Γιατί επιβλήθηκε η χούντα;
Δεν είναι βάσιμη η άποψη που θεωρεί ότι η δικτατορία εξέφραζε μονόπλευρα τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή, στον ανταγωνισμό της με τα ΕΟΚικά. Η δικτατορία της 21.4.1967 στηρίχτηκε από όλα τα τμήματα του κεφαλαίου που ήταν υπέρ της σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ.
Με αφορμή τη σημερινή επέτειο επιβολής της χούντας της 21ης Απριλίου, αντιγράφουμε κι αναδημοσιεύουμε μερικά αποσπάσματα από το Β’ Τόμο του Δοκιμίου Ιστορίας του ΚΚΕ σχετικά με τις αιτίες που την υπαγόρευσαν και την καθόρισαν.
Οι εξελίξεις των χρόνων 1965 – 1966 είχαν στρώσει το δρόμο για την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας, που, εξάλλου, είχαν προαναγγείλει το 1966 οι τέσσερις διαλέξεις1 του Σάββα Κωνσταντόπουλου, διακεκριμένου ιδεολογικού προπαγανδιστή της αστικής τάξης.
Συνήθως γίνεται αναφορά στον ΙΔΕΑ ως φορέα του απριλιανού πραξικοπήματος. Ορθότερο όμως είναι ότι ηγήθηκαν σε αυτό αξιωματικοί ενταγμένοι στη συνωμοτική οργάνωση Ενωσις Ελλήνων Νέων Αξιωματικών (ΕΕΝΑ), ενώ συμμετείχαν και μέλη του ΙΔΕΑ.
Ποια ήταν τα κίνητρα2 επιβολής της δικτατορίας της 21.4.1967;
Οι δικτάτορες αιτιολόγησαν την επιβολή της με τον «κομμουνιστικό κίνδυνο» που απειλούσε την Ελλάδα. Βεβαίως, άμεσος «κομμουνιστικός κίνδυνος» δεν υπήρχε για την εγχώρια αστική τάξη και τους συμμάχους της, κάτι που εξάλλου ομολογήθηκε από τον επικεφαλής του πραξικοπήματος: «Αλλά η χαριστική βολή στο ιδεολογικό οικοδόμημα της “Επαναστάσεως” δόθηκε από τον ίδιο τον αρχηγό της, τον συνταγματάρχη Παπαδόπουλο. Τρεισήμισι χρόνια αργότερα, στην πολύκροτη συνέντευξή του προς τον επιφανή Βρεττανό δημοσιογράφο σερ Χιου Γκρην, ωμολόγησε ότι πριν από την “Επανάσταση” “η Δημοκρατία στην Ελλάδα δεν διέτρεχε κανέναν άμεσο κίνδυνο από τις δραστηριότητες των κομμουνιστών”.»3
Οι βαθύτερες αιτίες που οδήγησαν στη στρατιωτική δικτατορία της 21.4.1967 πρέπει να αναζητηθούν πρωταρχικά στις οξυμένες ενδοαστικές αντιθέσεις σε ολόκληρο το πλέγμα του αστικού κράτους, όπως διαμορφώθηκε μετά από τη Συμφωνία της Βάρκιζας και κυρίως από το 1946. Αυτές οι αντιθέσεις, που ήταν αντανάκλαση και διεθνών ανταγωνισμών στις προηγούμενες δεκαετίες, διατηρούνταν και οξύνονταν στη δεκαετία 1960.
Η άρχουσα τάξη, προκειμένου να αντιμετωπίσει το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και στη συνέχεια το Δημοκρατικό Στρατό Ελλάδας, είχε κινητοποιήσει όλες τις δυνάμεις της και όλες τις μορφές οργάνωσής της (πρωταρχικά το στρατό, θεσμικό πλαίσιο, κρατικές και «παρακρατικές» οργανώσεις κ.ά.). Η βασιλεία είχε παίξει ρόλο στον πόλεμο κατά του ΔΣΕ ως «σύμβολο της πάλης κατά του κομμουνισμού», ενώ συνέχιζε να κατέχει μερίδιο στους μηχανισμούς της αστικής εξουσίας και μετά από τον εμφύλιο πόλεμο.
