Γιώργης Σιάντος-Ο “Θείος” του ΚΚΕ
Ο Σιάντος ως ηγέτης του κόμματος σε μια καθοριστική περίοδο, σαφώς και φέρει μεγάλες προσωπικές ευθύνες για την εξέλιξη της πορείας του ΚΚΕ, σαφέστατα όμως είναι ιδεαλιστικό και ιστορικά άστοχο να αποδίδονται οι επιλογές που προαναφέραμε, μόνο στις ενδεχομένως κατώτερες των περιστάσεων ικανότητες ενός κατά τα άλλα τίμιου αγωνιστή.
Ο Γιώργης Σιάντος, γνωστός και με τα ψευδώνυμά του “Γέρος”, “Σαγκαρινός” ή “Θείος”, υπήρξε μαζί με τον Γ. Ιωαννίδη γενικός γραμματέας του ΚΚΕ στην κρισιμότερη ίσως περίοδο της ιστορίας του, στο διάστημα της κατοχής ως και τους πρώτους μήνες μετά την απελευθέρωση. Το τελευταίο διάστημα θεωρείται από πολλούς, όχι άδικα, ως η μοναδική ίσως ευκαιρία που είχε το ΚΚΕ να ανέλθει στην εξουσία μετά την αποχώρηση των Γερμανών, κι πριν οι αστικές πολιτικές, κοινωνικές και στρατιωτικές δυνάμεις προλάβουν να ανασυνταχθούν. Όπως ξέρουμε, το ΚΚΕ εκείνη την περίοδο έκανε μια σειρά επιλογών (Λίβανος, Καζέρτα, Βάρκιζα) που το αφόπλισαν κυριολεκτικά σε κάποιες περιπτώσεις, αλλά κυρίως ουσιαστικά, δίνοντας τον πολύτιμο χρόνο στους αντιπάλους του να εξαπολύσουν την αντεπίθεσή τους.
Ο Σιάντος ως ηγέτης του κόμματος εκείνη την περίοδο, σαφώς και φέρει μεγάλες προσωπικές ευθύνες για την εξέλιξη της πορείας του ΚΚΕ, σαφέστατα όμως είναι ιδεαλιστικό και ιστορικά άστοχο να αποδίδονται οι επιλογές που προαναφέραμε, μόνο στις ενδεχομένως κατώτερες των περιστάσεων ικανότητες ενός κατά τα άλλα τίμιου αγωνιστή. Είναι γνωστό πως η στρατηγική του ΚΚΕ το πρώτο μισό της δεκαετίας του ’40 είχε ήδη διαμορφωθεί από το μεσοπόλεμο, αρχής γενομένης από την 6η ολομέλεια του 1934, ενώ έφερε έντονα και την επίδραση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, κυρίως των αποφάσεων του 7ου συνεδρίου της Κομμουνιστικής Διεθνούς που επισημοποίησε την πολιτική των Λαϊκών Μετώπων. Σαφώς η πολιτική αυτή από μόνη της επίσης δεν εξηγεί την ήττα, διότι σε άλλες περιπτώσεις (Γιουγκοσλαβία, Αλβανία) δεν υπήρξε τροχοπέδη στην κατάληψη της εξουσίας από τα αντίστοιχα ΚΚ.
Ένας συνδυασμός προσωπικών αποφάσεων, πάγιων θέσεων του κόμματος και του διεθνούς κινήματος και ιδιαίτερων συνθηκών της ελληνικής κοινωνίας πιθανόν εξηγούν καλύτερα την τελική έκβαση. Ο Σιάντος γεννήθηκε σε άγνωστη ημερομηνία στην Καρδίτσα το 1890 και καταγόταν από φτωχή οικογένεια. Ολοκληρώνοντας τη βασική εκπαίδευση αναγκάστηκε να βγει στη βιοπάλη ως καπνεργάτης. Υπηρέτησε για ένα μεγάλο διάστημα ως υπαξιωματικός του ελληνικού στρατού, από το 1911 ως το 1920, ενώ φαίνεται πως εκείνη την περίοδο διαπνεόταν από βενιζελικά φρονήματα, καθώς συμμετείχε στο Κίνημα της Εθνικής Άμυνας στη Θεσσαλονίκη. Εντάχθηκε το 1920 στο νεαρό τότε ΣΕΚΕ και μετέπειτα ΚΚΕ, ενώ ανέπτυξη σημαντική συνδικαλιστική δράση στο χώρο των καπνεργατών, που ως γνωστών πρωτοστάτησε σε εργατικές κινητοποιήσεις καθ’όλη τη διάρκεια του μεσοπολέμου.
