“Γκράνμα”: Όταν χαράχτηκε ο δρόμος προς τη νίκη
Το ημερολόγιο έδειχνε 2 του Δεκέμβρη 1956. Ο -ματωμένος- δρόμος είχε χαραχτεί και τίποτα από δω και μπρος δεν θα μπορούσε να ανακόψει τη νικηφόρα πορεία της Κουβανικής Επανάστασης.
Τη νύχτα της 24 προς 25 του Νοέμβρη 1956, ένα πλοιάριο με το όνομα Γκράνμα, αποπλέει από τις ακτές του Μεξικού με πορεία προς την Κούβα. Μετά από ένα περιπετειώδες ταξίδι, 82 μαχητές επαναστάτες με επικεφαλής τον Φιντέλ Κάστρο αποβιβάζονται στις ακτές της Κούβας. Η ομάδα δέχεται επίθεση από άριστα εξοπλισμένες και πολυπληθείς στρατιωτικές δυνάμεις του δικτάτορα Μπατίστα και οι περισσότεροι επαναστάτες σκοτώνονται. Ο Φιντέλ, ο Τσε, ο Ραούλ, σχεδόν είκοσι συνολικά μαχητές προωθούνται στην οροσειρά Σιέρα Μαέστρα.
Το ημερολόγιο έδειχνε 2 του Δεκέμβρη 1956. Ο -ματωμένος- δρόμος είχε χαραχτεί και τίποτα από δω και μπρος δεν θα μπορούσε να ανακόψει τη νικηφόρα πορεία της Κουβανικής Επανάστασης.
Στο μικρό απόσπασμα που παραθέτουμε από το βιβλίο του Πάκο Ιγνάσιο Τάϊμπο ΙΙ «Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, γνωστός και ως ΤΣΕ» δίνεται περιγραφή της αναχώρησης του Γκράνμα:
«Εκεί είναι και μια μικρή ομάδα ανθρώπων που έχουν έρθει για να τους αποχαιρετίσουν, λειτουργώντας ως εκπρόσωποι όλων όσοι μένουν πίσω. Η Μέλμπα Ερνάνδες, η Πιεδάδ και ο Αντόνιο Κουάτε κοιτάζουν το μικρό γιοτ που γεμίζει σιγά σιγά άντρες. Οι εθελοντές ανεβαίνουν στο πλοίο σπρώχνοντας ο ένας τον άλλο, γιατί έχει κυκλοφορήσει η φήμη ότι είναι τόσο μικρό, που δεν πρόκειται να χωρέσουν όλοι και ότι πολλοί μπορεί να μείνουν στη στεριά. Ύστερα από τόσους μήνες αναμονής, κανείς δε θέλει να μείνει στο περιθώριο.
Απ’ όσα θυμάται ο Φαουστίνο Πέρες, «μόνο το μακάβριο και επίμονο γάβγισμα των σκυλιών απ’ τα περίχωρα έσπαγε τη σιωπή μες στο μεσονύχτι». Κουκουλωμένος με μια μακριά κάπα, ο Φιντέλ επιθεωρεί κατά τη διάρκεια των πρώτων ωρών την επιχείρηση της επιβίβασης. Στη 1.30 τη νύχτα της 24ης προς την 25η του μήνα, οι δύο μηχανές του Γκράνμα μπαίνουν σε κίνηση. Το πλοίο απομακρύνεται από τον αυτοσχέδιο κυματοθραύστη με τα φώτα σβηστά. Ο απόπλους απαγορεύεται λόγω του κακού καιρού: άγριος βοριάς μαστιγώνει τον Κόλπο του Μεξικού. Ακατάπαυστη βροχή, δυνατός άνεμος. Ο Σάντσες Αμάγια, ένας από τους άντρες της αποστολής, θυμάται: «Πάνω σ’ εκείνο το κομμάτι τάβλας δεν μπορούσες να κάνεις βήμα».
