Η γερμανοσοβιετική συνθήκη του Ραπάλο: Η ΕΣΣΔ σπάει τη διπλωματική απομόνωση
Η αριστοτεχνική αξιοποίηση της ρήξης Γερμανίας και δυτικών συμμάχων έδωσε στην ΕΣΣΔ την ευκαιρία να κάνει ένα ακόμη βήμα για να διασφαλίσει την ύπαρξη της νεαρής κι εύθραυστης ακόμα κρατικής της οντότητας.
Σαν σήμερα το 1922, Κυριακή του Πάσχα των καθολικών, υπογράφηκε στο Ραπάλο της Ιταλίας μια σημαντική διακρατική συνθήκη, μεταξύ Γερμανικού Ράιχ και της νεοσύστατης ΕΣΣΔ, στο περιθώριο της οικονομικής συνόδου στη Γένοβα.
Η συνθήκη του Ραπάλο, όπως έμεινε στην ιστορία, συνυπογράφηκε από το Γερμανό υπουργό εξωτερικό Βάλτερ Ρατενάου και το σοβιετικό ομόλογό του, Γκεόργκι Τσίτσεριν. Η σοβιετική πλευρά είχε κάνει και νωρίτερα κρούσεις για την προσέγγιση των δυο χωρών, στις οποίες ο Ρατενάου, μεγαλοαστός ο ίδιος που είχε διατελέσει πρόεδρος του ΔΣ της AEG, δίσταζε να ανταποκριθεί θετικά. Τα δυο κράτη, περιθωριοποιημένα για διαφορετικούς λόγους σε διπλωματικό, πολιτικό και οικονομικό επίπεδο μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αποφάσισαν να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους, προσβλέποντας το καθένα στην επίτευξη των δικών του στόχων. Ειδικότερα η αποκατάσταση οικονομικών σχέσεων ήταν ιδιαίτερα σημαντική για τη Γερμανία, λόγω του μποϊκοτάζ των γερμανικών προϊόντων από τις νικήτριες δυνάμεις του πολέμου. Οι δυο χώρες συμφώνησαν να απέχουν από την απαίτηση πολεμικών αποζημιώσεων, ενώ το Γερμανικό Ράιχ δεσμεύτηκε να απέχει από κάθε διεκδίκηση έναντι των εθνκοποιημένων γερμανικών επιχειρήσεων της ΕΣΣΔ.
Εκμεταλλευόμενη τις ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις, η σοβιετική πλευρά επιχείρησε να απεξαρτηθεί από τις αγγλοαμερικανικές επιχειρήσεις κατά την εκμετάλλευση των πετρελαίων του Μπακού στο Αζερμπαϊτζάν, καθώς βάσει της συνθήκης, η Γερμανία προχωρούσε σε δέσμευση για την παροχή βιομηχανικού εξοπλισμού και εγκαταστάσεων για την παραγωγή και διανομή σοβιετικών πετρελαϊκών προϊόντων. Παρά την ευρύτατα διαδεδομένη άποψη ότι η συμφωνία περιείχε μυστικό στρατιωτικό πρωτόκολλο, αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Είναι γεγονός όμως πως επισφραγίστηκε στη συνθήκη λιτά η στρατιωτική συνεργασία μεταξύ των δύο δυνάμεων, η οποία είχε ανατεθεί σε ιδιωτικές γερμανικές επιχειρήσεις, ώστε να μη φανεί η εμπλοκή του υπουργείου άμυνας του Ράιχ, κάτι που θα συνιστούσε παραβίαση των όρων της συνθήκης των Βερσαλιών, εκθέτοντας και την ΕΣΣΔ σε προσχήματα για νέα ιμπεριαλιστική επέμβαση. Η συνεργασία έγινε κυρίως μέσω της σχολής πολεμικής αεροπορίας κοντά στο Λιπέσκ, ενώ κοντά στη Μόσχα άνοιξε εργοστάσιο κατασκευής πολεμικών αεροσκαφών, που εφοδιαζόταν με σύγχρονη τεχνολογία από τη Γερμανία. Αντάλλαγμα ήταν η εκπαίδευση Γερμανών στρατιωτών σε όπλα που θεωρητικά δεν επιτρεπόταν να διαθέτει η χώρα. Η συνεργασία αυτή πάγωσε μετά την άνοδο των ναζί στην εξουσία στις αρχές του 1933, ενώ τερματίστηκε οριστικά με το κλείσιμο της σχολής του Λιπέσκ τον Σεπτέμβρη του 1933.
Οι δυτικές δυνάμεις αντέδρασαν έντονα στη συνθήκη, η Γαλλία μάλιστα τη χρησιμοποίησε μεταξύ άλλων προσχημάτων ως αφορμή για την κατάληψη της βιομηχανικής περιοχής του Ρουρ στη δυτική Γερμανία το 1923. Αλλά και εσωτερικό του Ράιχ, η προσέγγιση με τους μισητούς μπολσεβίκους επικρίθηκε έντονα, τόσο από τους σφόδρα αντισοβιετικούς σοσιαλδημοκράτες του τότε προέδρου του Ράιχ Φρήντριχ Έμπερτ, όσο και από ακροδεξιούς εθνικιστικούς κύκλους, για τους οποίος ο εβραϊκής καταγωγής Ρατενάου ήταν ήδη κόκκινο πανί. Δεν είναι τυχαίο που λίγους μήνες αργότερα ο υπουργός Εξωτερικών έπεφτε νεκρός από την παραστρατιωτική οργάνωση Consul.
Στο γερμανικό πολιτικό διάλογο καθιερώθηκε μεταπολεμικά κυρίως, ο όρος “Σύμπλεγμα του Ραπάλο”, για να χαρακτηρίσει την αντίδραση των δυτικών συμμάχων της Γερμανίας, όταν εκείνοι υποψιάζονται υπερβολική προσέγγιση είτε με την ΕΣΣΔ, είτε με την καπιταλιστική Ρωσία έπειτα. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον μετά την πρώτη επίσκεψη του Κόνραντ Αντενάουερ στη Μόσχα το 1955, αλλά με ιδιαίτερη ένταση κατά τη λεγόμενη “Όστπολιτίκ” (την διπλωματική προσέγγιση με τη ΓΛΔ και άλλες χώρες του ανατολικού συνασπισμού) του σοσιαλδημοκράτη καγκελαρίου Βίλι Μπραντ στις αρχές της δεκαετίας του ’70. Αναβίωσε και πάλι την περίοδο διακυβέρνησης του Γκέρχαρντ Σρέντερ, τον οποίο κατηγορούσαν για απόπειρα δημιουργίας ενός άξονα “Παρίσι-Βερολίνου-Μόσχας”. O άξονας δε δημιουργήθηκε ποτέ ως γνωστόν, αν και πράγματι ο πρώην καγκελάριος αξιοποίησε τις επαφές του με τη ρωσική πλευρά για να αναδειχθεί σε σημαντικό στέλεχος των πλειοψηφικά ρωσικών ενεργειακών κολοσσών Nord Stream και Rosneft.