωσαν ωστόσο να ελιχθούν μέσω αλβανικού εδάφους και να ενωθούν με τους συντρόφους τους στο Γράμμο. Η τελική φάση της μάχης ξεκίνησε στις 25 Αυγούστου 1949, παρουσία του βασιλιά Παύλου και του “στρατηγέ μου, ιδού ο στρατός σας” βαν Φλιτ. Στόχος των κυβερνητικών δυνάμεων ήταν η κατάληψη του Γράμμου και ο αποκλεισμός των αλβανικών συνόρων ώστε να εγκλωβιστεί και να εξοντωθεί πλήρως ο ΔΣΕ. Προσπαθώντας να ελαφρύνουν την εχθρική πίεση, οι μαχητές της 1ης μεραρχίας κινήθηκαν προς τη Θεσσαλία και άλλοι προς τη Λάκκα Σούλι, ωστόσο οι απόπειρες αντιπερισπασμού απέτυχαν και στις 26 Αυγούστου η 9η Μεραρχία του Εθνικού Στρατού διέπασε την άμυνα του ΔΣΕ εισχωρώντας στα μετόπισθεν. Υπό αυτές τις συνθήκες η συνέχιση του πολέμου με μαθηματική ακρίβεια θα κατέληγε σε ολική περικύκλωση των ανταρτών.
Αποφασίστηκε λοιπόν στις 28 Αυγούστου να ξεκινήσει οργανωμένα η σύμπτυξη των δυνάμεων του ΔΣΕ με στόχο την υποχώρηση προς την Αλβανία. Η πτώση του τελευταίου “κάστρου” τον ανταρτών, στο ύψωμα Κάμενικ τη νύχτα της 29ης προς 30η Αυγούστου επισφράγισε την ήττα του ΔΣΕ. Η αποφυγή της συντριβής όσων είχαν επιβιώσει ήταν πλέον το πρώτιστο μέλημα, στόχος που σε μεγάλο βαθμό επετεύχθη, καθώς στα χέρια του εχθρού έπεσαν μεμονωμένοι αντάρτες που χάθηκαν ή αδυνατούσαν, πιθανόν λόγω τραυματισμού, να ν’ακολουθήσουν τους συντρόφους τους. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Τσακαλώτου, 765 μαχητές συνελήφθησαν και 228 παραδόθηκαν, ενώ οι νεκροί ανέρχονταν σε 1074. Από κυβερνητικής πλευράς ο ίδιος αναφέρει 382 νεκρούς οπλίτες και αξιωματικούς, απώλειες αρκετά σοβαρές δεδομένου του συντριπτικά άνισου συσχετισμού δυνάμεων.
Το δρόμο της πολιτικής προσφυγιάς έπαιρναν μαζί με τους μαχητές και χιλιάδες άμαχοι που είχαν στηρίξει τον αγώνα τους, 55. 881 άνθρωποι, σύμφωνα με επίσημα κομματικά στοιχεία που δημοσιεύτηκαν τον Οκτώβρη του 1950. Πολλές ακόμα χιλιάδες συναγωνιστών τους στην Ελλάδα συνέχιζαν, όπως και στη διάρκεια του εμφυλίου, να δοκιμάζουν τα κολαστήρια της Μακρονήσου και των άλλων “εξωτικών” προορισμών, τις φυλακές αλλά και τα εκτελεστικά αποσπάσματα των νικητών. Ολόκληρη η χώρα έμπαινε σε μια σκοτεινή περίοδο αυταρχισμού που απέληξε στην επταετή χούντα, μαζικής ξενιτιάς στο φόντο στατιστικών που ευημερούσαν και πρόσδεσης στο νατοϊκό άρμα με έμβλημα τον 6ο στόλο. Περίοδος που πολύ εύκολα παραβλέπουν οι θιασώτες, ιδιαίτερα οι εξ ευωνύμων, του “θα γινόμασταν Βουλγαρία ή Αλβανία”, ξεχνώντας ταυτόχρονα πώς ήταν η Αλβανία και η Βουλγαρία που παρέλαβε ο σοσιαλισμός και κυρίως πώς έγιναν αφότου ο τελευταίος ανατράπηκε.
Από την άλλη, τα τελευταία ειδικά χρόνια ακούγονται δυνατότερα οι φωνές όσων είτε ανοιχτά στηρίζουν τις γιορτές μίσους στο Γράμμο, είτε τις εξισώνουν με τις εκδηλώσεις τιμής και μνήμης των κομμουνιστών για το ΔΣΕ. Κοινή τους επωδός ο πόλεμος κατά της δήθεν “ιδεολογικής ηγεμονίας της αριστεράς” στη μεταπολίτευση, εννοώντας ότι δεν κινδυνεύει κάποιος να δεχτεί οχλήσεις από την ασφάλεια επειδή κάποιος τρίτος ξάδελφός του υπήρξε εξόριστος.
Μπορεί τα οράματα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας, σε συνέχεια και εμβάθυνση εκείνων της εαμικής αντίστασης, να μην εκπληρώθηκαν, και μόνο η ανάμνηση της στιγμής που βρέθηκαν όσο ποτέ κοντά στην πραγματοποίησή τους αρκεί ωστόσο για να στοιχειώνει ακόμα κάθε προέλευσης και απόχρωσης απολογητές του κοινωνικού συστήματος των νικητών.