Γιατί δε ρίζωσαν οι Βίκινγκς στη Βόρεια Αμερική;
Οι ατρόμητοι θαλασσοπόροι μπόρεσαν να νικήσουν τον ωκεανό και τα στοιχεία της φύσης, είχαν όμως κι ένα εμπόδιο μεγαλύτερο από τους συντριπτικά υπεράριθμους ντόπιους πληθυσμούς, που σχετιζόταν με το τι ακριβώς έψαχναν στην άγνωστη στεριά.
H “ανακάλυψη” της Αμερικής αποτελεί εδώ και αιώνες ένα θέμα που αιχμαλωτίζει τη φαντασία και για το οποίο έχουν χυθεί τόνοι μελάνης σε δεκάδες γλώσσες. Σήμερα φυσικά είναι κοινά παραδεκτό πως οι πληθυσμοί που επί χιλιετίες κατοικούσαν στα εδάφη της αμερικανικής ηπείρου, από τη μια της άκρη ως την άλλη, δεν περίμεναν φυσικά να “ανακαλυφθούν” από τον οποιονδήποτε, έχοντας δημιουργήσει τους δικούς τους ποικίλους και εξαιρετικά ενδιαφέροντες πολιτισμούς.
Αυτό δε μειώνει τη γοητεία του ερωτήματος για το ποιοι ήταν εκείνοι που έφτασαν πρώτοι από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού – ή και του Ειρηνικού – σε αυτό που μπορεί να μην ήταν ‘νέος”, αλλά σίγουρα ήταν ένας “άλλος” κόσμος. Οι θεωρίες που έχουν προταθεί είναι πολλές, κι εκτός από τις οικείες σε μας απόψεις για άφιξη αρχαίων Ελλήνων στη Β. Αμερική (βασισμένες κυρίως σε αναφορές του Πλουτάρχου), περιλαμβάνουν ως “υποψήφιους” τους Κινέζους θαλασσοπόρους στην υπηρεσία του αυτοκράτορα, αλλά και Πολυνήσιους που με τις ευλύγιστες βάρκες τους διέσχισαν τον Ειρηνικό καταφθάνοντας στην απέναντι στεριά.
Μέχρι στιγμής, καμία από τις ενίοτε εξαιρετικά ευφάνταστες υποθέσεις για άφιξη Ευρασιατών ή Ωκεάνιων δεν έχει επιβεβαιωθεί αρχαιολογικά, με μία εξαίρεση: Την αποστολή των Βίκιγνκ θαλασσοπόρων, που, όχι απλά έφτασαν στις βορειοαμερικανικές ακτές, αλλά προσπάθησαν και να εγκατασταθούν σε μόνιμη βάση.
Οι ενδείξεις για τα υπερπόντια ταξίδια των Βίκινγκ υπήρχαν ήδη από τον 13ο και 14ο αιώνα, όταν καταγράφηκαν οι ισλανδικές “saga”, συλλογές ιστοριών για τους ένδοξους προγόνους και τα κατορθώματά τους. Οι αναφορές σε ταξίδια δυτικά της Γροιλανδίας, την οποία οι Βίκινγκς της Ισλανδίας εποίκισαν για πρώτη φορά γύρω στο 980, για αιώνες θεωρούνταν απλώς παραμύθια, όπως τα ομηρικά έπη ως την εποχή του Σλίμαν.
Ο πρώτος που εξέτασε σοβαρά τον ενδεχόμενο να υπάρχει πυρήνας ιστορικής αλήθειας στις saga ήταν ένας Δανός αντικέρ, ο Καρλ Κρίστιαν Ραφν. Ενδείξεις για την ιστορικότητα των αναφορών αυτών αποτελούν και οι αναφορές του Γερμανού χρονικογράφου Αδάμ της Βρέμης το 1075 στην ύπαρξη της “Βινλάνδης” (χώρα του κρασιού), ονομασία που βρίσκεται και στις saga, ως ένας από τους οικισμούς στη νέα ήπειρο, μαζί με τη Χελουλάνδη και τη Μαρκλάνδη. Αυτά τα ονόματα απαντώνται ξανά το 1570, στο λεγόμενο “χάρτη του Σκάχολτ” που συνέταξε Ισλανδός δάσκαλος, ως μέρη της βορειανατολικής Αμερικής.