Μες στο μικρό γιοτ βρίσκονται ογδόντα δύο άντρες, στοιβαγμένοι ο ένας πάνω στον άλλον, στριμωγμένοι πλάι πλάι, προσπαθώντας να προφυλαχτούν από το κρύο της τελευταίας τους νύχτας στο Μεξικό. Είναι ωραίοι, αλλά βρίσκονται σε μια κατάσταση δύσκολη, κάπου ανάμεσα στην αμηχανία, στο φόβο και στην ελπίδα. Και, λέγοντας «ωραίοι» — guapos —, δεν το εννοούμε με την κυριολεκτική έννοια της λέξης στα ισπανικά ή στα μεξικάνικα, παρά με την κουβανέζικη έννοια: τολμηροί, ορμητικοί. Και επιδεικνύουν αυτάρεσκα την όμορφή τους τόλμη, καθώς προτίθενται να ανατρέψουν μια στρατιωτική δικτατορία, αυτοί, οι ογδόντα δύο ελλιπώς οπλισμένοι άντρες που βρίσκονται μέσα σ’ εκείνο το εύθραυστο πλεούμενο. Και μ’ αυτήν την τελική επίδειξη παλικαριάς αποχαιρετούν τώρα το Μεξικό, όπου το να είσαι ωραίος δε σημαίνει ότι είσαι και γενναίος και το να είσαι φοβητσιάρης δε σημαίνει ότι είσαι και δειλός. Τελειώνουν τα δύο περίπου χρόνια, τα γεμάτα αμφιβολίες, κατά τη διάρκεια των οποίων στήθηκε μια αδιανόητη επιχείρηση. Και, όπως έλεγαν και τότε, «τώρα, ό,τι πει ο Θεός».
Τους περιμένουν, ειδοποιημένοι από προδότες και καταδότες, πάνω από τριάντα πέντε χιλιάδες ένοπλοι άντρες, συμπεριλαμβανομένης της αστυνομίας, ένας στρατός εξοπλισμένος με τανκς, δέκα πολεμικά πλοία, δεκαπέντε ακτοπλοϊκά και εβδομήντα οχτώ αεροπλάνα της πολεμικής αεροπορίας και των αερομεταφορών.
Αλλά τώρα το Γκράνμα προχωρά χορεύοντας πάνω στα κύματα, υπομένοντας τη δριμύτητα του βοριά που μαστιγώνει τον Κόλπο, και το Μεξικό μένει πίσω, σαν μια ανάμνηση που, στο πέρασμα του χρόνου, για τον κεντρικό πρωταγωνιστή αυτής της ιστορίας και για τους συντρόφους του, θα αποδειχτεί θετική, καθώς στο νου τους θα εντυπωθούν η βοήθεια και τα χαμόγελα και όχι τα λαδώματα και οι αστυνόμοι-βασανιστές, οι μεγάλες πεζοπορίες στην οδό Ινσουρχέντες και τα τάκος και όχι το κρύο και η μοναξιά. Θα μείνουν στη μνήμη τους η αλληλεγγύη του Κάρδενας και η ομορφιά των πυραμίδων των Μάγια και όχι το προαύλιο με τους ψηλούς τοίχους της φυλακής Μιγκέλ Σουλτς».
Δυόμισι μήνες μετά την απόβαση του Γκράνμα, ο Φιντέλ σε συνέντευξή του στον απεσταλμένο των «Νιου Γιορκ Τάιμς» στη Σιέρα Μαέστρα θα πει: «Πολεμάμε επί 79 ημέρες και είμαστε δυνατότεροι από ποτέ!».
Ενώ λίγους μήνες πριν τη νικηφόρα έκβαση της επανάστασης θα στείλει μήνυμα στον Μπατίστα και στους ιμπεριαλιστές υποστηριχτές του: «Έχουμε μάθει να πολεμούμε ενάντια στο αδύνατο. Εδώ θα πέσουν ένδοξα αν είναι απαραίτητο από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο αντάρτη. Η πατρίδα δεν εγκαταλείπεται για να σωθεί η ζωή. Ένα παράδειγμα αξίζει πάντα περισσότερο από έναν άνθρωπο.»
Από τότε κύλησε πολύ νερό στο μύλο της Ιστορίας. Ο ηρωικός κουβανικός λαός δεν έπαψε να δέχεται επιθέσεις που στόχο έχουν να τον λυγίσουν και να ακυρώσουν τις κατακτήσεις της σοσιαλιστικής επανάστασής του. Ο αγώνας των Κουβανών που υπερασπίζονται την επανάστασή τους, συνεχίζεται, με το κεφάλι ψηλά, ενάντια στις επιπτώσεις του βάρβαρου αποκλεισμού των γιάνκηδων ιμπεριαλιστών, για την πλήρη και οριστική απόσυρσή του.