Γενοκτονία των Ποντίων: «Άχρωμη», οστεωμένη, μουσειακού χαρακτήρα τυπική εκδήλωση μνήμης;
Κι όμως, στα χρόνια που μεσολάβησαν από τη σφαγή και προσφυγοποίηση εκατοντάδων χιλιάδων Ποντίων, καταβλήθηκαν μεγάλες προσπάθειες, ώστε τα γεγονότα της εποχής να απογυμνωθούν από την ουσία τους, να συγκαλυφθούν τα πραγματικά τους αίτια και οι διδαχές της Ιστορίας να μη γίνουν κτήμα των Ποντίων, αλλά και γενικότερα του ελληνικού λαού.
Σήμερα, 19 του Μάη 2020, συμπληρώνονται 101 χρόνια από Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου. Με αφορμή την επέτειο αναδημοσιεύουμε ένα πολύ κατατοπιστικό και διαφωτιστικό άρθρο του Αναστάση Γκίκα, μέλους του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Ριζοσπάστη, πέρσι τέτοια μέρα, στην επέτειο των 100 χρόνων από τη Γενοκτονία.
Στις 19 Μάη συμπληρώνεται ένας αιώνας από τη Γενοκτονία του Πόντου. Μπορεί μια τέτοια επέτειος να περιοριστεί σε μια «άχρωμη», οστεωμένη, μουσειακού χαρακτήρα τυπική εκδήλωση μνήμης; Κι όμως, στα 100 χρόνια που μεσολάβησαν από τη σφαγή και προσφυγοποίηση εκατοντάδων χιλιάδων Ποντίων, καταβλήθηκαν μεγάλες προσπάθειες, ώστε τα γεγονότα της εποχής να απογυμνωθούν από την ουσία τους, να συγκαλυφθούν τα πραγματικά τους αίτια και οι διδαχές της Ιστορίας να μη γίνουν κτήμα των Ποντίων, αλλά και γενικότερα του ελληνικού λαού.
Ποιοι ήταν οι βασικοί παράγοντες που συντέλεσαν στη Γενοκτονία των Ποντίων;
Καθώς οι εθνικές μειονότητες αξιοποιούνταν από τις αντίστοιχες άρχουσες τάξεις τους ως ασπίδα και μοχλός πίεσης για την προώθηση των δικών τους συμφερόντων, τις εξέθεταν άμεσα στα πυρά του εκάστοτε αντιπάλου: «Αν η εξόντωση του αρμενικού στοιχείου, μέχρι και του τελευταίου, είναι αναγκαία για την εθνική μας πολιτική», τονιζόταν χαρακτηριστικά σε σύσκεψη παραγόντων του κόμματος των Νεότουρκων το 1915, «πολύ περισσότερο είναι αναγκαία για την εδραίωση της εθνικής μας οικονομίας».1
Να σημειωθεί πως οι σφαγές, οι εθνοκαθάρσεις, οι προσφυγοποιήσεις, οι αναγκαστικές αφομοιωτικές πολιτικές κ.ο.κ. ήταν κοινός παρονομαστής στα Βαλκάνια (και όχι μόνο), όπου οι λαοί πλήρωσαν με το αίμα τους τις μεγαλοϊδεατικές επιδιώξεις των εθνικών τους αστικών τάξεων.
Επιπλέον, οι σφοδρότατοι ανταγωνισμοί μεταξύ της ελληνικής και αρμενικής αστικής τάξης όχι μόνο υπονόμευσαν μια ενδεχόμενη κοινή τους δράση, αλλά συχνά κατέληγαν ακόμα και σε συγκρούσεις μεταξύ ποντιακών και αρμενικών ένοπλων σωμάτων.
Την κρίσιμη ώρα, όπως αναφέρει ο διοικητής της Ελληνικής Μεραρχίας του Καυκάσου Ι. Καλτσίδης, «οι Ελληνες αρχηγοί της πρωτεύουσας του Πόντου αναγκάστηκαν να φύγουν και ο λαός έμεινε με τα όπλα στα χέρια, εκτεθειμένος στην τουρκική προέλαση, δίχως οδηγίες, δίχως αρχηγούς και πρόγραμμα ενεργειών…».3
Σε μια σύγκρουση, λοιπόν, όπου οι αντίπαλες αστικές τάξεις (ελληνική και τουρκική) στρατεύτηκαν πίσω από αντίπαλα ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα (της Αντάντ και των Κεντρικών Δυνάμεων αντίστοιχα), οι λαοί της περιοχής δεν αποτελούσαν τίποτε περισσότερο παρά κρέας για τα κανόνια των αντιπάλων, διαπραγματευτικά χαρτιά και πιόνια σε μια γεωστρατηγική σκακιέρα. Οι υποσχέσεις περί «αυτοδιάθεσης των λαών» από τη μεριά των ιμπεριαλιστών σύντομα αποδείχθηκαν κούφια λόγια (όπως στην περίπτωση των αραβικών λαών, της πολύπαθης Παλαιστίνης – και βεβαίως του Πόντου).