Και μόνο το γεγονός ότι το 1952 όλα τα κόμματα της Βουλής, με εξαίρεση την ΕΔΑ, ψήφισαν νόμο που διατηρούσε επ’ αόριστον σε ισχύ τα «έκτακτα μέτρα» του 1947 είναι αρκετό για να δείξει το περιεχόμενο της κρατικής ανασυγκρότησης μετά από τη νίκη της αστικής τάξης και των συμμάχων της.
Τα «έκτακτα μέτρα» διατηρήθηκαν μέχρι το 1974, ενώ μόλις το 1962 θεωρήθηκε ότι έληξε η «ανταρσία των κομμουνιστοσυμμοριτών». Η διατήρησή τους δεν αποσκοπούσε στην αντιμετώπιση υπαρκτών άμεσων κινδύνων. Θεωρούνταν μέσα ασφάλειας, σε μια περίοδο που η ιμπεριαλιστική επιθετικότητα συνεχιζόταν αμείωτη και η Ελλάδα ήταν προκεχωρημένο ιμπεριαλιστικό φυλάκιο στα σύνορα των κρατών της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Ομως, 15 – 20 χρόνια μετά από τον αγώνα του ΔΣΕ, οξύνονταν οι αντιθέσεις που προκαλούσε η άμεση ανάμιξη και ο έλεγχος που ασκούσε το Παλάτι στα κέντρα της αστικής εξουσίας (στρατός, κυβέρνηση κ.ά.).
Ρεαλιστές αστοί πολιτικοί (Καραμανλής, Γ. Παπανδρέου κ.ά.) επιχείρησαν εκσυγχρονισμούς που τους έφεραν σε σύγκρουση με το Παλάτι. Αυτές οι αντιθέσεις όξυναν την αγανάκτηση του λαού ενάντια στο Παλάτι. Tα αστικά κόμματα δεν μπορούσαν να αγνοήσουν αυτόν τον παράγοντα. Δεν μπορούσε να τον αγνοήσει ιδιαίτερα η Ενωση Κέντρου, της οποίας στελέχη και η μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων της, ήταν αντιβασιλικοί.
Ωστόσο, αν και το μεγάλο μέρος της ηγεσίας των αστικών κομμάτων έβλεπε την ανάγκη εκσυγχρονιστικών ρυθμίσεων, δεν αντιμετώπιζε τις αντιδράσεις (του θρόνου, θυλάκων στο στρατό και αλλού) για να προχωρήσει αποφασιστικά στην υλοποίηση μέτρων εκσυγχρονισμού. Αυτό επιβεβαιώθηκε και με την ΕΡΕ και με την Ενωση Κέντρου.
Και μετά από τα «Ιουλιανά» συνεχίστηκε η κρίση του αστικού πολιτικού συστήματος, εξαιτίας της οξύτατης σύγκρουσης των κυβερνήσεων με το Παλάτι για τον έλεγχο στο στρατό και γενικότερα για τις αρμοδιότητες του βασιλιά. Αυτό σήμαινε ότι ήταν αμφίβολο αν η κρίση στην αστική διακυβέρνηση θα ξεπερνιόταν με τις εκλογές που είχε προκηρύξει η κυβέρνηση Κανελλόπουλου για τις 28.5.1967. Προβλεπόταν ότι οι εκλογές θα έδιναν το προβάδισμα στην Ενωση Κέντρου, με συσπειρωμένους τους βουλευτές της γύρω από τον Γεώργιο και κυρίως τον Ανδρέα Παπανδρέου, του οποίου το κύρος και η επιρροή είχαν αυξηθεί κατά πολύ στην περίοδο της λεγόμενης «αποστασίας».
Ταυτόχρονα, σημαντικός παράγοντας που όξυνε την κρίση της αστικής διακυβέρνησης ήταν και το Κυπριακό, με δοσμένη την αποφασιστική στάση του Μακάριου απέναντι στις ελληνικές κυβερνήσεις και σε ΗΠΑ – ΝΑΤΟ – Τουρκία, που πίεζαν και εξεβίαζαν για ΝΑΤΟική λύση. Η τελευταία είχε τη σημασία της στο πλαίσιο της σύγκρουσης ανάμεσα στο σοσιαλισμό και τον καπιταλισμό.
Κάτω από την επίδραση τουλάχιστον των παραπάνω παραγόντων, το τμήμα της άρχουσας τάξης που είχε δύναμη στον πιο ισχυρό μηχανισμό, το στρατό, έδωσε τη δικτατορική αστική λύση.4 Εξάλλου, έχει υποστηριχτεί από πολλές πλευρές ότι και ο βασιλιάς Κωνσταντίνος ετοίμαζε στρατιωτικό πραξικόπημα (των στρατηγών). Αυτούς πρόλαβαν οι συνταγματάρχες, που μέχρι και την τελευταία στιγμή εμφανίζονταν σαν φιλοβασιλικοί.