Η αρχαιολογική επίρρωση των θρύλων ήρθε το 1960, όταν το ζεύγος Ίνγσταντ, πραγματοποίησε το 1963 ανασκαφές στη θέση L’Anse aux Meadows στο Νιουφάουντλαντ του Καναδά. Η ανασκαφή απέδωσε ίχνη κατοικιών και σειρά αντικειμένων που συνδέονταν αδιάψευστα με τον πολιτισμό των Βίκινγκ, επιβεβαιώνοντας την άφιξή τους σε μια χρονολογία που σύμφωνα με τις μετρήσεις κυμαίνεται μεταξύ του 950-1050. Ο αριθμός των κατοίκων παραμένει άγνωστος, αλλά φαίνεται πως το μέρος μπορούσε να θρέψει από 30 ως 150 ανθρώπους, ενώ, παρότι ο οικισμός δε θεωρείται να είχε μόνιμα χαρακτηριστικά, δείχνει στοιχεία ανθρώπινης δραστηριότητας για τουλάχιστον έναν αιώνα. Πιθανή κατοίκηση Βίκινγκ υπήρχε και σε περιοχές του νησιού Μπάφιν στα βορειοανατολικά του Καναδά, όπως και σε μια ακόμα σειρά καναδικών νησιών. Μέχρι σήμερα πάντως επικρατεί διχογνωμία για την ακριβή θέση της Βινλάνδης και των άλλων τοποθεσιών που καταγράφονται στις μεσαιωνικές πηγές.
Επιστρέφοντας στις ισλανδικές σάγκα, ειδικότερα στη “Σάγκα του Ερρίκου του Ερυθρού” και τη “Σάγκα των Γροιλανδών”, όπως και σε αποσπάσματα άλλων ισλανδικών αφηγήσεων, τα ταξίδια δυτικά της Γροιλανδίας ξεκίνησαν λίγα χρόνια μετά τον εποικισμό του νησιού. Το 985, ενώ ο έμπορος Μπγιάρνι Χεργιόλφσον βρισκόνταν εν πλω με ένα στόλο 25 πλοίων και συνολικά 400-700 οικιστών από την Ισλανδία που σκόπευαν να εγκατασταθούν στη Γροιλανδία, παρεξέκλινε της πορείας του, μέχρι που τρεις μέρες αργότερα αντίκρυσε στεριά στα δυτικά. Ο Χεργιόφλφσον περιέγραψε την περιοχή στο μεγάλο θαλασσοπόρο Λέιφ Έρικσον, ο οποίος εξερεύνησε την περιοχή και εγκατέστησε έναν μικρό οικισμό δεκαπέντε χρόνια αργότερα. Ο Λέιφ πέρασε δυο χειμώνες στις ακτές του σημερινού Νιουφάουντλαντ, επιστρέφοντας στη Γροιλανδία για χάρη του πατέρα του, Ερρίκου του Ερυθρού, ο οποίος δεν είχε ακολουθήσει στο ταξίδι λόγω ατυχήματος με το άλογό του λίγο πριν την αναχώρηση.
Τα χνάρια του Λέι, ακολούθησε το 1004 ο αδερφός του Θόρβαλντ Έρικσον, μαζί με 30 ακόμα άνδρες, που ξεχειμώνιασαν στον οικισμό που είχε δημιουργήσει ο Λέιφ. Την άνοιξη, ο Θόρβαλντ επιτέθηκε σε εννιά ιθαγενείς που κοιμόντουσαν κάτω από τα κανό τους. Ο ένατος κατόρθωσε να γλιτώσει, επιστρέφοντας λίγο αργότερα με ενισχύσεις. Ο Θόρβαλντ τραυματίστηκε θανάσιμα από βέλος τόξου, παρά τις σποραδικές αψιμαχίες ωστόσο, η ομάδα παρέμεινε έναν ακόμα χειμώνα στην Αμερική πριν επιστρέψει στη Γροιλανδία.
Ακολούθησε ο Θόρφιν Καρλσέφνι το 1009, μαζί με τρία πλοία, κοπάδια ζώων και γυναίκες, σε μια προφανή απόπειρα να δώσει πιο μόνιμα χαρακτηριστικά στην εγκατάσταση. Φτάνοντας με πολλές δυσκολίες στην Αμερική, αρχικά οι επαφές με τους ιθαγενείς ήταν ειρηνικές και βασίζονταν σε ανταλλαγές προϊόντων, δέρματα ζώων και γούνες από τη μια, γάλα και κόκκινα υφάσματα από την άλλη. Την περίοδο εκείνη γεννήθηκε και ο γιός του Καρλσέφνι και της γυναίκας του Γκούντριντ, ο Σνόρι, που θεωρείται ο πρώτος ευρωπαίος που γεννήθηκε στον “Νέο Κόσμο”. Σύντομα όμως οι σχέσεις διαταράχτηκαν, ενώ σύμφωνα με μια από τις αφηγήσεις των saga, κάποτε ένας ταύρος των Βίκινγκς που ξέφυγε τρέχοντας στα δάση, τρόμαξε τόσο τους ιθαγενείς, που επέστρεψαν τρεις μέρες μετά με έναν καταπέλτη που πετούσε μεγάλες σφαίρες πάνω από τα κεφάλια των νεοφερμένων.