Ακόμα και όταν κορυφώθηκε το δράμα του ποντιακού λαού, οι κανονιοφόροι και οι πρεσβείες των ισχυρών καπιταλιστικών κρατών της Ευρώπης και των ΗΠΑ δεν έκαναν απολύτως τίποτε για να εμποδίσουν τις σφαγές ή για να σώσουν τους ανθρώπους που κινδύνευαν. «Ολα αυτά διαδραματίζονταν μπροστά στα μάτια των πρεσβευτών των ξένων δυνάμεων», αναφέρει ένας Πόντιος αντάρτης στην αυτοβιογραφία του, «και αυτοί αδιαφορούσαν!». Αντιθέτως, όπως έγραψε ο μητροπολίτης Τραπεζούντας Χρύσανθος, «οι άθεοι κομμουνιστές (σ.σ. οι Σοβιετικοί) εφάνησαν περισσότερον χριστιανοί από τους “χριστιανούς” Αγγλογάλλους», στέλνοντας πλοία και μεταφέροντας τους δοκιμαζόμενους πληθυσμούς στην ασφάλεια.4
Για την Ιστορία, να προσθέσουμε πως όταν οι Πόντιοι (και Μικρασιάτες) πρόσφυγες ήρθαν στην Ελλάδα, βρέθηκαν αντιμέτωποι με την απαξίωση του ελληνικού αστικού κράτους και του πολιτικού του προσωπικού (φιλελεύθερου, κεντρώου και δεξιού), που τους στοίβαξαν όπως – όπως σε συνοικισμούς – γκέτο, τους παρέδωσαν στην άγρια εκμετάλλευση των καπιταλιστών (που «άδραξαν» την ευκαιρία, ρίχνοντας τα μεροκάματα και περιορίζοντας δικαιώματα και κατακτήσεις της εργατικής τάξης συνολικά) κ.λπ.
Ταυτόχρονα, οι πατριδοκάπηλοι φασίστες της εποχής (πολιτικοί πρόγονοι των σημερινών χρυσαυγιτών) τους αποκαλούσαν χυδαία «τουρκόσπορους», κραύγαζαν για τον «εξαγνισμό» των πόλεων από την παρουσία τους και οργάνωναν δολοφονικά πογκρόμ στους συνοικισμούς τους.
Πραγματικό αποκούμπι των προσφύγων το ΚΚΕ
Μοναδικό, πραγματικό αποκούμπι των προσφύγων υπήρξε το ΚΚΕ, που πρωτοστάτησε στους αγώνες και τις διεκδικήσεις τους, καταπολεμώντας την τακτική του διαίρει και βασίλευε της αστικής τάξης. Εκτοτε, το Κομμουνιστικό Κόμμα σφυρηλάτησε βαθύτατους και ισχυρότατους δεσμούς με το προσφυγικό στοιχείο, που αποτυπώθηκαν – και συνεχίζουν να αποτυπώνονται – σε κάθε αγώνα του λαού μας.
«Η Ελλάδα δεν διαιρείται σε ντόπιους και πρόσφυγες», έγραφε χαρακτηριστικά ο «Ριζοσπάστης» στις 7/9/1929. «Η Ελλάδα διαιρείται σε πλούσιους και φτωχούς, σε ανθρώπους που δε δουλεύουν και ζουν και σε ανθρώπους που ολημερίς και ολονυχτίς δουλεύουν και δεν μπορούν να ζήσουν (…) ο καθένας πρέπει να διαλέξει μεταξύ του πλουσίου πρόσφυγα που συνδυάζεται με τον πλούσιο ντόπιο και του φτωχού πρόσφυγα που σύντροφό του θα έχει τον φτωχό ντόπιο εργάτη ή αγρότη».
Σήμερα, 100 χρόνια μετά τη Γενοκτονία των Ποντίων, ο ιμπεριαλισμός συνεχίζει να γεννά πολέμους, σφαγές, προσφυγιά κ.λπ. Οι «λυκοσυμμαχίες» τύπου ΕΕ και ΝΑΤΟ συνεχίζουν να αναχαράσσουν τα σύνορα της ευρύτερης περιοχής, εγκυμονώντας νέους κινδύνους για τους λαούς. Ποια καλύτερη τιμή, επομένως, για τη μνήμη, την Ιστορία του ποντιακού λαού, από την πάλη για να μη ζήσει ποτέ ξανά κανείς λαός αυτά που υπέστη ο ίδιος; Από τον αγώνα ενάντια στους φορείς και τα γενεσιουργά αίτια της εκμετάλλευσης, των πολέμων και της προσφυγιάς; Κόντρα και έξω από ψεύτικα αστικά διλήμματα οποιασδήποτε απόχρωσης; Ενάντια στο δηλητήριο του σοβινισμού, του εθνικισμού, του φασισμού;
Παραπομπές:
1. Κωνσταντίνος Φωτιάδης, «Η γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου», εκδ. Ιδρυμα της Βουλής των Ελλήνων για τον Κοινοβουλευτισμό και τη Δημοκρατία, Αθήνα, 2004, σελ.146.
2. Αρχείο Βενιζέλου, Φάκελοι Υπουργείου Εξωτερικών, 173/22 (Μουσείο Μπενάκη).
3. Ιωάννης Καλτσίδης, «Ο Ελληνισμός του Καυκάσου και οι περιπέτειές του», χειρόγραφο, Αρχείο ΚΜΣ, 1963, σελ. 163-164.
4. Αναστάσης Γκίκας, «Οι Ελληνες στη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ», εκδ. «Σύγχρονη Εποχή», Αθήνα, 2007, σελ. 95.
Μέλος του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