Σχετικά με την κατάσταση που σημαντική δύναμη του αστικού πολιτικού κόσμου θεωρούσε ότι έπρεπε να διαμορφωθεί μετά από τη δικτατορία, είναι αποκαλυπτική η επιστολή του Κ. Καραμανλή προς τον αρχιεπίσκοπο Αμερικής Ιάκωβο (8.9.1967):
«Διότι το θέμα δεν είναι να επανέλθωμεν εις την ομαλότητα διά της αποτυχίας της επαναστάσεως, αλλά διά της επιτυχίας της. (…) Η επανάστασις, άπαξ και εγένετο, προσφέρει μίαν ευκαιρίαν ανασυντάξεως της ζωής του Εθνους. (…) Διότι δεν θα σημαίνη βέβαια αποκατάστασιν της ομαλότητος η επάνοδος εις την υφισταμένην προ του κινήματος κατάστασιν. Το τελευταίο δε αυτό έχει βαρύνουσαν σημασίαν, δεδομένου ότι συνιστά τον πυρήνα του προβλήματος».5
Δεν είναι, λοιπόν, βάσιμη η άποψη που θεωρεί ότι η δικτατορία εξέφραζε μονόπλευρα τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην περιοχή, στον ανταγωνισμό της με τα ΕΟΚικά. Η δικτατορία της 21.4.1967 στηρίχτηκε από όλα τα τμήματα του κεφαλαίου που ήταν υπέρ της σύνδεσης της Ελλάδας με την ΕΟΚ. Το ίδιο και η στρατιωτική χούντα. Οπως τόνιζε ο Γεώργιος Παπαδόπουλος, «… είναι φυσικόν η επιδίωξίς μας να είναι η οικονομική ανάπτυξις της χώρας εντός του πλαισίου της Οικονομικής Κοινότητος εις την οποίαν ανήκομεν».6
Πολύ περισσότερο, δεν έχει την παραμικρή δόση αλήθειας ο ισχυρισμός ότι η δικτατορία ήταν έργο ορισμένων «αφρόνων αξιωματικών», όπως υποστήριξε ο Ευάγγελος Αβέρωφ στη διάρκεια της δικτατορίας και αργότερα η Νέα Δημοκρατία. Αντίθετα, αυτός ο συνειδητά παραπλανητικός ισχυρισμός στόχευε στη συγκάλυψη της ταξικής ουσίας της δικτατορίας.
Αναφέρεται συχνά ότι οι συνταγματάρχες ενέργησαν κατά της συνταγματικής νομιμότητας. Αυτός ο ισχυρισμός παραγνωρίζει ότι η νομιμότητα που υπήρχε ήταν εκείνη που έθετε εκτός νόμου το ΚΚΕ, κατοχύρωνε όλο το αντικομμουνιστικό νομικό πλαίσιο, ενώ ίσχυαν τυπικά διατάξεις του Συντάγματος που αφορούσαν στοιχειώδη δικαιώματα. Από την άλλη, παραγνωρίζει ότι το Σύνταγμα του 1952 νομιμοποιούσε την επιβολή δικτατορίας, με τη διαφορά ότι αναγνώριζε το δικαίωμα κατάλυσης του κοινοβουλευτισμού μόνο στο βασιλιά, μετά από πρόταση του υπουργικού συμβουλίου.
Και στη μια και στην άλλη περίπτωση ήταν κοινά και η βάση και ο σκοπός της ενέργειας: Η υπεράσπιση των συμφερόντων της αστικής τάξης. Η συνταγματική εκτροπή στις 21.4.1967 αφορούσε το φορέα αναστολής του κοινοβουλευτισμού και όχι αυτή καθαυτή την αναστολή, την οποία προέβλεπε και το Σύνταγμα του 1952.7
Τα συνθήματα της δικτατορίας ήταν κατοχυρωμένα στο Σύνταγμα του 1952:
«… Η διδασκαλία αποσκοπεί εις την ηθικήν και πνευματικήν αγωγήν και την ανάπτυξιν της ηθικής συνειδήσεως των νέων επί τη βάσει των ιδεολογικών κατευθύνσεων του ελληνοχριστιανικού πολιτισμού.»8
«Ο δημόσιος υπάλληλος οφείλει πίστιν και αφοσίωσιν εις την πατρίδα και τα εθνικά ιδεώδη, είναι εκτελεστής της θελήσεως του κράτους».9
Μια πλευρά που ασφαλώς χρειάζεται περισσότερη διερεύνηση είναι οι σχέσεις ΗΠΑ και δικτατορίας. Ολα αυτά τα χρόνια δεν έλειψαν οι προσπάθειες αθώωσης και απενοχοποίησης των ΗΠΑ, σε σχέση με το ρόλο μηχανισμών τους στο απριλιανό πραξικόπημα.
