H ιπτάμενη Μαρίτα Κοχ. Το αξεπέραστο ρεκόρ, οι φήμες για ντόπινγκ και η αστική υποκρισία
Το θρυλικό ρεκόρ της σημειώθηκε στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Καμπέρα στην Αυστραλία, στις 6 Οκτώβρη 1985. Η επίδοση των 46,60 δευτερολέπτων στα 400 μέτρα γυναικών παραμένει ανεπανάληπτη στα χρονικά. H ίδια μέχρι σήμερα αρνείται κατηγορηματικά ότι έκανε ποτέ χρήση αναβολικών.
Γεννημένη σα σήμερα στο Βίσμαρ της Ανατολικής Γερμανίας, η Μαρίτα Κοχ κατέχει το μέχρι σήμερα ανυπέρβλητο ρεκόρ στα 400 μέτρα γυναικών, με 47.60 δευτερόλεπτα. Αν και η φήμη της, όπως και των περισσότερων συναθλητών της στην τέως ΓΛΔ επισκιάστηκε από τις κατηγορίες για ντόπινγκ, για εκατομμύρια συμπατριωτών της παραμένει είδωλο.
Από μικρή είχε δείξει ότι διαθέτει “φτερωτά” πόδια, κερδίζοντας ακόμα και πολύ μεγαλύτερα αγόρια σε σχολικούς αγώνες τρεξίματος. Στα 15 της ξεκίνησε προπονήσεις δίπλα στο μετέπειτα σύζυγό της Βόλφγκανγκ Μάιερ, ναυπηγό και παρτ-τάιμ προπονητή. Εγγράφηκε στην ιατρική σχολή του Ρόστοκ, η αθλητική της καριέρα ωστόσο δε συνδυαζόταν εύκολα με τις πανεπιστημιακές απαιτήσεις. Το πρώτο παγκόσμιο ρεκόρ της ήρθε στο Μιλάνο το 1977, όταν έτρεξε τα 400 μέτρα σε 49,19 δευτερόλεπτα, ρεκόρ που έσπασε η ίδια δυο φορές μέσα σε ένα μήνα. To 1979 γίνεται η πρώτη γυναίκα που σπάει το φράγμα των 22 δευτερολέπτων στα 200 μέτρα. Κέρδισε το χρυσό μετάλλιο στα 400 μέτρα των Ολυμπιακών της Μόσχας, ωστόσο δε συμμετείχε στην Ολυμπιάδα του Λος Άντζελες, λόγω του μποϋκοτάζ της ΓΛΔ. Κατέκτησε τρία συνεχόμενα ευρωπαϊκά πρωταθλήματα στα 400 μέτρα το διάστημα 1978-1986. Συμμετείχε επίσης στη θρυλική ομάδα σκυταλοδρομίας γυναικών της ΓΛΔ.
Το θρυλικό ρεκόρ της σημειώθηκε στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Καμπέρα στην Αυστραλία, στις 6 Οκτώβρη 1985. Η επίδοση των 46,60 δευτερολέπτων στα 400 μέτρα γυναικών παραμένει ανεπανάληπτη στα χρονικά, ενώ μόνο η θρυλική κι επίσης αμφιλεγόμενη Τσεχοσλοβάκα Γιαρμίλα Κρατοχβίλοβα κατάφερε το 1983 στο Ελσίνκι να καταρρίψει το όριο των 48 δευτερολέπτων (47.99). Συνολικά στην ιστορία του αθλήματος, μόλις 9 γυναίκες κατόρθωσαν να τρέξουν την απόσταση σε κάτω από 49 δευτερόλεπτα, επίδοση που σημείωσε η Κοχ 15 φορές στην καριέρα της, την οποία τερμάτισε κατόπιν τραυματισμού στις αρχές του 1987. Αμέσως μετά, παντρεύτηκε τον προπονητή της, με τον οποίο δυο χρόνια αργότερα απέχτησαν τη μοναχοκόρη τους Ουλρίκε. Σήμερα διατηρεί κατάστημα δυο καταστήματα ρούχων στο Ρόστοκ και σπανίως κάνει δημόσιες εμφανίσεις, επειδή όπως έχει δηλώσει επανειλημμένα έχει κουραστεί να απαντάσει στις αιτιάσεις περί χρήσης αναβολικών. Οι φήμες τη συνόδευαν από την πρώτη στιγμή που κίνησε το παγκόσμιο ενδιαφέρον με τις επιδόσεις της, εντάθηκαν όμως μετά τη διάλυση της ΓΛΔ και τη δημοσίευση του βιβλίου του ζεύγους Μπέρεντονκ και Φράνκε “Ντοκουμέντα Ντόπινγκ”, βάσει του οποίου το ανατολικογερμανικό κράτος από το 1981 ως το 1984 προμήθευε την αθλήτρια με ετήσιες δόσεις του αναβολικού στερεοειδούς Oral-Turinabol που κυμαίνονταν μεταξύ 530 και 1460 mg.
