Γιόζεφ Γκέμπελς- Ο ρήτορας του ναζιστικού καθεστώτος
Εκμεταλλεύτηκε τη μόρφωση και το ρητορικό του χάρισμα για τη διάδοση των φασιστικών ιδεών και για τον εξωραϊσμό της δολοφονικής ναζιστικής μηχανής, καθιστώντας το όνομά του συνώνυμο της πιο αισχρής προπαγάνδας .
Σαν σήμερα αυτοκτόνησε μαζί με τη γυναίκα του Μάγδα, αφού πρώτα δολοφόνησαν τα έξι παιδιά τους, ο Γιόζεφ Γκαίμπελς, καγκελάριος του Τρίτου Ράιχ για μια μέρα μετά την αυτοκτονία του Χίτλερ και υπουργός Προπαγάνδας του ναζιστικού καθεστώτος. Εκμεταλλεύτηκε τη μόρφωση και το ρητορικό του χάρισμα για τη διάδοση των φασιστικών ιδεών και για τον εξωραϊσμό της δολοφονικής ναζιστικής μηχανής, καθιστώντας το όνομά του συνώνυμο της πιο αισχρής προπαγάνδας (γκεμπελισμός).
Γεννήθηκε στις 29 Οκτώβρη 1897 στη Ρηνανία, από καθολική οικογένεια ενός λογιστή εργοστασίου. Σε μικρή ηλικία αρρώστησε, πιθανόν από πολυομυελίτδα, κάτι που του άφησε μόνιμη αναπηρία στο ένα πόδι και έντονα συμπλέγματα κατωτερότητας. Μαζί με τα πέντε αδέρφια του μεγάλωσαν σε ιδιαίτερα δύσκολες οικονομικές συνθήκες. Δεν υπηρέτησε στον Α’ παγκόσμιο πόλεμο λόγω του ποδιού του, παρότι είχε δηλώσει εθελοντής για το μέτωπο. Από το 1917 ως το 1921 σπούδασε γερμανική και κλασική φιλολογία καθώς και ιστορία σε σειρά γερμανικών πόλεων, λαμβάνοντας μερική υποτροφία από ένα πρόγραμμα της καθολικής Εκκλησίας. Στο πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης όπου ανακηρύχτηκε διδάκτορας φιλολογίας είχε στενή σύνδεση με Εβραίους καθηγητές, ενώ αργότερα απευθύνθηκε σε εβραϊκούς εκδοτικούς οίκους, ευελπιστώντας να εκδώσει το εξπρεσιονιστικό του μυθιστόρημα.
Η αποτυχία του να καθιερωθεί ως δημοσιογράφος, συγγραφέας ή δραματουργός τον έστρεψε σε ενασχόληση με εθνικιστικούς κύκλους, καταλήγοντας το 1924 στο απαγορευμένο προσωρινά μετά το πραξικόπημα της μπιραρίας ναζιστικό κόμμα. Ίδρυσε μάλιστα το “Μεγαλογερμανικό απελευθερωτικό κίνημα”, μια οργάνωση-βιτρίνα του NSDAP. To 1925 βρήκε για λίγο δουλειά ως αρχισυντάκτης εβδομαδαίου ακροδεξιού εντύπου, γράφοντας κυρίως εναντίον Εβραίων εκδοτών. Την ίδια χρονιά η άρση της απαγόρευσης του ναζιστικού κόμματος των βρίσκει γκαουλάιτερ Βόρειας Ρηνανίας, ενώ παράλληλα συνδέεται με τη λεγόμενη “αντικαπιταλιστική” πτέρυγα των αδελφών Στράσερ, επικρίνοντας την “κεντρίστικη” πολιτική του Χίτλερ. Λίγους μήνες αργότερα ωστόσο αλλάζει πορεία συντασσόμενος πλήρως με τον αρχηγό του κόμματος, ο οποίος του αναθέτει το “φιλόδοξο” πόστο του γκαουλάιτερ Βερολίνου-Βραδεμβούγου, με στόχο την εξάπλωση της ναζιστικής επιρροής. Στο “Κόκκινο” Βερολίνο, το 1926 οι ναζί μετρούσαν μόλις 500 μέλη. Το 1927 ιδρύει την εφημερίδα “Η επίθεση”, όπου προπαγανδίζει κυρίως κατά του υποδιευθυντή της βερολινέζικης αστυνομίας, του εβραϊκής καταγωγής Μπέρνχαρτ Βάις. Στις εκλογές του 1928 εκλέγεται για πρώτη φορά βουλευτής, ξεχωρίζοντας αμέσως για την κυνική δημαγωγία του και τον άγριο αντικομμουνισμό και αντισημιτισμό του.
To 1931 παντρεύτηκε με κουμπάρο το Χίτλερ τη μεγαλοαστή Μάγδα Κβαντ, της οποίας ο πατριός (και σύμφωνα με νεότερα στοιχεία ενδεχομένως και βιολογικός πατέρας) ήταν Εβραίος μεγαλοεπιχειρηματίας, που αργότερα πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης χωρίς να τον βοηθήσει η ίδια. Η Μάγδα Γκέμπελς θα γινόταν η άτυπη “πρώτη κυρία” του Γ’ Ράιχ, ενώ η πολύτεκνη οικογένεια του ζεύγους θα γινόταν το πρότυπο “άριας” οικογενειακής θαλπωρής. Η πραγματικότητα ήταν λιγότερο ρόδινη, καθώς η ίδια το 1938 είχε αποφασίσει να τον χωρίσει λόγω του δεσμού του με την Τσέχα ηθοποιό Λίντα Μάροβα, αλλά το διαζύγιο εμποδίστηκε με προσωπική παρέμβαση του ίδιου του Χίτλερ.