Βεβαίως, οι συνταγματάρχες ενέργησαν έχοντας τη στήριξη των ΗΠΑ και του NATO ή μηχανισμών τους. Από την άλλη, δεν πρέπει να προκαλούν έκπληξη ορισμένες ενέργειές τους που έδειχναν διαφοροποίηση από την πολιτική των ΗΠΑ ή που έρχονταν και σε αντίθεση με αυτή, δίχως να αλλάζουν το ΝΑΤΟικό, φιλοαμερικανικό, ιμπεριαλιστικό, αντικομμουνιστικό χαρακτήρα της δικτατορίας. Για παράδειγμα, η χουντική κυβέρνηση δεν αναγνώρισε το Ισραήλ και είχε φιλικές σχέσεις με τις αραβικές κυβερνήσεις.
Τα παραπάνω μπορούν να εξηγηθούν με το γεγονός ότι ισχυρότατα τμήματα της ελληνικής αστικής τάξης είχαν οικονομικά συμφέροντα και συναλλαγές με τις αραβικές χώρες.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Οι διαλέξεις πραγματοποιήθηκαν στις 4,8,11 και 14.3.1966 στο ξενοδοχείο «Χίλτον». Τις παρακολούθησε πλήθος στελεχών του αστικού πολιτικού κόσμου (Π. Κανελλόπουλος, I. Παρασκευόπουλος, Κ. Γεωργακόπουλος, Δ. Κιουσόπουλος κ.ά.). Κυκλοφόρησαν σε βιβλίο με τίτλο Ο φόβος της δικτατορίας, Αθήνα, 1966.
2. Κατά τον Ανδρέα Παπανδρέου «…το στρατιωτικό καθεστώς κατέλαβε την εξουσία στην Ελλάδα για να παραδώσει τη χώρα στα οικονομικά και στρατιωτικά συμφέροντα του βιομηχανικού-στρατιωτικού συγκροτήματος της Αμερικής (…) Αυτός ο τύπος κυριαρχίας μπορεί να ονομασθεί “νεοαποικιακός” μάλλον. (…) Η Ελλάδα αποτελεί ένα χάσμα στη Δυτικοευρωπαϊκή Κοινότητα, όντας ο πρώτος αμερικανικός δορυφόρος (…) που συνδέεται με την Κοινή Αγορά. (…) Η ελληνική βιομηχανική και μεγαλεμπορική τάξη δεν είναι μόνο μικρή, αλλά και χωρίς βαθιές ρίζες στην ελληνική κοινωνικοοικονομική δομή». (Βλ. Ανδρέας Παπανδρέου, «Η δημοκρατία στο απόσπασμα», σελ. 461 – 462, εκδ. «Καρανάσης», Αθήνα, 1974).
Στη βάση αυτής της ανάλυσης υποστήριζε ότι ο αντιδικτατορικός αγώνας έπαιρνε μορφή εθνικού απελευθερωτικού αγώνα (βλ. ό.π., σελ. 465).
Η παραπάνω προσέγγιση:
α. Υποτιμούσε το επίπεδο της εσωτερικής καπιταλιστικής συσσώρευσης, τη διασύνδεσή του με το ξένο κεφάλαιο, τη διαμόρφωση δεσμών κοινών συμφερόντων.
β. Υποτιμούσε το μακροπρόθεσμο συμφέρον της αστικής τάξης στην Ελλάδα από τη σύνδεση-ένταξη στην ΕΟΚ.
γ. Συνέδεε τη χούντα αποκλειστικά με το λεγόμενο βιομηχανικό – στρατιωτικό σύμπλεγμα των ΗΠΑ και όχι με τη συνολική πολιτική του αμερικανικού ιμπεριαλισμού.