H ίδια μέχρι σήμερα αρνείται κατηγορηματικά ότι έκανε ποτέ χρήση αναβολικών. Σύμφωνα με εκείνη, η δυνατότητα που έδινε το κράτος για χρήση αναβολικών, δε συνεπαγόταν και υποχρέωση του αθλητή να τα λάβει, κάτι τέτοιο συνέβαινε με αποκλειστική ατομική ευθύνη. Παραπέμπει επίσης στα αρνητικά αποτελέσματα πέντε συνολικά ελέγχων αντι-ντόπινγκ στο Ελσίνκι το ΄83 και στην Αυστραλία τη χρονιά του μεγάλου της ρεκόρ. Ανεξάρτητα από το βαθμό προσωπικής εμπλοκής της Κοχ σε αυτό το ιστορικά αποδεδειγμένo σε άλλους αθλητές, κι αναμφίβολα νοσηρό κι εκφυλιστικό φαινόμενο μιμητισμού καπιταλιστικών προτύπων, η κατακραυγή που δέχεται κατά καιρούς η Κοχ είναι καθαρά φαρισαϊκή. Όχι μόνο γιατί είναι πολύ δύσκολο να φανταστεί ότι ειδικά στο χώρο του στίβου υπάρχει ρεκόρ που να μη βασίζεται στον ένα ή άλλο βαθμό σε επιστημονική “υποβοήθηση”, αλλά κυρίως γιατί η στοχοποίησή της, με τελευταίο έντονο κρούσμα την περίοδο της εισαγωγής της στο Hall of Fame της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κλασικού Στίβου το 2014, έχει κατά βάση πολιτικά αίτια. Δεν είναι μόνο η δραστηριοποίηση της εντός του SED, στο συνέδριο του οποίου μάλιστα είχε εμφανιστεί το 1986, και η βράβευσή της με πολλά κρατικά βραβεία της ΓΛΔ, αλλά κυρίως η άρνηση της να συμμετάσχει στην επιχείρηση αυτοθυματοποίησης άλλων συναθλητών της, που ξεσηκώνει τη μήνι του αντικομμουνιστικού κοινού.
Σάλο είχε προκαλέσει το 2006, όταν στις αποκαλύψεις περί ντόπινγκ της συναθλήτριάς της στην ομάδα σκυταλοδρομίας του Ελσίνκι Γκεζίνε Τέτενμπορν αντέδρασε στο περιοδικό “Σπήγκελ” λέγοντας πως δεν είχε αντιληφθεί κάτι τέτοιο και πως πίστευε ότι όλα ήταν εντάξει. Στην ομιλία της για την συμπερίληψή της στο Hall of Fame, μαζί με τη συναθλήτρια και φίλη της Χάικε Ντρέξλερ (που με την ίδια αφορμή έκανε ακόμπα πιο ανοιχτά φιλοκαθεστωτικές δηλώσεις), κατήγγειλε ότι: “Κοινωνικά δεν είναι καλό για τον αθλητισμό να είναι εκ των υστέρων δαχτυλοδειχτούμενη η ΓΛΔ και να γίνεται προσπάθεια έτσι να κρυφτούν πολλά πράγματα κάτω από το χαλί”. Παραπονέθηκε για το ότι ο αθλητισμός στη ΓΛΔ παρουσιάζεται συλλήβδην ως κάτι βρώμικο, και συνέχισε λέγοντας πως το “Μόνο για το οποίο μετανιώνω, είναι πως δε μπόρεσα να δείξω ότι και το 1992 και το 1993 θα μπορούσα να γίνω πρωταθλήτρια και να τρέξω στα 48 ή 47 δευτερόλεπτα με διπλάσιους και τριπλάσιους ελέγχους”. Είναι αδύνατον πλέον να αποδειχθεί με επιστημονικά μέσα η αλήθεια, το μόνο βέβαιο είναι πως η Κοχ θα είχε πολύ θετικότερη δημοσιότητα ως “μάρτυρας ενός ολοκληρωτικού συστήματος”, αν είχε δεχθεί να συμμετάσχει στην εκστρατεία παρουσίασης του πρωταθλητισμού στη ΓΛΔ ως “εγκληματική σκόπιμη σωματική βλάβη”, όπως την είχε χαρακτηρίσει η δρομέας Ινές Γκάιπελ.