Η κομματική του ανέλιξη τον φέρνει το 1927 στη θέση του μέλους της ΚΕ και του ΠΓ του κόμματος, λίγα χρόνια πριν ξεσπάσει η λεγόμενη περίοδος της “φραξιονιστικής πάλης χωρίς αρχές” το 1929-1931, όπου εντάχθηκε στην “αριστερή” τάση, στην οποία συμμετείχαν κι άλλοι συνδικαλιστές, όπως ο Μήτσος Παπαρήγας και ο Κώστας Θέος. Η κρίσιμη αυτή περίοδος, που είδε την επιρροή του σπαρασσόμενου κόμματος να συρρικνώνεται δραματικά σε κοινωνικό κι εκλογικό επίπεδο, ακριβώς τη χρονιά (1929) που ψηφίστηκε το αντικομμουνιστικό Ιδιώνυμο του Βενιζέλου, τερματίστηκε ως γνωστόν με την παρέμβαση της Κομμουνιστικής Διεθνούς και την αποστολή του Νίκου Ζαχαριάδη το 1931, ενώ ο ίδιος ο Σιάντος, έχοντας ασκήσει ενώπιον των οργάνων της Κ.Δ την αυτοκριτική του συνέχισε να είναι υψηλόβαθμο στέλεχος. Το 1934 εκλέχθηκε Γραμματέας της ΚΟ Πειραιά και δυο χρόνια κατέλαβε την έδρα των Τρικάλων ως βουλευτής του Παλλαϊκού μετώπου που είχε ραχοκοκκαλιά το ΚΚΕ.
Επί Μεταξά ο Σιάντος υπήρξε εξόριστος στην Ανάφη, κατορθώνοντας να δραπετεύσει το 1937, ενώ συμμετείχε στη συγκρότηση της λεγόμενης Παλιάς Κεντρικής Επιτροπής μαζί με το Νίκο Πλουμπίδη. Ήταν η εποχή που η δικτατορία, χάρη στην “έμπνευση” του Μανιαδάκη, είχε κατορθώσει να αλώσει βαθιά το κόμμα, έχοντας συγκροτήσει τη λεγόμενη Προσωρινή Διοίκηση υπό τους αυτομολήσαντες στο καθεστώς Τυρίμο και Μανωλέα, κι εκδίδοντας ακόμα κι ασφαλίτικο Ριζοσπάστη. Η σύγχυση που έσπειρε η κατάσταση αυτή στο κόμμα ήταν πραγματικά παραλυτική, παράλυση που ξεπεράστηκε μόνο με τη συγκρότηση της “Νέας Κεντρικής Επιτροπής” μετά την έναρξη της κατοχής από δραπετεύσαντα στελέχη του κόμματος και γγ αρχικά το σλαβομακεδόνα Ανδρέα Τσίπα.
Στο μεταξύ ο Σιάντος είχε ήδη συλληφθεί εκ νέου το Νοέμβρη του 1939, όταν και μεταφέρθηκε στη διαβόητη ακτίνα Θ’ των φυλακών της Κέρκυρας όπου κρατούνταν και ο Ζαχαριάδης, που αργότερα παραδόθηκε στους Γερμανούς κι απεστάλη στο Νταχάου. Ο Σιάντος δραπέτευσε ξανά το Σεπτέμβρη του 1941, αντικαθιστώντας το Δεκέμβρη της ίδιας χρονιά τον Τσίπα στην ηγεσία του κόμματος. Μετά τη δραπέτευση του Γιάννη Ιωαννίδη από σανατόριο όπου είχε μεταφερθεί μαζί με άλλους φυματικούς Ακροναυπλιώτες τον Ιούλιο το 1942, οι δυο άνδρες ανέλαβαν από κοινού την καθοδήγηση του κόμματος.
Την εποχή αυτή σημειώνονται σημαντικά επιτεύγματα, όπως η εξάπλωση του ΕΑΜ (που είχε ήδη ιδρυθεί το Σεπτέμβρη του 1941), η δημιουργία του ΕΛΑΣ με τη σταδιακή του επικράτηση σε μεγάλα τμήματα της χώρας, καθώς και η συγκρότηση της ΠΕΕΑ (Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης), στην οποία ο Σιάντος άνελαβε το αξίωμα του Γραμματέα Εσωτερικών κι Επισιτισμού.