δ. Οριζε την επιβολή της δικτατορίας ως αποτέλεσμα εξωτερικής χρησιμοποίησης πρακτόρων από τη CIΑ, παραγνωρίζοντας τις εσωτερικές δυνάμεις που την εξέθρεψαν.
Λαθεμένα χαρακτήριζε το ελληνικό αστικό καθεστώς ως «νεοαποικιακό».
Η παραπάνω ανάλυση του Ανδρέα Παπανδρέου εξέφραζε τη γνωστή τροτσκίζουσα θέση περί της σχέσης ΗΠΑ – Ελλάδας ως σχέσης μητρόπολης – περιφέρειας.
3. Γιάννης Κάτρης, «Η γέννηση του νεοφασισμού στην Ελλάδα», σελ. 76, εκδ. «Παπαζήση», Αθήνα, 1974.
4. Το πραξικόπημα δεν ήταν αναίμακτο. Την ίδια μέρα υπήρξαν τουλάχιστο 2 νεκροί, ο 15χρονος Βασίλης Πεσλής και η 24χρονη Μαρία Καλαβρού. Λίγες μέρες αργότερα (25.4.1967) δολοφονήθηκε εν ψυχρώ στον Ιππόδρομο ο Παναγιώτης Ελής από τον ανθυπίλαρχο Κωνσταντίνο Κώτσαρη, ενώ στις 22 Μάη δολοφονήθηκε ο Νικηφόρος Μανδηλαράς και στις 5.9.1967 ο Γιάννης Χαλκίδης, στέλεχος του ΠΑΜ Νέων. Στις 9.5.1968 δολοφονήθηκε στο Γ’ Σώμα Στρατού ο πρώην βουλευτής της ΕΔΑ και στέλεχος του ΚΚΕ Γιώργης Τσαρουχάς.
5. Γεώργιος Π. Μαλούχος, «Εγώ, ο Ιάκωβος», σελ. 247-248, εκδ. Α.Α. Λιβάνη, Αθήνα, 2002.
6. Γ. Παπαδόπουλος, «Το πιστεύω μας», τόμ. Α’, σελ. 10, εκδ. Γενική Διεύθυνσις Τύπου και Πληροφοριών, Αθήνα, 1967.
7. Το άρθρο 91 του Συντάγματος του 1952 όριζε και τα ακόλουθα:
«Ο Βασιλεύς δύναται μετά πρότασιν του Υπουργικού Συμβουλίου, εν περιπτώσει εμπολέμου καταστάσεως ή επιστρατεύσεως ένεκεν εξωτερικών κινδύνων ή σοβαράς διαταραχής ή εκδήλου απειλής της δημόσιας τάξεως και ασφαλείας της χώρας εξ εσωτερικών κινδύνων, να αναστείλη διά Βασιλικού Διατάγματος εις όλην την επικράτειαν ή εις μέρος αυτής την ισχύν των άρθρων 5, 6, 8, 10, 11, 12, 14, 20, 95 και 97 του Συντάγματος ή τινών τούτων και θέτων εις εφαρμογήν τον εκάστοτε ισχύοντα Νόμον “περί καταστάσεως πολιορκίας” να συστήση εξαιρετικά δικαστήρια».
(Βλ. Βουλή των Ελλήνων, Σύνταγμα της Ελλάδος, έκτου Εθνικού Τυπογραφείου, εν Αθήναις, 1952, σελ. 45).
Το Σύνταγμα του 1952 ψηφίστηκε από τη Βουλή επί κυβερνήσεως Σοφ. Βενιζέλου. Εγκρίθηκε με 132 ψήφους σε σύνολο 250 βουλευτών. Ο Ελληνικός Συναγερμός (Παπάγος) αποχώρησε από τη συνεδρίαση επειδή η Βουλή ήταν απλή και δεν είχε αναθεωρητικές αρμοδιότητες. Υπερψήφισαν οι βουλευτές της ΕΠΕΚ (Πλαστήρας), των Φιλελευθέρων, 2 βουλευτές του Λαϊκού Κόμματος, οι συνεργαζόμενοι με την κυβέρνηση Αγροτικοί και ο Λεωνίδας Καραμαούνας. Ο Μιχάλης Κύρκος ψήφισε «παρών».
8. Αρθρο 16, παρ. 2 του Συντάγματος του 1952.
9. Αρθρο 100, παρ. 1,2 του Συντάγματος.