Οι Βίκινγκς αναγκάστηκαν να οπισθοχωρήσουν, αλλά η έγκυος τότε Φρέιντις Έρικσντότιρ, ετεροθαλής αδελφή του Λέιφ Έρικσον, μην μπορώντας να τους ακολουθήσει, του εξόρκισε να μην το βάλουν στα πόδια μπροστά στους “αξιοθρήνητους” κι ότι η ίδια αν ήταν ένοπλη θα τα κατάφερνε καλύτερα. Αρπάζοντας το σπαθί ενός ομοεθνή της που σκοτώθηκε από τους ιθαγενείς, έκοψε το ένα της στήθος, προκαλώντας τέτοια ταραχή στους ντόπιους, που έτρεξαν να ξεφύγουν.
Ανεξάρτητα από τις προφανώς μυθολογικές διαστάσεις αυτών των ιστοριών, γεγονός είναι πως οι Βίκινγκς δεν αποπειράθηκαν ξανά να εγκατασταθούν στη Βόρεια Αμερική, αν και πιθανόν τα σποραδικά ταξίδια, κυρίως για αναζήτηση ξυλείας και άλλων πρώτων υλών, να συνεχίστηκαν για αρκετούς αιώνες ακόμα. Η συντριπτική αριθμητική υπεροχή των ντόπιων, που κυριαρχούσαν στην ενδοχώρα, αλλά και η έλλειψη όπλων, όπως το μπαρούτι και το τουφέκι, που πέντε αιώνες αργότερα θα έφερναν μαζί τους οι Ισπανοί κονκισταδόρες, εξηγούν την αδυναμία των τολμηρών εξερευνητών από τη βόρεια εσχατιά της Ευρώπης να στεριώσουν στη νέα γη.
Εξίσου σημαντικός παράγοντας όμως, σύμφωνα με τον Ιστβάν Μάρκους και το έργο του “Η Ευρώπη στο προσκήνιο”, ήταν και η απουσία στόχου κατά την αρχική εγκατάσταση. Όπως σημειώνει ο συγγραφέας:
“Οι μικρές αυτές ομάδες δεν έφυγαν από τη Βόρεια Ευρώπη και την Ισλανδία για να βρουν πολύτιμα μπαχαρικά που θα τα εξαργύρωναν σε χρυσάφι ή για να φτιάξουν τις βάσεις του υπερπόντιου εμπορίου τους. Ούτε για να κατακτήσουν νέα εδάφη, να υποδουλώσουν άλλους λαούς, να αποκτήσουν αποικίες. Το μόνο που έψαχναν ήταν μια πιθαμή γης, τροφή και νερό για τον εαυτό τους και τα ζώα που έφερναν μαζί τους. Ούτε που θα περνούσε από το μυαλό τους να αρχίσουν μια διαφορετική ζωή από αυτή που ζούσαν στην πατρίδα τους, την οποία εγκατέλειψαν από ανάγκη ή λόγω εμφύλιας διχόνοιας.
Δεν ήταν βασιλιάδες, τραπεζίτες, θησαυροφύλακες αυτοί που εξόπλισαν τις βάρκες των Βίκινγκς. Ούτε κύκλοι σοφών παρενέβησαν για να καταθέσουν την άποψή τους αν αξίζει ή όχι να χρηματοδοτηθεί, αν θα πρέπει να επιτραπεί το ταξίδι τους ή όχι. Ούτε επιβλήθηκαν θρησκευτικοί στόχοι, να φέρουν τους ειδωλολάτρες στο σωστό δρόμο (αφού κι οι ίδιοι ήταν ειδωλολάτρες). Πίσω από τους θαλασσοπόρους και τους αποίκους Βίκινγκς – εδώ βρίσκεται η ουσία – δε στεκόταν μια κοινωνία κι ένα κράτος που είχε ανάγκη να κατακτήσει και να εκμεταλλευτεί ξένους λαούς και μια μακρινή γη.
Από τα παραπάνω φαίνεται πόσο άλλαξε η Ευρώπη τους αιώνες που κύλισαν από το 1000 ως το 1400. Για να είμαστε πιο ακριβείς: Πόσο διαφορετικός ήταν ο νορβηγικός – ισλανδικός κόσμος ( ο οποίος από πολλές απόψεις ήταν αρχαιογερμανικός) από αυτόν της Δυτικής και Νότιας Ευρώπης του 15ου αιώνα!”