Δε συμμετείχε στην υπογραφή των συμφωνιών του Λιβάνου και της Καζέρτας (Μάης και Σεπτέμβρη του 1944 αντίστοιχα), αλλά τις αποδέχτηκε δυσανασχετώντας. Όπως είναι γνωστό βέβαια, η συμβιβαστική πολιτική ομαλότητας του ΚΚΕ δεν ήταν αρκετοί στους αστούς, που μέσω της κυβέρνησης Γ. Παπανδρέου ήθελαν τελειωτικό τσάκισμα του εαμικού κινήματος, μέσω της διάλυσης του ΕΛΑΣ, προκαλώντας τη Δεκεμβριανή σύγκρουση, την οποία ο Σαράφης έκανε ό,τι μπορούσε για να κρατήσει σε περιορισμένα επίπεδα, παρά τις αντίθετες φωνές, όπως εκείνες του Άρη Βελουχιώτη, που επιθυμούσαν τη γενίκευσή της. Ο γ.γ του ΚΚΕ συμμετείχε στην υπογραφή της Συνθήκης της Βάρκιζας το 1945, υπερασπιζόμενος τον εαυτό του λίγους μήνες μετά, ως εξής: “Είναι μια συμφωνία ανάγκης, δεν είναι όμως παράδοση άνευ όρων. Είναι ένα μίνιμουμ ελευθεριών για τη δράση. Δίνει ένα ηθικό νομικό έρεισμα για την αντιφασιστική πάλη. Δίνει ακόμα το πλεονέκτημα να γίνει απόφαση των μαζών, της κοινής γνώμης του εξωτερικού και των συμμάχων”.
Μετά την επιστροφή του Ζαχαριάδη στην Ελλάδα και την κομματική ηγεσία ο Σιάντος άρχισε να χάνει ραγδαία την επιρροή του, καθώς ο νέος γραμματέας τον υποψιαζόταν ήδη από τότε για χαφιεδισμό, στηριζόμενος σε πληροφορία έμπιστου του Δημητρόφ πως στην ΚΕ υπήρχε πράκτορα. Έφυγε από τη ζωή στις 20 Μάη του 1947 στην κλινική του μεγάλου αγωνιστή Πέτρου Κόκκαλη, από ανακοπή καρδιάς, προκαλώντας μεγάλη συγκίνηση στα πλήθη που συνέρρευσαν στην κηδεία του, εν μέσω εμφυλίου και λίγο πριν τεθεί το ΚΚΕ, το ΕΑΜ και όλες οι συνδεόμενες οργανώσεις εκτός νόμου. Να πώς περιγράφει την είδηση του θανάτου και την κηδεία του Σιάντου ο Κώστας Γαβριηλίδης, ηγέτης του Αγροτικού Κόμματος, που είχε υπάρξει συνεξόριστός του στην Ανάφη:
«Τρίτη 20 Μαΐου 1947. Ώρα 11 π.μ. πέθανε ξαφνικά ο Γιώργης Σιάντος. Το έμαθα στο δρόμο και έτρεξα αμέσως στο σπίτι του Κόκκαλη (όπου έμενε). Απίστευτο και τρομακτικό το γεγονός. Τον είδα στο κρεβάτι και μου έκανε την εντύπωση πως κοιμόταν.
Το Λαϊκοδημοκρατικό κίνημα έχασε μια από τις φωτεινές του διάνοιες, έχασε τον ακούραστο, θαρραλέο και θετικό αγωνιστή και ηγέτη».
Και την επομένη, 21 Μαΐου, συνεχίζει:
«Στις 11 π.μ. έγινε η κηδεία του. Απέραντη η θλίψη του Λαού. Πολλές δεκάδες χιλιάδες κόσμου παρακολούθησαν την πομπή. Όλοι σοβαροί, θλιμμένοι και αποφασιστικοί.
Από μέρους της ΚΕ του ΕΑΜ χαιρέτησα τον Γιώργη Σιάντο μέσα στην Μητρόπολη».
Μετά το θάνατό του κατηγορήθηκε κι επίσημα ως πράκτορας της Ιντέλιτζενς Σέρβις, κατηγορία που ήρθη το 1957, κατηγορία που συχνά χρησιμοποιήθηκε ως τεκμήριο “κυνηγιού μαγισσών” του Ζαχαριάδη, προσέγγιση βέβαια που παραλείπει να αναφέρει πως ακριβώς με τις ίδιες κατηγορίες ήρθε αντιμέτωπος για πολλά χρόνια κι ο ίδιος ο Ζαχαριάδης μετά την καθαίρεσή του από την ηγεσία του κόμματος.
Κλείνοντας, μπορεί κανείς να διαβάσει ένα ευτράπελο περιστατικό για το Σιάντο και την αλλαγή της ώρας, πάντα βέβαια τηρώντας επιφυλάξεις ως προς την αξιοπιστία του Γιάννη Ιωαννίδη που το μεταφέρει, ο οποίος είχε κάθε λόγο να θέλει να προβάλει τη “στενομυαλιά” του άλλοτε συντρόφου του για να αποσείσει όσο γινόταν τις δικές του ευθύνες για τα λάθη της περιόδου στην οποία συναποτελούσαν την ηγεσία του κόμματος.