Στις 13 Μαρτίου 1933, λίγο μετά την κατάληψη της εξουσίας από τους ναζί, διορίζεται υπουργός “Λαϊκής διαφώτισης και προπαγάνδας”, όντας ο νεότερος υπουργός της κυβέρνησης. Αποκτά πλήρη έλεγχο των ΜΜΕ και της πολιτιστικής ζωής της Γερμανίας, ασχολείται όμως και με τη διοργάνωση του πρώτου μποϋκοτάζ κατά εβραϊκών καταστημάτων τον Απρίλη της ίδιας χρονιάς. Πρωταγωνιστεί στις 10 Μάη στη δημόσια καύση “αντιγερμανικών” βιβλίων από το Ναζιστικό Φοιτητικό Σύνδεσμο, βγάζοντας το λεγόμενο “Πύρινο λόγο” λίγο πριν την έναρξή της. Το 1934 πρωτοστατεί στη νύχτα των Μεγάλων μαχαιριών με τη δολοφονία του αρχηγού των Ταγμάτων Εφόδου Έρνστ Ρεμ, δικαιολογώντας τη σφαγή με διαγγέλματα στον τύπο και το ραδιόφωνο. Το 1937 διοργανώνει την κατάσχεση έργων “εκφυλισμένης” τέχνης διοργανώνοντας την περίφημη ομώνυμη έκθεση, ενώ την ίδια χρονιά εθνικοποιεί την μεγαλύτερη κινηματογραφική εταιρεία της χώρας, Ufa, που ανήκε στον εθνικιστή επιχειρηματία και πολιτικό Άλφρεντ Χούγκενμπεργκ.
Στις 9 Νοέμβρη 1938 δίνει το σύνθημα γενικευμένου πογκρόμ κατά των Εβραίων, που έμεινε γνωστό ως “Νύχτα των Κρυστάλλων”, λέγοντας σε κομματική ομιλία στο Μόναχο πως δεν έπρεπε να υπάρξει κανένα μέτρο κατά “αυθόρμητων παρεκτροπών”. Η “μεγάλη στιγμή” του Γκέμπελς έρχεται ωστόσο με το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, με τις “Έκτακτες ειδήσεις” που καθιέρωσε ο ίδιος στο ραφιόφωνο και τα εβδομαδιαία επίκαιρα, που απέκτησαν πολύωρη διάρκεια. Προσπαθώντας να αποσπάσει τη συναίνεση μορφωμένων αστών στο εσωτερικό και το εξωτερικό, ίδρυσε το 1940 την εφημερίδα “Το Ράιχ”, όπου αρθρογραφούσε τακτικά κι ο ίδιος, προπαγανδίζοντας την αναγκαιότητα του ναζιστικού οράματος και της Γερμανίας ως θεματοφύλακα κατά του εβραιομπολσεβικισμού. Η πιο διαβόητη εμφάνισή του έλαβε χώρα στις 18 Φλεβάρη 1943, με την ομιλία του στο Sportpalast του Βερολίνου, όπου διακήρυξε τον “ολοκληρωτικό πόλεμο” ενώπιον χιλιάδων φανατικών υποστηρικτών του καθεστώτος, σε μια απόπειρα διασκέδασης των εντυπώσεων από τη βαριά ήττα των ναζί στη μάχη του Στάλινγκραντ την ίδια περίοδο.
Παρέμεινε ως το τέλος πιστός στον Φύρερ, ενώ από τις 22 Απρίλη 1945, βλέποντας το τέλος του πολέμου να πλησιάζει, πήρε την οικογένειά του και κι εγκαταστάθηκε στο πλευρό του Χίτλερ στο καταφύγιο της καγκελαρίας, ενώ μια βδομάδα μετά υπήρξε μάρτυρας στο γάμο του τελευταίου με την Εύα Μπράουν. Ο Χίτλερ τον όρισε διάδοχό του στην καγκελαρία βάσει πολιτικής διαθήκης, αλλά μία μέρα μετά αποφάσισαν με τη σύζυγό του να αυτοκτονήσουν, αφού πρώτα έβαλαν το γιατρό των Ες-Ες Χέλμουτ Κουντς να ναρκώσει τα έξι παιδιά τους , ηλικίας από 4 ως 12 ετών με μορφίνη. Στη συνέχεια, η μητέρα τους τα δηλητηρίασε στον ύπνο τους με αμπούλες κυανούχου κάλιου, ενώ αμέσως μετά βγήκαν με τον Γκέμπελς στον κήπο της καγκελαρίας όπου αυτοκτόνησαν, με τρόπο όχι ακριβώς γνωστό ως σήμερα, πιθανόν από συνδυασμό δηλητηρίασης και χαριστικής βολής από παριστάμενους αξιωματικούς στη συνέχεια. Τα πτώματά τους, που είχαν περιλουστεί με βενζίνη αλλά μόνο μερικώς αποτεφρώθηκαν, περιήλθαν στην κατοχή των Σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών λίγες μέρες μετά, ενώ το 1970 ο διευθυντής τότε της KGB Γιούρι Αντρόποφ διέταξε την πλήρη καταστροφή των λειψάνων, τα οποία διασκορπίστηκαν σε παραπόταμο του Έλβα. Σημαντική ιστορική πηγή αποτελούν τα ημερολόγια του Γκέμπελς, τα οποία κρατούσε σε τακτική βάση από το 1923 κι εκδόθηκαν σε πολλούς τόμους μετά το θάνατό του.